Η Λαγκάς ήταν αρχαία Πόλη-κράτος που βρισκόταν βορειοδυτικά από την διασταύρωση του Τίγρη με τον Ευφράτη και ανατολικά από την Ουρούκ, περίπου 22 χιλιόμετρα ανατολικά από την σημερινή πόλη Αλ Σατράχ στο Ιράκ, ήταν μία από τις αρχαιότερες πόλεις στην Μεσοποταμία. Η αρχαία τοποθεσία της Νίνας βρισκόταν περίπου 10 χιλιόμετρα νότια στα αρχαία σύνορα του κράτους, το σημερινό Τέλλο περίπου 25 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Λαγκάς ήταν το θρησκευτικό κέντρο του βασιλείου. Ο ναός της Λαγκάς που ήταν αφιερωμένος στον Νινουρτά φαίνεται ότι λατρευόταν από τις αρχαιότερες πόλεις Τέλλο, Νίνα και Ερίμ.[1] Από τις επιγραφές που βρέθηκαν στο Τέλλο όπως και από τους κυλίνδρους του Γουδέα φαίνεται ότι η Λαγκάς είχε διαδραματήσει στα τέλη της τρίτης χιλιετίας π.Χ. σημαντικό ρόλο στις πόλεις κράτη της Σουμερίας. Από τις επιγραφές που βρέθηκαν στο Τέλλο όπως και τους κυλίνδρους του Γουδέα φαίνεται ότι η Λαγκάς ήταν σημαντική Σουμεριακή πόλη-κράτος στα τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ. Τον 24ο αιώνα π.Χ. έγινε ανεξάρτητο βασίλειο με τον Ουρ-Νάνσε και τους διαδόχους του, ξεκίνησε τις επαφές με τους Ελαμίτες στα ανατολικά και τους βασιλείς του Κις στα βόρεια. Μερικά από τα πρώιμα έργα της πόλης πριν την Ακκαδική κατάκτηση ήταν εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Τα σημαντικότερα ήταν η Στήλη των Γυπών του Εαννατούμ και το ασημένιο βάζο του Εντεμένα με λατρευτικές σκηνές ζώων : ένας αετός με κεφαλή λιονταριού και μεγάλα φτερά, έπιανε ένα λιοντάρι με κάθε νύχι.

Λαγκάς
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Λαγκάς
31°24′41″N 46°24′26″E
ΧώραΙράκ
Ίδρυση25ος αιώνας π.Χ.
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Η τοποθεσία της Λαγκάς στην Σουμερία

Μετά την Ακκαδική κατάκτηση η Λαγκάς έγινε υποτελής στην Ακκαδική αυτοκρατορία, τον Σαργών τον Μέγα και τους διαδόχους του, εξακολουθούσε ωστόσο να είναι μεγάλο κέντρο τέχνης. Οι πρώτοι ιστορικοί ισχυρίστηκαν ότι ήταν μεγάλο θεοκρατικό κέντρο, ο Σάμιουελ Νόουα Κράμερ εξετάζοντας τα έγγραφα της εποχής το απέρριψε.[2] Μετά την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας των Ακκάδων η Λαγκάς έγινε ανεξάρτητη πόλη-κράτος με βασιλείς ή "Ενκί" τους Ουρ-Μπάμπα και τον Γουδέα, είχε εκτεταμένες εμπορικές επικοινωνίες με όλα τα βασίλεια του κόσμου. Σύμφωνα με καταγραφές ο Γουδέας έφερνε κέδρους από τον Άμανος και τα όρη του Λίβανου στην Συρία, Διορίτη από την ανατολική Αραβία, χαλκό και χρυσό με την νότια Αραβία, την ίδια εποχή βρέθηκε σε πολεμικές συγκρούσεις με το Ελάμ. Η τέχνη έφτασε εκείνη την εποχή στην Λαγκάς στο μέγιστο της ακμής της, βρέθηκαν αμέτρητοι ανδριάντες του Γουδέα σε ναούς που απεικονίζουν την μορφή του, στην εποχή του Γουδέα η πρωτεύουσα της πόλης-κράτους ήταν το Τέλλο. Το βασίλειο της Λαγκάς περιείχε μια έκταση 1.600 τετραγωνικά χιλιόμετρα με 17 μεγάλες πόλεις, οκτώ διακριτές πρωτεύουσες, και αμέτρητα χωριά, τα 40 καταγράφονται με το όνομα τους. Την περίοδο 2075 π.Χ. - 2030 π.Χ. η Λαγκάς σύμφωνα με τους ιστορικούς μελετητές ήταν η μεγαλύτερη πόλη του κόσμου.[3] Μετά τον Γουδέα το βασίλειο της Λαγκάς έπεσε σε παρακμή μέχρι που έγινε επαρχία στην Τρίτη Δυναστεία της Ουρ.[4] Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες σχετικά με την πρώτη περίοδο της Βαβυλώνας, φαίνεται ότι έπεσε σε παρακμή, κατόπιν πέρασε στην Αυτοκρατορία των Σελευκιδών οι οποίοι οικοδόμησαν κάστρο και στο Περσικό βασίλειο της Χαρακηνής.

