Οι Σχολές του Παλατιού (λατιν. Scholae Palatinae) ήταν μία επίλεκτη στρατιωτική μονάδα φρουράς, που η δημιουργία της συνήθως αποδίδεται στον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α΄ τον Μεγάλο και αντικατέστησαν το equites singulares Augusti (ειδικό ιππικό του Αυτοκράτορα), την ίλη ιππικού της Πρατωριανής Φρουράς. Οι Σχολές επέζησαν στην Ρωμαϊκή και αργότερα στη Βυζαντινή υπηρεσία μέχρι να εξαφανιστούν στα τέλη του 11ου αι., κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού.

Παλατινές Σχολές
Ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ και η Αυλή του, από τη Βασιλική του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα. Αριστερά οι στρατιωτικοί με το περιδέραιο, τυπικό των Ρωμαίων φρουρών, είναι Σχολάριοι.
Ενεργό312 – π. 1068/9
ΠίστηΡωμαϊκή Αυτοκρατορία, Βυζαντινή Αυτοκρατορία
ΚλάδοςΑυτοκρατορική φρουρά, Βαρύ ιππικό

4ος-7ος αιώνας: Αυτοκρατορικοί φρουροί

Επεξεργασία

Στις αρχές του 4ου αι. ο καίσαρας Φλάβιος Βαλέριος Σεβήρος επιχείρησε να διαλύσει τις υπόλοιπες μονάδες της Πρατωριανής Φρουράς, με εντολή του Γαλερίου. Σε απάντηση, οι Πραιτωριανοί στράφηκαν στον Μαξέντιο, τον γιο του αποσυρμένου Αυτοκράτορα Μαξιμιανού και τον ανακήρυξαν Αυτοκράτορα στις 28 Οκτωβρίου 306. Όταν ο Κωνσταντίνος Α΄ (β. 306–337), ξεκίνησε μία εισβολή στην Ιταλία το 312 και ανάγκασε τον Μαξέντιο σε μία τελική αντιπαράθεση στη Μιλβία Γέφυρα, οι Πραιτωριανές κοόρτεις αποτελούσαν το πιο εξέχον στοιχείο του στρατού του Μαξεντίου. Αργότερα στη Ρώμη ο νικηφόρος Κωνσταντίνος Α΄ διέλυσε οριστικά την Πραιτωριανή Φρουρά. Παρόλο που δεν υπάρχει καμία άμεση απόδειξη ότι ο Κωνσταντίνος Α΄ ίδρυσε τις Scholae Palatinae την ίδια στιγμή, η έλλειψη μονάδας σωματοφυλακής θα είχε γίνει αμέσως εμφανής και θεωρείται συνήθως ο ιδρυτής τους. Παρ' όλα αυτά, ορισμένες μονάδες, όπως η schola gentilium ("σχολή ευγενών"), πιστοποιούνται πολύ νωρίτερα, από το 312 και μπορεί να έχουν την προέλευσή τους στη βασιλεία του Διοκλητιανού (β. 284-305). [1]

Ο όρος schola ήταν σε κοινή χρήση στις αρχές του 4ου αι. και αναφέρεται σε οργανωμένο σώμα της Αυτοκρατορικής ακολουθίας, τόσο πολιτικό όσο και στρατιωτικό· η λέξη προέρχεται από το γεγονός ότι κατείχαν συγκεκριμένα δωμάτια ή θαλάμους στο παλάτι. Κάθε σχολή διαμορφώθηκε σε ένα επίλεκτο σύνταγμα ιππικού περίπου 500 στρατιωτών. [α] Πολλοί σχολάριοι (lατιν.: scholares) στρατολογήθηκαν από γερμανικές φυλές. [2] Στη Δύση, αυτοί ήταν Φράγκοι και Αλαμαννοί[3], ενώ στην Ανατολή απασχολούντο οι Γότθοι. Στην Ανατολή, κάτω από τον αντίκτυπο των αντι-γοτθικών πολιτικών, από τα μέσα του 5ου αι. αντικαταστάθηκαν σε μεγάλο βαθμό από Αρμένιους και Ισαύρους . Ωστόσο, τα αποδεικτικά στοιχεία των σχολαρίων που αναφέρονται σε πρωτογενείς πηγές δείχνουν, ότι η παρουσία αυτοχθόνων Ρωμαίων στις σχολές δεν ήταν αμελητέα. Από τους καταγεγραμμένους και ονομασμένους σχολάριους του 4ου αι., 10 είναι σίγουρα Ρωμαίοι, 41 πιθανότατα Ρωμαίοι, ενώ μόνο 5 είναι σίγουρα βάρβαροι και 11 πιθανώς βάρβαροι. [4]

