Η μάχη του Κρεμμυδίου ήταν πολεμικό επεισόδιο της Επανάστασης του 1821, κατά το οποίο ο αιγυπτιακός στρατός του Ιμπραήμ πασά νίκησε αποφασιστικά τους Έλληνες επαναστάτες, δημιουργώντας ασφαλές προγεφύρωμα για τη συνέχιση της εισβολής του στην Πελοπόννησο.

Μάχη του Κρεμμυδίου
Ελληνική Επανάσταση του 1821
Χρονολογία7 Απριλίου 1825
ΤόποςΚρεμμύδι Πύλου
Έκβασηαποφασιστική ήττα των Ελλήνων
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
3.250 στρατιώτες[1]
3.000 πεζοί, 400 ιππείς, 4 κανόνια[1]
Απώλειες
600 νεκροί[2]
Άγνωστες

Η εξέλιξη των γεγονότων

Επεξεργασία

Το χειμώνα του 1825 ο Ιμπραήμ αποβιβάστηκε στη Μεθώνη. Οι Έλληνες τότε ήταν διαιρεμένοι σε δύο στρατόπεδα. Οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου, που παραμερίστηκαν από τους νησιώτες και τους Ρουμελιώτες στο Εκτελεστικό σώμα, με σύμμαχο και τον Κολοκοτρώνη, δεν αναγνώρισαν τη νέα κυβέρνηση μετά τις εκλογές του 1824 και καλούσαν το λαό σε ανταρσία. Οι Ρουμελιώτες εισέβαλαν στην Πελοπόννησο, προκαλώντας καταστροφές, και έπιασαν τους προκρίτους της Πελοποννήσου μαζί με τον Κολοκοτρώνη και τους φυλάκισαν στην Ύδρα. Το ίδιο έκαναν και στον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον οποίο φυλάκισαν στην Ακρόπολη και μάλιστα στη συνέχεια τον δολοφόνησαν μέσα στη φυλακή του.

Έτσι οι Έλληνες δε μπόρεσαν να σταματήσουν την αποβίβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Τότε η κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Κουντουριώτη, διόρισε αρχηγό τον Υδραίο πλοίαρχο Κυριάκο Σκούρτη, για να αποτρέψει τη διείσδυση του Ιμπραήμ στο εσωτερικό της Μεσσηνίας και, κατά συνέπεια, της Πελοποννήσου. Η επιλογή αυτή του Εκτελεστικού επέφερε μεγάλη αναστάτωση στο στράτευμα, καθώς ο Κουντουριώτης, τυφλωμένος από τοπικισμό, παραμέρισε ικανούς στρατιωτικούς όπως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Αναστάσιος Καρατάσος και ο Κίτσος Τζαβέλας, δίνοντας την αρχηγία σε άνθρωπο άπειρο από πόλεμο ξηράς.[3]

Στη συνέχεια, ο Ιμπραήμ πολιόρκησε τα κάστρα του Παλαιοκάστρου και Νεοκάστρου στην Πύλο. Εμπρός από αυτά, οι επαναστάτες είχαν κάποιες αρχικές επιτυχίες, ιδιαίτερα ο Μακρυγιάννης στο Παλαιόκαστρο και οι Μακεδόνες υπό τον Αναστάσιο Καρατάσο στη μάχη της Σχινόλακκας.[4]

Ο Σκούρτης επέλεξε την περιοχή του χωριού Κρεμμύδι, μεταξύ Μεθώνης και Ναυαρίνου (Πύλου), για να περιμένει τον Ιμπραήμ, μαζί με πρόσθετα στρατεύματα από Σουλιώτες, Ρουμελιώτες και Μακεδόνες, υπό τις διαταγές των Κίτσου Τζαβέλα, Κώστα Μπότσαρη, Καραϊσκάκη, Χατζηχρήστου και Καρατάσου. Στο στρατόπεδο του Κρεμμυδιού είχε καταφθάσει, με εντολή του Κουντουριώτη, και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.[1]

Ο Σκούρτης έδωσε στις δυνάμεις του ημικυκλική παράταξη, όπου στο άκρο αριστερό, στους λόφους γύρω από το χωριό, οχυρώθηκαν σε ταμπούρια οι Καρατάσος, Μπότσαρης και Χατζηχρήστος. Στο δεξιό άκρο των επαναστατών, μέσα στο χωριό, πήραν θέσεις οι Καραϊσκάκης και Τζαβέλας. Στο κέντρο των Ελλήνων, σε μικρή κοιλάδα, στάθηκαν οι άνδρες του Σκούρτη, χωρίς να έχουν κατασκευάσει ταμπούρια, καθώς ο αρχηγός τους έλεγε πως δεν τα χρειάζονταν αφού είχαν για ταμπούρια τα σπαθιά τους.[5]