Η πρώτη δυναστεία της Λαγκάς Επεξεργασία

 
Το όνομα "χώρα του Λαγκάς" σε επιγραφή του Γουδέα

Οι δυναστείες της Λαγκάς δεν βρέθηκαν στον Κατάλογο των Σουμέριων Βασιλέων αλλά εντοπίστηκαν στην Σουμερία θραύσματα από επιγραφές με τίτλο "βασιλείς του Λαγκάς".[5] Περιγράφει ότι μετά τον μεγάλο κατακλυσμό η ανθρωπότητα δεν είχε τρόφιμα, οι θεοί έδωσαν στους ανθρώπους τις τέχνες της ύδρευσης και της άρδευσης. Στο τέλος της επιγραφής υπάρχει η φράση "γραμμένο στο σχολείο", αυτό υποδηλώνει την ύπαρξη εκπαιδευτηρίων. Η Πρώτη Δυναστεία της Λαγκάς ξεκινάει τον 26ο αιώνα π.Χ., καταγράφεται ο Εν-Χεγκάλ ένας από τους αρχαιότερους βασιλείς που αγοράζει γη.[6][7] Άν είναι πραγματικά ιστορικός βασιλιάς του Λαγκάς χρονολογείται το 2570 π.Χ.[8][9] Οι χρονολογίες ωστόσο πάντοτε αμφισβητούνται.[10] Ο Λουγκαλζαγκέσι ήταν υποτελής στον Μεσιλίμ, ο Ουρ-Νάνσε τον διαδέχθηκε σαν "Μέγας Αρχιερέας" την εποχή που κυβερνούσε ο Μεσανιπαδάς από την Πρώτη Δυναστεία της Ουρ, κήρυξε την ανεξαρτησία του και ανακηρύχτηκε βασιλιάς. Στα ερείπια ενός κτίσματος που χρεώνεται σε αυτόν βρέθηκε ναός του Νινουρτά, βρέθηκαν αγάλματα του βασιλιά και των γιών του όπως και λεόντων Αιγυπτιακής μορφής.[11] Μια επιγραφή υποδηλώνει ότι μεταφερόταν ξυλεία από το Μπαχρέιν σαν φόρος υποτέλειας, τον διαδέχθηκε ο γιος του Ακουργκάλ. Ο εγγονός του Ουρ-Νάνσε Εαννατούμ έγινε βασιλιάς σε ολόκληρη την Σουμερία, κατέκτησε την Ουρ, την Ουρούκ, την Νιππούρ, την Ακσάκ και την Λάρσα.[12] Επιπλέον κατέκτησε το βασίλειο του Κις αλλά ανεξαρτητοποιήθηκε μετά τον θάνατο του.[13] Η Ούμμα έγινε φόρου υποτελής με μια ποσότητα σιτηρών που καταβαλλόταν στα θησαυροφυλάκια της θεάς Ινάννας και του Νινουρτά.[14] Με τις εκστρατείες του ο Εαννατούμ κατέλαβε το Ελάμ και πόλεις του Περσικού κόλπου, έκανε φόρου υποτελής την Μαρί αλλά οι κατακτημένες πόλεις βρίσκονταν σε συνεχή εξέγερση.[15]