Κάθε Σχολή διοικείτο από έναν τριβούνο (tribunus), που είχε τον βαθμό του κόμη της πρώτης τάξης και που απολυόταν με βαθμό ίσο με αυτό ενός επαρχιακού δούκα. [5] Ο τριβούνος είχε έναν αριθμό ανώτερων αξιωματικών, που ονομάζοντο domestici (οικιακοί) ή protectores (προστάτες) ακριβώς κάτω από αυτόν. [6] Σε αντίθεση με τους Πραιτωριανούς, δεν υπήρχε γενικός στρατιωτικός διοικητής των Σχολών, και ο Αυτοκράτορας διατηρούσε τον άμεσο έλεγχο επάνω τους. Ωστόσο, για διοικητικούς σκοπούς, οι Σχολές τέθηκαν τελικά υπό τη διεύθυνση του magister officiorum . [7] Στο Notitia Dignitatum, έργο των τελών του 4ου αιώνα, παρατίθενται επτά Σχολές για την Ανατολική Αυτοκρατορία και πέντε για τη Δυτική. [8] Στην εποχή του Ιουστινιανού Α΄ (β. 527-565), αλλά και, ενδεχομένως, σε παλαιότερες εποχές, οι Σχολές στρατοπέδευαν στην ευρύτερη περιοχή της Κωνσταντινούπολης, στις πόλεις της Βιθυνίας και της Θράκης και υπηρετούσαν στο Παλάτι εκ περιτροπής. [2]

Όπως ταίριαζε με το καθήκον τους της φρούρησης, οι σχολάριοι λάμβαναν υψηλότερη αμοιβή και απολάμβαναν περισσότερα προνόμια από τον κανονικό στρατό: λάμβαναν επιπλέον σιτηρέσια (annonae civicae), απαλλασσόταν από το φόρο στρατολόγησης (privilegiis scholarsum) και χρησιμοποιούντο συχνά από τους Αυτοκράτορες σε πολιτικές αποστολές εντός της Αυτοκρατορία. [6] Σταδιακά, ωστόσο, η ευκολία της ζωής του παλατιού και η έλλειψη πραγματικής εκστρατείας, καθώς οι Αυτοκράτορες έπαψαν να πηγαίνουν το πεδίο της μάχης οι ίδιοι, μείωσαν τις μαχητικές ικανότητές τους. Στην Ανατολή, τελικά αντικαταστάθηκαν ως τη βασική Αυτοκρατορική σωματοφυλακή από τους Εξκουβίτορες, σώμα που ιδρύθηκε από τον Αυτοκράτορα Λέοντα Α΄ τον Θράκα (π. 457–474), ενώ στη Δύση διαλύθηκαν μόνιμα από τον ηγέτη των Οστρογότθων Θεοδώριχο τον Μεγάλο (ηγεμόνα της Λομβαρδίας το 493–526). [9] Επί του Αυτοκράτορα Ζήνωνα (π. 474–491), εκφυλίστηκαν σε στρατεύματα επίδειξης σε παρέλαση: καθώς κατέστη δυνατή η αγορά την θέσης στις τάξεις των σχολών και την κοινωνική κατάσταση και τα οφέλη που συνεπάγετο, οι μονάδες γέμιζαν όλο και περισσότερο με από την με καλές διασυνδέσεις νεαρή αριστοκρατία της πρωτεύουσας. Λέγεται ότι ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ προκάλεσε πανικό μεταξύ των μελών τους, προτείνοντας ότι θα σταλούν σε αποστολή. Επίσης ο Ιουστινιανός Α΄ δημιούργησε τέσσερις παραπάνω Σχολές με συνολικά 2.000 άνδρες, αποκλειστικά για να συγκεντρώσει χρήματα από την πώληση των θέσεων. Φαίνεται ότι αυτή η αύξηση, αντιστράφηκε αργότερα από τον ίδιο Αυτοκράτορα.

Σαράντα Σχολάριοι, που ονομάζοντο candidati για τους λευκούς (= candidus) χιτώνες τους, επιλέχθηκαν για να σχηματίσουν την προσωπική σωματοφυλακή του Αυτοκράτορα, [10] και, παρόλο που από τον 6ο αι. και αυτοί εκπλήρωναν έναν καθαρά εθιμοτυπικό ρόλο, τον 4ο αι. συνόδευαν τους Αυτοκράτορες στην εκστρατεία, όπως για παράδειγμα τον Ιουλιανό (β. 361–363) στην Περσία [11].

Κατάλογος Σχολών από το Notitia Dignitatum

Επεξεργασία

Σημείωση: Οι καταλήξεις "seniorum" και "iuniorum" αναφέρονται σε μονάδες της ίδιας καταγωγής, που δημιουργήθηκαν το 364 κατά τη διαίρεση του Ρωμαϊκού στρατού μεταξύ των αυτοκρατόρων Βάλη και Βαλεντινιανού Α΄: οι seniores είναι οι παλαιότερες μονάδες της Δύσης, ενώ οι iuniores τα νεότερα αντίστοιχά τους στην ανατολή.

