Κρητική Πολιτεία

αυτόνομη πολιτεία υπό την επικυριαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Κρήτη (1898-1913)
(Ανακατεύθυνση από Κρητική πολιτεία)

Η Κρητική Πολιτεία (1898 – 1913) ήταν το επίσημο όνομα με το οποίο αναγνωρίστηκε η Κρήτη ως αυτόνομο κράτος[1] (πλήρως ελεγχόμενο από τις Μεγάλες Δυνάμεις και υπό τουρκική επικυριαρχία, όπως υποδήλωνε και η σημαία της) μετά την κρητική επανάσταση του 1896 και την απόσχισή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπου και τέθηκε υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ρωσίας. Προπαρασκευή της αυτονόμησης της Κρήτης υπήρξε η ιστορική Σύμβαση της Χαλέπας. Η Κρητική Πολιτεία αποτέλεσε το μεταβατικό στάδιο πριν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα το 1913.

Κρητική Πολιτεία
Κρήτη

Σημαία

Εθνόσημο
Χανιά
Ελληνικά
Αυτόνομο κράτος
Ύπατος Αρμοστής
Πρίγκιπας Γεώργιος (1898-1905)
Αλέξανδρος Ζαΐμης (1905-1911)
 • Σύνολο
8.336 km2
Πληθυσμός
 • Απογραφή 1881 

276.208  
Η σημαία της Κρητικής Πολιτείας (1896 – 1913). Πρόκειται για μια παραλλαγή της ελληνικής σημαίας του 1822: λευκός σταυρός που χώριζε τη σημαία σε τέσσερα τετράγωνα από τα οποία τα τρία ήταν κυανά, ενώ το τέταρτο, το πάνω αριστερό, ήταν κόκκινο μ' ένα λευκό άστρο στο κέντρο και συμβόλιζε την υποταγή στην Οθωμανική πύλη.
Ο θυρεός της Κρητικής Πολιτείας ήταν παραλλαγή αυτού του Βασιλείου της Ελλάδος, και εμφανιζόταν σε επίσημα έγγραφα καθώς και νομίσματα.

Κρητικές επαναστάσεις

Επεξεργασία
 
"Εκτελεστικόν Κυβέρνησις της Κρήτης κατά την Επανάστασιν 1897", επιστολικό δελτάριο των αρχών του 20ου αι.

Οι Κρητικοί μετά την επιστροφή της Κρήτης από την κατοχή της Αιγύπτου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εξεγείρονταν συνεχώς με εθνικά, κοινωνικά και οικονομικά αιτήματα. Το 1841 ξέσπασε το Κίνημα του Χαιρέτη και το 1858 το Κίνημα του Μαυρογένη, με το οποίο οι Κρήτες πέτυχαν να κατέχουν ελεύθερα όπλα, να ασκούν τη λατρεία και να γίνεται σεβαστή η θρησκεία τους, καθώς και τη σύσταση Χριστιανικών Δημογεροντιών που είχαν αρμοδιότητα σε θέματα παιδείας, κοινωνικής πρόνοιας, κληρονομικού και οικογενειακού δικαίου, και ακολούθησε η επανάσταση του 1866-1869. Η επανάσταση του 1877-1878 έφερε τη Σύμβαση της Χαλέπας. Σύμφωνα με τη Σύμβαση, η Κρήτη αποχωριζόταν από τη λοιπή Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα διοικούνταν από τη Γενική Διοίκηση Κρήτης και της παραχωρούνταν ορισμένα προνόμια, μεταξύ των οποίων η σύσταση Φιλεκπαιδευτικών Συλλόγων, η έκδοση εφημερίδων, καθώς και η αστυνόμευση μόνο από Κρητικούς.

Το 1889 η Οθωμανική Αυτοκρατορία περιόρισε σημαντικά τα προνόμια των Κρητών μετά την επανάσταση που ξέσπασε με πρωτοβουλία των ηγετών του συντηρητικού κόμματος (καραβανάδων) και ανέθεσε στον συνταγματάρχη Ταξίν την αστυνόμευση της Κρήτης, θέτοντας τον επικεφαλής σώματος 200 ανδρών που στρατολογήθηκαν στη Μακεδονία. Η επανάσταση του 1889 καταπνίγηκε μετά από ένα οκτάμηνο. Ακολούθησαν σφαγές χριστιανών, πυρπολήσεις χωριών, βεβηλώσεις και καταστροφές ναών και άλλες βιαιοπραγίες, κάτι που ανάγκασε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως να κηρύξει την Εκκλησία υπό διωγμό. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας έκλεισαν σε ορισμένες επαρχίες όλοι οι ναοί και απεστάλησαν επιστολές διαμαρτυρίας προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.[2][3]

Στις 3 Σεπτεμβρίου 1895 ξέσπασε νέα επανάσταση, αλλά οι σφαγές των Οθωμανών δεν σταμάτησαν και στις 11 Μαΐου 1896 ο χριστιανικός πληθυσμός των Χανίων, ο οποίος αποτελούσε μειονότητα στην πόλη, υπέστη μεγάλη σφαγή, όπως και τον επόμενο χρόνο 1897, οπότε και πυρπολήθηκαν και τα κοινοτικά καταστήματα απέναντι από τον καθεδρικό ναό, που περιλάμβαναν το επισκοπικό μέγαρο και το παρθεναγωγείο. Τότε κορυφώθηκε η Επανάσταση. Η αποστολή ελληνικών στρατευμάτων στο νησί οδήγησε στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, κατά τον οποίο τα οθωμανικά στρατεύματα νίκησαν κατά κράτος τα αντίστοιχα ελληνικά στο Θεσσαλικό μέτωπο, κάτι που οδήγησε σε συνθηκολόγηση της Ελλάδος και φυσικά απόσυρση οποιασδήποτε βοήθειας ή υποστήριξης προς την Κρήτη.