Όπως ήταν φυσικό, ο ικανότατος Ιμπραήμ δε θα μπορούσε να αφήσει αυτή την ιδανική ευκαιρία ανεκμετάλλευτη και επέλεξε να χτυπήσει τους Έλληνες στο ευάλωτο σημείο της παράταξής τους, δηλαδή στο κέντρο που κατείχε ο Σκούρτης, διατάζοντας έφοδο με εφ' όπλου λόγχη. Ο Μπότσαρης επιχείρησε να βοηθήσει τον Σκούρτη, αλλά δε μπόρεσε, καθώς το αιγυπτιακό ιππικό, διαβαίνοντας με ταχύτητα μια ανηφορική χαράδρα που θεωρούνταν απροσπέλαστη στους ιππείς, περικύκλωσε τα άκρα των Ελλήνων. Ο ίδιος ο Μπότσαρης κυκλώθηκε και παραλίγο να πιαστεί αιχμάλωτος. Τελικά, οι Έλληνες, κυκλωμένοι από παντού, διέσπασαν πολεμώντας τον κλοιό, αφήνοντας πίσω τους γύρω στους 600 νεκρούς.[2]

Συνέπειες

Επεξεργασία

Η διάλυση του στρατού του Σκούρτη από τον Ιμπραήμ στο Κρεμμύδι είχε καταστροφικά αποτελέσματα για τους Έλληνες. Οι επαναστάτες σκορπίστηκαν στα γύρω χωριά και εντάθηκε και πάλι η διαμάχη Ρουμελιωτών και Μοραϊτών, πολλοί δε Ρουμελιώτες δολοφονήθηκαν. Οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί επιτέθηκαν με σκληρές και υβριστικές εκφράσεις στον Σκούρτη, ιδιαίτερα μάλιστα ο Καραϊσκάκης και τελικά, οι Ρουμελιώτες αποσύρθηκαν με τους άντρες τους στη Στερεά Ελλάδα, η οποία είχε αρχίσει ήδη να υφίσταται την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων του Κιουταχή.[2]

Από την πλευρά των Αιγυπτίων, η νίκη του Ιμπραήμ τού έδωσε την ευκαιρία να τελειώσει τις πολιορκίες των κάστρων του Ναυαρίνου και να διεισδύσει ανενόχλητος στην κυρίως Μεσσηνία και από εκεί στην υπόλοιπη Πελοπόννησο.

Από άποψη τακτικής, η μάχη αυτή έδειξε στους Έλληνες την ανωτερότητα της ευρωπαϊκής τακτικής και την ανάγκη να γενικευθεί ο θεσμός του τακτικού στρατού. Χαρακτηριστικά, ο φιλέλληνας Ιταλός Ρομέι (Romei), ο οποίος υπηρετούσε στο στρατό του Ιμπραήμ, έγραψε την επομένη της μάχης στον συμπατριώτη του στρατηγό Ροσαρόλ (Rosaroll) στο Ναύπλιο, συνιστώντας να εφοδιαστούν οι Έλληνες με ξιφολόγχες ώστε να μπορούν να αντιστέκονται στις επιθέσεις του τακτικού πεζικού και ιππικού. Χωρίς αυτές, θα αμύνονταν αποκλειστικά από απόσταση, επιφέροντας μικρές μόνο απώλειες στον εχθρό. Οι πρώτοι που κατανόησαν την ανωτερότητα της τακτικής των Αιγυπτίων ήταν οι Ρουμελιώτες, παρά το ότι, προκειμένου να ενθαρρύνουν τον Κουντουριώτη, απέδωσαν την ήττα στην κακή τύχη. Οι Πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί χρειάστηκε να υποστούν τις δικές τους σοβαρότατες ήττες από τον Ιμπραήμ, όπως αυτές στο Μανιάκι και την Τραμπάλα, με νέες τραγικές απώλειες, προκειμένου να κατανοήσουν και εκείνοι τη δυσάρεστη αυτή αλήθεια.[2]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, σ. 379
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, σ. 380
  3. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, σ. 377
  4. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, σ. 378
  5. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, σσ. 379-380