Ναός του Αγίου Πολυεύκτου

πρωτοβυζαντινός ναός στην Κωνσταντινούπολη

Ο Ναός του Αγίου Πολυεύκτου ήταν βυζαντινός χριστιανικός ναός της πρώτης περιόδου στην Κωνσταντινούπολη, που ανεγέρθηκε από την Ανικία Ιουλιανή και αφιερώθηκε στον Άγιο Πολύευκτο. Υπήρξε ο μεγαλύτερος ναός στην Πόλη μέχρι την ανέγερση της Αγίας Σοφίας[2] και ήταν πλούσια διακοσμημένος. Με αυτόν εισήχθη η μεγάλης κλίμακας χρήση διακοσμητικών στοιχείων από την Περσία των Σασσανιδών και πιθανώς εγκαινιάσθηκε ο νέος αρχιτεκτονικός τύπος της βασιλικής μετά τρούλου, που τελειοποιήθηκε στον ναό της του Θεού Σοφίας.

Ναός του Αγίου Πολυεύκτου
Χάρτης
Είδοςερείπια εκκλησίας
Αρχιτεκτονικήαρχαία ρωμαϊκή αρχιτεκτονική και βυζαντινή αρχιτεκτονική
Γεωγραφικές συντεταγμένες41°0′52″N 28°57′11″E
ΘρήσκευμαΧαλκηδόνιος Χριστιανισμός
Διοικητική υπαγωγήΚωνσταντινούπολη
ΧώραΤουρκία
Έναρξη κατασκευής6ος αιώνας
ΧρηματοδότηςΑνικία Ιουλιανή[1]
Commons page Πολυμέσα
Ερείπια του Ναού του Αγίου Πολυεύκτου

Λίγα είναι γνωστά για την ιστορία του ναού μετά την ανέγερσή του. Τα ερείπιά του ανακαλύφθηκαν σε ανασκαφές της δεκαετίας του 1960. Σήμερα βρίσκονται ακριβώς απέναντι από το δημαρχείο του Μητροπολιτικού Δήμου της Κωνσταντινούπολης και αποτελούν συντηρούμενο αρχαιολογικό χώρο ανοικτό στους επισκέπτες. Τα λίγα γλυπτά που βρέθηκαν φυλάσσονται στα Αρχαιολογικά Μουσεία Κωνσταντινούπολης.

Ιστορία Επεξεργασία

 
Τεμάχιο από τον θριγκό του ναού, που περιλαμβάνει την αρχή του 31ου στίχου (ΟΥΔ' ΑΥΤΗ ΔΕΔΑΟΙΚΑΣ. ΑΜΕΤ[ΡΗΤΟΥΣ ΓΑΡ ΟΪΩ]) του επιγράμματος που εξυμνεί το έργο.
 
Τα Pilastri Acritani στη Βενετία είναι λεηλατημένα από τον Ναό του Αγίου Πολυεύκτου.

Η κατασκευή του Ναού ανατέθηκε σε άγνωστους αρχιτέκτονες από την Ανικία Ιουλιανή, απόγονο αυτοκρατόρων της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο ναός κατασκευάσθηκε μεταξύ του 524 και του 527 μ.Χ., κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστίνου Α΄. Αρχικός σκοπός ήταν να αντικαταστήσει μια παλαιότερη εκκλησιά, κτισμένη από την Ευδοκία, σύζυγο του Θεοδοσίου Β´ και προγιαγιά της Ιουλιανής για να στεγάσει την κάρα του Αγίου Πολυεύκτου.[3][4]