Η επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων

Επεξεργασία

Οι Μεγάλες Δυνάμεις, που πάντοτε ενδιαφέρονταν για την Κρήτη λόγω της στρατηγικής της σημασίας και από καιρό είχαν συγκεντρώσει τους στόλους τους γύρω από το νησί, αποφάσισαν με τη Συνθήκη του Βερολίνου το 1896 να προχωρήσουν σε οριστική λύση του κρητικού ζητήματος, με τη διεθνή κατοχή του νησιού και την ανακήρυξή του σε αυτόνομη Πολιτεία, ενώ στις 21 Ιανουαρίου 1897 ελληνικά στρατεύματα με δύναμη 1.500 αντρών και διοικητή τον υπασπιστή του βασιλιά Τιμολέοντα Bάσσο αποβιβάστηκαν εκεί για να την ελευθερώσουν και να την ενώσουν με την Ελλάδα. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις όμως παρενέβησαν, αποβιβάζοντας κι αυτές δυνάμεις για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες. Στις 18 Φεβρουαρίου ο ελληνικός στόλος αποσύρθηκε και ο ελληνικός στρατός υποχώρησε στην ξηρά και κατευθύνθηκε βόρεια προς τη Θεσσαλία και την Ήπειρο. Στις 20 Μαρτίου του ίδιου χρόνου οι Μεγάλες Δυνάμεις χώρισαν το νησί σε διεθνείς τομείς, ενώ τα Χανιά και η γύρω περιοχή της πρωτεύουσας έγιναν πολυεθνικός τομέας. Οι Άγγλοι διοικούσαν τον νομό Ηρακλείου, οι Ρώσοι τον νόμο Ρεθύμνου, οι Γάλλοι τον νομό Λασιθίου και οι Ιταλοί τους νομούς Χανίων και Σφακιών.

Στις 25 Αυγούστου 1897 ο Ελευθέριος Βενιζέλος έστειλε διακοίνωση στον αρχηγό του ευρωπαϊκού στόλου, αναφέροντας ότι η μόνη σωστή λύση του Κρητικού ζητήματος θα ήταν η ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Αφού όμως η Ελλάδα απέσυρε τη στρατιωτική δύναμη που είχε στο νησί αναγνωρίζοντας την αυτονομία του, θα έπρεπε και η Κρήτη, για να μην φέρει σε δύσκολη θέση την Αθήνα, να δεχθεί ως προσωρινή λύση την αυτονομία, εναποθέτοντας τις ελπίδες για οριστική λύση στις Μεγάλες Δυνάμεις. Οι Οθωμανοί πρότειναν να γίνει ανταλλαγή της Κρήτης με τη Θεσσαλία, την οποία κατείχε ο στρατός τους. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε καθώς θεωρήθηκε εμπαιγμός και για τους Κρητικούς και για τις Μεγάλες Δυνάμεις.

Μετά τον πόλεμο του 1897 η Ελλάδα υπέγραψε στην Κωνσταντινούπολη συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία. Κατόπιν οι Μεγάλες Δυνάμεις ξεκίνησαν τη διαδικασία διακανονισμού του κρητικού ζητήματος, που όμως τραβούσε μακριά. Προτάθηκαν για τη θέση του Γενικού Διοικητή του νησιού οι Δροζ, Σέφερ, ο Μαυροβούνιος Πέτροβιτς Μπόζα, ο πρίγκιπας Βάττεμβεργ, ενώ οι Τούρκοι ήθελαν γι' αυτή τη θέση τον Ανθόπουλο πασά. Η Ρωσία υπέδειξε τον γιο του βασιλιά των Ελλήνων Γεωργίου του Α΄, πρίγκιπα Γεώργιο, ο οποίος και επελέγη τελικά. Στις 21 Ιανουαρίου 1898 η κρητική συνέλευση μέσα σε ζητωκραυγές ενέκρινε πρόταση του Βενιζέλου να κάνει το προεδρείο της τα αναγκαία διαβήματα. Η Γερμανία και η Αυστρία, επειδή δεν ήθελαν να φανεί ότι αντιτίθενται στις τουρκικές απαιτήσεις, αποχώρησαν από τον συνασπισμό των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ο οποίος έγινε πλέον τετραμελής. Ο Γενικός Διοικητής θα αναγνώριζε την υψηλή επικυριαρχία του Σουλτάνου και θα εφάρμοζε αναλογική συμμετοχή του ελληνικού και του τουρκικού στοιχείου στη διοίκηση του νησιού.

Εκλέχθηκε μια εκτελεστική επιτροπή με τη συμμετοχή του Βενιζέλου, που εκτελούσε χρέη κυβέρνησης και είχε τις επαφές με τους Ευρωπαίους ναυάρχους. Άρχισε να εφαρμόζει το προσωρινό πολίτευμα, αλλά οι μουσουλμάνοι, υποκινούμενοι από την οθωμανική διοίκηση, ξεσηκώθηκαν. Οι χριστιανοί της Κρήτης άρχισαν να συγκεντρώνουν ένοπλα τμήματα και η εκτελεστική επιτροπή προέβη σε διαβήματα διαμαρτυρίας. Οι μουσουλμάνοι του νησιού κλείστηκαν στις πόλεις, ενώ την ύπαιθρο έλεγχαν οι χριστιανοί επαναστάτες. Οι σφαγές των μουσουλμάνων της Σητείας και του Σέλινου, καθώς και η σφαγή των χριστιανών του Ηρακλείου στις 25 Αυγούστου 1898 που έκαναν οι μουσουλμάνοι[4], οδήγησαν στην αποχώρηση των Οθωμανών από το νησί, στη δημιουργία της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας και στην εκλογή του πρίγκιπα Γεωργίου ως ύπατου αρμοστή της Κρήτης.

Ο Πρίγκιπας Γεώργιος στην Κρήτη

Επεξεργασία
 
Οικόσημο του Πρίγκιπος Γεωργίου της Ελλάδος, Ύπατου Αρμοστή της Κρητικής Πολιτείας (του Ανδρέα Μέγκου).

Ο πρίγκιπας Γεώργιος της Ελλάδας ορίστηκε Ύπατος Αρμοστής Κρήτης με τριετή θητεία. Στις 9 Δεκεμβρίου 1898 έφθασε στη Σούδα με τη ρωσική ναυαρχίδα "Νικόλαος Α΄", συνοδευόμενη και από πλοία των άλλων Δυνάμεων, όπου του επιφυλάχθηκε αποθεωτική υποδοχή. Τον υποδέχτηκαν στη Σούδα οι ναύαρχοι Ποττιέ, Νόελ, Σκρύδλωφ και Μπέτολλο, καθώς και ο ενθουσιώδης κρητικός λαός. Ο Γάλλος ναύαρχος Ποττιέ, πρόεδρος του συμβουλίου των ναυάρχων, του παρέδωσε επίσημα στο Διοικητήριο Χανίων τη διοίκηση της Κρήτης, ενώ τα ευρωπαϊκά πολεμικά, έξω από το λιμάνι, χαιρέτιζαν με κανονιοβολισμούς την ύψωση της κρητικής σημαίας.

