Οι Κουμάνοι ή Κομάνοι ή Πολόβτσυ[2] (Τουρκικά: kuman / πληθ. kumanlar[3], Ουγγρικά: kun / πληθ. kunok[4]) ήταν τουρκικός[4][5][6][7] νομαδικός λαός, ο δυτικός κλάδος της συνομοσπονδίας Κουμάνων - Κιπτσάκων. Μετά την εισβολή των Μογγόλων στο Κράτος των Ρως (1237), πολλοί αναζήτησαν άσυλο στην Ουγγαρία[8] και στη Βουλγαρία. Άλλοι ερευνητές αναφέρουν ότι οι Κουμάνοι ήταν ευπρόσδεκτοι στην Ουγγαρία πριν τη μογγολική εισβολή[9].

Κουμάνοι
Πολόβτσι
Η συνομοσπονδία Κουμάνων-Κιπτσάκων στην Ευρασία περί το 1200 μ.Χ.
Περιοχές με σημαντικούς πληθυσμούς
Κουμανία
Γλώσσες
Κουμανικά
Θρησκεία
Σαμανισμός και Τενγκρισμός (ιστορικά), Χριστιανισμός, Ισλάμ
Κιπτσάκοι, Πετσενέγοι, Τάταροι, Νογκάι, Καζάχοι[1]
Άγαλμα Κουμάνου/Κιπτσάκου, 12ος αιώνας, Λουχάνσκ

Λαός που σχετιζόταν με τους Πετσενέγους,[10], και αναφέρεται ως Πολόβτσυ (ορθή προφορά στα ρωσικά: Παλόφτσυ) στις ρωσικές πηγές, κατοίκησαν μια περιοχή βόρεια της Μαύρης Θάλασσας (Εύξεινος Πόντος) και κατά μήκος του ποταμού Βόλγα, γνωστή ως Κουμανία, όπου έπαιξαν μαζί με τους Κιπτσάκους ρόλο στην πολιτική του Καυκάσου και της Χωρεσμίας [11]. Εντέλει, αρκετοί εγκαταστάθηκαν δυτικά της Μαύρης Θάλασσας, επηρεάζοντας την πολιτική των Ρως του Κιέβου, της Χρυσής Ορδής, της Βουλγαρίας, της Σερβίας, της Ουγγαρίας, της Μολδαβίας, και της Βλαχίας. Οι φυλές των Κουμάνων και των Κιπτσάκων ενώθηκαν πολιτικά σε μια συνομοσπονδία[12]. Η Κουμανική γλώσσα μαρτυρείται σε ορισμένα μεσαιωνικά χειρόγραφα και είναι η περισσότερο γνωστή από τις πρώιμες Τουρκικές γλώσσες[13]. Ο Codex Cumanicus (Κουμανικός Κώδικας) ήταν γλωσσολογικό εγχειρίδιο που γράφτηκε προς βοήθεια των Καθολικών ιεραποστόλων της περιοχής.

Ως νομάδες πολεμιστές από τη στέπα της Ευρασίας, οι Κουμάνοι άσκησαν επίμονη πίεση στα μεσαιωνικά Βαλκάνια. Το βασικό όργανο της επιτυχημένης άσκησης πολιτικής των Κουμάνων ήταν η στρατιωτική δύναμη και η πίεση στα εξασθενημένα από τις εμφύλιες διαμάχες βαλκανικά κράτη. Οι πιέσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα να εγκατασταθούν ομάδες Κουμάνων και αναμειχθούν με τους γηγενείς πληθυσμούς. Υφίσταται μάλιστα διαμάχη για το αν τρεις διαδοχικές βουλγαρικές δυναστείες, των Ασενιδών, των Τερτεριδών και η δυναστεία Σισμάν, όπως και η ιδρυτική βλάχικη δυναστεία των Βασαραβιδών είναι κουμανικής προέλευσης[12][14]. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά στις περιπτώσεις των Ασενιδών και των Βασαραβιδών, μεσαιωνικά χειρόγραφα τις αναφέρουν ως βλάχικες, ρωμανικές δυναστείες[15][16][17]. Οι Κουμάνοι έπαιξαν ενεργό ρόλο στο Βυζάντιο, την Ουγγαρία και τη Σερβία, καθώς ενσωματώθηκαν στις αριστοκρατικές τάξεις των κοινωνιών αυτών των κρατών.

