Αλλοπουρινόλη

χημική ένωση

Η αλλοπουρινόλη (allopurinol) είναι φαρμακευτική χημική ένωση που μειώνει τα υψηλά επίπεδα ουρικού οξέος στο αίμα (υπερουρικαιμία)[1], καταπολεμώντας έτσι την ουρική αρθρίτιδα (π.χ. ποδάγρα) και προλαμβάνοντας συγκεκριμένα είδη νεφρολιθιάσεων. Λαμβάνεται επίσης μερικές φορές κατά τη διάρκεια χημειοθεραπείας, η οποία μπορεί να αυξήσει το ουρικό οξύ στο αίμα του ασθενή.[2][3] Χορηγείται από το στόμα ή με ενδοφλέβια ένεση.[3]

Το μόριο της αλλοπουρινόλης

Συνηθισμένη παρενέργεια από τη λήψη χαπιών αλλοπουρινόλης είναι η φαγούρα, ενώ η ενδοφλέβια χορήγηση περιλαμβάνει την τάση προς έμετο και προβλήματα με τα νεφρά.[3] Δεν ενδείκνυεται η έναρξη της λήψεως σε μία κρίση ποδάγρας, αφού χρειάζονται δύο ημέρες μέχρι να δράσει το φάρμακο.[2] Αν και δεν φαίνεται ότι είναι επιβλαβής η χορήγηση του φαρμάκου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, το θέμα δεν έχει μελετηθεί επαρκώς.[4] Με βάση τον μηχανισμό της δράσεώς της, η αλλοπουρινόλη ταξινομείται στους αναστολείς του ενζύμου οξειδάση της ξανθίνης.[3]

Η αλλοπουρινόλη εγκρίθηκε για χρήση στις ΗΠΑ τον Αύγουστο του 1966.[3] Περιλαμβάνεται στον «Κατάλογο ουσιωδών φαρμάκων» του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, που περιέχει τις σημαντικότερες (και ασφαλείς σχετικώς) ουσίες που χρειάζονται σε ένα βασικό σύστημα υγείας.[5] Διατίθεται με τις εμπορικές ονομασίες Zyloric, Zyloprim, Caplenal κ.ά., ενώ είναι διαθέσιμη και ως γενόσημο φάρμακο.[3] Το κόστος του στον αναπτυσσόμενο κόσμο είναι περί το 0,70 ως 2,90 ευρώ τον μήνα.[6] Στις ΗΠΑ ένας μήνας θεραπείας με το φάρμακο κοστίζει λιγότερο από 25 δολάρια.[7]

Ιστορία Επεξεργασία

Η αλλοπουρινόλη συντέθηκε και αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 1956 από τον Ρόλαντ Κ. Ρόμπινς (Roland K. Robins, 1926-1992), που αναζητούσε αντικαρκινικούς παράγοντες.[1][8] Επειδή η αλλοπουρινόλη αναστέλλει τη διάσπαση (καταβολισμό) της μερκαπτοπουρίνης, δοκιμάστηκε αργότερα από τον Wayne Rundles σε συνεργασία με το εργαστήριο της Γκέρτρουντ Έλιον για να διαπιστωθεί εάν μπορούσε να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της οξείας λεμφοβλαστικής λευχαιμίας ενισχύοντας τη δράση της μερκαπτοπουρίνης.[1][9] Ωστόσο, δεν παρατηρήθηκε βελτίωση στην ασθένεια με τη συνδυασμένη χορήγηση μερκαπτοπουρίνης-αλλοπουρινόλης, οπότε η έρευνά τους στράφηκε προς άλλες ουσίες και στη συνέχεια η ομάδα άρχισε να δοκιμάζει την αλλοπουρινόλη ως δυνητική θεραπεία για την ποδάγρα.[10] Η αλλοπουρινόλη διατέθηκε στο εμπόριο ως φάρμακο για την ουρική αρθρίτιδα το 1966, ευθύς μετά την έγκρισή της στις ΗΠΑ.[9]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 Pacher, P.; Nivorozhkin, A.; Szabó, C. (2006). «Therapeutic Effects of Xanthine Oxidase Inhibitors: Renaissance Half a Century after the Discovery of Allopurinol». Pharmacological Reviews 58 (1): 87–114. doi:10.1124/pr.58.1.6. PMID 16507884. 
  2. 2,0 2,1 WHO Model Formulary 2008 (PDF). World Health Organization. 2009. σελ. 39. ISBN 9789241547659. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2016. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 «Allopurinol». The American Society of Health-System Pharmacists. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2016. 
  4. «Allopurinol Use During Pregnancy | Drugs.com». www.drugs.com. Ανακτήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2016. 
  5. «WHO Model List of Essential Medicines (19th List)» (PDF). World Health Organization. Απρίλιος 2015. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2016. 
  6. «Allopurinol». International Drug Price Indicator Guide. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2016. [νεκρός σύνδεσμος]
  7. Hamilton, Richart (2015). Tarascon Pocket Pharmacopoeia 2015 Deluxe Lab-Coat Edition. Jones & Bartlett Learning. σελ. 465. ISBN 9781284057560. 
  8. R.K. Robins (1956). «Potential Purine Antagonists. I. Synthesis of Some 4,6-Substituted Pyrazolo \3,4-d] pyrimidines1». J. Amer. Chem. Soc. 78 (4): 784–790. doi:10.1021/ja01585a023. 
  9. 9,0 9,1 Walter Sneader: Drug Discovery: A History. John Wiley & Sons, 2005 (ISBN 9780471899792). σελ. 254
  10. Elion G.B. (1989). «The purine path to chemotherapy (Nobel lecture in physiology or medicine - 1988)». Science 244 (4900): 41–47. doi:10.1126/science.2649979. PMID 2649979. Bibcode1989Sci...244...41E. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία