Ο λαυριονίτης (αγγλ. laurionite) είναι ένυδρο χλωριούχο ορυκτό του μολύβδου. Το όνομά του έλαβε από το Λαύριο, στις σκωρίες των μεταλλείων του οποίου εντοπίστηκε και μελετήθηκε (type locality, TL).

Λαυριονίτης
Λαυριονίτης (άχρωμος) με λαντλοκίτη (ερυθρός) . Προέλευση: Θορικός
Γενικά
ΚατηγορίαΑλογονίδια (Χλωριούχα)
Χημικός τύποςPbCl(OH)
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά
Πυκνότητα6,3 gr/cm3
ΧρώμαΆχρωμο, λευκό
Σύστημα κρυστάλλωσηςΡομβικό
ΚρύσταλλοιΠρισματικοί με πυραμιδοειδείς απολήξεις, πεπιεσμένοι κατά {100}, επιμηκυσμένοι κατά {010}
ΥφήΒελονοειδής, ινώδης
ΔιδυμίαΌχι
Σκληρότητα3 - 3,5
ΣχισμόςΣαφής κατά {101}
ΘραύσηΑνώμαλη
ΛάμψηΑδαμάντινη έως μαργαριτώδης
Γραμμή κόνεωςΛευκή
ΠλεοχρωισμόςΌχι
ΔιαφάνειαΔιαφανής
ΠαρατηρήσειςΔιμορφικός με τον παραλαυριονίτη

Δημιουργείται δευτερογενώς από την επίδραση θαλάσσιου νερού σε μολυβδούχες σκωρίες, ενώ λιγότερο συχνά αποτελεί προϊόν οξείδωσης μολυβδούχων αποθέσεων. Ο λαυριονίτης κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και είναι μέτρια διαλυτός στο ψυχρό νερό, ευδιάλυτος όμως στο θερμό νερό.

Ορυκτά με τα οποία σχετίζεται είναι ο παραλαυριονίτης (με τον οποίο είναι δίμορφος, δηλ. ο παραλαυριονίτης έχει την ίδια χημική σύσταση αλλά κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές), ο φωσγενίτης, ο κερουσίτης, ο αγγλεσίτης και ο πενφιλντίτης.

Ενώ αρχικά εντοπίστηκε στα Μεταλλεία Λαυρίου και συγκεκριμένα στον όρμο "Βρυσάκι" (Θορικού), όπου είχαν απορριφθεί από την αρχαιότητα σκωρίες, στη συνέχεια αποδείχτηκε ότι είχε ευρύτερη διάδοση. Έτσι, εκτός από το Λαύριο απαντάται στην Τοσκάνη της Ιταλίας, τα όρη Χαρτς στη Γερμανία, το Τράνσβααλ της Νότιας Αφρικής, την Κορνουάλλη (Αγγλία) και την Ουαλία, την Αυστραλία, το Τουρκμενιστάν και τις Πολιτείες Νέο Μεξικό και Μινεσότα των ΗΠΑ.

Δείτε επίσης

Επεξεργασία

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • James Dwight Dana, Manual of Mineralogy and Lithology, Containing the Elements of the Science of Minerals and Rocks, READ BOOKS, 2008 ISBN 1443742244