Κατά τα έτη 1954-1956 η Αρχαιολογική Εταιρεία ερεύνησε οικισμό στη θέση Ονι(υ)θέ πλησίον του χωριού Γουλεδιανά και κυρίως δύο οικίες που ανάγονται στα τέλη του 7ου-αρχές του 6ου π. Χ. αιώνα. Η «οικία Α», στην οποία βρέθηκε μεγάλος αριθμός αποθηκευτικών αγγείων, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα δείγματα αρχαϊκής οικιστικής αρχιτεκτονικής της Κρήτης. Αξιόλογα είναι και τα κινητά ευρήματα της θέσης.

Εισαγωγή Επεξεργασία

Η θέση «Ονιθέ» (ή Ονυθέ) βρίσκεται σε απόσταση 18 χλμ. νοτίως του Ρεθύμνου, νοτιοανατολικά της κοινότητας Γουλεδιανών και σε υψόμετρο 700 μ. στις νότιες υπώρειες του Βρύσινα. Το σημείο βρίσκεται σε στρατηγική γεωγραφική θέση μεταξύ της κοιλάδας Καρών-Γουλεδιανών και της πεδιάδας Ρεθύμνου. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα που έχουν εντοπιστεί ή ανασκαφεί σε ένα ευρύ πλάτωμα ανήκουν σε ακόμα μη ταυτισμένο οικισμό των ιστορικών χρόνων που διέθετε οχυρωμένη ακρόπολη.

Η ιστορία των ανασκαφών Επεξεργασία

Προπολεμικά και το 1946 αντίστοιχα παραδόθηκαν στο Μουσείο Ρεθύμνου άγαλμα καθήμενης γυναικείας μορφής, που βρέθηκε κοντά σε αρχαία κρήνη στη θέση, και μέρος χάλκινης περικεφαλαίας προερχόμενο από την περιοχή γύρω από τον Βρύσινα. Ο τότε Έφορος Αρχαιοτήτων Νικόλαος Πλάτων δημοσίευσε την τελευταία στην Αρχαιολογική Εφημερίδα του 1953-1954 και, μετά από εύρεση κομματιών αρχαϊκών πίθων στη θέση Ονιθέ, διεξήγαγε εκεί για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας ανασκαφές σε τρεις περιόδους (1954-1956), με σκοπό την αποκάλυψη των οικιών από τις οποίες προήλθαν. Στο φως ήρθαν δύο κτηριακά συγκροτήματα («οικίες Α-Β») αρχαϊκής εποχής με αξιόλογα ευρήματα, ενώ ερευνήθηκαν και άλλα αρχιτεκτονικά λείψανα στην ευρύτερη περιοχή του οικισμού και την ακρόπολη. Επιπλέον, στη θέση Κερά, ανατολικά του οικισμού, αποκαλύφθηκε παλαιοχριστιανική βασιλική (βλ. σχετικό λήμμα). Σε συνολική επαναξιολόγηση των ευρημάτων της ανασκαφής Πλάτωνος προέβη ο Κυριάκος Ψαρουδάκης με εργασία του το 2004. Αν και τα κτηριακά κατάλοιπα αξιολογούνται ως σημαντικότατο δείγμα αρχαϊκής οικιστικής αρχιτεκτονικής στην Κρήτη, δεν έχουν μέχρι τώρα λάβει χώρα περαιτέρω συστηματικές έρευνες της θέσης που κηρύχθηκε αρχαιολογικός χώρος το 1962 και οριοθετήθηκε μόλις το 2013.

Οι «οικίες Α-Β» Επεξεργασία

Κύριο αντικείμενο των ερευνών ήταν τα δύο κτηριακά συγκροτήματα, οι «οικίες Α και Β». Λεπτομερέστερα διερευνήθηκε η «οικία Α», συνολικής έκτασης 21x36 μ., όπου ήρθαν στο φως οκτώ δωμάτια με πρόσοψη προς Ανατολάς, από τα οποία τα πίσω και ιδιαίτερα εκείνα της νότιας πλευράς εισχωρούσαν στο βράχο. Στο νότιο μέρος, ο χώρος φαίνεται πως λειτουργούσε ως πρόπυλο που οδηγούσε στον αύλειο χώρο. Ολοι οι χώροι διέθεταν βάσεις για ξύλινους κίονες ή πεσσούς. Το σύνολο οργανωνόταν στον τύπο της οικίας με παστάδα. Το βόρειο τμήμα χωριζόταν από το νότιο με εγκάρσιο τοίχο χωρίς ανοίγματα.

