Το όνομα Κουμανία προήλθε από το λατινικό εξώνυμο της ομοσπονδίας Κουμάνων-Κιπτσάκων, τουρκικής ομοσπονδίας στο δυτικό τμήμα της Ευρασιατικής Στέπας μεταξύ του 10ου και του 13ου αιώνα. Στη συνομοσπονδία κυριαρχούσαν δύο τουρκικά νομαδικά φύλα: οι Κουμάνοι (ή Πολόβτσι) και οι Κιπτσάκοι. Η Κουμανία ήταν γνωστή στις ισλαμικές πηγές ως Desht-i Qipchaq, που σημαίνει "Στέπα των Κιπτσάκων" ή "ξένη γη που φιλοξενεί τους Κιπτσάκους" στις τουρκικές γλώσσες[1]. Ρωσικές πηγές ανέφεραν την Κουμανία ως "πολοβτσιανή στέπα" ή "πολοβτσιανή πεδιάδα"[2].

Η Χρυσή Ορδή αποκαλούνταν επίσης από τον Αρμένιο ιστορικό Χετούμ ως "Κομανία".[3]. Αποτέλεσε επίσης την πηγή ονομασιών ή εναλλακτικών ονομασιών για αρκετές μικρότερες περιοχές, μερικές από τις οποίες δε συνδέονταν γεωγραφικά με την περιοχή της ομοσπονδίας, στις οποίες εγκαταστάθηκαν Κουμάνοι και/ή Κιπτσάκοι, όπως η ιστορική περιοχή Κουνσάγκ στην Ουγγαρία και η πρώην Ρωμαιοκαθολική Επισκοπή της Κουμανίας (στη Ρουμανία και την Ουγγαρία).

Ο Αρμένιος Χετούμ περιέγραψε την Κουμανία ως "εντελώς επίπεδη και χωρίς δέντρα". Ο Ίμπν Μπατούτα είπε για την Κουμανία: "Αυτή η έρημος είναι πράσινη και χλοώδης χωρίς δέντρα ούτε λόφους, υψώματα ή βαθύτερα σημεία...Δεν υπάρχει τρόπος να ταξιδέψετε σε αυτή την έρημο εκτός από άμαξες".

Έννοια Επεξεργασία

 
Καζακικό σύμβολο της φυλής των Κιπτσάκων

Μέχρι τον 11ο και 12ο αιώνα, η νομαδική συνομοσπονδία των Κουμάνων και (Ανατολικών) Κιπτσάκων ήταν η κυρίαρχη δύναμη στα εδάφη, που εκτείνονταν από το σημερινό Καζακστάν, τη νότια Ρωσία, την Ουκρανία, ως τη νότια Μολδαβία και την ανατολική Βλαχία.

Λαμβάνοντας υπόψη τον νομαδικό τρόπο ζωής αυτών των λαών, αυτά τα σύνορα μπορούν να υπολογιστούν μόνο ως κατά προσέγγιση. Ως εκ τούτου, υπήρχαν διάφοροι ορισμοί για το τι σήμαινε Κουμανία με την πάροδο του χρόνου. Ανάλογα με την περιοχή και τον χρόνο τους, διαφορετικές πηγές χρησιμοποίησαν το δικό τους όραμα για να δηλώσουν διαφορετικά τμήματα της τεράστιας κουμανικής επικράτειας: σε βυζαντινές, ρωσικές, γεωργιανές, αρμενικές, περσικές και μουσουλμανικές πηγές, Κουμανία θεωρούνταν η ποντιακή-κασπιανή στέπα: οι στέπες δηλαδή βόρεια της Μαύρης Θάλασσας και στα ανατολικά μέχρι την Κασπία Θάλασσα, όπου οι πεδιάδες μεταξύ ποταμού Δνίπερου, ποταμού Βόλγα, Ουράλη και Ιρτίς ήταν ευνοϊκές για τον νομαδικό τρόπο ζωής των Κουμάνων. Αργότερα, για μια σύντομη χρονική περίοδο, στις δυτικές πηγές, ως Κουμανία χαρακτηριζόταν και η περιοχή της ανατολικής Βλαχίας και της νότιας Ουκρανίας, όπου έλαβε χώρα η πρώτη επαφή μεταξύ Κουμάνων και δυτικών Χριστιανών. Αργότερα οι Κουμάνοι της περιοχής ασπάστηκαν τον Ρωμαιοκαθολικισμό.

