Η Κομητεία της Σαβοΐας ήταν ένα μεσαιωνικό κράτος που προέκυψε μαζί με τις ελεύθερες κοινότητες της Ελβετίας από τη διάλυση του βουργουνδιακού Βασιλείου της Αρελάτης τον 11ο αιώνα. Είναι η γενέτειρα του ομώνυμου οίκου της Σαβοΐας. Εδαφικά συγκεντρωνόταν στις δύο πλευρές των Άλπεων στα σημερινά σύνορα Γαλλίας-Ιταλίας νότια της Γενεύης. Το δυτικό μέρος του αρχικού πυρήνα της κομητείας το αποτελούσε η Κύρια Σαβοΐα, με πρωτεύουσα το Σαμπερί[1], η κομητεία της Γενεύης γύρω από την Ανσί, οι επαρχίες του Σαν Ζαν ντε Μωριέν (η πρώτη πρωτεύουσα της κομητείας)[2] και η Ταραινταίζ και δυτικά η Κοιλάδα της Αόστα. Οι κόμητες λάμβαναν το προσωνύμιο «Φύλακες των Περασμάτων»[1] καθώς ήλεγχαν τα βασικά αλπικά περάσματα: τα δύο του Αγίου Βερνάρδου, το Μον Σενίς και Λαρζεντιέρ.[2] Σταδιακά η Κομητεία εξαπλώθηκε και συμπεριέλαβε το Πεδεμόντιο και την ευρύτερη περιοχή της Νίκαιας. Από το 1410 έδωσε τη θέση της στο Δουκάτο της Σαβοΐας.

Η Κομητεία της Σαβοΐας τον 13ο αιώνα.

Εδαφική εξέλιξη Επεξεργασία

Τα σαβοϊκά εδάφη νότια της λίμνης της λίμνης Λεμάν που στα δυτικά ορίζονταν από τον ποταμό Ροδανό και στα ανατολικά από τις Άλπεις είχαν αποτελέσει μέρος της Άνω Βουργουνδίας, δουκάτο που βρισκόταν κάτω από την εξουσία του Ουμβέρτου του Οίκου των Μποσονίδων από τα μέσα του 9ου αιώνα. Μαζί με τη γειτονική Ελεύθερη κομητεία της Βουργουνδίας είχαν ενταχθεί στο μετέπειτα βασίλειο της Αρελάτης υπό τον βασιλιά Ροδόλφο Β΄ το 933.

Ο Ουμβέρτος Α΄ ο Λευκόχειρ του Οίκου της Σαβοΐας (στα λατινικά Hubertus de Sabaudia,[3] γενάρχης του Οίκου που επιβίωσε μέχρι τον τελευταίο βασιλιά της Ιταλίας[4]) είχε λάβει τον τίτλο του δούκα από τον τελευταίο βασιλιά της Αρελάτης, Ροδόλφο Γ΄ της Βουργουνδίας το 1003. Η υποστήριξή του στις βλέψεις του Ερρίκου Β΄ στον αυτοκρατορικό θρόνο του χάρισε εδάφη στην Κοιλάδα της Αόστα· η αποδοχή της εξουσίας του διαδόχου του αυτοκράτορα, Κορραδού Β΄ και η εκ νέου υποστήριξη που του προσέφερε στις διαμάχες του εναντίον του Όθωνα Β΄ των Μπλουά, προσέθεσε στην κομητεία του τα εδάφη γύρω από το σημερινό Σαν Ζαν ντε Μωριέν και την Κοιλάδα της Ταρανταίζ.

Παρόλο που η Αρελάτη παρέμεινε ονομαστικά βασίλειο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι απόγονοι του Ουμβέρτου διατήρησαν την ανεξαρτησία τους. Ο γιος του, Όθωνας, παντρεύτηκε την Αδελαδίδα της Σούσα, κόρη του Ούλριχ Μανφρέδου, μαρκήσιο του Τορίνου και ως αποτέλεσμα κληρονόμησε το Πεδεμόντιο και τη Μαρκία του Τορίνου.

Η επόμενη προσθήκη εδαφών έλαβε χώρα όταν το 1218 κληρονόμησαν το Βω, βόρεια της λίμνης Λεμάν. Δύο χρόνια αργότερα, ο κόμης Θωμάς Α΄ κατέλαβε τις πόλεις του Πινερόλο και του Τσαμπερί, το οποίο και μετέτρεψε σε πρωτεύουσά του. Την ίδια εποχή κτίστηκε στην Αγγλία το λεγόμενο Παλάτι της Σαβοΐας, όταν ο νεαρότερος γιος του προσκλήθηκε στην Αγγλία από τον βασιλιά Ερρίκο Γ΄ για να παντρευτεί την ανεψιά του, Ελεονώρα της Προβηγκίας.

Το 1313 το βασίλειο της Αρελάτης έπαψε να υφίσταται ως τίτλος και ο κόμης Αμεδαίος Ε΄ αναγνωρίστηκε ως άμεσος υποτελής του αυτοκράτορα Ερρίκου Ζ΄. Το 1388 ο «κόκκινος κόμης» Αμεδαίος Ζ΄ ενσωμάτωσε την Κομητεία της Νίκαιας και απέκτησε έτσι έξοδο στη Μεσόγειο. Η ευρύτατη αυτή κομητεία της Σαβοΐας ανακηρύχθηκε Δουκάτο το 1416 από τον βασιλιά Σιγισμούνδο. Ο δούκας Αμεδαίος Η΄ προχώρησε στην ενσωμάτωση του Τορίνου, πόλη που θα γινόταν το μεγαλύτερο αστικό κέντρο του Δουκάτου.[5]

Ο Οίκος της Σαβοΐας μιλούσε μια μορφή φραγκοπροβηγκιανικών, πρόγονο της γλώσσα που σήμερα είναι γνωστή ως Σαβοϊκά, διάλεκτος της προβηγκιανικής.[4]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Davies 2012: 398.
  2. 2,0 2,1 Davies 2012: 399.
  3. François de Rosières (1580), Stemmatum Lotharingiae ac Barri ducum tomi septem. (...), τόμος Στ΄, Παρίσι σελ. 385.
  4. 4,0 4,1 Davies 2012: 397.
  5. Davies 2012: 401.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Davies, Simon (2012), Vanished Kingdoms: The Rise and Fall of States and Nations. Penguin.

Δείτε επίσης Επεξεργασία