Σημαντικά είναι τα ευρήματα του συγκροτήματος: Σε όλα τα δωμάτια βρέθηκαν αγγεία. Βρέθηκαν επίσης τουλάχιστον 20 αποθηκευτικοί πίθοι με απλή διακόσμηση κορδονιού, τοποθετημένοι πάνω σε πλάκες και κυβόλιθους κατά μήκος των τοίχων όπως και στάμνοι πάνω σε κυλινδρικές βάσεις· αποκαλύφθηκαν επιπλέον περί τους επτά πίθους με διακόσμηση ανάγλυφων δακτυλίων καθώς και επτά ορθογώνια στηρίγματα πίθων. Από τα υπόλοιπα ευρήματα σημειώνεται μαρμάρινη λεκάνη με προχοή σε σχήμα λεοντοκεφαλής, ενώ βρέθηκε και χάλκινη προχοή λεοντοκεφαλής και λαβή με ρόδακες χάλκινου σκεύους.

Βάσει της κεραμικής αλλά και των άλλων αντικειμένων που βρέθηκαν ο Πλάτων χρονολόγησε την οικία στα τέλη του 7ου-αρχές του 6ου π. Χ. αιώνα ερμηνεύοντας το συγκρότημα ως κατοικία, μορφολογικά ανήκουσα σε πρώιμο τύπο σπιτιού με παστάδα. Η χρονολόγηση και ερμηνεία έχουν επικρατήσει, πρόσφατα μολαταύτα ο Κ. Ψαρουδάκης τονίζοντας τη σπανιότητα του οικιστικού τύπου για την αρχαϊκή εποχή και την προσώρας ανεπαρκή μελέτη της κεραμικής δεν αποκλείει χρονολόγηση του συγκροτήματος ακόμη και στα κλασικά χρόνια. Ως προς τη λειτουργία του συγκροτήματος, η εύρεση αποθηκευτικών πίθων και η μεγαρόσχημη αρχιτεκτονική των χώρων Γ-Δ παραπέμπουν σε κατοικία επιφανούς προσώπου ή ακόμη και σε δημόσια χρήση του κτηρίου. Πάντως, η Franziska Lang θεωρεί ότι στο χώρο στεγάζονταν δύο οικίες, ο δε Ian Morris τέσσερις.

Ως προς την «οικία Β», η οποία ερευνήθηκε μόνον περιμετρικά, διαπιστώθηκε ότι είχε μήκος πάνω των 50 μ. και τουλάχιστον δέκα παράλληλα δωμάτια, ενώ διέθετε και περίβολο. Ο ανασκαφέας δεν αποκλείει να επιμεριζόταν σε δύο κατοικίες.

Περαιτέρω κτηριακά κατάλοιπα Επεξεργασία

Νοτιοανατολικά των οικιών «Α-Β» εντοπίστηκαν τοίχοι μεγάλου επιμήκους κτηρίου και ακόμη νοτιότερα περαιτέρω κτήριο, εν μέρει λαξευμένο στο βράχο. Επιπλέον, βρέθηκαν λείψανα κατοικίας βορειοανατολικά της «οικίας Α» και κρηπίδα κτηρίου από πωρόλιθους στις υπώρειες της ακροπόλεως. Στα βορειοδυτικά του οικισμού αποκαλύφθηκε από τους κατοίκους το 1938 και ερευνήθηκε από τον Πλάτωνα κρήνη που αποτελούταν από αγωγό λαξευμένο σε βράχο, από τον οποίο τρία στόμια διοχέτευαν το νερό σε χαμένη τώρα δεξαμενή. Πλησίον βρέθηκε το προαναφερθέν καθήμενο γυναικείο άγαλμα του δευτέρου μισού του 7ου π. Χ. αιώνα, που πιθανώς υποδεικνύει και τη χρονολογία ανέγερσης της κρήνης. Τέλος, στο νοτιότερο και υψηλότερο σημείο της πόλης, που φέρει το όνομα «πύργος», βρίσκεται η ακρόπολη, η οποία ερευνήθηκε σύντομα. Το ύψωμα καταλήγει στα νότια σε κρημνό, ενώ στις άλλες τρεις πλευρές το τείχος ήταν κτισμένο κατά το ισοδομικό ορθογώνιο σύστημα με σφυροκοπημένη την επιφάνεια των λίθων και διέθετε πύργο. Ο ανασκαφέας χρονολογεί την οχύρωση στον 6ο ή 5ο π. Χ. αιώνα, αν και έχει προταθεί και η πρώιμη ελληνιστική εποχή.