Αξιόλογοι Σχολάριοι

Επεξεργασία

8ος–11ος αι.: οι Σχολές ως μέρος των Ταγμάτων

Επεξεργασία
Περαιτέρω πληροφορίες: Τάγμα (στρατιωτικό)

Οι Σχολές, μαζί με τους Εξκουβίτορες, συνέχισαν να υπάρχουν κατά τον 7ο και στις αρχές του 8ου αι., αν και μειώθηκαν σε μέγεθος, ως καθαρά μονάδες για τελετές. Ωστόσο περί το 743, έπειτα από την καταστολή της μεγάλης εξέγερσης του στρατού των Θεμάτων, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄ (β. 741–775) αναμόρφωσε τις παλαιές μονάδες της Κωνσταντινούπολης στα νέα συντάγματα των Ταγμάτων, όπου είχαν σκοπό να έχει ο Αυτοκράτορας έναν πυρήνα επαγγελματικού και πιστού στρατού.[14] Τα Τάγματα ήταν επαγγελματικές μονάδες βαρέως ιππικού, που φρουρούσαν μέσα και γύρω από την Κωνσταντινούπολη, σχηματίζοντας το κεντρικό απόθεμα του Ρωμαϊκού στρατιωτικού συστήματος και τον πυρήνα των Αυτοκρατορικών δυνάμεων εκστρατείας. Επιπλέον, όπως οι Ρωμαίοι πρόγονοί τους, ΄τανένα σημαντικό βήμα σε μία στρατιωτική σταδιοδρομία για νεαρούς αριστοκράτες, που μπορούσαν να εξελιχθούν σε διοικητές στρατού ή αξιωματούχοι του κράτους.[15]

Το ακριβές μέγεθος των Ταγμάτων είναι αντικείμενο συζήτησης. Οι εκτιμήσεις ποικίλλουν από 1.000[16] σε 4.000[17] άνδρες. Τα ποικίλα τάγματα είχαν μία ενιαία δομή, διαφοροποιούμενα μόνο στην ονοματολογία που χρησιμοποιείτο για ορισμένους τίτλους, που αντανακλούσαν τη διαφορετική καταγωγή τους. Οι Σχολές είχαν επικεφαλής έναν δομέστικο τῶν σχολῶν, που πιστοποιείται για πρώτη φορά το 767.[18] Καθώς το παλαιό αξίωμα του magister officiorum μετατράπηκε στην -περισσότερο ή λιγότερο- εθιμοτυπική θέση του μαγίστρου, ο δομέστικος εγκαθιδρύθηκε ως ο ανεξάρτητος διοικητής των Σχολών. Σε καταγραφές της εποχής, κατέχει τη θέση του πατρικίου και εθεωρείτο ως ένα από τους πιο ανώτερους στρατηγούς σε βαθμό, που τον ξεπερνούσε μόνο ο στρατηγός του θέματος των Ανατολικών.[19] Ως τον 10ο αι. είχε ανέλθει να είναι ο ανώτατος αξιωματικός όλου του Στρατού, δηλ. γενικός διοικητής του (υπό τον Αυτοκράτορα) στην πράξη. Περί το 959 η θέση και η ίδια η μονάδα είχε διαιρεθεί σε δύο διοικητές, έναν για την Ανατολή (δομέστικος [των Σχολών] της Ανατολής) και ένας για τη Δύση (δομέστικος [των Σχολών] της Δύσης).[20]

Ο δομέστικος των Σχολών βοηθείτο από δύο αξιωματικούς καλούμενους τοποτηρητές (υποδιοικητής) που ο καθένας διοικούσε τη μισή μονάδα, έναν χαρτουλάριο (γραμματέα) και έναν προήξημο ή πρόξιμο (αγγελιοφόρο).[21] Το Τάγμα υποδιαιρείτο σε μικρότερες μονάδες, τα βάνδα διοικούμενα από έναν κόμη [τῶν σχολῶν]. Στα τέλη του 10ου αι. υπήρχαν 30 τέτοια βάνδα, αγνώστου μεγέθους.[22] Κάθε κόμης διοικούσε 5 μικρότερους δομέστικους, το ισοδύναμο στον κανονικό στρατό των centurions (κενταρχών ή εκατονταρχών).[23] Επίσης υπήρχαν 40 σημαιοφόροι (βανδοφόροι), που ομοδοποιούντο σε 4 διαφορετικές κατηγορίες. Στις Σχολές, αυτές είναι: οι protictores (προστάτες, εξέλιξη από τους παλαιότερους protectores Augusti nostri), οι εὐτυχοφόροι (οι φέροντες την ευτυχία, παραφθορά της πτυχίας, δηλ. των εικόνων της Τύχης και της Νίκης), οι σκηπτροφόροι (οι φέροντες ράβδους με εικόνες στην κορυφή τους) και οι αξιωματικοί'.[γ][25][26]

Οι κανδιδάτοι αναφέρονται ακόμη στο έργο του 10ου αι. Περί βασιλείου τάξεως, αλλά ο τίτλος είχε γίνει μόνο μία ανακτορική διάκριση, που εξυπηρετούσε απλά τελετουργικό ρόλο, τελείως διαφορετικό από το Τάγμα ή τις Σχολές.