Μάχες με τους Ρως του Κιέβου Επεξεργασία

Οι Κουμάνοι αντιμετώπισαν για πρώτη φορά τους Ρως το 1055, όταν προέλασαν ενάντια στο Πριγκηπάτο του Περεγιάσλαβλ, αλλά ο Πρίγκηπας Βσέβολοντ ήρθε σε συμφωνία μαζί τους (πιθανόν χρηματικής φύσεως) αποφεύγοντας έτσι τη στρατιωτική αντιπαράθεση. Το 1061, παρόλα αυτά, οι Κουμάνοι, υπό τον φύλαρχο Σοκάλ, εισέβαλαν και κατέστρεψαν το Πριγκηπάτο του Περεγιάσλαβλ, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει ένας πόλεμος που θα κρατούσε 175 έτη. To 1068, στη μάχη του ποταμού Αλτά, οι Κουμάνοι νίκησαν τους στρατούς των τριών υιών του Γιαροσλάβ του Σοφού, Μεγάλου Πρίγκηπα Ιζιασλάβ Α΄ του Κιέβου, Πρίγκηπα Σβιατοσλάβ του Τσερνίγκοφ, και Πρίγκηπα Βσέβολοντ του Περεγιάσλαβλ. Μετά τη νίκη τους, οι Κουμάνοι επανειλημμένα εισέβαλαν στα εδάφη των Ρως του Κιέβου, κατέστρεψαν τη γη και πήραν ομήρους, που έγιναν σκλάβοι τους ή πουλήθηκαν ως τέτοιοι σε αγορές στα νότια. Οι πιο ευπρόσβλητες περιοχές των Ρως υπήρξαν τα εδάφη του Πριγκηπάτου του Περεγιάσλαβλ, του Πριγκηπάτου του Νόβγκοροντ-Σέβερσκ και του Πριγκηπάτου του Τσερνίγκοφ.

Το 1093 οι Κουμάνοι νίκησαν αρχικώς τον Μεγάλο Πρίγκηπα Βλαντίμιρ Β΄ Μονομάχο του Κιέβου στη μάχη του ποταμού Στούγκνα, αλλά αργότερα ηττήθηκαν από τις συνδυασμένες δυνάμεις των πριγκηπάτων των Ρως υπό την ηγεσία του Μονομάχου και εκδιώχθηκαν έξω από τα σύνορα των Ρως έως τον Καύκασο. Στις μάχες αυτές κάποιοι Πετσενέγοι και Ογούζοι Τούρκοι απελευθερώθηκαν από τους Κουμάνους και ενσωματώθηκαν στο συνοριακό σώμα φύλαξης των συνόρων των Ρως. Λίγο αργότερα, το 1096, 1097, ο χαγάνος των Κουμάνων Μπονιάκ εξαπέλυσε εισβολές στο Κίεβο. Το 1096 μάλιστα, πυρπόλησε τα πριγκηπικά ανάκτορα του Μεγάλου Πρίγκηπα του Κιέβου στην περιοχή Μπερεστόβε και λεηλάτησε τη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου.