Άλλα σημαντικά ευρήματα Επεξεργασία

Εκτός δύο εργαλείων νεολιθικής εποχής, σημαντικά είναι δύο χάλκινα ευρήματα από την περιοχή που παραδόθηκαν από κατοίκους. Από την χάλκινη περικεφαλαία στο Μουσείο Ρεθύμνου, που ήδη μνημονεύτηκε, σώζεται το 1/3 (εικ. 6). Ανήκει στον κορινθιακό τύπο και φέρει σε έκκρουστη και εγχάρακτη τεχνική παράσταση συνορίδας με τον ηνίοχό της που πιθανώς περιελάμβανε και ανερχόμενο παραιβάτη· παρόμοια παράσταση θα υπήρχε και στο χαμένο μέρος της περικεφαλαίας. Χρονολογείται από τον Ν. Πλάτωνα στο πρώτο τέταρτο του 6ου π. Χ. αιώνα και πιθανότατα ανήκε σε μέλος της τοπικής αριστοκρατίας του οικισμού της Ονιθές. Εξίσου σημαντική είναι μικρή χάλκινη κεφαλή κοριτσιού, τώρα στο Μουσείο Ηρακλείου, που βρέθηκε το 1955 στη Ονιθέ και παραδόθηκε στον ανασκαφέα (εικ. 7), η οποία πιθανώς αποτελούσε μέρος πώματος. Ο Πλάτων, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την σχηματική διάταξη της κόμης που συγκρατείται από διπλή ταινία και τελειώνει σε κόμβο στο πίσω μέρος, χρονολόγησε την κεφαλή στον όψιμο 7ο π. Χ. αιώνα, αν και η Αγγελική Λεμπέση ερμήνευσε τα χαρακτηριστικά του προσώπου ως αυστηρορυθμικά, τοποθετώντας το έργο στον πρώιμο 5ο π. Χ. αιώνα.

Το πρόβλημα της ταύτισης της πόλης Επεξεργασία

Δυστυχώς, ο οικισμός δεν μπόρεσε ακόμη να ταυτιστεί ασφαλώς με κάποια από τις γνωστές, κυρίως από γραπτές πηγές, κρητικές πόλεις της περιοχής. Μέχρι τώρα επικρατέστερα είναι τα ονόματα της Οσμίδας και της Φάλλανας, ενώ τελευταία έχει προταθεί και η Ρίθυμνα, με την προϋπόθεση ότι αυτή δεν βρίσκεται στο χώρο του σημερινού Ρεθύμνου.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Ν. Πλάτων, Ανάγλυφος περικεφαλαία εξ Ονυθέ Γουλεδιανών Ρεθύμνης, ΑΕ 1953-1954 Β΄, 129-140.
  • Έργον 1954, 50-52.
  • Ν. Πλάτων, Ανασκαφή Ονυθέ Γουλεδιανών Ρεθύμνης, ΠΑΕ 1954, 377-382.
  • Έργον 1955, 102-103.
  • Ν. Πλάτων, Ανασκαφή Ονυθέ Γουλεδιανών Ρεθύμνης (Περίοδος Δευτέρα), ΠΑΕ 1955, 298-303.
  • Έργον 1956, 114-115.
  • Ν. Πλάτων, Ανασκαφή εις Γουλεδιανά Ρεθύμνης, ΠΑΕ 1956, 226-228.
  • Α. Λεμπέση, Το ιερό του Ερμή και της Αφροδίτης στη Σύμη Βιάννου. ΙΙΙ: Τα Χάλκινα και ανθρωπόμορφα ειδώλια, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 225 (Αθήναι 2002), κυρίως 146-147 με εικ. 120.
  • Α. Σπ. Βασιλάκης, Οικιστική και αρχιτεκτονική της Κρήτης στα ιστορικά χρόνια, Κρητ. Χρον. 28/29, 1988-1989, 110-126, κυρίως 116.
  • F. Lang, Archaische Siedlungen in Griechenland. Struktur und Entwicklung (Berlin 1996), 190-191, αρ. 28.
  • Ν. Φαράκλας κ. ά., Οι επικράτειες των αρχαίων πόλεων της Κρήτης (Ρέθυμνο 1998), 67-68.
  • I. Morris, Archaeology and Archaic Greek History, σε: N. Fisher – H. van Wees (επιμ.), Archaic Greece. New Approaches and New Evidence (London 1998), 63-64.
  • Κ. Ψαρουδάκης, Ονιθέ Γουδελιανών: Νέα ματιά στα ίχνη μιας αρχαίας Κρητικής πόλης, Κρητική Εστία 10, 2004, 9-50.
  • L. Sjögren, Interpreting Cretan Private and Communal Spaces (800-500 BC), σε: R. Westgate – N. Fisher – J. Whitley (επιμ.), Building Communities. House, Settlement and Society in the Aegean and Beyond. Proceedings of a Conference Held at Cardiff University, 17-21 April 2001 (London 2007) 149-155.
  • E. Parisinou, Lighting Dark Rooms: Some Thoughts about the Use of Space in Early Greek Domestic Architecture, σε: R. Westgate – N. Fisher – J. Whitley (επιμ.), Building Communities. House, Settlement and Society in the Aegean and Beyond. Proceedings of a Conference Held at Cardiff University, 17-21 April 2001 (London 2007) 213-223.

Αναφορές Επεξεργασία