Επαναστατικό Συμβούλιο (Αφγανιστάν)

Το Επαναστατικό Συμβούλιο του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος του Αφγανιστάν (ΛΔΚΑ) διοίκησε τη Λαϊκή Δημοκρατία του Αφγανιστάν από το 1978 μέχρι την κατάρρευση της το 1992. Το συμβούλιο ήταν η ανώτατη κρατική εξουσία κατά το κομμουνιστικό καθεστώς και αποτελούσε πιστό αντίγραφο του Ανώτατου Σοβιέτ. Το συμβούλιο συγκαλούνταν δύο φορές τον χρόνο για να εγκρίνει τις αποφάσεις του προεδρείου.[1]

Άνοδος στην εξουσία Επεξεργασία

Μετά την Εξέγερση του Σαούρ το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισε το κόμμα ήταν η εσωτερική σύγκρουση μεταξύ των δύο μεγαλύτερων συνιστωσών του κόμματος, του Χαλκ και του Παρτσάμ. Μετά την ανάληψη της εξουσίας, ο Νουρ Μουχαμάντ Ταρακί αρνήθηκε να αποκαλύψει πληροφορίες σχετικά με την οργάνωση του ΛΔΚΑ και πώς δομούνταν. Ο Ταρακί δεν αποκάλυψε ποτέ την ταυτότητα των μελών του Επαναστατικού Συμβουλίου κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του.[2]

Όταν το ΛΔΚΑ κατέλαβε την εξουσία με τη βοήθεια του αφγανικού στρατού, οι στρατιώτες ανακοίνωσαν τη νίκη τους στον Μοχάμεντ Νταούντ Χαν και το πρώτο διάταγμα που δημοσιεύθηκε από την κυβέρνηση έγινε μέσω του Επαναστατικού Συμβουλίου των Ενόπλων Δυνάμεων υπό τον έλεγχο του σμήναρχου της Αφγανικής Πολεμικής Αεροπορίας Αμπντούλ Καντίρ.[3] Το Επαναστατικό Συμβούλιο των Ενόπλων Δυνάμεων τελικά συγχωνεύθηκε με το Επαναστατικό Συμβούλιο της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν. Αργότερα, τα μέλη του Επαναστατικού Συμβουλίου συναντήθηκαν και εξέλεξαν τον Ταρακί ως Πρόεδρο του Συμβουλίου και Πρωθυπουργό του Αφγανιστάν. Ο Ταρακί αποκάλυψε τελικά ότι υπήρχαν συνολικά 35 μέλη στο συμβούλιο, από τα οποία πέντε ήταν αξιωματικοί και όλα ήταν μέλη του ΛΔΚΑ. Ο Ταρακί δεν δημοσίευσε ποτέ κατάλογο των μελών του Επαναστατικού Συμβουλίου και γι' αυτόν τον λόγο τα ονόματά τους παραμένουν άγνωστα.[2]

Στη δεύτερη σύνοδο του Επαναστατικού Συμβουλίου της 1ης Μαΐου 1978 εξέλεξαν τους νέους υπουργούς του Αφγανιστάν. Στη σύνοδο αποδείχθηκε πως η εξουσία βρισκόταν στα χέρια του Χαλκ με την εκλογή 11 μελών του έναντι 7 του Παρτσάμ. Ο Μπαμπράκ Καρμάλ εξελέγη στη θέση του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου, στο δεύτερο ανώτερο αξίωμα. Εκλέχτηκε επίσης Αναπληρωτής Πρωθυπουργός θέση την οποία μοιράστηκε με τον Χαφιζουλάχ Αμίν και τον Μοχαμάντ Ασλάμ Βαταντζάρ. Παρά το γεγονός πως ήταν μειοψηφία, το Παρτσάμ ήταν σε θέση να πάρει μερικά σημαντικά υπουργεία όπως το Υπουργείο Εσωτερικών, υπό τον έλεγχο του Νουρ Αχμέντ Νουρ. Το Χαλκ είχε τον πλήρη έλεγχο των αφγανικών ενόπλων δυνάμεων, μιας και ο στρατηγός Νταούντ Ταρούν εκλέχτηκε αρχηγός της αστυνομίας και ο Ασαντουλάχ Σαρβαρί εκλέχτηκε νέος προϊστάμενος της αφγανικής μυστικής αστυνομίας.[2]