Το σύνταγμα των Σχολών πιστοποιείται για τελευταία φορά το 1068/9, επί Αυτοκράτορα Ρωμανού Δ΄ Διογένους (β. 1068-1071), σε μάχη γύρω από το Χαλέπιο.[27]

Σημειώσεις

Επεξεργασία
  1. Number attested in the time of Justinian *Codex Justinianeus IV.65 & XXXV.1); 4th-century numbers may have been different.
  2. Πιθανότατα η ίδια μονάδα που αναφέρθηκε για τη Δύση, μεταφέρθηκε εκεί έπειτα από τη σύνταξη του καταλόγου της Ανατολής
  3. For a list of the attested subaltern officers of the scholai in the 8th–10th centuries, cf. [24]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. A.H.M. Jones, Later Roman Empire, 1964, Vol. I, pp. 54, 613
  2. 2,0 2,1 Haldon (1999), p. 68
  3. In the 4th century, Franks were very numerous among palace guards; Ammianus Marcellinus, Historiae XV.5.11
  4. Elton, pp. 151-152
  5. Codex Theodosianus, VI.13 Αρχειοθετήθηκε 2008-12-07 στο Wayback Machine.
  6. 6,0 6,1 Treadgold (1995), p. 92
  7. Southern & Dixon (1996), p. 57
  8. Notitia Dignitatum, Pars Orient. XI.4-10 & Pars Occid. IX.4-8
  9. Southern & Dixon (1996), p. 56
  10. Jones (1986), pp. 613-614 & 1253
  11. Ammianus Marcellinus, Historiae XXV.3.6
  12. The Origin of the Cult of SS. Sergius and Bacchus
  13. 13,0 13,1 Αμμιανός Μαρκελίνος, Historiae XXXI.12.16
  14. Haldon (1999), p. 78
  15. Haldon (1999), pp. 270-273
  16. Haldon (1999), p. 103
  17. Treadgold (1980), pp. 273-277
  18. Treadgold (1995), p. 28
  19. Bury (1911), pp. 50-51
  20. Treadgold (1995), p. 78
  21. Treadgold (1995), p. 102
  22. Bury (1911), p. 53
  23. Treadgold (1980), p. 274
  24. Kühn 1991, σελίδες 85–91.
  25. Bury (1911), pp. 55-57
  26. Treadgold (1980), p. 276
  27. Kühn 1991, σελ. 92.
  • Elton, Hugh (1996). Warfare in Roman Europe, AD 350–425. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-815241-5. 
  • Frank, R.I. (1969). Scholae Palatinae. The Palace Guards of the Later Roman Empire Rome. 
  • Haldon, John (1999). Warfare, State and Society in the Byzantine World, 565–1204. London: UCL Press. ISBN 1-85728-495-X. 
  • Haldon, John F.: Strategies of Defence, Problems of Security: the Garrisons of Constantinople in the Middle Byzantine Period, published in Constantinople and its Hinterland: Papers from the Twenty-Seventh Spring Symposium of Byzantine Studies, Oxford, April 1993, edited by Cyril Mango and Gilbert Dagron (Aldershot: Ashgate, 1995)
  • Kühn, Hans-Joachim (1991). Die byzantinische Armee im 10. und 11. Jahrhundert: Studien zur Organisation der Tagmata (στα German). Vienna: Fassbaender Verlag. ISBN 3-9005-38-23-9. 
  • Southern, Pat· Dixon, Karen R. (1996). The Late Roman Army. Routledge. ISBN 0-7134-7047-X. 
  • Jones, Arnold Hugh Martin (1986). The Later Roman Empire, 284-602: A Social Economic and Administrative Survey. Johns Hopkins University Press. ISBN 0-8018-3354-X. 
  • Treadgold, Warren T.: Notes on the Numbers and Organisation of the Ninth-Century Byzantine Army, published in Greek, Roman and Byzantine Studies 21 (Oxford, 1980)
  • Treadgold, Warren T. (1995). Byzantium and Its Army, 284-1081. Stanford University Press. ISBN 0-8047-3163-2.