Εξκουβίτορες
Οι Εξκουβίτορες ή Εξκούβιτοι (λατιν. excubitores ή excubiti), κυριολεκτικά «οι εγερμένοι από την κλίνη, άγρυπνοι» φρουροί) ιδρύθηκαν περί το 460 ως Αυτοκρατορικοί φρουροί των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων. Οι διοικητές τους σύντομα απέκτησαν μεγάλη επιρροή και παρείχαν μία σειρά Αυτοκρατόρων τον 6ο αι. Οι Εξκουβίτορες φθίνουν από τις πηγές στα τέλη του 7ου αι., αλλά στα μέσα του 8ου αι., μεταμορφώθηκαν σε μία από τις εκλεκτές μονάδες ταγμάτων, τον επαγγελματικό πυρήνα του μέσου Ρωμαϊκού Στρατού. Οι Εξκουβίτορες πιστοποιούνται για τελευταία φορά στη Μάχη του Δυρραχίου το 1081.
Ιστορία
ΕπεξεργασίαΟι Εξκουβίτορες ιδρύθηκαν από τον Αυτοκράτορα Λέοντα Α΄ (β. 457–474 ) περί το 460 και αριθμούσαν 300 άνδρες, που συχνά εστρατολογούντο μεταξύ των σκληρών και πολεμόχαρων Ισαύρων, ως μέρος της προσπάθειας του Λέοντα Α΄ να αντισταθμίσει την επιρροή του Άσπαρος, που ήταν magister militum, και του πολυάριθμου Γοτθικού στοιχείου στον ανατολικό Ρωμαϊκό στρατό[1][2][3]. Σε αντίθεση με τα παλαιότερα τάγματα του Παλατιού των Scholae Palatinae, τα οποία ήταν υπό τον έλεγχο του magister officiorum και τελικά εκφυλίστηκαν σε σχηματισμούς παρέλασης, οι Εξκουβίτορες παρέμειναν για καιρό μία μάχιμη δύναμη[4][5][6]. Επιπλέον, ενώ οι Σχολές είχαν φρουρές σε όλη τη Θράκη και τη Βιθυνία, οι Εξκουβίτορες στρατοπέδευαν στο ίδιο το Αυτοκρατορικό Παλάτι και πρακτικά σχημάτιζαν τη μόνη φρουρά της Κωνσταντινούπολης κατά τον 6ο αι. Η υψηλή θέση τους αποδεικνύεται περαιτέρω από το γεγονός ότι τόσο οι αξιωματικοί, όσο και οι κανονικοί Εξκουβίτορες, στέλνονταν συχνά σε ειδικές αποστολές από τους Αυτοκράτορες, συμπεριλαμβανομένων των διπλωματικών αναθέσεων[7].
Η μονάδα είχε επικεφαλής τον κόμη των Εξκουβιτόρων (comes excubitorum), ο οποίος, λόγω της εγγύτητάς του με τον Αυτοκράτορα, έγινε αξιωματούχος μεγάλης σημασίας τον 6ο και 7ο αι.[8] Αυτή η θέση, η οποία αναφέρεται περίπου έως το 680, κατέχονταν συνήθως από στενά μέλη της Αυτοκρατορικής οικογένειας, συχνά από τον διάδοχο[5][9]. Έτσι ο Ιουστίνος, κόμης των Εξκουβιτόρων επί Αναστασίου Α΄ (β. 491-518), μετά το τέλος του Αυτοκράτορα, εξασφάλισε με την υποστήριξη των ανδρών του την άνοδό του στον θρόνο ως Ιουστίνος Α΄ (β. 518-527)[4][9]. Ομοίως, ο Ιουστίνος Β΄ (β. 565-578) στηρίχθηκε στην υποστήριξη των Εξκουβιτόρων για την εξασφαλισμένη ανάρρησή του: ο κόμης τους Τιβέριος ήταν στενός φίλος, που είχε διοριστεί στη θέση με την παρέμβαση του Ιουστίνου. Ο Τιβέριος ήταν το δεξί χέρι του Αυτοκράτορα καθ' όλη τη διάρκεια της βασιλείας του και τελικά τον διαδέχθηκε ως Τιβέριος Β΄ (β. 578-582)[10][4]. Επίσης και αυτόν τον διαδέχτηκε ο δικός του κόμης των Εξκουβιτόρων, ο Μαυρίκιος (β. 582-602)[11]. Επί Μαυρικίου τη θέση κατείχε ο επ' αδελφή γαμπρός του Φιλιππικός και επί Φωκά (β. 602–610), ο Πρίσκος[9]. Ένας άλλος ισχυρός κάτοχος της θέσης ήταν ο Βαλεντίνος, ο οποίος την εξασφάλισε κατά τη διάρκεια των αγώνων για την εξουσία, που έγιναν στην αντιβασιλεία της χήρας Αυτοκράτειρας