Σε ένα μακροσκελές εξυμνητικό επίγραμμα 76 στίχων που ήταν γραμμένο σε τοίχο του ναού και διασώθηκε όλοκληρο στην Ελληνική Ανθολογία (I.10), η Ανικία Ιουλιανή συγκρίνει τον εαυτό της με τους αυτοκράτορες του παρελθόντος Μέγα Κωνσταντίνo και Θεοδόσιο Β´ στο πεδίο της ανεγέρσεως μνημειακών αρχιτεκτονημάτων, ενώ ισχυρίζεται ότι έχει ξεπεράσει τον Ναό του Σολομώντα, στου οποίου τις αναλογίες υποτίθεται ότι βασίσθηκε ο ναός του Αγίου Πολυεύκτου. Συνεπώς με τον Ναό του Αγίου Πολυεύκτου έθετε μία ευθεία πρόκληση προς το κύρος και την αυθεντία της νέας, Ιουστινιανής Δυναστείας, που είχε ταπεινότερη καταγωγή, και ίσως αυτή η πρόκληση να απετέλεσε έναν από τους λόγους για την τεράστια κλίμακα της ανακατασκευής του Ναού της Αγίας Σοφίας από τον Ιουστινιανό Α΄ μία σχεδόν δεκαετία αργότερα.[5] Πιθανώς λοιπόν να μην ήταν τυχαίο το ότι και ο Ιουστινιανός, όταν αντίκρισε την ολοκληρωμένη Αγιά-Σοφιά, ανεφώνησε κατά την παράδοση την περίφημη φράση: «Νενίκηκά σε, Σολομών».[6] Η σημασία των σολομώντειων παρομοιώσεων αμφισβητείται ωστόσο από μερικούς ερευνητές, που θεωρούν τον Ναό του Αγίου Πολυεύκτου περισσότερο ως μια επίδειξη του αυτοκρατορικού κύρους της παλαιάς ρωμαϊκής αριστοκρατίας, από την οποία καταγόταν η Ιουλιανή, και της Χαλκηδόνιας Ορθοδοξίας, την οποία είχε υποστηρίξει κατά τη βασιλεία του Μονοφυσίτη Αυτοκράτορα Αναστάσιο Α΄.[7] Μια επιπλέον πλευρά του ανταγωνισμού της Ιουλιανής με τον Ιουστινιανό διαφαίνεται από μια ιστορία που κατέγραψε ο Γρηγόριος Τουρώνης: λίγο μετά την άνοδό του στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Ιουστινιανός κάλεσε την ηλικιωμένη Ιουλιανή να συνεισφέρει ένα μέρος της τεράστιας περιουσίας της στο κρατικό θησαυροφυλάκιο. Μετά από μια περίοδο απραξίας, εκείνη έβαλε και έλιωσαν το χρυσάφι της σε πλάκες, με τις οποίες διακόσμησε το εσωτερικό της οροφής του νέου Ναού του Αγίου Πολυεύκτου, διαφυλάσσοντάς το έτσι από την πλεονεξία του Αυτοκράτορα.[8]

Λίγα είναι γνωστά για την ιστορία του ναού του Αγίου Πολυεύκτου μετά την περίοδο της ανεγέρσεώς του. Τη λειτουργούσαν μέχρι τη σχετική παρακμή της Αυτοκρατορίας στα μέσα του 11ου αιώνα, οπότε εγκαταλείφθηκε. Από εκεί και μετά λεηλατήθηκε ανενόχλητα ως προς τα γλυπτά και άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία του, τόσο από τους Βυζαντινούς, όσο και (μετά την άλωση του 1204) από τους Σταυροφόρους. Αρκετά μέλη από τον ναό ενσωματώθηκαν στη Μονή του Χριστού Παντοκράτορος (το σημερινό Τέμενος Ζεϊρέκ)[9] και άλλα, όπως κιονόκρανα, μεταφέρθηκαν από ξένους λεηλάτες μακριά, από τη Βενετία και τη Βιέννη μέχρι τη Βαρκελώνη[10]. Παραδείγματα των τελευταίων είναι τα λεγόμενα Pilastri Acritani (= «Στύλοι της Άκκρας») στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου της Βενετίας.[4]

Η θεση του ναού, στη συνοικία Σαράτσχανέ, καταλήφθηκε βαθμιαία από σπίτια και ένα τζαμί κατά την οθωμανική περίοδο. Το 1940 ωστόσο αυτά κατεδαφίστηκαν και το 1960, κατά την κατασκευή της διασταυρώσεως της οδού Șehzadebași με τη Λεωφόρο Ατατούρκ, άρχισαν ανασκαφές.[10] Σε αυτές ανακαλύφθηκαν αψίδες από τούβλο και τεμάχια γλυπτών από προκοννήσιο μάρμαρο, μεταξύ των οποίων και θραύσματα του επιγράμματος που κοσμούσε τον ναό. Αυτά τα θραύσματα, σε συνδυασμό με αναφορές για τη θέση του ναού σε βυζαντινά κείμενα με θέμα τις αυτοκρατορικές πομπές στη Μέση Λεωφόρο, επέτρεψαν την ασφαλή ταυτοποίηση των ερειπίων[4][8] με τον Ναό του Αγίου Πολυεύκτου. Η θέση ανασκάφηκε εκτεταμένα ανάμεσα στο 1964 και το 1969 από αρχαιολόγους με επικεφαλής τον δρα. Νεζί Φιρατλί από το Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινούπολης και τον Ρίτσαρντ Μάρτιν Χάρισον από το Ινστιτούτο Ντάμπαρτον Όουκς.[10] Η θέση, ακριβώς απέναντι από το δημαρχείο του Μητροπολιτικού Δήμου της Κωνσταντινούπολης, αποτελεί συντηρούμενο αρχαιολογικό χώρο ανοικτό στους επισκέπτες. Τα λίγα γλυπτά που βρέθηκαν φυλάσσονται στα Αρχαιολογικά Μουσεία Κωνσταντινούπολης.[8]