Όπως και στην περίπτωση πολλών άλλων μεγάλων νομαδικών ευρασιατικών συνομοσπονδιών, το εθνώνυμο "Κουμάνος" σήμαινε διαφορετικές εθνοτικές πραγματικότητες. Ενώ η κύρια συνιστώσα ήταν πιθανώς οι φυλές που μιλούσαν τουρκικές γλώσσες, η συνομοσπονδία περιλάμβανε και άλλα εθνοτικά στοιχεία. Η Κουμανία ήταν πρωτίστως πολιτική ονομασία, αναφερόμενη στην ηγετική, ενοποιητική φυλή ή φυλή της συμμαχίας ή του κράτους. Οι Κουμάνοι, όταν εμφανίζονται για πρώτη φορά σε γραπτές πηγές, είναι μέλη μιας συνομοσπονδίας ανεξάρτητα από τη φυλετική προέλευσή τους. Πρώην φυλετικά ονόματα εξαφανίστηκαν, όταν η εν λόγω φυλή έγινε μέρος μιας πολιτικής μονάδας.

 
Άγαλμα Κουμάνων/Κιπτσάκων, 12ος αιώνας, Λουχάνσκ

Το εκτενές έδαφος αυτής της περιοχής, που αποτελούνταν από χαλαρά συνδεδεμένες φυλετικές μονάδες, που ήταν η στρατιωτική κυρίαρχη δύναμη, δεν ήταν ποτέ πολιτικά ενωμένο από μια ισχυρή κεντρική εξουσία. Η Κουμανία δεν ήταν ούτε κράτος ούτε αυτοκρατορία, αλλά διαφορετικές ομάδες κάτω από ανεξάρτητους ηγεμόνες, ή χαν, οι οποίοι ενεργούσαν με δική τους πρωτοβουλία, αναμειγνυόμενοι στην πολιτική ζωή των γύρω κρατών: στις ρωσικές ηγεμονίες, τη Βουλγαρία, το Βυζάντιο και τα βλάχικα κράτη στα Βαλκάνια, στην Αρμενία και στη Γεωργία στον Καύκασο και στη Χορασμία, έχοντας φτάσει μέχρι και στη δημιουργία μιας ισχυρής κάστας πολεμιστών, των Μαμελούκων, που υπηρετούσαν τους μουσουλμάνους Άραβες και τους Τούρκους χαλίφηδες και σουλτάνους.

Στα Βαλκάνια, βρίσκουμε τους Κουμάνους σε επαφή με όλες τις κρατικές οντότητες εκείνης της εποχής: να μάχονται με το Βασίλειο της Ουγγαρίας, να συμμαχούν με τους Βούλγαρους και τους Βλάχους ενάντια στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και να συμμετέχουν στην πολιτική των νέων βλαχικών κρατικών οντοτήτων.

Αυτή η ποντική Κουμανία (και οι υπόλοιποι της Κουμανίας στα ανατολικά) έληξε στα μέσα του 13ου αιώνα κατά τη μεγάλη μογγολική εισβολή στην Ευρώπη. Το 1223, ο Τζένγκις Χαν νίκησε τους Κουμάνους και τους συμμάχους των Ρως στη μάχη της Κάλκα (στη σύγχρονη Ουκρανία) και το τελικό χτύπημα επήλθε το 1241, όταν η κουμανική συνομοσπονδία έπαψε να υπάρχει ως πολιτική οντότητα. Οι υπόλοιπες κουμανικές φυλές διασκορπίστηκαν: είτε υποτάχθηκαν στους Μογγόλους κατακτητές ως κομμάτι της μελλοντικής Χρυσής Ορδής ή έφυγαν δυτικά στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, στη Βουλγαρική Αυτοκρατορία και στο Βασίλειο της Ουγγαρίας.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Adjiev M. Eskenderovich, The Kipchaks, An Ancient History of the Turkic People and the Great Steppe, Moscow 2002, p.30
  2. [1]
  3. Victor Spinei, The Romanians and the Turkic Nomads North of the Danube Delta from the Tenth to the Mid-thirteenth Century, p.38.

Σημειώσεις Επεξεργασία

  • Istvan Vasary: "Κουμάνοι και Τάταροι", Cambridge University Press, 2005
  • Norman Angell: "Θεωρίες ειρήνης και Βαλκανικός πόλεμος". 1912.