Φίδι
Τα φίδια (αρχ. ελλ. ὄφις) είναι ερπετά της ομώνυμης υποτάξης (Serpentes)(USA:Kevin Durant)(Greece Διαβιβαστές/Ιγναφίδης). Τρέφονται με μικρά ζώα, πτηνά, αυγά ή έντομα, ενώ άλλα μεγαλύτερα φίδια (όπως ο πύθωνας) τρέφονται με μεγαλύτερα ζώα (όπως πρόβατα). Υπάρχουν πολλά είδη φιδιών και λίγα μόνο είναι δηλητηριώδη (ιοβόλα) και επικίνδυνα για τον άνθρωπο. Τα φίδια μετά από λίγο καιρό αλλάζουν δέρμα, δηλαδή τους φεύγει το παλιό και αποκτούν καινούργιο.
Φίδι - όφις Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων: Early Cretaceous – Recent, Πρότυπο:Fossil range | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Thamnophis elegans terrestris
| ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Approximate world distribution of snakes, all species
| ||||||||||||||||
Υποομάδες | ||||||||||||||||
|
Τα φίδια μπορούν να προσαρμοστούν σε πολλαπλές κλιματολογικές συνθήκες· μπορούμε να συναντήσουμε παντού από τον βάλτο μέχρι και στην έρημο.
Διάκριση ειδών ανάλογα με το δηλητήριο
ΕπεξεργασίαΓίνεται διάκριση μεταξύ των «πλέον επικίνδυνων» και αυτών που θεωρούνται ότι έχουν το «ισχυρότερο δηλητήριο». Οι δύο αυτές κατηγορίες δεν ταυτίζονται απαραίτητα και είναι απόλυτα διακριτές. Επικίνδυνα φίδια είναι αυτά που προκαλούν τους περισσότερους θανάτους ετησίως. Είναι γνωστό ότι πάνω από 1.000.000 άνθρωποι τον χρόνο σε όλο τον κόσμο πέφτουν θύματα δηγμάτων φιδιών, ιδιαίτερα στην Ασία και στην Αφρική, λιγότερο στην Αμερική και πολύ λιγότερο στην Ευρώπη. Οι 100.000 από τους ανθρώπους αυτούς πεθαίνουν. Στην κορυφή αυτής της κατηγορίας φιγουράρει η οχιά του Ράσελ (Russel's Viper), που ζει στη Σρι Λάνκα, προκαλώντας χιλιάδες θανάτους ετησίως.[1] Αντίθετα ένα φίδι με εξαιρετικά ισχυρό δηλητήριο δεν είναι απαραίτητο να φιγουράρει στη λίστα των πλέον επικίνδυνων και αυτό γιατί μπορεί να ζει σε περιοχές όπου δεν έρχεται σε επαφή με ανθρώπους.
Η τοξικότητα του δηλητηρίου μετριέται με τη διεθνώς αποδεκτή μέθοδο LD50 (Lethal Dose 50%). Η μέθοδος αυτή μετρά τον βαθμό τοξικότητας του δηλητηρίου από τον αριθμό θανάτων που θα προκαλέσει σε πληθυσμό ποντικών στους οποίους θα χορηγηθεί το δηλητήριο. Η τοξικότητα μετράται από το πόση ποσότητα δηλητηρίου είναι ικανή να σκοτώσει το 50% του αριθμού των ποντικών, ανά κιλό μάζας σώματος.
Στην κορυφή αυτής της λίστας φιγουράρει μακράν το φίδι της ενδοχώρας της Αυστραλίας inland taipan ή Oxyranous microlepidotus (ή Fierce snake) που ζει στην κεντρική έρημο της Queensland (τοξικότητα δηλητηρίου 50 φορές μεγαλύτερη της βασιλικής κόμπρας). Η συνήθης ποσότητα δηλητηρίου που «παρέχει» ένα δάγκωμα αυτού του φιδιού (40-120 mg), είναι ικανή να σκοτώσει 100 ανθρώπους ή 250.000 ποντίκια.[εκκρεμεί παραπομπή].
Γενικά η Αυστραλία φιλοξενεί τα 8 από τα 10 περισσότερο ιοβόλα φίδια του πλανήτη (μερικά από αυτά είναι τα coastal taipan, brown snake, death adder, tiger snake, Indian saw-scaled viper, boomslang, Hook nosed sea snake). Ο κροταλίας (Βόρεια Αμερική) και η βασιλική κόμπρα (Ασία) δεν συμπεριλαμβάνονται στα δέκα πιο επικίνδυνα φίδια.
Ένα φίδι που συναντάται και στις δύο κατηγορίες είναι η Μαύρη μάμπα που ζει στην Αφρική. Βρίσκεται στη δέκατη θέση από την άποψη τοξικότητας του δηλητηρίου της και στην τρίτη από πλευράς επικινδυνότητας.[εκκρεμεί παραπομπή].