Σε σύντομο διάστημα ο Γεώργιος ανέθεσε σε επιτροπή από 16 μέλη (12 χριστιανούς και 4 μουσουλμάνους), με πρόεδρο τον Ιωάννη Σφακιανάκη, τη σύνταξη σχεδίου Συντάγματος που θα ενέκρινε η Κρητική Συνέλευση, η οποία συγκροτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1899, ενώ ταυτόχρονα προκηρύχθηκαν για τις 24 του ίδιου μήνα εκλογές των πληρεξουσίων. Στις 8 Φεβρουαρίου έγινε η πρώτη συνεδρίαση της Κρητικής Συνέλευσης, που αποτελείτο από 138 χριστιανούς και 50 μουσουλμάνους. Η Συνέλευση με πρόεδρο τον Σφακιανάκη ψήφισε το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας. Μετά την επικύρωσή του από τον Ύπατο Αρμοστή και την έγκρισή του -με ελάχιστες μεταβολές- από τις Μεγάλες Δυνάμεις, το Σύνταγμα δημοσιεύτηκε στις 15 Απριλίου 1899 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Στις 27 Απριλίου 1899 ο Ύπατος Αρμοστής όρισε Συμβούλιο του Ηγεμόνα (δηλαδή κυβέρνηση) από τους Κρητικούς αρχηγούς, συνιστώμενη από πέντε Ανώτερες Διευθύνσεις, αντίστοιχες με τα σημερινά Υπουργεία. Οι σύμβουλοι με τις διευθύνσεις τους ήταν: Ελευθέριος Βενιζέλος της Δικαιοσύνης, Μανούσος Κούνδουρος των Εσωτερικών, Νικόλαος Γιαμαλάκης της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και των Θρησκευμάτων, Κωνσταντίνος Φούμης των Οικονομικών και Χασάν Σκυλιανάκης της Δημοσίας Ασφαλείας. Από τους αρχηγούς δεν συμμετείχε στο συμβούλιο μόνο ο Ιωάννης Σφακιανάκης, επειδή υπέβαλε στον Αρμοστή ένα σχέδιο για το οριστικό πολίτευμα του νησιού, αλλά ο Γεώργιος δεν το ενέκρινε.

Το συμβούλιο ξεκίνησε την προσπάθεια να οργανώσει κράτος. Στις 18 Μαΐου ο Βενιζέλος υπέβαλε πλήρη δικαστική νομοθεσία. Άρχισαν όμως οι διαφωνίες. Ο Γεώργιος, σκοπεύοντας να ταξιδέψει στην Ευρώπη, ανακοίνωσε στον κρητικό λαό ότι "κατά την διάρκειαν του ταξιδίου του θα εζήτει από τας Μεγάλας Δυνάμεις την ένωσιν της Κρήτης και ήλπιζε να επιτύχει ταύτην λόγω των συγγενικών του δεσμών". Η ανακοίνωση έγινε χωρίς να το ξέρει το συμβούλιο. Ο Βενιζέλος είπε στον πρίγκιπα ότι δεν θα ήταν καλό να δίνει στον λαό ελπίδες για κάτι που δεν ήταν εκείνη τη στιγμή δυνατό να πραγματοποιηθεί. Όντως οι Μεγάλες Δυνάμεις απέρριψαν το αίτημα του Γεωργίου. Επήλθε πολλές φορές διάσταση μεταξύ των δύο ανδρών και ο Βενιζέλος επανειλημμένα υπέβαλε παραίτηση.

Όταν συζητήθηκε στο συμβούλιο ο προϋπολογισμός, ο Βενιζέλος είπε ότι το νησί δεν ήταν αυτόνομο αφού κατεχόταν στρατιωτικά από τέσσερις δυνάμεις και το κυβερνούσε εντολοδόχος τους. Θα έπρεπε, όταν θα έληγε η θητεία του πρίγκιπα, να ζητηθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις να επιτρέψουν στη συνέλευση, με βάση το άρθρο 39 του συντάγματος (που το είχε καταργήσει η συνδιάσκεψη της Ρώμης) να εκλέξει ανώτατο άρχοντα, οπότε δεν θα χρειαζόταν η παρουσία ξένων στρατευμάτων. Μ' αυτόν τον τρόπο το νησί θα απαλλασσόταν από τον στρατό κατοχής και την δι' αντιπροσώπου των Μεγάλων Δυνάμεων διακυβέρνηση και θα μπορούσε ευκολότερα να πετύχει τον στόχο, που ήταν η ένωση με την Ελλάδα. Αυτή την πρόταση εκμεταλλεύτηκαν οι αντίπαλοι του Βενιζέλου για να πουν ότι ήθελε την Κρήτη αυτόνομη ηγεμονία. Σε απάντηση, εκείνος υπέβαλε και πάλι την παραίτησή του με το αιτιολογικό ότι του ήταν αδύνατο πλέον να συνεργαστεί με τα υπόλοιπα μέλη του συμβουλίου και διαβεβαίωσε ότι δεν σκόπευε να ασκήσει αντιπολίτευση.

Στις 17 Μαΐου 1901 εξέθεσε σε έκθεσή του τους λόγους που τον υποχρέωναν να παραιτηθεί, την δε επομένη τους είπε και προφορικά στον Ύπατο Αρμοστή. Στις 18 Μαΐου ο Βενιζέλος απολύθηκε, επειδή δημόσια υποστήριξε απόψεις αντίθετες από αυτές που πρέσβευε ο Αρμοστής και τέθηκε πλέον επικεφαλής της αντιπολίτευσης. Επί τρία χρόνια διεξήχθη μια σκληρότατη πολιτική διαμάχη, η διοίκηση παρέλυσε και κυριάρχησε η οξύτητα στο νησί. Αναπόφευκτα τον Μάρτιο του 1905 ξέσπασε επανάσταση, της οποίας επικεφαλής τέθηκε ο Βενιζέλος.

