Ματθαίος Μονκάδα
Ο Ματθαίος Μονκάδα (περί το 1325 - 1378) ήταν μέγας σενεσάλος του βασιλείου της Σικελίας, κόμης της Aderno και της Agosta στη Σικελία, γενικός επίτροπος του Δουκάτου των Αθηνών και των Νέων Πατρών (1359 - 1361 και 1363 - 1366).[1] Δεν ήλθε ποτέ στην Ελλάδα και ασκούσε την εξουσία μέσω διαφόρων Καταλανών ευγενών, με αποτέλεσμα να επικρατεί αποδιοργάνωση. Τον διαδέχτηκε ο Ρογήρος Α΄ ντε Λούρια, το 1366.
Ματθαίος Μονκάδα | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1325 |
Θάνατος | 1378 |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Giovanna di Peralta de Saluzzo del Vasto Allegranza Abbate |
Τέκνα | Γουλιέλμος Ραϊμόνδος Γ' Μονκάδα Antonio I Moncada Giovanna de Moncada di Peralta, Heiress of Sclafani Elvira de Moncada |
Γονείς | Γουλιέλμος Ραϊμόνδος Β' Μονκάδα και Margherita Sclafani, Heiress of Aderno |
Οικογένεια | House of Moncada |
Θυρεός | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ιστορία
ΕπεξεργασίαΜετά τον Ιάκωβο Φαδρίκ, το 1359, για λίγο γενικός επίτροπος ορίζεται ο Γκονσάλβο Χιμένεθ ντε Αρενός.[1] Στη συνέχεια μέσα στο 1359, ο δούκας Φρειδερίκος Γ΄ και βασιλιάς της Σικελίας (1355-1377), διορίζει γενικό επίτροπο τον Ματθαίο Μονκάδα. Παρά την επιμονή του βασιλιά ο Μονκάδα δεν ήλθε ποτέ στην Ελλάδα και προσπαθούσε να διοικήσει θέτοντας εκπροσώπους του ντόπιους Καταλανούς ευγενείς. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί κατάσταση αποδιοργάνωσης στα δουκάτα με τους διάφορους ευγενείς να προσπαθούν να επιβάλουν την ηγεσία τους στο σύνολο των δουκάτων ή κατά περιοχές. Γι' αυτό δεν είναι περίεργο που υπάρχουν ασάφειες για το πότε, ποιός και πού κατείχε την εξουσία. Για παράδειγμα υπάρχει αβεβαιότητα για το ρόλο του Γκονσάλβο Χιμένεθ την περίοδο 1362-1363.[1]
Οι φατρίες
ΕπεξεργασίαΤην εποχή αυτή κυριαρχούν δύο αντίπαλες φατρίες (ομάδες) στα Δουκάτα των Αθηνών και των Νέων Πατρών. Η μία με ηγετικό πρόσωπο τον Ρογήρο Α΄ ντε Λούρια που είναι εναντίον των καλών σχέσεων με την Βενετία και γι' αυτό επιθυμούν την συμμαχία και υποταγή στην Γένοβα, που ήταν ο κύριος αντίπαλός της. Η άλλη φατρία με αρχηγό τον Πέτρο ντε Που, αντιτίθεται σε αυτά τα σχέδια.[2][3]
Ο Πέτρος ντε Που
ΕπεξεργασίαΤο 1361-1362, ο Πέτρος ντε Που ασκεί την επιτροπεία στο σύνολο ή σε περιοχές όπου έχει την δύναμη να επιβληθεί.[1] Είναι γνωστό ότι ασκούσε για μεγάλο διάστημα την δικαστική εξουσία στα Δουκάτα των Αθηνών και των Νέων Πατρών.[2][3] Χαρακτηρίστηκε όμως σαν βίαιος, πλεονέκτης, φιλόδοξος και κυρίως άδικος δικαστής.[1] Κατείχε το ισχυρό κάστρο του Ζητουνίου (Λαμία).[2][3] Αρχές του 1362[4], κατέλαβε κάστρα του αντιπάλου του, Ρογήρου Α΄ και φίλων του με την αιτιολογία της απώθησης αλβανικής επιδρομής, αλλά δεν τους τα επέστρεψε.[5][3] Μέσα σε αυτά ήταν και τα κάστρα του Ιάκωβου Φαδρίκ στα Σάλωνα, στο Λιδορίκι και τη Veteranitsa.[1][4]