Στα 1097/1099, ο Μεγάλος Πρίγκηπας Σβιατοπόλκ Β΄ του Κιέβου αιτήθηκε τη βοήθεια των Κουμάνων ενάντια στον βασιλιά Κολομάν της Ουγγαρίας, που βρισκόταν σε διένεξη με τον Πρίγκηπα Βολοντάρ του Περεμίσλ. Ο Ούγγρος βασιλιάς διέσχισε με το στρατό του τα Καρπάθια Όρη και πολιόρκησε το Περεμίσλ (σημερινό Πρζέμισλ στην Πολωνία), γεγονός που προκάλεσε τον Πρίγκηπα Νταβίντ Ιγκόρεβιτς της Βολυνίας, σύμμαχο του Βολοντάρ, να πείσει τους Κουμάνους να επιτεθούν στους Ούγγρους, υπό την ηγεσία των χαγάνων Μπονιάκ και Αλτουνοπά. Οι Κουμάνοι ανέλαβαν δράση και συνέτριψαν τον ουγγρικό στρατό. Το Φωτισμένο Χρονικό, ένα ουγγρικό χρονικό του Μεσαίωνα, αναφέρει ότι "σπάνια οι Ούγγροι είχαν υποστεί τέτοια σφαγή όπως σε εκείνη τη μάχη". Το 1104, οι Κουμάνοι συμμάχησαν με τον Πρίγκηπα Βολοντάρ του Περεμίσλ. Το 1106, εισέβαλαν στο Πριγκηπάτο της Βολυνίας, αλλά απωθήθηκαν από τον Μεγάλο Πρίγκηπα Σβιατοπόλκ Β΄ του Κιέβου. Το 1105 και το 1107, ο χαγάνος των Κουμάνων Μπονιάκ πραγματοποίησε πάλι επιδρομές στο Κίεβο. Το 1107 όμως, ηττήθηκε κοντά στο Λούμπνυ από τις δυνάμεις των Ρως πριγκήπων. Το 1109 ο Βλαντίμιρ Β΄ Μονομάχος εξαπέλυσε επιδρομή ενάντια στους Κουμάνους και κατέλαβε "1.000 σκηνές". Στα 1111, 1113 και 1116, σημειώθηκαν επιδρομές των Ρως κατά των Κουμάνων που είχαν ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση και ενσωμάτωση περισσότερων Πετσενέγων και Ογούζων στην επικράτεια των Ρως. Μετά το θάνατο του πολεμοχαρούς Σβιατοπόλκ Β΄ του Κιέβου το 1125, οι Κουμάνοι επέστρεψαν στη στέπα κατά μήκος των συνόρων των Ρως. Το 1128 σημειώθηκαν νέες εχθροπραξίες. Οι πηγές των Ρως αναφέρουν ότι ο Σεβίντς, υιός του χαγάνου Μπονιάκ, εξέφρασε την επιθυμία να "φυτέψει" το σπαθί του "στη Χρυσή Πύλη του Κιέβου", καθώς είχε πράξει παλαιότερα ο πατέρας του.

Στις 20 Μαρτίου 1155, ο Πρίγκηπας του Περεγιάσλαβλ, Γκλεμπ Γιούριεβιτς, κατέλαβε το Κίεβο με τη βοήθεια ενός στρατού των Κουμάνων υπό τον Κουμάνο πρίγκηπα Τσεμγκούρα. Το 1160, οι κουμανικές επιδρομές στα εδάφη των Ρως αποτελούσαν πλέον ετήσια παράδοση. Οι επιθέσεις αυτές πίεζαν τους Ρως και παρενοχλούσαν τις εμπορικές οδούς προς τη Μαύρη Θάλασσα και την Κωνσταντινούπολη, αναγκάζοντας τους Ρως να αποφασίσουν να αντισταθούν. Την περίοδο 1166-1169 οι προσβολές σταμάτησαν, όταν ο Δούκας του Βλαντίμιρ, Αντρέι Μπογκολιούμπσκι, εγγονός του χαγάνου Αγιέπα των Κουμάνων (υιός της κόρης του), πήρε τον έλεγχο του Μεγάλου Πριγκηπάτου του Κιέβου και εγκατέστησε τον Μεγάλο Πρίγκηπα Γιούριεβιτς ως μαριονέτα του. Αργότερα, οι διάφοροι πρίγκηπες του Πριγκηπάτου του Τσερνίγκοφ επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν το στρατό του Κουμάνου χαγάνου Κοντσέκ εναντίον του Μεγάλου Πριγκηπάτου του Κιέβου και του Μεγάλου Δουκάτου του Βλαντίμιρ (μετά το 1169 και την κατάληψη του Κιέβου, το Δουκάτο του Βλαντίμιρ μετονομάστηκε σε Μεγάλο Δουκάτο του Βλαντίμιρ). Το 1177, ένας στρατός Κουμάνων λεηλάτησε έξι πόλεις που ανήκαν στους Μπερεντέι (τουρκική φυλή, μέλος της συνομοσπονδίας φυλών Καρακαλπάκ) και τους Τόρκους. Η συμμαχία μεταξύ Κουμάνων και Πριγκηπάτου του Τσερνίγκοφ υπέστη μια καταστροφική ήττα το 1180, οπότε και ο αδελφός του χαγάνου Κοντσέκ, Ελρούτ, σκοτώθηκε στη μάχη. Το 1183, οι Ρως νίκησαν ένα μεγάλο στρατό Κουμάνων και συνέλαβαν τον χαγάνο τους Κομπιάκ, καθώς και τους υιούς του και άλλους αξιωματούχους του.