Στην διάρκεια της βασιλείας του οικοδομήθηκαν πολλά ανάκτορα και ναοί, η πόλη της Νίνας, η μετέπειτα Νινευή ξανακτίστηκε, βρέθηκαν στις ανασκαφές πολλά κανάλια. Τον Εαννατούμ διαδέχθηκε ο αδελφός του Εναννατούμ Α΄. Με τον Ουρ-Λούμμα η Ούμμα απέκτησε μεγαλύτερη ανεξαρτησία, επιτέθηκε στην Λαγκάς αλλά αποκρούστηκε, ο διάδοχος του Ιλλί επιτέθηκε ξανά στην Λαγκάς. Ο γιος και διάδοχος του Εντεμένα επανέφερε την πόλη της Λαγκάς στην προηγούμενη ισχύ της.[16] Ο Ιλλί της Ουμμά υποτάχθηκε με την βοήθεια του συμμάχου του Λουγάλ-Κινισί-Ντουλού της Ουρούκ που ήταν διάδοχος του Σακουσού-Ανά. Ο Λουγάλ-Κινισί-Ντουλού ήταν μια από τις σημαντικότερες μορφές στην εποχή του, διεκδίκησε τους τίτλους του βασιλέως της Κις και της Ουρ. Στο Μουσείο του Λούβρου βρίσκεται ένα ασημένιο αγγείο που αφιερώνει ο Εντεμένα στον θεό του.[17] Στον λαιμό του αγγείου βρίσκεται μιά παράσταση με λιοντάρια να κατασπαράζουν αγριοκάτσικα και ελάφια, δείχνει τον βαθμό που ήταν αναπτυγμένη εκείνη την εποχή η τέχνη της χρυσοχοΐας.[18] Μετά τον Εντεμέτα κυβέρνησε την Λαγκάς μια σειρά από μέτριους βασιλείς-ιερείς, ο τελευταίος από αυτούς ήταν ο Ουρουκαγκίνα, άριστος δικαστής που συνέταξε τον πρώτο νομικό κώδικα που υπάρχει στον κόσμο.

Νίκη επί της Ούμμας Επεξεργασία

 
Ο κορυφαίος βασιλιάς Γουδέας

Η Λαγκάς και η γειτονική πόλη Ούμμα βρέθηκαν σε σύγκρουση χάρη σε μια συνοριακή διαμάχη, σύμφωνα με μια επιγραφή στην Στήλη των Γυπών ο ίδιος ο προστάτης του Εαννατούμ ο θεός Νινουρτά διέταξε τον βασιλιά να καταλάβει την γειτονική πόλη. Οι λεπτομέρειες από την μάχη είναι ασαφείς αλλά οι επιγραφές είναι επαρκείς για να οδηγήσουν στο τελικό συμπέρασμα. Σύμφωνα με τις επιγραφές ο Εαννατούμ κατέβηκε από το άλογο του και οδήγησε πεζός τους στρατιώτες του στην μάχη υπό μορφή Φάλαγγας. Μετά από μιά σύντομη μάχη ο στρατός του Εαννατούμ ήταν ο μεγάλος νικητής απέναντι σε αυτόν της Ούμμας, ο ίδιος παρά το γεγονός ότι χτυπήθηκε από βέλος στα μάτια επέζησε. Οι ιστορικοί αναφέρουν ότι η συγκεκριμένη μάχη μεταξύ της Λαγκάς και της Ούμμας ήταν η πρώτη οργανωμένη μάχη στην ανθρώπινη ιστορία.[19]

Η Ακκαδική κατάκτηση Επεξεργασία

Ο Σαργών ο Μέγας αφού κατέκτησε και κατέστρεψε την Ουρ και την Ουρούκ λεηλάτησε όλη την γη "από την Λαγκάς μέχρι την θάλασσα", κατόπιν κατέλαβε και κατέστρεψε την Ούμμα και ανάγκασε το Ελάμ και την Μαρί να γίνουν υποτελείς του. Ο Σαργών του Ακκάδ ήταν μεγάλος θριαμβευτής σε 34 πόλεις.[20] Ο γιος και διάδοχος του Σαργών του Μέγα Ριμούς αντιμετώπισε μια μεγάλη σειρά από εξεγέρσεις, ανακατέλαβε την Ουρ, την Ούμμα, την Αντάμπ, την Λαγκάς και την Ντερ.[21] Ο Ριμούς ήταν ο πρώτος Ακκάδιος βασιλιάς που εφάρμοσε την μαζική σφαγή του πληθυσμού στις Σουμεριακές πόλεις που κατακτούσε.[22] Οι μεγάλες Σουμεριακές πόλεις καταστράφηκαν και αφανίστηκαν, μόνο στην Ουρ και την Λαγκάς "8.049 θανατώθηκαν, 5.460 αιχμαλωτίστηκαν και έγιναν δούλοι, 5.985 εξορίστηκαν".[23][24] Μια νικήτρια στήλη που βρέθηκε σε θραύσματα αναφέρεται στον Ριμούς, σε ένα από αυτά καταγράφεται η ήττα της Λαγκάς από τους Ακκάδες.[25][26] Η στήλη έγιναν σε σύγχρονες ανασκαφές στο Τέλλο που βρισκόταν στην πόλη-κράτος του Λαγκάς.[27] Την Ακκαδική αυτοκρατορία κατέλυσαν τελικά η νομαδική φυλή των Γκουτί.