Επανάσταση του Θέρισου

Επεξεργασία

Στις 26 Φεβρουαρίου 1905 η «Ηνωμένη Αντιπολίτευση» διακήρυττε πως μόνη ορθή λύση ήταν η Ένωση και προσωρινό στάδιο η πλήρης αυτονομία. Στις 10 Μαρτίου 1905 συνήλθε συνέλευση στο Θέρισο υπό των Ελευθερίου Βενιζέλου, Κωνσταντίνου Φούμη και Κωνσταντίνου Μάνου, που κήρυξε "την πολιτικήν ένωσιν της Κρήτης μετά της Ελλάδος εις εν μόνον ελεύθερον συνταγματικόν κράτος", έδωσε δε και σχετικό ψήφισμα στις Μεγάλες Δυνάμεις, όπου υποστήριζε ότι το νόθο μεταβατικό καθεστώς εμπόδιζε την οικονομική ανάπτυξη του νησιού και η μόνη φυσική λύση του κρητικού ζητήματος ήταν η ένωση.

Στις 7 Απριλίου συνήλθε τακτική συνέλευση στα Χανιά, η οποία ομοίως κήρυξε την ένωση, ενώ ένας από τους συμβούλους του Ύπατου Αρμοστή παραιτήθηκε και πήγε στο Θέρισο να ενωθεί με τους επαναστάτες. Ο Ύπατος Αρμοστής απαίτησε από τους επαναστάτες να παραδώσουν τα όπλα μέσα σε 36 ώρες, μετά την παρέλευση των οποίων κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο σε όλο το νησί με την έγκριση των Δυνάμεων, διέταξε συλλήψεις και φυλακίσεις αντικαθεστωτικών κι επέβαλε λογοκρισία στον τύπο. Έπειτα κάλεσε σε σύσκεψη τους προξένους και ζήτησε να λάβουν επείγοντα μέτρα για την "καταστολήν του κινήματος". Για να αυξήσει τις ένοπλες δυνάμεις του συγκρότησε το σώμα των "Δημοφρουρών". Οι Μεγάλες Δυνάμεις έστειλαν μήνυμα στους επαναστάτες ότι θα χρησιμοποιούσαν στρατεύματα προκειμένου να επιβάλουν τις αποφάσεις τους. Σε απάντηση οι περισσότεροι βουλευτές της τακτικής συνέλευσης πήγαν στο Θέρισο να ενωθούν κι αυτοί με τον Βενιζέλο.

Ο πρίγκιπας δεν διέθετε άλλες δυνάμεις εκτός της Κρητικής Χωροφυλακής (που έμεινε πιστή σ' αυτόν) και η οποία δεν αυξήθηκε από τους Δημοφρουρούς, ενώ και οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν για κοινή δράση. Μεγαλύτερη στρατιωτική δράση ανέπτυξαν οι Ρώσοι, οι οποίοι κατέλαβαν ή βομβάρδισαν θέσεις επαναστατών. Οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων συναντήθηκαν με την επαναστατική τριανδρία στις Μουρνιές, σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί συμφωνία, χωρίς αποτέλεσμα. Η επαναστατική κυβέρνηση ζήτησε να χορηγηθεί στην Κρήτη πολίτευμα ανάλογο μ' αυτό της Ανατολικής Ρωμυλίας. Στις 18 Ιουλίου οι Δυνάμεις κήρυξαν τον στρατιωτικό νόμο, κάτι που δεν αποθάρρυνε τους επαναστάτες. Στις 15 Αυγούστου η τακτική συνέλευση των Χανίων ψήφισε τις περισσότερες από τις μεταρρυθμίσεις που ζητούσε ο Βενιζέλος.

Συναντήθηκαν και πάλι μαζί του οι πρόξενοι και έκαναν δεκτές τις μεταρρυθμίσεις που πρότεινε. Αυτό οδήγησε στον τερματισμό της επανάστασης του Θέρισου και στην παραίτηση του Ύπατου Αρμοστή πρίγκιπα Γεωργίου. Οι Μεγάλες Δυνάμεις τον Αύγουστο του 1906 είχαν παραχωρήσει στον βασιλιά των Ελλήνων Γεώργιο Α΄ το δικαίωμα να διορίζει εκείνος τον Ύπατο Αρμοστή χωρίς να χρειάζεται η έγκριση της τουρκικής κυβέρνησης. Μετά την παραίτηση του πρίγκιπα Γεωργίου στις 12 Σεπτεμβρίου, τοποθετήθηκε στη θέση αυτή ο Αλέξανδρος Ζαΐμης ενώ επετράπη Έλληνες αξιωματικοί και υπαξιωματικοί να αναλάβουν την οργάνωση της Κρητικής Χωροφυλακής. Μόλις οργανώθηκε Χωροφυλακή άρχισαν να αποχωρούν τα ξένα στρατεύματα από το νησί.

Οι αυθαιρεσίες του Αρμοστή Κρήτης Πρίγκιπα Γεώργιου προκάλεσαν την οργή των Κρητικών και το 1905 εξεγέρθηκαν εναντίον του, πραγματοποιώντας την περιώνυμη "Επανάσταση του Θέρισου". Αποτέλεσμα ήταν να αναγκαστεί σε παραίτηση ο παλιός αρμοστής και να οριστεί νέος ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Στα γεγονότα εκείνης της εποχής αναδείχθηκε η μεγάλη πολιτική φυσιογνωμία του Ελευθέριου Βενιζέλου, που σφράγισε με την παρουσία του τη νεώτερη ιστορία της Ελλάδας. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1908 οι Κρητικοί κήρυξαν την Ένωση με την Ελλάδα, αλλά η Ελληνική Κυβέρνηση δεν τη δέχτηκε, γιατί φοβόταν πόλεμο με την Τουρκία. Η Ένωση με την Ελλάδα, που τόσο αίμα και τόσα δάκρυα κόστισε στη Μεγαλόνησο, πραγματοποιήθηκε με την κήρυξη του Βαλκανικού πολέμου στις 12 Οκτωβρίου 1912. Ειδικότερα και μετά από όλα τα παραπάνω, στις 17/30 Μαΐου 1913 επικυρώθηκε η τελική ένωση της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα και υψώθηκε η Ελληνική σημαία στο νησί.

Τον Σεπτέμβριο του 1908 ο αυτοκράτορας της Αυστροουγγαρίας ανακοίνωσε την προσάρτηση της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης και ο ηγεμόνας της Βουλγαρίας την ανεξαρτησία της. Οι Κρητικοί δεν έχασαν την ευκαιρία. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1908 ξέσπασε επανάσταση στο νησί. Χιλιάδες πολίτες των Χανίων και των γύρω περιοχών την ημέρα αυτή συγκρότησαν συλλαλητήριο, στο οποίο ο Βενιζέλος κήρυξε την οριστική ένωση της Κρήτης με τη μητέρα Ελλάδα. Έχοντας συνεννοηθεί με την ελληνική κυβέρνηση, ο Ζαΐμης αναχώρησε για την Αθήνα πριν το συλλαλητήριο. Συγκλήθηκε η συνέλευση και κήρυξε την ανεξαρτησία της Κρήτης, η σημαία της κρητικής πολιτείας υπεστάλη για να δώσει τη θέση της στην ελληνική, οι δημόσιοι υπάλληλοι ορκίστηκαν πίστη στον βασιλιά Γεώργιο Α΄ της Ελλάδας, ενώ διορίστηκε πενταμελής εκτελεστική επιτροπή με την εντολή να κυβερνήσει το νησί εν ονόματι του βασιλιά των Ελλήνων και σύμφωνα με τους νόμους του ελληνικού κράτους. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο Μιχελιδάκης, με τον Βενιζέλο υπουργό Εξωτερικών και Δικαιοσύνης. Τον Απρίλιο του 1910 συγκλήθηκε νέα συνέλευση, της οποίας ο Βενιζέλος εξελέγη πρόεδρος, ενώ κατόπιν έγινε πρωθυπουργός. Όλα τα ξένα στρατεύματα έφυγαν από την Κρήτη και η εξουσία περιήλθε εξ ολοκλήρου στην κυβέρνηση Βενιζέλου.

Η ελληνική κυβέρνηση, για να αποφύγει την τουρκική, αλλά και τις διεθνείς αντιδράσεις, δεν προχώρησε στην επίσημη αναγνώριση της Ένωσης. Αργότερα ο Βενιζέλος έφυγε από την Κρήτη για την Αθήνα, όπου έγινε πρωθυπουργός της Ελλάδας. Το 1911 οργανώθηκαν ένοπλες λαϊκές συγκεντρώσεις, που έγιναν εντονότερες με την άρνηση του Βενιζέλου να δεχτεί την είσοδο των Κρητών βουλευτών στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, πράγμα που δεν επέτρεπαν οι συνθήκες. Με την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων το 1912, η Ελληνική Βουλή έκανε δεκτούς τους Κρήτες βουλευτές με ενθουσιασμό και θερμές εκδηλώσεις. Ο Πρόεδρος της Βουλής διάβασε ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο «η Ελλάς αποδέχεται όπως του λοιπού ενυπάρχη κοινόν Κοινοβούλιον δια το ελεύθερον Βασίλειον και την νήσον Κρήτην». Ο Βενιζέλος δεν έπραξε τίποτε περισσότερο από το να στείλει ως Γενικό Διοικητή τον Στέφανο Δραγούμη (12 Οκτωβρίου), ώστε να μη διαταράξει τις διπλωματικές σχέσεις με τις ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις και αναμένοντας την ήττα της οθωμανικής Τουρκίας στον πόλεμο.

Η οριστική λύση του Κρητικού ζητήματος δόθηκε στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, τον Φεβρουάριο του 1913. Στις 14 του μηνός υπεστάλησαν από το φρούριο της Σούδας οι σημαίες των Μεγάλων Δυνάμεων και της Τουρκίας. Με τη συνθήκη του Λονδίνου στις 30 Μαΐου 1913 παραχωρήθηκε και τύποις η Κρήτη στην Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 4 της συνθήκης. Η ένωση έγινε με επίσημη τελετή στο φρούριο Φιρκά στις 1 Δεκεμβρίου 1913, παρουσία του βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Βενιζέλου. Τέλος το 1923, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, έφυγαν και οι τελευταίοι μουσουλμάνοι κάτοικοι του νησιού για τη Μικρά Ασία.

Οργάνωση

Επεξεργασία
 
Το «Παλάτι» των Χανίων, κατοικία του Ύπατου Αρμοστή

Έδρα του Αρμοστή και πρωτεύουσα του Κρητικού Κράτους ήταν η πόλη των Χανίων, μεγάλο διοικητικό, πνευματικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο. Η Κρητική Πολιτεία είχε δική της σημαία, μια παραλλαγή της ελληνικής: λευκός σταυρός που χώριζε τη σημαία σε τέσσερα τετράγωνα, από τα οποία τα τρία ήταν κυανά, ενώ το τέταρτο, το πάνω αριστερό, ήταν κόκκινο μ' ένα λευκό άστρο στο κέντρο του, σύμβολο της επικυριαρχίας του Σουλτάνου. Η Κρητική Πολιτεία είχε και δικό της εθνικό ύμνο σε στίχους του Ιωάννη Πολέμη και μουσική του Διονυσίου Λαυράγκα.

Συντάχθηκε το Σύνταγμα του Κρητικού Κράτους και έγιναν εκλογές για την ανάδειξη πληρεξουσίων, ενώ άρχισε να εκδίδεται η Επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας.

Θεσμοθετήθηκε για τους κατοίκους της Κρήτης ιδιαίτερη ιθαγένεια, αλλά οι Τουρκοκρητικοί που ήδη είχαν αρχίσει να μεταναστεύουν λόγω καταπίεσης, συνέχισαν μετά την έκδοση του Συντάγματος, που κατοχύρωσε τα δικαιώματα του χριστιανικού πληθυσμού, να φεύγουν από την Κρήτη. Ο αρχικός τόπος προορισμού του μεγαλύτερου μέρους των Τουρκοκρητών ήταν η Σμύρνη. Από εκεί οι πρόσφυγες κατευθύνονταν άλλοι σε διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας και άλλοι στη Βεγγάζης, την Τρίπολη, τη Συρία και την Αλεξάνδρεια, είτε για μόνιμη εγκατάσταση, είτε σαν "μουσαφίρηδες", περιμένοντας την πλήρη επανένταξη της Κρήτης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, πράγμα που δεν έγινε.

 
Άποψη της κατοικίας του Ύπατου Αρμοστή της Κρήτης, στη Χαλέπα των Χανίων, το 1909.

Στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας έγιναν πολλά έργα ανασυγκρότησης, διάνοιξη δρόμων και πλακόστρωση, αποχετευτικά έργα καθώς και εξωραϊσμού και καλλωπισμού και ανεγέρθηκε η Δημοτική αγορά Χανίων. Ο Γεώργιος ήθελε να χτίσει ανάκτορο, κάτι που δεν ήθελε ο Βενιζέλος, γιατί θα σήμαινε διαιώνιση του καθεστώτος της Αρμοστείας που οι Κρητικοί δέχθηκαν ως προσωρινό μέχρι την οριστική λύση και ήταν κι αυτός ένας από τους λόγους της ρήξης μεταξύ τους.