Μαρτίνας το 641, πριν από την εκτόπιση αυτής και του γιου της Ηρακλωνά και την ενθρόνιση του Κώνστα Β΄ (β. 641-668) ως Αυτοκράτορα. Ο Βαλεντίνος κυριάρχησε στο νέο καθεστώς, αλλά η προσπάθειά του να γίνει ο ίδιος αυτοκράτορας το 644 κατέληξε στο να λυντσαριστεί από τον όχλο[12]. Η δύναμη που πήγαινε με τη θέση και οι δολοπλοκίες ανδρών, όπως ο Πρίσκος και ο διεκδικητής Βαλεντίνος, έκαναν η θέση να πάψει να υφίσταται κατά το τελευταίο μισό του 7ου αι.[13]
Μετά από ένα διάστημα, από τα τέλη του 7ου αι. ως το πρώτο μισό του 8ου αι., οι Εξκουβίτορες επανεμφανίζονται στις ιστορικές πηγές, υπό έναν νέο διοικητή, τον δομέστικο τῶν ἐξκουβίτων και με μια νέα ιδιότητα, ως ένα από τα Αυτοκρατορικά τάγματα, τον επίλεκτο επαγγελματικό κεντρικό στρατό που ιδρύθηκε από τον Κωνσταντίνο Ε΄ (β. 741-775)[8][14]. Ως ένα από τα τάγματα, οι Εξκουβίτορες δεν ήταν πια φρουροί του Παλατιού, αλλά μία μονάδα που ασχολείτο ενεργά στις στρατιωτικές εκστρατείεπιχειρήσεις. Την ίδια εποχή τα τάγματα αποτελούσαν αντίβαρο στα θεματικά στρατεύματα των επαρχιών και οι Εξκουβίτορες έγιναν ένα ισχυρό εργαλείο, για την εφαρμογή των εικονομαχικών πολιτικών που επεδίωκε ο Κωνσταντίνος Ε΄[15]. Παρ' όλα αυτά, ο (ενδεχομένως) πρώτος διοικητής του τάγματος, ο Στρατήγιος Ποδοπάγουρος, ήταν μεταξύ των ηγετών μίας αποτυχημένης συνωμοσίας εναντίον της ζωής του Κωνσταντίνου Ε΄ το 765 και εκτελέστηκε μετά την ανακάλυψή του[12]. Μέχρι το 780 ωστόσο, μετά από χρόνια Αυτοκρατορικής εύνοιας και στρατιωτικών νικών υπό τον Κωνσταντίνο Ε΄ και τον γιο του Λέοντα Δ΄ (β. 775-780), το τάγμα είχε γίνει σταθερός υποστηρικτής της εικονοκλαστικής μερίδας[15]. Μέσα σε λιγότερο από δύο μήνες από το τέλος του Λέοντα Ε΄ το 780, η Αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία έπρεπε να αποτρέψει μία απόπειρα, στην οποία ηγείτο ο δομέστικος των Εξκουβιτόρων, να τοποθετηθεί ο εξόριστος δεύτερος γιος του Κωνσταντίνου Ε΄ Νικηφόρος στον θρόνο[16]. Το 786 η Ειρήνη τους αφόπλισε βίαια και εξόρισε περίπου 1.500 ταγματικούς στρατιώτες, λόγω της αντίστασής τους στην αποκατάσταση των εικόνων[17][12].
Οι Εξκουβίτορες συμμετείχαν στην καταστροφική εκστρατεία της Πλίσκας το 811, όταν ο Ρωμαϊκός στρατός διώχθηκε από τον Κρουμ, ηγεμόνα της Βουλγαρίας. Ο δομέστικος των Εξκουβιτόρων έπεσε στο πεδίο μαζί με τους άλλους ανώτερους Ρωμαίους στρατηγούς, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Αυτοκράτορα Νικηφόρου Α' (β. 802-811) [12]. Ο πιο εξέχων δομέστικος των Εξκουβιτόρων της περιόδου ήταν ο Μιχαήλ Β' ο εξ Αμορίου (β. 820-829), του οποίου οι υποστηρικτές ανέτρεψαν τον Αυτοκράτορα Λέοντα Ε΄ τον Αρμένιο (β. 813–820) και τον ανέβασαν στον θρόνο[18]. Το τάγμα πολέμησε επίσης εναντίον των Βουλγάρων στις μάχες του Βουλγαρόφυγου το 896 και του Αχελώου το 917, που και οι δύο έληξαν με βαριές ήττες[19]. Στην εκστρατεία εναντίον του εμιράτου της Κρήτης το 949, το τάγμα συμμετείχε με περισσότερους από 700 άνδρες[19]. Το 958, οι Εξκουβίτορες συμμετείχαν στην απώθηση μίας επιδρομής των Μαγιάρων[19].