Στις 24 Μαΐου 1978, το Πολιτικό Γραφείο ανακοίνωσε τη διεύρυνση του Επαναστατικού Συμβουλίου. Το νέο αυτό διευρυμένο συμβούλιο συναντήθηκε για πρώτη φορά στις 12 Ιουνίου 1978 και αυτή η συνάντηση χαρακτηρίζεται από δύο αμφιλεγόμενες αλλαγές. Η πρώτη ήταν η αλλαγή της σημαίας και η αντικατάστασή με μία πλήρως κόκκινη. Η άλλη ήταν η διακήρυξη της βασιλικής οικογένειας ως προδότες και η άρση της αφγανικής ιθαγένειας τους. Πέντε ημέρες αργότερα, το Επαναστατικό Συμβούλιο είχε μια νέα συνάντηση για το Παρτσάμ στην κυβέρνηση. Αν και δεν κυκλοφόρησαν πολλές πληροφορίες σχετικά με αυτή τη συνάντηση, οι περισσότεροι πολιτικοί του κόμματος του Παρτσάμ απεστάλησαν στο εξωτερικό ως πρέσβεις.[2]

Υπό το καθεστώς του Καρμάλ, το Παρτσάμ κατέλαβε τις σημαντικότερες κυβερνητικές θέσεις, ενώ ανεξάρτητοι πολιτικοί κατέλαβαν θέσεις εξουσίας. Η συνιστώσα Χαλκ εξακολουθούσε να υπερτερεί του Παρτσάμ, ειδικά στον αφγανικό στρατό και άλλους τομείς ασφαλείας. Λόγω της διαμάχης για εξουσία στο κόμμα μεταξύ Χαλκ και Παρτσάμ, η πειθαρχία διερράγη. Ο Καρμάλ προσπάθησε να αντικαταστήσει επτά στρατιωτικούς αξιωματικούς του Χαλκ με μέλη του Παρτσάμ για να αποκτήσει καλύτερο έλεγχο στο κόμμα, αλλά οι αξιωματικοί κατέληξαν να αρνούνται τις προτάσεις. Η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα για να παρέμβει ή να σταματήσει αυτούς τους αξιωματικούς, ενώ η κυβέρνηση του Καρμάλ τελικά εκτέλεσε δεκατρείς υποστηρικτές του Αμίν. Αυτό οδήγησε έμμεσα σε αποτυχημένα στρατιωτικά πραξικοπήματα του Χαλκ τον Ιούνιο, τον Ιούλιο και τον Οκτώβριο του 1980 και τελικά οδήγησε στην εκκαθάριση των μελών του Χαλκ από την κυβέρνηση, κάτι που ουσιαστικά έφερε την κυβέρνηση σε τέλμα παραδίδοντας τη χώρα στα χέρια των σοβιετικών συμβούλων. Κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης το Παρτσάμ με τη βοήθεια των Σοβιετικών μπόρεσε να ανατρέψει το πραξικόπημα την τελευταία στιγμή. Ενώ ο Καρμάλ απέτυχε όταν αποφάσισε να διαλύσει τον κομματισμό στο κόμμα, το κόμμα έγινε πιο ασφαλές λόγω της εκκαθάρισης του Χαλκ από την κυβέρνηση. Τον Ιούνιο του 1981 και πάλι το Επαναστατικό Συμβούλιο με την Κεντρική Επιτροπή διευρύνθηκαν, έχοντας πλέον δεκαπέντε μέλη. Σε αυτή τη συνάντηση ο Νουρ διορίστηκε Πρόεδρος του Συμβουλίου και ο Σουλτάν Αλί Κεστμάντ έγινε ο νέος Πρωθυπουργός του Αφγανιστάν.[1]