Οι ιδιάζουσες αισθήσεις των φιδιών
ΕπεξεργασίαΤα φίδια φέρουν αισθητήρια όργανα που δεν συναντώνται ευρέως στο ζωικό βασίλειο. Αρκετά είδη έχουν αναπτύξει τη θερμική όραση, οι αισθητήρες της οποίας εδρεύουν στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού του φιδιού πίσω από τα ρουθούνια. Η εικόνα που δίνεται στο φίδι δεν μπορεί να έχει τη λεπτομέρεια της όρασης, μπορεί όμως να φανεί εξαιρετικά αποτελεσματική στο σκοτάδι σχηματίζοντας το θερμικό περίγραμμα του στόχου τους ή του πιθανού εχθρού τους.
Τα περισσότερα είδη φιδιών έχουν ασθενή όραση. Μπορούν να διακρίνουν περισσότερο το περίβλημα των απέναντι τους σωμάτων, παρά τα χαρακτηριστικά τους. Πέραν αυτών, υπάρχουν και φίδια εντελώς τυφλά, ενώ άλλα φίδια παρουσιάζουν άριστη όραση, τα περισσότερα όμως απλώς δεν βλέπουν καλά. Η ακοή είναι επίσης μια άλλη αίσθηση στην οποία τα φίδια υστερούν. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα φίδια δεν διαθέτουν αυτιά ή άλλα ακουστικά ανοίγματα για να μπορούν να συλλαμβάνουν τους ήχους, με αποτέλεσμα να μπορούμε να τα θεωρήσουμε κουφά. Η ασθενής ακοή όμως των φιδιών αντικαθίσταται από ένα είδος συστήματος που φαίνεται να έχουν αναπτύξει στον εγκέφαλο τους και χάρις σε αυτό μπορούν να αισθάνονται (όχι να ακούν, απλώς να καταλαβαίνουν) τους ήχους κοντά τους, αρκεί αυτοί να είναι χαμηλών συχνοτήτων. Η όσφρηση των φιδιών είναι εξαιρετική και αντικαθιστά πρακτικά την ελλειπή τους όραση και ακοή και τα βοηθάει στο να οσφραίνονται και να αντιλαμβάνονται τα θηράματα αλλά και τους θηρευτές τους.
Σε ορισμένα φίδια το σαγόνι τους που αφήνεται να κρέμεται συλλαμβάνει δονήσεις και το δέρμα κάτω από αυτό ίσως παίζει το ρόλο του τυμπάνου για περιορισμένο αριθμό συχνοτήτων. Δεν διαθέτει τα οστάρια σφύρα - άκμονας - αναβολέας που δίνουν την ενίσχυση του ήχου στο ανθρώπινο αυτί, όμως η άρθρωση του σαγονιού πιθανό να παίζει κάποιο τέτοιο ρόλο.
Φυσικά το ίδιο τους το σώμα είναι άμεσος δέκτης ακόμα και των ασθενέστερων δονήσεων και ήχων χαμηλής συχνότητας που μεταφέρονται από το έδαφος.
Τα φίδια δεν είναι εύκολο να αγγίζουν πράγματα που βρίσκονται μακριά από το σώμα τους, έχουν όμως την αίσθηση των κοντινών τους αντικειμένων εξ αποστάσεως μέσω μιας ασυνήθιστης αίσθησης που έχουν αναπτύξει. Σερνόμενα με την κοιλιά σε ξηρό περιβάλλον παράγουν και διατηρούν, ακόμα και αφού σταματήσουν, στατικό ηλεκτρισμό έως 1.000 βολτ και μπορούν να τον χρησιμοποιούν με τα αισθητήρια που φαίνεται να διαθέτουν τουλάχιστο στο κεφάλι για να κυνηγούν καθοδηγούμενα από ηλεκτροστατικά ίχνη στο διάβα τους όταν τους λείπουν δεδομένα όσφρησης καθώς και για να ελίσσονται ανάμεσα σε εμπόδια όταν δε μπορούν να δουν. Ο κροταλίας μάλιστα μπορεί και φορτίζεται κινώντας μόνο το κρόταλο στην ουρά του που παράγει έως και 100 Volt τάση και υπάρχουν είδη που το κρόταλό τους δεν κάνει θόρυβο. [2] [3] [4] Η αίσθηση που δίνουν τα φορτία στα φίδια είναι να μπορεί το ζώο να ανιχνεύει την κατεύθυνση και την απόσταση είτε αντικειμένων είτε μικρών φορτισμένων σύννεφων υδρατμών που προέρχονται από προπορευόμενα ζώα αν τα φορτία αυτά βρίσκονται εντός των μερικών εκατοστών βεληνεκούς της που επεκτείνεται με την κίνηση του κεφαλιού. Η ονομασία της ιδιάζουσας αυτής αίσθησης είναι ηλεκτροστατική αίσθηση, προκύπτει από το χρησιμοποιούμενο όρο "electrostatic sense" των παραπομπών και ίσως να μπορούμε να την καταλάβουμε αν την παρομοιάσουμε με το πλησίασμα του ανάποδου της παλάμης του χεριού μας σε μια οθόνη τηλεόρασης καθοδικού σωλήνα.
