Το μιλλέτ (τουρκ. millet), (μιλέτι ή μιλλέτι ή και σπανιότερα μιλλαέτι στα ελληνικά) είναι οθωμανικός όρος που περιγράφει ένα σύνολο ανθρώπων προσδιορισμένο βάσει της θρησκείας τους.

Ορολογία

Επεξεργασία

Αν και ο όρος προέρχεται από το αραβικό milla ('έθνος'), χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει θρησκευτικές κοινότητες, όχι απαραίτητα έθνη.[1] Στο Κοράνι ο όρος αναφέρεται στο 'λαό του Αβραάμ' (αραβ. millat Ibrahim) και κατά το Μεσαίωνα χρησιμοποιούνταν για Εβραίους, Χριστιανούς και Μουσουλμάνους.[2]

Σύμφωνα με ένα ανακριβές στερεότυπο, οι υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 15ο αιώνα ζούσαν σε αυστηρά διαχωρισμένες θρησκευτικές κοινότητες που ονομάζονταν μιλλέτ.[3] Στην πραγματικότητα, η χρήση του όρου μιλλέτ για τους Οθωμανούς μη Μουσουλμάνους χρονολογείται στα χρόνια της βασιλείας του Μαχμούτ Β΄, το 19ο αιώνα.[3] Καθώς συνυποδήλωνε την κυριαρχία της ομάδας που περιέγραφε, στην Τουρκική της οθωμανικής διοίκησης ο όρος περιέγραφε μέχρι και το 18ο αιώνα τους μουσουλμάνους της αυτοκρατορίας διαχωρίζοντάς τους από τους ζιμμήδες, τους μη μουσουλμάνους υπηκόους,[4] για τις ομάδες και συνενώσεις των οποίων συνηθέστερα χρησιμοποιούμενος όρος ήταν ο ταϊφές.[5] Μόνο σε σπάνιες και εξαιρετικές περιπτώσεις χρησιμοποιούνταν τιμητικά και για Χριστιανούς Ορθόδοξους ή Εβραίους της αυτοκρατορίας, αλλά γινόταν περιστασιακή χρήση για τους Χριστιανούς άλλων κρατών που αποτελούσαν την κυρίαρχη θρησκευτική ομάδα στα κράτη όπου ζούσαν, διαχωρίζοντάς τους από εκείνους της αυτοκρατορίας.[6] Έχοντας γνώση μόνο αυτής της διπλωματικής χρήσης του όρου που αναφερόταν στο εξωτερικό της αυτοκρατορίας, Δυτικοί μελετητές της Ανατολής θεώρησαν ότι και οι Οθωμανοί Χριστιανοί αλλά και Εβραίοι αποτελούσαν μιλλέτ, όπως αποτυπώνεται σε λεξικά ήδη από το 17ο αιώνα.[5] Αργότερα, αυτή η παρανόηση επηρέασε και τη γλώσσα των εσωτερικών οθωμανικών θεσμών. Την περίοδο των μεταρρυθμίσεων επί Μαχμούτ Β΄ και Αμπντούλ Μετζίτ Α΄ οι μη μουσουλμανικές κοινότητες της αυτοκρατορίας περιγράφονται ως μιλλέτ στην οθωμανική γραφειοκρατία, σε κείμενα όπως το Χαττ-ι-Σερίφ του 1839.[7] Αν και μέχρι το πέρας της περιόδου δεν εγκαταλείφθηκε η παραδοσιακή χρήση του όρου για τους Μουσουλμάνους της αυτοκρατορίας, τότε προσέλαβε τη διαδεδομένη σήμερα σημασία μίας προστατευμένης μη μουσουλμανικής κοινότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.[8]

Η απαρχή της δημιουργίας του συστήματος των μιλλέτ βρίσκεται στην επιδίωξη του Ορθόδοξου Οικουμενικού Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης να διασφαλίσει την εξουσία του πάνω σε όλους τους Ορθόδοξους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι οθωμανικές κατακτήσεις είχαν ως αποτέλεσμα οι περισσότεροι Ορθόδοξοι της Μεσογείου να κατοικούν στα εδάφη της αυτοκρατορίας και να βρεθούν όλοι για πρώτη φορά μετά τις αραβικές κατακτήσεις του 7ου αιώνα, που είχαν εξασθενήσει την επιρροή της Κωνσταντινούπολης στα άλλα Ορθόδοξα Πατριαρχεία, υπό την ίδια πολιτική διοίκηση.[9] Το 18ο αιώνα οι υπέρμαχοι της συγκέντρωσης της εκκλησιαστικής εξουσίας στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης υποστήριξαν ότι ζητούσαν την επιστροφή σε κάποιο προηγούμενο που είχε θέσει ο Μωάμεθ Β΄, ισχυρισμός χωρίς σημαντική ιστορική βάση, που, ωστόσο, ενέπνευσε τους Αρμένιους να υιοθετήσουν και εκείνοι αυτήν την τακτική.[10]