Επακόλουθα, ο χαγάνος Κοντσέκ διεξήγαγε διαπραγματεύσεις. Το 1185, ο Ίγκορ Σβιατοσλάβιτς, Πρίγκηπας του Νόβγκοροντ-Σέβερσκ, επιτέθηκε στους Κουμάνους κοντά στον ποταμό Καγιάλα, αλλά ηττήθηκε, γεγονός που απαθανατίστηκε στο ανώνυμο επικό ποίημα των Ρως Η Ιστορία της Εκστρατείας του Ίγκορ, και την όπερα του Αλεξάντρ Μποροντίν, Πρίγκηπας Ίγκορ.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα origins.
  2. Oxford Dictionary of Byzantium, σ. 563
  3. Loewenthal, Rudolf (1957). The Turkic Languages and Literatures of Central Asia: A Bibliography. Mouton. Ανακτήθηκε στις 23 Μαρτίου 2008. 
  4. 4,0 4,1 Encyclopædia Britannica Online - Cuman
  5. Robert Lee Wolff: "The 'Second Bulgarian Empire.' Its Origin and History to 1204" Speculum, Volume 24, Issue 2 (April 1949), 179; "Thereafter, the influx of Pechenegs and Cumans turned Bulgaria into a battleground between Byzantium and these Turkish tribes..."
  6. Bartusis, Mark C., The Late Byzantine Army: Arms and Society, 1204-1453, (University of Pennsylvania Press, 1992), 26; "Around 1239 a large group of Cumans--a Turkic people of the steppes...."
  7. Spinei, Victor (2009). The Romanians and the Turkic nomads north of the Danube Delta from the tenth to the mid-thirteenth century. Leiden: Brill. σελ. 116. 
  8. «Cuman (people)». Britannica Online Encyclopedia. Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2011. 
  9. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιανουαρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2013. 
  10. «Cumans». Encyclopediaofukraine.com. Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2011. 
  11. Cumans and Tatars, σ. 7
  12. 12,0 12,1 István Vásáry (2005) Cumans and Tatars, Cambridge University Press.
  13. Spinei, The Romanians and the Turkic Nomads, σ. 186.
  14. Laurențiu Rădvan, At Europe's Borders: Medieval Towns in the Romanian Principalities, BRILL, 2010, p. 129
  15. For example: "Bazarab infidelis Olahus noster", "Basarab Olacus et filii eiusdem", "Bazarab filium Thocomerius scismaticum olachis nostris". http://www.arcanum.hu/mol/lpext.dll/fejer/152e/153a/1654?fn=document-frame.htm&f=templates&2.0 Αρχειοθετήθηκε 2011-07-21 στο Wayback Machine.
  16. István Vásáry (2005) Cumans and Tatars, Cambridge University Press, p. 40: "No serious argument can be put forward in support of the Assenids' Bulgarian or Russian origin. Moreover, a Cuman name by itself cannot prove that its bearer was undoubtedly Cuman. Asen's Turkic name must be reconciled with the fact that the sources unanimously testify to his being Vlach."
  17. Stephenson, Paul. Byzantium's Balkan Frontier: A Political Study of the Northern Balkans, 900-1204, Cambridge University Press, 2000

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία