Κόρες της Ακρόπολης

συλλογή αγαλμάτων από την Ακρόπολη Αθηνών

Οι Κόρες της Ακρόπολης είναι σύνολο γυναικείων αγαλμάτων (Κόρες), που ανακαλύφθηκαν μετά από ανασκαφές στην Περσική Τάφρο της Ακρόπολης Αθηνών κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Όλα τα αγάλματα που βρέθηκαν έχουν την ίδια τυπολογία και σαφή αναθηματική λειτουργία. Μέσω αυτών γίνεται ξεκάθαρη η εξέλιξη του ύφους της Αρχαϊκής Αττικής γλυπτικής, για περίπου έναν αιώνα, από το 570 έως το 480 π.Χ. Αυτό πιο συγκεκριμένα αποδεικνύει την έναρξη και εξέλιξη της Ιωνικής επιρροής στην Αθηναϊκή τέχνη του δευτέρου μισού του 6ου αιώνα π.Χ. Πρόκειται για την περίοδο όπου Ιωνικά στοιχεία εμφανίζονται για πρώτη φορά στα αρχιτεκτονικά έργα των Πεισιστρατιδών και επίσης αναπτύσσονται στενές σχέσεις μεταξύ Ιωνίας και Αθήνας. Προς το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. αυτή η επιρροή φαίνεται να ξεπερνιέται, ή καλύτερα απορροφάται, και γεννιέται ένας νέος ρυθμός, ο αποκαλούμενος αυστηρός ρυθμός, με αυξανόμενη Πελοποννησιακή επιρροή.

Η Κόρη της Λυών στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Λυών

Περιγραφή

Επεξεργασία
 
Πεπλοφόρος κόρη, περ. 530 π.Χ.

Μεταξύ των πιό αρχαίων κορών που βρέθηκαν στην Ακρόπολη, είναι η Κόρη 619 και η Κόρη 677, οι οποίες χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα και προέρχονται από Σάμο και Νάξο αντίστοιχα, ενώ η Κόρη της Λυών, χρονολογείται στα μισά του αιώνα, αναπαριστά το πρώτο παράδειγμα Ιωνικής επιρροής στην Αττική γλυπτική, καθώς και τη πρώτη χρήση ενδυμασίας ιωνικού ρυθμού στην Αττική. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η Κόρη 593.

Η αντικατάσταση της ενδυμασίας δωρικού ρυθμού με ιωνικού ρυθμού προκάλεσε αλλαγές σε ολόκληρο το δομικό σύστημα. Η χείρα που κρατούσε τη θυσία αποσπάται από το στήθος και εκτείνεται προς τα μπροστά, ενώ το χέρι στη πλευρά της κρατά το ένδυμα της, όπως φαίνεται σε Ιώνιες γυναικείες μορφές, για παράδειγμα Το Σύνολο του Γενέλεως. Η αλλαγή αυτή εισήχθη λίγο καιρό πριν την Πεπλοφόρο Κόρη (Κόρη 679), 10 με 15 χρόνια μετά τη Κόρη της Λυών.

Η αντιπαράθεση των Αττικών κορών του 530 π.Χ. με τη Λήδα στον αμφορέα του Εξηκία στο Μουσείο του Βατικανού είναι συνηθισμένη. Σε αυτή την ομάδα συμπεριλαμβάνεται η Πεπλοφόρος Κόρη και η Κόρη 678, οι οποίες όμως αναπαριστούν εντελώς διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες η μία από την άλλη.[1] Η Κόρη 669 σύμφωνα με τον Πέιν (Payne) ανήκει σε ένα μεταβατικό σχήμα. Το σώμα της Κόρης είναι παρεμφερές με αυτό το παλαιότερου ρυθμού, αλλά τα μάτια της έχουν μικρότερο μέγεθος και επίσης είναι χαραγμένοι οι ρινοδακρυικοί αγωγοί, όπως συμβαίνει και στις μετέπειτα κόρες. Από την κόρη αυτή και έπειτα, η ιωνικού ρυθμού ενδυμασία λαμβάνει τυποποιημένη μορφή η οποία βασίζεται στο βάθος και τη χαλαρότητα των πτυχώσεων του ιματίου και τη παιγνιώδη αναπαράσταση του υλικού. Ο Ερνστ Λάνγκλοτζ (Ernst Langlotz) δεν θεωρεί το συνδυασμό παλαιών και νέων στοιχείων ικανοποιητική δικαιολόγηση για νεότερη χρονολόγηση, και έτσι τοποθετεί αυτή την Κόρη, όπως και την Κόρη 678 στο τέλος του αιώνα.

 
Κόρη 594, περ. 520-510 π.Χ.

Τα τελευταία τριάντα χρόνια του 6ου αιώνα χαρακτηρίζονται από τη μεγάλη προσοχή που δίνεται για το σχεδιασμό του προσώπου και τη διακόσμηση των επιφανειών, κάτι που φαίνεται κυρίως στη μεταχείριση της κόμης και της ενδυμασίας. Παράδειγμα αποτελεί η Κόρη 682, η οποία συγκρίνεται με τις καρυάτιδες του Θησαυρού των Σιφνίων, αλλά και με την κεφαλή της Κόρης 660. Η Κόρη 594, η οποία χρονολογείται στη δεκαετία του 510 π.Χ., στην οποία φοράται επίβλημα πάνω από το ιμάτιο, ξεπερνά τον δυισμό μεταξύ μεταξύ των πτυχώσεων και της μορφής παρακάτω, όπως μόνο ο δημιουργός της Κόρης του Ευθυδίκου καταφέρνει να πραγματοποιήσει. Σε αυτή τη μορφή υπάρχει μια ιδιαίτερη αντιστοιχία μεταξύ του μεγέθους της ενδυμασίας και του σώματος, η οποία, όμως, δεν εξουδετερώνει την πολυπλοκότητα του σχεδιασμού της επιφάνειας.

Η Κόρη του Αντήνορος (Κόρη 681) θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ερμηνεία του θέματος από τον δημιουργό της. Η διασύνδεση του αγάλματος με την ενεπίγραφη βάση η οποία ταυτοποιεί τον Αντήνορα ως δημιουργό του έργου έχει αμφισβητηθεί, αλλά σε κάθε περίπτωση ήταν έργο κάποιου ειδικού: η μεταχείριση της ενδυμασίας με βαθιά κάθετα αυλάκια, τα οποία εναλάσσονται με οριζόντιες σημάνσεις δεν έχουν βρεθεί σε κανένα άλλο γλυπτό της Ακρόπολης.

Κόρη 674, περ. 500-490 π.Χ.
Κόρη 685, περ. 500-490 π.Χ.

Η Κόρη 674 είναι μοναδική όσον αφορά τη δομή του σώματος της: ο μακρύς, παχύς λαιμός και οι κεκλιμένοι ώμοι έρχονται σε αντίθεση με την κεφαλή η οποία είναι λίγο βαριά. Η έκφραση του προσώπου υπογραμμίζεται από μια νέα υποεκτίμηση με λεπτομέρειες στην κόμμωση και την ενδυμασία. Η διαμόρφωση του προσώπου προβλέπει, στο μεταίχμιο του αίωνα, την απλοποίηση η οποία βρίσκεται στην Κόρη του Ευθύδικου αλλά και σε έργα Κλασικής γλυπτικής.[2] Το «Αρχαϊκό μειδίαμα» εξαφανίζεται μετά την Κόρη 685, η οποία έχει την συνηθισμένη δομή αλλά έχει μια ασυνήθιστη στάση: και τα δύο χέρια της προσφέρουν τη θυσία και ως αποτέλεσμα το ένδυμα της δεν είναι μαζεμένο πάνω και πέφτει κάθετα, ακολουθώντας τη γραμμή του σώματος της.[3] Ο Ρανούτσιο Μπιάνκι Μπαντινέλλι (Ranuccio Bianchi Bandinelli) θεωρεί πως αυτές οι κόρες είναι έργο ενός συγκεκριμένου γλύπτη, του οποίου το υφολογικό αποτύπωμα διακρίνει επίσης στην Κόρη του Ευθύδικου και την μαρμάρινη κεφαλή εφήβου.