Περιγραφή Επεξεργασία

Παρά το ότι ήταν εξέχον κτίσμα στην Κωνσταντινούπολη, λίγα σχετικώς είναι γνωστά από την αρχιτεκτονική του ναού του Αγίου Πολυεύκτου. Οι περισσότερες πληροφορίες σχετικώς με την αρχική εμφάνισή του προέρχονται από το επίγραμμα που εξυμνεί την Ιουλιανή και το γένος της, και ήταν αναγεγραμμένο αποσπασματικά σε διάφορα μέρη του ναού.[8] Κατά το επίγραμμα, ο ναός κτίσθηκε ως αντίγραφο του Ναό του Σολομώντα με τις ακριβείς αναλογίες που αναφέρονται στη Βίβλο για αυτόν και με χρήση του βασιλικού πήχεως ως μονάδας μετρήσεως, όπως στο πρότυπό του.[11][12] Ο ανασκαφέας του ναού Ρίτσαρντ Μάρτιν Χάρισον, δίνει ως χαρακτηριστικά του τον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής με σχεδόν τετράγωνο σχήμα και πλευρά περίπου 52 μέτρων, νάρθηκα και μπροστά του ένα μεγάλο αίθριο μήκους 26 μέτρων. Στα βόρεια του αιθρίου υπάρχουν ερείπια ενός άλλου κτιρίου, που έχει ταυτοποιηθεί είτε ως το βαπτιστήριο του ναού, είτε ως μέρος του ανακτόρου της Ανικίας Ιουλιανής.[10]

Μια ωοειδής δομή στο κέντρο του κτίσματος υποδεικνύει τη θέση του άμβωνα, ενώ οι ισχυρές θεμελιώσεις σε όλες τις πλευρές του κτηρίου υποδηλώνουν, κατά τον Χάρισον, το ότι ο ναός είχε τρούλο, κάτι που θα ανέβαζε το εκτιμώμενο ύψος του κτίσματος σε πάνω από 30 μέτρα. Η περιοχή του ιερού δεν έχει ανασκαφεί επαρκώς και το σχήμα του παραμένει άγνωστο.[13] Η πιθανή παρουσία τρούλου, με την οποία διαφωνούν άλλοι ερευνητές, έχει μεγάλη σημασία, καθώς θα σήμαινε ότι ο Ναός του Αγίου Πολυεύκτου ήταν ο πρώτος ναός στην ιστορία (και όχι οι ναοί που παράγγειλε ο Ιουστινιανός, οι Άγιοι Σέργιος και Βάκχος και η Αγιά-Σοφιά) του τύπου της βασιλικής μετά τρούλου.[10] Από το επίγραμμα γνωρίζουμε πως το εσωτερικό είχε δύο επίπεδα με κιονοστοιχίες και διαδρόμους. Με βάση το επίγραμμα και τις επιμέρους δομές, ο Χάρισον υπέθεσε την ύπαρξη ενός ζεύγους διώροφων ημιθολίων στη βόρεια και στη νότια πλευρά του σολέα.[14]

Ο εσωτερικός διάκοσμος ήταν ασυνήθιστα πλούσιος[10] Οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με μάρμαρα, η οροφή ήταν επίχρυση και ο νάρθηκας είχε αγιογραφία με θέμα τη βάπτιση του Μεγάλου Κωνσταντίνου.[8] Θραύσματα από ελεφαντόδοντο, αμέθυστο και χρωματιστό γυαλί, καθώς και ψήγματα από χρυσό, προφανώς ένθετα σε μαρμάρινα γλυπτά, έχουν βρεθεί in situ, όπως και ψηφίδες από ψηφιδωτά.[10] Η ηθελημένη ομοίωση με τον Ναό του Σολομώντος ενισχυόταν περαιτέρω από την κυριαρχία μοτίβων όπως τα φοινικόδεντρα, τα ρόδια και τα κρίνα στη διακόσμηση του ναού.[12] Αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό, που δεν έχει τεκμηριωθεί προγενέστερη χρήση του στην τέχνη και την αρχιτεκτονική της Κωνσταντινουπόλεως, είναι η μεγάλης κλίμακας χρήση διακοσμητικών στοιχείων από την Περσία των Σασσανιδών, όπως οι θριγγοί που διατρέχονταν από φύλλα ροδιάς ή συμμετρικά γεωμετρικά και φυτικά μοτίβα. Τα περσικά μοτίβα έγινε περισσότερο δημοφιλή κατά τον 6ο αιώνα και χρησιμοποιήθηκαν επίσης στη διακόσμηση της Αγίας Σοφίας.[15] Ακόμα ένα ασυνήθιστο εύρημα είναι μια δεκάδα ανάγλυφων πλακών με απεικονίσεις του Χριστού, της Θεοτόκου και των Αγίων Αποστόλων: τέτοιες εικόνες είναι πολύ σπάνιες εξαιτίας της καταστροφής των αναπαραστάσεων της ανθρώπινης μορφής κατά την Εικονομαχία του 8ου και του 9ου αιώνα.[16]