Η δεύτερη δυναστεία της Λαγκάς Επεξεργασία

Την περίοδο 2230 π.Χ. - 2110 π.Χ. που έπεσαν οι Ακκάδιοι και κυβερνούσαν οι Γκουτί έχουμε μιά νέα Αναγέννηση του Σουμεριακού πολιτισμού, τότε αναδείχτηκε από τους Σουμέριους η Δεύτερη δυναστεία της Λαγκάς.[28] Οι κυβερνήτες της Λαγκάς πέτυχαν την ανεξαρτησία τους από τους Γκουτί και πήραν τον τίτλο του "Ενσί" ή "βασιλιά", διατήρησαν ψηλό επίπεδο ανεξαρτησίας στην νότια Μεσοποταμία.[29] Ο Γουδέας ήταν ο σημαντικότερος βασιλιάς της Δεύτερης δυναστείας και ολόκληρης της ιστορίας της Λαγκάς, με τον βασιλιά αυτόν έφτασε η πόλη στην χρυσή της εποχή, έκανε πολλά μεγάλα έργα και αποθανατίστηκε με τους ανδριάντες του.[30]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Williams, Henry (2018). Ancient Mesopotamia. Ozymandias Press. σ. 57
  2. Kramer, Samuel Noah (17 September 2010). The Sumerians: Their History, Culture, and Character. University of Chicago Press. σσ. 75–76
  3. Chandler (1987). Four thousand years of urban growth: an historical census. Lewiston (etc.): The Edwin Meller Press
  4. Westenholz, Joan Goodnick (1984). "Kaku of Ur and Kaku of Lagash". Journal of Near Eastern Studies. 43 (4): 339–342
  5. https://etcsl.orinst.ox.ac.uk/cgi-bin/etcsl.cgi?text=t.2.1.2#
  6. https://cdli.ox.ac.uk/wiki/doku.php?id=enhegal
  7. Kramer, Samuel Noah (1971). The Sumerians: Their History, Culture, and Character. University of Chicago Press. σ. 75
  8. Leick, Gwendolyn (2009). Historical Dictionary of Mesopotamia. Scarecrow Press. σ. 102
  9. Silver, Morris (1995). Economic Structures of Antiquity. Greenwood Publishing Group. σ. 182
  10. https://cdli.ox.ac.uk/wiki/doku.php?id=enhegal
  11. Sayce, Archibald Henry; King, Leonard William; Jastrow, Morris (1911). "Babylonia and Assyria" . In Chisholm, Hugh (ed.). Encyclopædia Britannica. Vol. 3 (11th ed.). Cambridge University Press. σσ. 99–112
  12. Sayce, Archibald Henry; King, Leonard William; Jastrow, Morris (1911). "Babylonia and Assyria" . In Chisholm, Hugh (ed.). Encyclopædia Britannica. Vol. 3 (11th ed.). Cambridge University Press. σσ. 99–112
  13. Sayce, Archibald Henry; King, Leonard William; Jastrow, Morris (1911). "Babylonia and Assyria" . In Chisholm, Hugh (ed.). Encyclopædia Britannica. Vol. 3 (11th ed.). Cambridge University Press. σσ. 99–112
  14. Sayce, Archibald Henry; King, Leonard William; Jastrow, Morris (1911). "Babylonia and Assyria" . In Chisholm, Hugh (ed.). Encyclopædia Britannica. Vol. 3 (11th ed.). Cambridge University Press. σσ. 99–112
  15. Steinkeller, Piotr (2018-01-29). "The birth of Elam in history". The Elamite World. Routledge. σσ. 177–202
  16. Sayce, Archibald Henry; King, Leonard William; Jastrow, Morris (1911). "Babylonia and Assyria" . In Chisholm, Hugh (ed.). Encyclopædia Britannica. Vol. 3 (11th ed.). Cambridge University Press. σσ. 99–112
  17. Sayce, Archibald Henry; King, Leonard William; Jastrow, Morris (1911). "Babylonia and Assyria" . In Chisholm, Hugh (ed.). Encyclopædia Britannica. Vol. 3 (11th ed.). Cambridge University Press. σσ. 99–112
  18. Sayce, Archibald Henry; King, Leonard William; Jastrow, Morris (1911). "Babylonia and Assyria" . In Chisholm, Hugh (ed.). Encyclopædia Britannica. Vol. 3 (11th ed.). Cambridge University Press. σσ. 99–112
  19. Grant, R.G. (2005). Battle. London: Dorling Kindersley Limited
  20. https://www.schoyencollection.com/history-collection-introduction/sumerian-history-collection/cuneiform-indus-valley-ms-2814
  21. Hamblin, William J. (2006). Warfare in the Ancient Near East to 1600 BC: Holy Warriors at the Dawn of History. Routledge. σσ. 93–94
  22. Hamblin, William J. (2006). Warfare in the Ancient Near East to 1600 BC: Holy Warriors at the Dawn of History. Routledge. σσ. 93–94
  23. Hamblin, William J. (2006). Warfare in the Ancient Near East to 1600 BC: Holy Warriors at the Dawn of History. Routledge. σσ. 93–94
  24. Crowe, D. (2014). War Crimes, Genocide, and Justice: A Global History. Springer. σ. 10
  25. Heuzey, Léon (1895). "Le Nom d'Agadé Sur Un Monument de Sirpourla". Revue d'Assyriologie et d'archéologie orientale. 3 (4): 113–117
  26. Thomas, Ariane; Potts, Timothy (2020). Mesopotamia: Civilization Begins. Getty Publications. σ. 79
  27. Heuzey, Léon (1895). "Le Nom d'Agadé Sur Un Monument de Sirpourla". Revue d'Assyriologie et d'archéologie orientale. 3 (4): 113–117
  28. Corporation, Marshall Cavendish (2010). Ancient Egypt and the Near East: An Illustrated History. Marshall Cavendish. σσ. 54–56
  29. Corporation, Marshall Cavendish (2010). Ancient Egypt and the Near East: An Illustrated History. Marshall Cavendish. σσ. 54–56
  30. Corporation, Marshall Cavendish (2010). Ancient Egypt and the Near East: An Illustrated History. Marshall Cavendish. σσ. 54–56