Ιδιαίτερη ήταν η μέριμνα για τη δημόσια υγεία. Αντιμετωπίστηκε το μεγάλο πρόβλημα της λέπρας, που είχε προσλάβει ενδημική μορφή στις πόλεις και τα χωριά της Κρήτης και οδήγησε στην οργάνωση του λεπροκομείου της Σπιναλόγκας (1903).

Ρυθμίστηκε επίσης το καθεστώς της τοπικής Εκκλησίας. Το βασικό σχήμα, που ισχύει με μικρές τροποποιήσεις μέχρι σήμερα, είναι ένα καθεστώς ημιαυτόνομης Εκκλησίας, της οποίας ο Προκαθήμενος εκλέγεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Κρητική Πολιτεία εκδίδει το διάταγμα της αναγνώρισης και εγκατάστασής του.

Οικονομία

Επεξεργασία

Η Κρητική Πολιτεία αμέσως μετά τη σύστασή της σε μια προσπάθεια οικονομικής απεξάρτησης από τις εκδόσεις των τυπικών επικυρίαρχων της, αλλά και για την προετοιμασία της ομαλής νομισματικής αφομοίωσης της Κρητικής Πολιτείας από το ελληνικό Κράτος, εξέδωσε δικό της νόμισμα. Νομοθετικές ρυθμίσεις και διορθωτικά διατάγματα με νέες ισοτιμίες για τις νέες αξίες επιδίωξαν να εξομαλύνουν το νομισματικό τοπίο και να άρουν τις δυσκολίες στις συναλλαγές. Επίσης δημιουργήθηκε ιδιαίτερο τελωνειακό σύστημα.

 
Ασημένιο νόμισμα των 5 δραχμών της Κρητικής Πολιτείας του 1901, με αναπαράσταση του πρίγκηπα Γεωργίου

Με ένα διάταγμα του ύπατου αρμοστή Κρήτης στις 17 Απριλίου 1900, που καταχωρήθηκε στην εφημερίδα της κυβέρνησης της Κρητικής πολιτείας σαν νόμος υπ΄ αριθμ. 157β ορίζονταν αποκλειστικό προνόμιο της πολιτείας το δικαίωμα κοπής νομισμάτων. Το διάταγμα όριζε ως νομισματική μονάδα τη δραχμή, υποδιαιρούμενη σε 100 λεπτά. Είχε προβλεφθεί να κοπούν και χρυσά δεκάδραχμα και εικοσάδραχμα, τα οποία τελικά δεν κόπηκαν.

Τα κρητικά νομίσματα ήταν ιδίου βάρους και ποιότητας με τα αντίστοιχα ελληνικά και παρέμειναν σε ισχύ μέχρι και μετά την ένωση. Έτσι τα χάλκινα και χαλκονικέλινα νομίσματα έμειναν σε κυκλοφορία μέχρι τις 30 Ιουνίου 1923, οπότε και αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία, βάσει του διατάγματος της 6ης Μαρτίου 1923. Τα αργυρά νομίσματα έμειναν σε κυκλοφορία μέχρι τις 23 Ιουλίου 1929, οπότε και αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία, βάση του νόμου 4234/1929.

Τράπεζα Κρήτης

Επεξεργασία

Στη νέα κρητική πολιτεία η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος μαζί με όμιλο Άγγλων τραπεζιτών ίδρυσαν το 1899 την Τράπεζα Κρήτης. Αργότερα, με την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, η Τράπεζα Κρήτης απέκτησε το δικαίωμα κυκλοφορίας χαρτονομίσματος για τη δική της περιοχή, όπως η Ιονική στα Ιόνια Νησιά το 1864 και η Ηπειροθεσσαλίας το 1882. Η Τράπεζα Κρήτης συγχωνεύθηκε με την Εθνική το 1919.

Ταχυδρομείο

Επεξεργασία
 
Γραμματόσημο της Κρητικής Πολιτείας που εκδόθηκε το 1904

Μέχρι τη δημιουργία της Κρητικής Πολιτείας λειτουργούσαν στην Κρήτη τα εξής ταχυδρομεία: το αυστριακό, που ήταν το αρχαιότερο οργανωμένο ταχυδρομείο - μετεξέλιξη του ταχυδρομείου του αυστριακού Lloyd, που εγκατέστησε στα Χανιά γραφείο το 1837 και στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο το 1845. Αργότερα το αυστριακό ταχυδρομείο είχε γραφεία στις τρεις αυτές μεγάλες πόλεις. Η επόμενη ταχυδρομική υπηρεσία στην Κρήτη ήταν η οθωμανική. Οι παλαιότεροι γνωστοί φάκελοι αυτής της υπηρεσίας είναι του 1877. Η ελληνική ταχυδρομική υπηρεσία λειτούργησε το 1881 για λίγους μήνες στις τρεις μεγάλες πόλεις. Λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη του αποκλεισμού της Κρήτης από τους στόλους των έξι μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων το 1897, προστέθηκαν τα ταχυδρομικά γραφεία της Γαλλίας στις πρωτεύουσες των τριών μεγάλων σημερινών νομών της Κρήτης, ενώ στον νομό Λασιθίου εγκαταστάθηκαν από τους Γάλλους γραφεία στην Ιεράπετρα, τη Σητεία και τον Άγιο Νικόλαο, τα τρία τελευταία μέχρι το 1899. Τα οθωμανικά ταχυδρομικά γραφεία έκλεισαν στις 2 Νοεμβρίου του 1898. Το μοναδικό ιταλικό ταχυδρομικό γραφείο άρχισε να λειτουργεί στα Χανιά τον Ιανουάριο του 1900, ενώ αγγλικό και ρωσικό ταχυδρομείο δεν λειτούργησαν ποτέ, παρόλο που ανακοινώθηκε η πρόθεση και τυπώθηκαν γραμματόσημα. Τα ξένα ταχυδρομεία έκλεισαν το φθινόπωρο του 1914, λίγους μήνες μετά την έναρξη του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου.

Κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας οργανώθηκε και η Ταχυδρομική Υπηρεσία της, η οποία άρχισε να λειτουργεί στις μεγάλες πόλεις και σε μεγάλο αριθμό κωμοπόλεων την 1η Μαρτίου 1900. Μερικές εβδομάδες αργότερα άρχισε να εξυπηρετείται και η ύπαιθρος από τους αγροτικούς διανομείς, οι οποίοι είχαν έδρα τα μόνιμα ταχυδρομικά γραφεία. Συνολικά ιδρύθηκαν 35 μόνιμα ταχυδρομικά γραφεία με 79 αγροτικούς διανομείς. Τα γραμματόσημα της Κρητικής Πολιτείας κυκλοφόρησαν σε τρεις εκδόσεις από την 1η Μαρτίου του 1900 μέχρι και την 5η Οκτωβρίου του 1908. Από τις 6 Οκτωβρίου του 1908 και μέχρι τις 9 Δεκεμβρίου του 1912 τα Κρητικά γραμματόσημα φέρουν την επισήμανση ΕΛΛΑΣ σε διαδοχικές εκδόσεις. Από τις 10 Δεκεμβρίου του 1912 άρχισαν να χρησιμοποιούνται στην Κρήτη ελληνικά γραμματόσημα, πρώτα από τα οποία ήταν τα επισημασμένα με τις λέξεις ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ.

Έγκυρες σχετικές μελέτες (βλ. Τ. Καρατζάς, Μ. Μυλωνάκης) έχουν δημοσιευθεί στο περιοδικό Φιλοτέλεια, της Ελληνικής Φιλοτελικής Εταιρίας (ΕΦΕ).

Ασφάλεια

Επεξεργασία

Η κατάσταση από πλευράς δημόσιας ασφάλειας δεν ήταν καλή. Στην Κρήτη υπήρχε εκτεταμένη οπλοφορία από χριστιανούς και μουσουλμάνους και εκτός από τα εθνικά προβλήματα υπήρχαν και προσωπικά, κομματικά και βεβαίως ενδημικά προβλήματα, όπως η ζωοκλοπή, βεντέτες κλπ. Οι κάτοικοι εγκατέλειπαν την ύπαιθρο και κατέφευγαν στις μεγάλες πόλεις για προστασία. Οι ξένοι διοικητές εκτελούσαν τα αστυνομικά τους καθήκοντα με τις δυνάμεις στρατού που είχαν στις περιοχές τους, αλλά αναγκάστηκαν να συγκροτήσουν τμήματα χωροφυλακής από Κρητικούς, ο καθένας στον νομό που διοικούσε. Η οργάνωση και ο τρόπος λειτουργίας του καθενός από τα τέσσερα σώματα χωροφυλακής που δημιουργήθηκαν ήταν σύμφωνη με τα ισχύοντα στη χώρα του κάθε διοικητή, αλλά και με την εμπειρία που είχε η κάθε χώρα από ανάλογες περιπτώσεις. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού ήταν να αστυνομεύεται η Κρήτη από τέσσερα ανεξάρτητα σώματα χωροφυλακής, τα οποία ήταν οργανωμένα επάνω σε τελείως διαφορετικά πρότυπα. Τον Ιανουάριο του 1899 ο Γεώργιος κάλεσε στα Χανιά τους αρχηγούς χωροφυλακής των τεσσάρων διαμερισμάτων για να ακούσει τις προτάσεις τους όσον αφορά τη δημιουργία Κρητικής Χωροφυλακής. Το καλοκαίρι του 1899 ο λοχαγός των καραμπινιέρων Federico Craven, διορίσθηκε επίσημα διοικητής και οργανωτής της «Κρητικής Χωροφυλακής». Η Κρητική Χωροφυλακή είχε σημαντικά αποτελέσματα στην αποκατάσταση και διατήρηση της τάξης.

Οπλοφορία

Επεξεργασία

Μετά τη σφαγή των κατοίκων του Ηρακλείου, 10.000 ένοπλοι του Ηρακλείου, Λασιθίου και των άλλων διαμερισμάτων της Κρήτης συγκεντρώθηκαν και απειλούσαν να εκδικηθούν τους Τούρκους. Όλες οι πλευρές, η Εκτελεστική Επιτροπή της Συνελεύσεως των Κρητών, οι αρχηγοί και καπετάνιοι, οι αρχηγοί των Μεγάλων Δυνάμεων, ο Μητροπολίτης Κρήτης Ευμένιος, προέτρεπαν τους Ελληνοκρητικούς σε αυτοσυγκράτηση, ώστε να λυθεί ευνοϊκά το Κρητικό Ζήτημα. Παρ' όλα αυτά άρχισαν αντεκδικήσεις από τους χριστιανούς εις βάρος του μουσουλμανικού στοιχείου, ενώ από τις Μεγάλες Δυνάμεις και την Εκτελεστική Επιτροπή ζητήθηκε ο αφοπλισμός και των δύο πλευρών. Οι μουσουλμάνοι που βρίσκονταν στο Ηράκλειο αφοπλίστηκαν, όμως οι χριστιανοί ήταν δύσπιστοι στο να παραδώσουν τα όπλα αν δεν έφευγε ο τούρκικος στρατός από το νησί.

Στις 30 Οκτωβρίου 1898 ολοκληρώθηκε η εκκένωση του φρουρίου Ηρακλείου. Με προκήρυξή του ο Γεώργιος στις 26 Αυγούστου 1899 ζήτησε από τους Κρήτες να παραδώσουν τα όπλα, υποσχόμενος ότι θα ιδρύονταν «Ιστορικά Μουσεία» όπου και θα τοποθετούνταν. Μέρος των όπλων παραδόθηκαν, άλλα καταστράφηκαν, αρκετοί από τους 38.000 μουσουλμάνους από τα φρούρια επέστρεψαν στην επαρχία.

Οι διαμάχες μεταξύ των δύο στοιχείων συνεχίστηκαν έως το 1913, με τη δημιουργία ένοπλων παρακρατικών οργανώσεων, «Ζουρίδες» για τους Τουρκοκρητικούς, «Εφτάρι» για τους Ελληνοκρητικούς, ιδίως στο Μονοφάτσι και Μαλεβίζι για την κυριαρχία των πλούσιων γαιών.

Εκπαίδευση

Επεξεργασία

Η εκπαίδευση ήταν ήδη ανεπτυγμένη στην Κρήτη, αλλά με τη σύσταση της Κρητικής Πολιτείας εμφάνισε νέα άνθηση. Η πρώτη νομολογία για την εκπαίδευση εισήχθη με διατάξεις του Συντάγματος του 1899, με τις οποίες καθιερώθηκε η υποχρεωτική παιδεία και για τα δύο φύλα.