Νέο σύνταγμα Επεξεργασία

Τον Νοέμβριο του 1986, ο Καρμάλ παραιτήθηκε από τη θέση του ως Πρόεδρος του Συμβουλίου και άφησε τη θέση στον πρώην διοικητή της Υπηρεσίας Πληροφοριών, Μοχαμάντ Νατζιμπουλάχ. Πριν ο Νατζιμπουλάχ αναλάβει το αξίωμα, ο Σουλτάν Αλί Κεστμάντ διετέλεσε προσωρινός πρόεδρος του Αφγανιστάν και του συμβουλίου. Υπό τη διοίκηση του Νατζιμπουλάχ επιζητήθηκε κατάπαυση του πυρός μεταξύ των μουτζαχεντίν και των κυβερνητικών δυνάμεων, μία διαδικασία που ονομάστηκε Εθνική Συμφιλίωση. Μετά τις συνομιλίες για την εθνική συμφιλίωση, η λογιά τζιργκά (εθνοσυνέλευση) επικύρωσε το νέο σύνταγμα του Νατζιμπουλάχ και διάφορες ομάδες αντίστασης. Το νέο σύνταγμα κατάργησε το μονοκομματικό σύστημα στη χώρα και νομιμοποίησε την ίδρυση του Μελί Σουρά (λογιά τζιργκά), του Σενά (Γερουσία) και του Βολασί Τζιργκά (Βουλή των Αντιπροσώπων) τα οποία εν τέλει αντικατέστησαν το Επαναστατικό Συμβούλιο. Συμφώνησαν επίσης να αφαιρεθεί η λέξη «λαϊκή» από το επίσημο όνομα του Αφγανιστάν, οπότε μεταξύ 1987 και 1992 το επίσημο όνομα του κράτους ήταν Δημοκρατία του Αφγανιστάν.[4]

Οργάνωση Επεξεργασία

Το Προεδρείο του Επαναστατικού Συμβουλίου απαρτιζόταν από τους εκπροσώπους του Επαναστατικού Συμβουλίου και μερικούς άλλους. Ο κύριος ρόλος του Προεδρείου στην πολιτική του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος και της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν ήταν να λειτουργεί ως νομοθέτης τους, εγκρίνοντας κρατικές αποφάσεις που θα κυρωνόταν ενώπιον του Επαναστατικού Συμβουλίου. Το γραφείο του Προεδρείου παρακολουθούσε επίσης το Υπουργικό Συμβούλιο. Κανένας πλην λίγων μελών του Προεδρείου δεν ήταν μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου, δηλώνοντας έτσι μια σκόπιμη προσπάθεια διαχωρισμού της εξουσίας μεταξύ των δύο κυβερνητικών οργάνων. Δεν γνωρίζουμε πολλά για το Προεδρείο κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Ταρακί και του Αμίν μεταξύ 1978 και 1979. Αμέσως μετά τη σοβιετική εισβολή, αποτελούνταν από επτά μέλη, από τα οποία τέσσερα ήταν μέλη του Παρτσάμ και τρία του Χαλκ.[5]

Το Προεδρείο ήταν το μόνιμο κυβερνητικό όργανο του Επαναστατικού Συμβουλίου. Τα μέλη του Προεδρείου εκλεγόταν από το Επαναστατικό Συμβούλιο. Πρόεδρος του Επαναστατικού Συμβουλίου ήταν ο Επικεφαλής του Προεδρείου. Οι αρμοδιότητες του Προεδρείου ήταν η επιβολή των νόμων, η χορήγηση αμνηστίας ή οι ποινές μεταξύ άλλων.[6]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Arnold, Anthony (1983). Afghanistan's two-party communism. Stanford: Stanford University. σελ. 101. ISBN 0817977937. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Male, Beverly (1982). Revolutionary Afghanistan. London: Croom Helm. σελ. 128. ISBN 0709917163. 
  3. St. Amant Bradsher, Henry (1983). Afghanistan and the Soviet Union. Durham: Duke University Press. ISBN 0822304961. 
  4. The Far East and Australasia 2003. Brussels: Europa Publications Staff and Europa Publications. 2002. σελ. 63. ISBN 1857431332. 
  5. Amstutz, J. Bruce (1994). The First Five Years of Soviet Occupation. Washington: DIANE Publishing. σελ. 65. ISBN 0788111116. 
  6. The Middle East and North Africa. Brussels: Europa Publications Limited. 2000.