Ο Ντούτσε (ιταλικά: Duce) ήταν ιταλικός τίτλος, που προέκυψε από την λατινική λέξη «ντουξ» (=ηγέτης, αρχηγός) και σχετίζεται με τη λέξη «δούκας». Ο αρχηγός του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος, Μπενίτο Μουσολίνι, χαρακτηριζόταν από τους Φασίστες ως «Ο Ντούτσε» (Ο Ηγέτης) του κινήματος από την γέννηση των Ιταλικών Δέσμεων Μάχης το 1919. Το 1925 ο πλήρης τίτλος της δικτατορικής θέσης του Μουσολίνι ήταν «Αυτού Εξοχότητα Μπενίτο Μουσολίνι, Επικεφαλής της Κυβέρνησης, Ντούτσε του Φασισμού και Ιδρυτής της Αυτοκρατορίας» (Sua Eccellenza Benito Mussolini, Capo del Governo, Duce del Fascismo e Fondatore dell'Impero).[1][2] Ο Μουσολίνι κατείχε αυτόν τον τίτλο μαζί με αυτόν του Προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου. Υπό αυτήν τη θέση κατάφερε να κυβερνά την Ιταλία για λογαριασμό του Βασιλιά της. Ο τίτλος «Ιδρυτής της Αυτοκρατορίας» προστέθηκε ως αναγνώριση της συνεισφοράς του στη νίκη της Ιταλίας κατά τον Δεύτερο Ιταλο-Αιθιοπικό Πόλεμο.[3] Τη θέση του Ντούτσε την κατείχε ο Μουσολίνι μέχρι το 1943, όταν απομακρύνθηκε από το αξίωμά του από τον Βασιλιά και η θέση έπαψε να υφίσταται. Τότε ο στρατάρχης Πιέτρο Μπαντόλιο διορίστηκε Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου.[4][5]

Επικεφαλής της Κυβέρνησης, Ντούτσε του Φασισμού και Ιδρυτής της Αυτοκρατορίας
Capo del Governo, Duce del Fascismo e Fondatore dell'Impero
ΚατοικίαΠαλάτσο Κίτζι
(1925–1929)
Παλάτσο Βενέτσια
(1929–1943)
Βίλα Τορλόνια
(1925–1943)
Δημιουργία23 Μαρτίου 1919
Πρώτος κάτοχοςΜπενίτο Μουσολίνι
Τελευταίος κάτοχοςΜπενίτο Μουσολίνι
Κατάργηση28 Απριλίου 1945

Η θέση ενέπνευσε και άλλους δικτατορικούς ηγέτες ώστε να υιοθετήσουν παρόμοιους τίτλους, όπως εκείνο του Φύρερ από τον Αδόλφο Χίτλερ και του Καουδίγιο από τον Φρανθίσκο Φράνκο. Τον Σεπτέμβριο του 1943, ο Μουσολίνι αυτοπροσδιορίστηκε ως «Ντούτσε της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας» (ιταλικά: Duce della Repubblica Sociale Italiana), τίτλο που διατήρησε μέχρι την κατάρρευση του καθεστώτος του και την εκτέλεσή του τον Απρίλιο του 1945.[6]

Ιστορία του όρου

Επεξεργασία

Ο τίτλος Ντούτσε χρησιμοποιήθηκε, πέρα από την παραδοσιακή του έννοια, σε ορισμένα έντυπα που επαινούσαν τον Γκαριμπάλντι, κατά την Ιταλική ενοποίηση το 1860, αν και δεν χρησιμοποιήθηκε επίσημα από τον ίδιο τον Γκαριμπάλντι.[7]

Ο «Ντούτσε Σουπρέμο» («Ανώτατος Ηγέτης») χρησιμοποιήθηκε περισσότερο επίσημα από τον Βίκτωρα Εμμανουήλ Γ΄, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αναφερόμενος στο ρόλο που κατείχε ως αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε επίσης από τον Γκαμπριέλε Ντ' Ανούντσιο, δικτάτορα της αυτοαποκαλούμενης Ιταλικής Αντιβασιλείας του Καρνάρο το 1920. Η πρώτη καταγραφή του όρου που τον συνδέει με τον Μπενίτο Μουσολίνι χρονολογείται σε ένα συμπόσιο που έγινε προς τιμήν του στο Φορλί το 1912. [8]

Για το λόγο ότι ο τίτλος Ντούτσε έχει συνδεθεί με τον φασισμό, δεν χρησιμοποιείται πλέον παρά μόνο σε σχέση με τον Μουσολίνι. Λόγω του σύγχρονου αντιφασιστικού αισθήματος, οι Ιταλοί γενικά χρησιμοποιούν πλέον άλλες λέξεις για να προσδιορίσουν κάποιο ηγέτη-αρχηγό. Ωστόσο, ο όρος επιβιώνει ως προσδιοριστικός του Μουσολίνι.

Παραπομπές

Επεξεργασία