Ο Ρογήρος Α΄ ντε Λούρια
ΕπεξεργασίαΤο 1361[6][7] ή 1362[8], ο Ρογήρος Α΄ ντε Λούρια αναλαμβάνει ανεπίσημα (de facto) την επιτροπεία, παραγκωνίζοντας τον Πέτρο ντε Που. Ο Ρογήρος είχε αξιώματα, ισχυρούς φίλους και συγγενείς, αλλά και πολλούς αντιπάλους, όπως και μια διαμάχη, που προέκυψε μέσα στο 1362[9], με τους Βενετούς της Εύβοιας. Για να επιβάλλει την εξουσία του κάνει το λάθος, στα μέσα τού 1363, να καλέσει και να φιλοξενήσει τούρκους μισθοφόρους στη Θήβα.[9]
Επαναδιορισμός Μονκάδα το 1363
ΕπεξεργασίαΣτις 16 Αυγούστου του 1363[9], ο Ρογήρος παύεται από επίτροπος και την ίδια στιγμή επαναδιορίζεται ο Μονκάδα και καλείται επίμονα από τον Φρειδερίκο Γ΄ να αναλάβει προσωπικά την επιτροπεία, παρέχοντάς του και ενισχυμένες εξουσίες. Του ζητείται να εγκατασταθεί στην Θήβα και να δώσει αμνηστία για τις προηγηθείσες πράξεις. Παραχωρούνται στη δικαιοδοσία του τα κάστρα, οι διορισμοί αξιωματούχων, η συγκέντρωση των βασιλικών εσόδων για τη χρηματοδότησή του και επιπλέον «ισοβιότητα»[10] στο αξίωμα του «γενικού επιτρόπου».[11] Ούτε όλες αυτές οι παραχωρήσεις παρακινούν τον Μονκάδα να εγκατασταθεί στην Ελλάδα.[12][13] Περιορίστηκε στο να στείλει στρατιωτική δύναμη εναντίον του Ρογήρου, που όμως αντιμετωπίστηκε από τους στρατιώτες του, στους οποίους μπορεί να συμπεριλαμβάνονταν και οι τούρκοι μισθοφόροι.[11]
Συνασπισμός εναντίων των τούρκων
ΕπεξεργασίαΤο σημαντικό είναι ότι υπήρξε μια μικρή «Σταυροφορία» εναντίον της τούρκικης απειλής, ασυνήθιστο για αυτή την εποχή των ανταγωνισμών στη Δύση. Ο πάπας Ουρβανός Ε΄ έκανε έκκληση σε όλους τους χριστιανούς να κινηθούν εναντίων των αλλόθρησκων Τούρκων. Τελικά οι συνεργαζόμενες δυνάμεις του βάιλου της Αχαΐας (Gautier de Lor[7]), των Γάλλων βαρόνων, του Δεσπότη του Μυστρά Μανουήλ Καντακουζηνού, των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη, του βασιλιά Πέτρου Α΄ της Κύπρου και του βενετικού στόλου, κατόρθωσαν να πυρπολήσουν 35 τούρκικα πλοία στο λιμάνι των Μεγάρων. Οι τούρκοι κατέφυγαν στην Θήβα και αποφεύχθηκε μια πιθανή επίθεσή τους στην Πελοπόννησο.[6][7][14]
Στις 25 Ιουλίου του 1365, ο Ρογήρος υπογράφει συμφωνία ειρήνης με του Βενετούς της Εύβοιας. Όταν έφυγαν και οι τούρκοι από την Θήβα επικράτησε ειρήνη και μεταξύ των Καταλανών με πρωτοβουλίες του Ρογήρου και του βασιλιά της Σικελίας.[10]
Ο Ιάκωβος Φαδρίκ