 
Κόρη 670, περ. 520-520 π.Χ.

Η Κόρη 670 επίσης έχει μια ασυνήθιστη μορφή, καθώς είναι ενδεδυμένη μόνο με έναν χιτώνα με ζώνη στη μέση η οποία δημιουργεί μια μεγάλη προεξοχή με ύφασμα πάνω της, μια υφολογική τάση η οποία ανταποκρίνεται στην παλαία Ιωνική κεντρική ιδέα αλλά είναι ασυνήθιστη σε αυτή τη περίοδο. Η κεφαλή της Κόρης 643 είναι ένα από τα αριστουργήματα της Αττικής γλυπτικής, μια από τις λίγες γυναικείες κεφαλές που είναι εξισόνωνται με την Κεφαλή Ραγιέτ (Rayet) και την Κεφαλή Σαμπουρόφ (Sabouroff).

Στις αρχές του 5ου αιώνα το έθιμο προσφοράς κορών ως αναθήματα άρχισε να εξασθενεί και υπάρχουν μόνο ελάχιστα αγάλματα από αυτή τη περίοδο στον χώρο της Ακρόπολης. Η παλαιότερη κόρη είναι η Κόρη 684, η οποία έχει μια επιβλητική δομή και ογκώδεις πτυχώσεις. Η ειδική ιδιαιτερότητα της κεφαλής της θυμίζει την Κόρη 674, αλλά είναι πιο κοντά στην Κόρη του Ευθυδίκου. Λόγω της ομοιότητας με μια πήλινη κεφαλή της Αθηνάς που βρέθηκε στην Ολυμπία το 1940, θεωρήθηκε ως έργο Πελοποννήσιου καλλιτέχνη.[4]

 
Η κόρη του Ευθυδίκου

Η αποσπασματικά σωζώμενη Κόρη 696, φαίνεται να ανήκει στην ίδια κατηγορία με την Κόρη 684 και την Κόρη του Ευθυδίκου. Το πρόσωπο έχει μια ευρεία και ομοιόμορφη εμφάνιση, το στόμα πλησιάζει στη μορφή που έλαβε η Κόρη του Ευθυδίκου και η κόμμωση αντιμετωπίζεται με απλό ύφος. Οι Αττικοί γλύπτες άρχισαν να εγκαταλείπουν τον περίπλοκο σχεδιασμό της επιφάνειας η οποία χρησιμοποιούνταν κατά τη προγενέστερη περίοδο. Ένας καινούριος τρόπος σκέψης αντικατέστησε τον παλαιό και πολλά από τα χαρακτηριστικά του νέου ρυθμού φαίνεται να προέρχονται από τα μπρούτζινα Πελοποννησιακά αγάλματα, όπως η Κόρη του Ευθυδίκου, δια μέσου της μαρμάρινης κεφαλής του εφήβου, φαίνονται υφολογικά παρόμοια με το άγαλμα του Απόλλωνα στο αέτωμα του Ναού του Δία στην Ολυμπία.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Bianchi Bandinelli (1986), σ. 301
  2. Bianchi Bandinelli (1986), σ. 304.
  3. Bianchi Bandinelli (1986), σ. 305.
  4. Charbonneaux, Martin, Villard (1978), σσ. 278-279.

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • Guy Dickins, Catalogue of the Acropolis Museum : 1. Archaic sculpture, Cambridge, Cambridge University Press, 1912.
  • Jean Charbonneaux, Roland Martin; François Villard, La Grecia arcaica : (620-480 a.C.), Milano, Rizzoli, 1978.
  • Humfry Payne, Paolo Enrico Arias, La scultura arcaica in marmo dell'Acropoli, Roma, L'Erma di Bretschneider, 1981, ISBN 88-7062-500-1.
  • Ranuccio Bianchi Bandinelli, Enrico Paribeni, L'arte dell'antichità classica. Grecia, Torino, UTET Libreria, 1986, ISBN 88-7750-183-9.