Πέρα από τον πνευματικό ρόλο, το Αρμένικο μιλλέτ και το Ρουμ μιλλέτ είχαν και έναν πολιτικό και πολιτισμικό ρόλο. Ο επικεφαλής του κάθε μιλλέτ διοριζόταν από το Σουλτάνο, που επέλεγε ανάμεσα στις προτάσεις της εκκλησιαστικής ηγεσίας, έμενε στην Κωνσταντινούπολη και υποχρεωνόταν να του είναι πιστός. Με τον όρο αυτό απολάμβανε ελευθερία στη διοίκηση του ποιμνίου του, για την οποία στηριζόταν στους αντιπροσώπους της σουλτανικής εξουσίας στις επαρχίες, πασάδες και καδήδες. Η θρησκευτική ηγεμονία χρησιμοποιήθηκε επίσης για την επικράτηση της γλώσσας της Μητέρας Εκκλησίας και την επιβολή γλωσσικής ομοιομορφίας στο ποίμνιο των δύο αυτών μιλλέτ.[1]

Η ταξινόμηση των μη Μουσουλμάνων υπηκόων της αυτοκρατορίας σε ιεραρχικές κοινωνικές ομάδες εμπεριείχε την απαρχή της μεταμόρφωσης της θρησκευτικής ταυτότητας σε εθνική. Η επιτυχία των ελληνορθόδοξων και των Αρμενίων της Κωνσταντινούπολης να εξασφαλίσουν την έκδοση σουλτανικού διατάγματος με το οποίο ιδρυόταν το μιλλέτ τους επέτεινε τη δυσαρέσκεια των τοπικών λαϊκών ελίτ της περιφέρειας, η οποία εκφράστηκε το 19ο αιώνα στη γλώσσα του εθνικισμού.[11]

Λίγα χρόνια πριν την πτώση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, στις 22 Μαΐου 1905 αναγνωρίστηκε από τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ το Βλάχικο μιλλέτ (Ullah millet), δηλαδή επέτρεψε σε όσους αυτοπροσδιορίζονταν ως Βλάχοι να έχουν δικές τους εκκλησίες και σχολεία[12].

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Masters 2006, σελ. 274
  2. Braude 1982, σελ. 69-70
  3. 3,0 3,1 Quataert 2005, σελ. 175-6
  4. Braude 1982, σελ. 71, 70
  5. 5,0 5,1 Braude 1982, σελ. 72
  6. Braude 1982, σελ. 70-1
  7. Braude 1982, σελ. 72-3
  8. Braude 1982, σελ. 73-4
  9. Masters 2006, σελ. 274-5
  10. Masters 2006, σελ. 275-6
  11. Masters 2006, σελ. 274, 273
  12. The ethnicity of Aromanians after 1990: the Identity of a Minority that Behaves lika a Majority, Thede Kahl, Ethnologia Balkanica, Vol. 6 (2002), σελ. 148
  • Braude, Benjamin (1982). «Foundation myths of the millet system». Στο: Braude, Benjamin· Lewis, Bernard. Christians and Jews in the Ottoman Empire: The Functioning of a Plural Society; Volume 1: The Central Lands. New York / London: Holmes & Meier. σελίδες 69–87. 
  • Quataert, Donald (2005). The Ottoman Empire, 1700–1922. New Approaches to European History. Cambridge: Cambridge University Press. 
  • Masters, Bruce (2006). «Christians in a changing world». The Cambridge History of Turkey: Volume 3: The Larger Ottoman Empire, 1603-1839. Cambridge: Cambridge University Press. σελίδες 272–279.  Unknown parameter |edit-r-last= ignored (βοήθεια); |first1= missing |last1= in Editors list (βοήθεια)