ΕπεξεργασίαΜετά την απομάκρυνση του Ρογήρου το 1363, ήταν σημαντικός ο ρόλος του ικανού και μετριοπαθή Ιάκωβου Φαδρίκ. Ήταν έμπειρος, είχε διατελέσει γενικός επίτροπος στο παρελθόν (1356-1359) πριν διοριστεί ο Μονκάδα και μπορούσε να καλύψει το κενό της απουσίας του τελευταίου. Το 1365, όμως πεθαίνει, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν διαμάχες μεταξύ του Ρογήρου και του Πέτρου ντε Που.[15][13]
Η επικράτηση του Ρογήρου
ΕπεξεργασίαΠιθανότατα ο Μονκάδα να θεωρούσε πιο αξιόπιστο τον Πέτρο ντε Που από τον Ρογήρο, λόγο της προδοτικής συμπεριφοράς του τελευταίου, στο θέμα των τούρκων μισθοφόρων.[2][3] Το καλοκαίρι όμως του 1366, υπήρξε εξέγερση εναντίον τού Πέτρου ντε Που, που είχε σαν αποτέλεσμα να δολοφονηθεί ο ίδιος, η σύζυγος του και οι σημαντικότεροι υποστηρικτές του. Το ίδιο συνέβη και με ανθρώπους του Μονκάδα, που επιχείρησαν να εκδικηθούν τον θάνατό του.[5][3]
Πριν από τον Αύγουστο του 1366, παρά τα προβλήματα που είχε προκαλέσει με τους τούρκους, ο Ρογήρος ντε Λούρια αναλαμβάνει επίσημα, με έγκριση από το βασίλειο της Σικελίας, την γενική επιτροπεία στη θέση τού Ματθαίου Μονκάδα, ο οποίος τελικά δεν πάτησε ποτέ το πόδι του στην Ελλάδα.[15][13]
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 Setton 1975, σελ. 198.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 Μίλλερ & Λάμπρος 1909-1910, σελ. 424.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 Miller 1908, σελ. 297.
- ↑ 4,0 4,1 Setton 1975, σελ. 198 σημείωση 115.
- ↑ 5,0 5,1 Μίλλερ & Λάμπρος 1909-1910, σελ. 425.
- ↑ 6,0 6,1 Μίλλερ & Λάμπρος 1909-1910, σελ. 405-406.
- ↑ 7,0 7,1 7,2 Miller 1908, σελ. 284.
- ↑ Setton 1975, σελ. 199.
- ↑ 9,0 9,1 9,2 Setton 1975, σελ. 201.
- ↑ 10,0 10,1 Setton 1975, σελ. 204.
- ↑ 11,0 11,1 Setton 1975, σελ. 202.
- ↑ Μίλλερ & Λάμπρος 1909-1910, σελ. 422.
- ↑ 13,0 13,1 13,2 Miller 1908, σελ. 296.
- ↑ Setton 1975, σελ. 202-204.
- ↑ 15,0 15,1 Μίλλερ & Λάμπρος 1909-1910, σελ. 422-423.
Πηγές
Επεξεργασία- Μίλλερ, Ουΐλλιαμ· Λάμπρος, Σπυρίδων Π. (1909–1910). Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι (1204-1566). Μετάφρασις Σπυρ. Π. Λάμπρου, μετά προσθηκών και βελτιώσεων. Tόμος A'. Αθήνα: Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία.
- Miller, William (1908). The Latins in the Levant. A History of Frankish Greece (1204-1566) (PDF) (στα Αγγλικά). New York: E.P. Dutton and Company.
- Setton, Kenneth M. (1975). «The Catalans in Greece, 1311–1388». Στο: Hazard, Harry W., επιμ. A History of the Crusades, Volume III: The fourteenth and fifteenth centuries (στα Αγγλικά). Μάντισον, Ουϊσκόνσιν: University of Wisconsin Press. σελίδες 167–224. ISBN 0-299-06670-3.