Κατά την περίοδο αυτή λειτούργησαν δύο τύποι δημοτικών σχολείων, τα κατώτερα (τετρατάξια) και τα ανώτερα ή πλήρη (εξατάξια). Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση υπήρχαν τα ημιγυμνάσια με τρεις τάξεις στα μικρά επαρχιακά κέντρα, τα πλήρη εξατάξια γυμνάσια στα αστικά κέντρα του νησιού και τα τριτάξια ανώτερα παρθεναγωγεία των Χανίων και Νεάπολης, καθώς και το πεντατάξιο Παρθεναγωγείο του Ηρακλείου. Με νόμο του 1903 ιδρύθηκε στο Ηράκλειο παιδαγωγική σχολή, το τριτάξιο διδασκαλείο και ιεροδιδασκαλείο στη Μονή Αγ. Τριάδας των Χανίων. Δάσκαλοι διορίστηκαν εκτός από απόφοιτοι Γυμνασιακών τάξεων, απόφοιτοι σχολαρχείων και ορισμένοι απόφοιτοι τετρατάξιων δημοτικών.

Ο αριθμός σχολείων και μαθητών συνεχώς μεγάλωνε μέχρι την Ένωση και τα ποσοστά αναλφαβητισμού μειώθηκαν. Η νομοθεσία της Κρητικής πολιτείας σε εκπαιδευτικά θέματα ίσχυσε ως το 1914, οπότε και εφαρμόστηκε η κοινή γενική εκπαιδευτική πολιτική και νομοθεσία του Ελληνικού Κράτους.

Πολιτιστική ζωή

Επεξεργασία

Το 1899 συγκροτήθηκε ο Φιλολογικός Σύλλογος "Χρυσόστομος" και στη συνέχεια ιδρύονταν συνεχώς πνευματικά, φιλανθρωπικά, αθλητικά και εργατικά σωματεία και διοργανώνονταν πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις. Επισκέπτονταν την Κρήτη πολλοί ελληνικοί και ξένοι θίασοι και δίνονταν μαθητικές θεατρικές παραστάσεις (ορισμένες και στα αρχαία Ελληνικά), συναυλίες και οργανώνονταν μουσικοφιλολογικές εσπερίδες. Ο φωνογράφος και ο κινηματογράφος πρωτοεμφανίστηκαν στα Χανιά. Κυκλοφόρησαν εφημερίδες και περιοδικά, ενώ το 1901 στην Κρητική Βουλή έγινε πρόταση χειραφέτησης της γυναίκας, από τον Σφακιανό βουλευτή Γεώργιο Δασκαλογιάννη.

Η σημαία ήταν μία παραλλαγή της ελληνικής σημαίας του 1822. Ένας λευκός σταυρός χώριζε τη σημαία σε τέσσερα τετράγωνα, από τα οποία τα τρία ήταν γαλάζια, ενώ το πρώτο ήταν κόκκινο με ένα λευκό άστρο στο κέντρο, που συμβόλιζε την υποταγή στην Οθωμανική πύλη και το ένα τέταρτο των Τούρκων στον πληθυσμό του νησιού. Οι Κρητικοί δεν την αναγνώριζαν και τη χρησιμοποιούσε μόνο το επίσημο κράτος [5]. Σε δημοσιευμένο ποίημα στην εφημερίδα "ο Αγών" στις 31 Δεκεμβρίου 1907 με τίτλο "Ευχή στην πατρίδα" γίνεται αναφορά στη σημαία. Συγκεκριμένα στην έκτη στροφή αναφέρει "Γιατί εις τη γαλάζια μας τ’ αλλόθρησκο αστρουλάκι;, Ως πότε θα σταλάζουνε στα στήθια σου φαρμάκι;" [6]

  • Γεώργιος, πρίγκιπας της Ελλάδος, Αναμνήσεις εκ Κρήτης, 1898-1906, Αθήνα, 1959.
  • Κούνδουρος Μανούσος, Ημερολόγιον, Ιστορικαί και διπλωματικαί αποκαλύψεις: η απελευθερωτική επανάστασις της Κρήτης και η αρμοστεία αυτής, 1921.
  • Λιμαντζάκης Γιώργος, Το Κρητικό Ζήτημα, 1868-1913, από τα πεδία των μαχών στη διεθνή διπλωματία, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», 2020.
  • Η Κρητική Πολιτεία και τα Σύμβολα της (1898-1913) Ανδρέας Μέγκος
  • Μουρέλλος Ιωάννης, Ιστορία της Κρήτης, τόμος Γ΄, Τυπογραφεία Ερωτόκριτου Ι., Ηράκλειο, 1950.
  • Παπαμανουσάκης Στρατής, «Το νομοθετικό έργο της Κρητικής Πολιτείας», Κρητική Εστία, τ. 30, 2004, σελ. 270-284.
  • Σβολόπουλος Κωνσταντίνος, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η πολιτική κρίσις εις την Αυτόνομον Κρήτην, 1901-1906, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», 2005 (α΄ έκδοση Ίκαρος Εκδοτική Εταιρεία, Αθήνα, 1974).
  • Εμμανουήλ Γ. Χαλκιαδάκης, Κρήτη, 1898-1913. Από την "Αυτονομία" στην Ένωση με την Ελλάδα, Περιφέρεια Κρήτης, Ηράκλειο 2013.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Θέματα Νεοελληνικής ιστορίας,Γ' τάξη ενιαίου Λυκείου(κατευθύνσεως), σελ. 203-208 "Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος 1897 και η λύση της αυτονομίας"
  2. Γρυντάκης Γιάννης, Βεβηλώσεις χριστιανικών ναών από τους μουσουλμάνους στο Ρέθυμνο κατά τα έτη 1889-93. Νέα Χριστιανική Κρήτη, τχ. 9 (1993), σ. 68.
  3. Πεπονάκης Μανόλης, Ανέκδοτη έκθεση του 1889 για καταστροφές και βεβηλώσεις της επαρχίας Πεδιάδας Ηρακλείου. Νέα Χριστιανική Κρήτη, τεύχ. 9 (1993), σ. 99 κ.ε.
  4. «ΠΑΤΡΙΣ - Οι σφαγές του Ηρακλείου» (PDF). archive.patris.gr. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 6 Ιουλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 24 Μαΐου 2021. 
  5. Μποτονάκης, Γιάννης. «Η "σημαία" της Κρητικής Πολιτείας». 
  6. «"ευχή για την πατρίδα"». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Νοεμβρίου 2017. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία