Κύρρος
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Η Κύρρος ήταν αρχαία ελληνιστική πόλη στην επαρχία Κυρρηστική της βορείου Συρίας, η οποία άκμασε και στη βυζαντινή περίοδο.
Η πόλη ιδρύθηκε κατά μερικούς από τον Αντίγονο Μονόφθαλμο, αλλά οι περισσότεροι ιστορικοί μελετητές συγκλίνουν στο πρόσωπο του Σελεύκου (300 π.Χ.). Η πόλη οφείλει την ονομασία της στην ομώνυμη πόλη (η σημ.Αραβησσός Πέλλας) της Μακεδονίας, από όπου προέρχονταν οι άποικοι. Βρισκόταν στον παραπόταμο του Ορόντη, Αφρίν (Afrin). Από την πόλη ονομάστηκε και η γύρω περιοχή Κυρρηστική, και κατοικείτο από Μακεδόνες αποίκους που στελέχωναν τον σελευκιδικό στρατό.
Σύμφωνα με τον Πολύβιο, οι Κυρρηστές Μακεδόνες επαναστάτησαν το 220 π.Χ. κατά του Αντιόχου Γ΄. Αιτία ήταν η καθυστερημένη μισθοδοσία των Σελευκιδών στρατιωτών. Την δυσαρέσκειά τους αυτή εκμεταλλεύτηκε ο υπουργός του βασιλιά Ερμείας και πολύ πιθανόν ο ανεξάρτητος κυβερνήτης της Μικράς Ασίας και εξάδελφος του Αντιόχου, Αχαιός. Τελικά οι 6.000 επαναστάτες νικήθηκαν, σε μάχη, από κάποιον στρατηγό του Αντιόχου.
Το 83 π.Χ. η πόλη -όπως και τα κατάλοιπα της σελευκιδικής αυτοκρατορίας- καταλήφθηκαν από τον Αρμένιο βασιλιά Τιγράνη. Όταν ο Λούκουλλος νίκησε τον τελευταίο το 69 π.Χ., η Συρία επανήλθε για σύντομο χρονικό διάστημα στους Σελευκίδες, μέχρι και την κατάλυση της δυναστείας τους (69-64 π.Χ.).
Κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ. η Κύρρος κατέστη εμπορικό και στρατιωτικό κέντρο στην οδό που ένωνε την Αντιόχεια με τον Ευφράτη ποταμό. Την εποχή εκείνη έκοψε και δικό της νόμισμα. Μέσα στον 3ο αιώνα, η Σασσανιδική αυτοκρατορία απέσπασε πολλές φορές την πόλη από τους Ρωμαίους.
Κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η Κύρρος έγινε έδρα βοηθού επισκόπου που λογοδοτούσε στην γειτονική Ιεράπολη. Οκτώ επίσκοποι ήταν γνωστοί ως το 536 μ.Χ. Ο πρώτος ήταν παρών στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας. Πιο γνωστός έμεινε στην εκκλησιαστική ιστορία ο Θεοδώρητος ο Κύρου (423-458), γνωστός πολυγραφότατος συγγραφέας ο οποίος έπαιξε ρόλο στην ιστορία των αιρέσεων του Νεστοριανισμού και Ευτυχιανισμού. Από τον άγιο Θεοδώρητο πληροφορούμαστε ότι η επισκοπή Κύρρου είχε έκταση 40 τετραγωνικών μιλίων και περιελάμβανε 800 εκκλησίες.
Κατά τη διάρκεια της βυζαντινής κυριαρχίας, κτίστηκε στην Κύρρο ο ναός των αγίων Κοσμά και Δαμιανού (μαρτύρησαν στις Αιγές το 283), στον οποίο στεγάστηκαν τα λείψανά τους, γι' αυτό και η πόλη μετονομάστηκε σε Αγιούπολη. Στην επαρχία της Κυρρηστικής φιλοξενήθηκαν πολλοί άγιοι -κυρίως ερημίτες- μεταξύ των οποίων οι άγιοι: Ακεψιμάς, Ζευμάτιος, Ζεβίνας, Πολυχρόνιος, Μάρων, Ευσέβιος, Θαλάσσιος, Μάρις, Ιάκωβος ο Θαυματουργός και άλλοι. Τον βίο τους επιμελήθηκε ο επίσκοπος Θεοδώρητος. Υπό τον Ιουστινιανό η Κύρρος στολίστηκε και εμπλουτίστηκε, η δε μητρόπολή της κατέστη ανεξάρτητη και εξαρτιόταν από το Πατριαρχείο Αντιοχείας.
Οι Άραβες υπέταξαν την πόλη το 637 μ.Χ. και οι Σταυροφόροι στα τέλη του 11ου αιώνα. Στα μεσοδιαστήματα ανακαταλήφθηκε από τους Βυζαντινούς. Ο Ζενγκί (Nur ad-Din Zangi) την ανακατέλαβε το 1150. Μουσουλμάνοι ταξιδιώτες αναφέρουν την Κύρρο ως μεγάλη πόλη με πολλά διάσπαρτα ερείπια. Ο πατριάρχης Μιχαήλ ο Σύρος (1166 -1199) ανέφερε δεκατρείς Ιακωβίτες επισκόπους της πόλεως από τον 9ο ως τον 12ο αιώνα. Ακόμη και σήμερα υπάρχει στην πόλη ρωμαιοκαθολική επισκοπή.
Πρόκειται για τη σημερινή Μουχαφαζάτ (Mouhafazat) η οποία βρίσκεται 70 χιλιόμετρα ΒΔ από το Χαλέπι, κοντά στα τουρκικά σύνορα.
Πηγές
Επεξεργασία- Πολύβιος, Ιστορίαι
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Επεξεργασία- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Cyrrhus στο Wikimedia Commons