Πηγές Επεξεργασία

  • Robert D. Biggs, "Inscriptions from al-Hiba-Lagash : the first and second seasons", Bibliotheca Mesopotamica. 3, Undena Publications, 1976.
  • R. D. Biggs, "Pre-Sargonic Riddles from Lagash", Journal of Near Eastern Studies.
  • Vaughn E. Crawford, "Lagash", Iraq.
  • Foxvog D.A., "Aspects of Name-Giving in Presargonic Lagash", in W. Heimpel – G. Frantz- Szabó (eds.), Strings and Threads: A Celebration of the Work of Anne Draffkorn Kilmer, Winona Lake, 59-97, 2011
  • Hansen, D. P., "Lagaš. B. Archäologisch", Reallexikon der Assyriologie und Vorderasiatischen Archäologie 6: 422–30, 1980–1983
  • Donald P. Hansen, "Royal building activity at Sumerian Lagash in the Early Dynastic Period", Biblical Archaeologist.
  • Hritz, C., "The Umma-Lagash Border Conflict: A View from Above" in Altaweel, M. and Hritz, C. (eds.), From Sherds to Landscapes: Studies on the Ancient Near East in Honor of McGuire *Gibson. Chicago: The Oriental Institute of the University of Chicago.
  • Kenoyer, J. M., "Shell artifacts from Lagash, al-Hiba", Sumer 46 (1/2).
  • Maeda T., "Work Concerning Irrigation Canals in Pre-Sargonic Lagash", Acta Sumerologica Japaniensia 6, 33-53, 1984
  • Maekawa K., "The Development of the é-mí in Lagash during Early Dynastic III", Mesopotamia 8-9, 77-144, 1973-1974
  • Mudar, K., "Early Dynastic III animal utilization in Lagash: a report on the fauna of Tell al-Hiba", Journal of Near Eastern Studies 41 (1).
  • Prentice, R., "The exchange of goods and services in pre-Sargonic Lagash", Münster: Ugarit-Verlag, 2010
  • Rey, Sébastien, and Fatma Husain, "Tello/Girsu: New Research on the Sacred City of the State of Lagash", in Ancient Lagash Current Research and Future Trajectories - Proceedings of the Workshop held at the 10th ICAANE in Vienna, April 2016.
  • Renette, Steve, "Some Observations on Regional Ceramic Traditions at al-Hiba/Lagash", in Ancient Lagash Current Research and Future Trajectories - Proceedings of the Workshop held at the 10th ICAANE in Vienna, April 2016.
  • Garcia-Ventura, Agnès, and Fumi Karahashi. "Overseers of textile workers in presargonic Lagash.", Overseers of Textile Workers in Presargonic Lagash (2016): KASKAL, 1-19.