Τα φίδια λόγω της ευαισθησίας τους στις δονήσεις και της ηλεκτροευαισθησίας τους, θεωρούνται χρήσιμα στην πρόγνωση σεισμών. Γενικότερα, προκαλούν την αίσθηση του παγώματος. Είναι ιδιαίτερα τρομαχτικά και προκαλούν φόβο στον θεατή τους.
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ «Russell's Viper». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Μαρτίου 2007. Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2009.
- ↑ Electrostatic sense in rattlesnakes NATURE vol 370 21 July 1994 page 184]
- ↑ Electric Snakes Science Frontiers ONLINE No. 96: Nov-Dec 1994
- ↑ Electrosensitivity used to navigate: rattlesnake Αρχειοθετήθηκε 2010-09-21 στο Wayback Machine. AskNature.org
Σχετική βιβλιογραφία
Επεξεργασία- Behler, John L.· King, F. Wayne (1979). The Audubon Society Field Guide to Reptiles and Amphibians of North America . New York: Alfred A. Knopf. σελ. 581. ISBN 0-394-50824-6.
- Bullfinch, Thomas (2000). Bullfinch's Complete Mythology. London: Chancellor Press. σελ. 679. ISBN 0-7537-0381-5. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Φεβρουαρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 14 Αυγούστου 2016.
- Capula, Massimo· Behler (1989). Simon & Schuster's Guide to Reptiles and Amphibians of the World . New York: Simon & Schuster. ISBN 0-671-69098-1.
- Coborn, John (1991). The Atlas of Snakes of the World. New Jersey: TFH Publications. ISBN 978-0-86622-749-0.
- Cogger, Harold· Zweifel, Richard (1992). Reptiles & Amphibians . Sydney: Weldon Owen. ISBN 0-8317-2786-1.
- Conant, Roger· Collins, Joseph (1991). A Field Guide to Reptiles and Amphibians Eastern/Central North America. Boston: Houghton Mifflin Company. ISBN 0-395-58389-6.
- Deane, John (1833). The Worship of the Serpent. Whitefish, Montana: Kessinger Publishing. σελ. 412. ISBN 1-56459-898-5.
- Ditmars, Raymond L (1906). Poisonous Snakes of the United States: How to Distinguish Them. New York: E. R. Sanborn. σελ. 11.
- Ditmars, Raymond L (1931). Snakes of the World. New York: Macmillan. σελ. 11. ISBN 978-0-02-531730-7.
- Ditmars, Raymond L (1933). Reptiles of the World: The Crocodilians, Lizards, Snakes, Turtles and Tortoises of the Eastern and Western Hemispheres. New York: Macmillan. σελ. 321.
- Ditmars, Raymond L· W. Bridges (1935). Snake-Hunters' Holiday. New York: D. Appleton and Company. σελ. 309.
- Ditmars, Raymond L (1939). A Field Book of North American Snakes. Garden City, New York: Doubleday, Doran & Co. σελ. 305.
- Freiberg, Dr. Marcos· Walls, Jerry (1984). The World of Venomous Animals . New Jersey: TFH Publications. ISBN 0-87666-567-9.
- Gibbons, J. Whitfield· Gibbons, Whit (1983). Their Blood Runs Cold: Adventures With Reptiles and Amphibians. Alabama: University of Alabama Press. σελ. 164. ISBN 978-0-8173-0135-4.
- Mattison, Chris (2007). The New Encyclopedia of Snakes. New Jersey: Princeton University Press. σελ. 272. ISBN 978-0-691-13295-2.
- McDiarmid, RW· Campbell, JA· Touré, T (1999). Snake Species of the World: A Taxonomic and Geographic Reference. 1. Herpetologists' League. σελ. 511. ISBN 1-893777-00-6.
- Mehrtens, John (1987). Living Snakes of the World in Color. New York: Sterling. ISBN 0-8069-6461-8.
- Nóbrega Alves, RôMulo Romeu; Silva Vieira, Washington Luiz; Santana, Gindomar Gomes (2008). «Reptiles used in traditional folk medicine: conservation implications». Biodiversity and Conservation 17 (8): 2037–2049. doi: . ISSN 0960-3115.
- Romulus Whitaker (1996). நம்மை சுட்ரியுள்ள பாம்புகள் (Snakes around us, Tamil). National Book Trust. ISBN 81-237-1905-1.
- Rosenfeld, Arthur (1989). Exotic Pets. New York: Simon & Schuster. σελ. 293. ISBN 978-0-671-47654-0.
- Spawls, Steven· Branch, Bill (1995). The Dangerous Snakes of Africa. Sanibel Island, Florida: Ralph Curtis Publishing. σελ. 192. ISBN 0-88359-029-8.