Από τα μεγαλύτερα διακοσμητικά ανάγλυφα μαρμάρινα υπολείμματα που διασώθηκαν επιτόπου είναι αυτά της κεφαλής της κόγχης. Από αυτά τα ογκώδη τεμάχια μαρμάρου ξεχωρίζει ένα κοίλο τμήμα με μεγάλο ανάγλυφο παγωνιού που κοιτάζει τον θεατή με ανοιγμένη την ουρά του.[17] Τα γράμματα στο εξυμνητικό επίγραμμα στη θέση αυτή έχουν ύψος 11 εκατοστόμετρα και περιβάλλονται από ρεαλιστικές απεικονίσεις αμπέλων, με τη λεπτομέρεια του κάθε ξεχωριστού φύλλου τους να είναι εντυπωσιακή: το κάθε φύλλο έχει ορατά νεύρα, κάποιες άκρες τους είναι σκισμένες και ο καλλιτέχνης δημιούργησε ακόμη και επίπεδα, «τραβώντας» μερικά φύλλα προς τα εμπρός και «βυθίζοντας» άλλα στο φόντο, δίνοντας την αίσθηση του βάθους.[18] Ο Χάρισον σημειώνει ότι αυτή η λεπτομέρεια δημιουργήθηκε όλη με το μάτι του καλλιτέχνη, χωρίς χρήση κάποιου «πατρόν», οπότε θα ήταν όλη πανομοιότυπη. Αυτό φανερώνεται από την ύπαρξη μικρών διαφορών και από σημάδια του σκαρπέλου, καθώς και από τη διαφορά καμπυλοτήτων στο πλέγμα. Αυτή η περιοχή ήταν αρχικώς χρωματισμένη με ζωηρά χρώματα. Τα κυριότερα χρώματα ήταν τα γαλάζια, τα πράσινα και μερικά βιολετιά, των οποίων οι χρωστικές ύλες ήσαν δυσεύρετες και επιδεικνύουν έτσι την ισχύ της Ανικίας Ιουλιανής. Το φόντο στις αμπέλους και τα γράμματα ήταν φωτεινό γαλάζιο. Τα παγώνια (συνδεδεμένα με τη θεά Ήρα και τις βασιλικές γενιές στην αρχαιότητα, και σύμβολα της ανανεώσεως/αναγεννήσεως για τους Χριστιανούς[19]), στολισμένα με γλυπτά περιδέραια, ήταν ζωγραφισμένα με τα φυσικά τους χρώματα και χρυσαφί. Από τις άδειες κοιλότητες στα μάτια των σωζόμενων κεφαλών των πουλιών, καταλαβαίνουμε ότι τα μάτια είχαν αποδοθεί με χάντρες από πράσινο γυαλί.[20] Κρατούσαν επίσης με τα ράμφη τους μικρές αλυσίδες για το κρέμασμα αντικειμένων. Ο Connor υποθέτει ότι από αυτές κρέμονταν καντήλια ή λάμπες φωτισμού.[19]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. www.thebyzantinelegacy.com/polyeuktos.
  2. Cameron, Ward-Perkins, Whitby (2000), σελ. 961
  3. Walter (2003), σελ. 236
  4. 4,0 4,1 4,2 Kazhdan (1991), σελ. 1696
  5. Mitchell (2007), σελ. 317, Maas (2005), σσ. 364-365, και Canepa (2006), σσ. 14-15
  6. Maas (2005), σελ. 365, και Harrison (1989), σσ. 36-41
  7. Canepa (2006), σσ. 12-14
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 Mango & Ševčenko (1961), σσ. 243-247
  9. Ousterhout, Ahunbay & Ahunbay (2000), σελ. 268
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 10,4 10,5 10,6 Fiolitaki (2008)
  11. Hamblin & Seely (2007), σελ. 109
  12. 12,0 12,1 Harrison (1989), σσ. 137–144
  13. Harrison (1985), σσ. 406-411
  14. Harrison (1985), σσ. 407–408. Cameron, Ward-Perkins, Whitby (2000), σελ. 963
  15. Canepa (2006), σσ. 6-19
  16. Harrison (1985), σσ. 414-418
  17. & Ševčenko (1961), σσ. 243-245
  18. Harrison (1989), σελ. 81
  19. 19,0 19,1 Connor (2004), σελ. 109
  20. Harrison (1989), σελ. 84

Πηγές Επεξεργασία