Οι Εξκουβίτορες έλαβαν μέρος στην αποτυχημένη εκστρατεία στη Συριακή πόλη Αζάζ το 1030, όπου δέχθηκαν ενέδρα και διασκορπίστηκαν από τους Μιρδασίδες, ενώ ο διοικητής τους, ο πατρίκιος Λέων Χοιροσφάκτης, αιχμαλωτίστηκε[20]. Όπως με τα περισσότερα των ταγμάτων, το τάγμα των Εξκουβιτόρων δεν επέζησε των μεγάλων αναταραχών του τέλους του 11ου αι., όταν ξένη εισβολή και σταθεροί εμφύλιοι πόλεμοι κατέστρεψαν μεγάλο μέρος του Ρωμαϊκού στρατού. Την τελευταία αναφορά των Εξκουβιτόρων την κάνει η Άννα Κομνηνή στην Αλεξιάδα, όπου καταγράφονται να συμμετέχουν στη μάχη του Δυρραχίου εναντίον των Ιταλο-Νορμανδών το 1081, υπό τη διοίκηση του Κωνσταντίνου Ώπου[21][22][23].
Δομή
ΕπεξεργασίαΗ εσωτερική δομή του αρχικού τάγματος των Εξκουβιτόρων είναι άγνωστη, εκτός από το ότι ήταν μία μονάδα ιππικού, και ότι είχε αξιωματικούς που ονομάζονταν σκρίβονες. Ο ιστορικός Γουόρεν Τρήντγκολντ εικάζει ότι αυτοί εκπλήρωναν έναν ρόλο παρόμοιο με των κανονικών δεκανέων ιππικού, που διοικούν 30 άνδρες ο καθένας[6], αλλά ο Τζον Μπ. Μπέρι πρότεινε ότι οι σκρίβωνες, αν και συνδέονταν με τους Εξκουβίτορες, ήταν ένα ξεχωριστό σώμα[24].
Στην μετέπειτα ενσάρκωσή του ως τάγμα, το σώμα (συχνά ονομάζεται συλλογικά τὸ ἐξκούβιτον ή τὰ ἐξκούβιτα) δομήθηκε σύμφωνα με τυποποιημένους κανόνες, ακολουθώντας τα άλλα τάγματα, με μερικές παραλλαγές[25][26]. Ο διοικητής του, ο δομέστικος των Εξκουβιτόρων, (συχνά επίσης χάριν συντομίας ως ὁ ἐξκουβίτωρ/ἐξκούβιτος) έχει πιστοποιηθεί αρκετές φορές στους διάφορους καταλόγους αξιωμάτων του 9ου-10ου αι., όπου η θέση του διατηρείται επίσης σε συνδυασμό με εκείνη του αρχηγού (δημάρχου) της ιπποδρομικής μερίδας (δήμου) των Πρασίνων[27]. Οι δομέστικοι ήταν αρχικά εξαιρετικά χαμηλής τάξης (απλώς σπαθάριοι), αλλά σταδιακά ανήλθαν σε σημασία: ενώ στο Τακτικόν Ουσπένσκυ του 842 ο δομέστικος των Εξκουβιτόρων βρισκόταν πίσω από όλους τους διοικητές θεμάτων (στρατηγούς) στη σειρά προτεραιότητας, στο Κλητορολόγιον του 899 ο δομέστικος εμφανίζεται ως ανώτερος από τους στρατηγούς των ευρωπαϊκών θεμάτων και ακόμη και από τον έπαρχο της Κωνσταντινούπολης. Την ίδια εποχή το αυλικό αξίωμα που κατείχε, ανήλθε σε εκείνο του πρωτοσπαθαρίου, ακόμη και του πατρικίου[8][26].
Το Τακτικόν του Εσκοριάλ, γραμμένο το 971/75, καταγράφει την ύπαρξη ενός δομεστίκου τῶν ἐξκουβίτων τῆς ἀνατολῆς και ενός δομεστίκου τῶν ἐξκουβίτων τῆς δύσεως, καθώς και έναν υποδεέστερο «δομέστικο των Εξκουβιτόρων»[27]. Αυτό οδήγησε στην άποψη ότι -πιθανώς υπό τον Ρωμανό Β' (β. 959–963)- το τάγμα, όπως και οι ανώτερες Σχολές, χωρίστηκε σε δύο μονάδες, μία για τη Δύση και μία για την Ανατολή, η καθεμία με επικεφαλής έναν αντίστοιχο δομέστικο[8][28]. Ωστόσο, σε αντίθεση με τις Σχολές, αυτές οι ονομασίες δεν εμφανίζονται πια μετά και μπορεί να ήταν σύντομης ύπαρξης[27]. Ο υποδεέστερος δομέστικος των Εξκουβιτόρων μπορεί να είναι σφάλμα αντιγραφέα, είτε -σύμφωνα με τη Βέρα φον Φάλκενχαουζεν- να δείχνει έναν δευτερεύοντα υπάλληλο, υπεύθυνο των Εξκουβιτόρων που στάθμευαν στις επαρχίες. Πράγματι τέτοια επαρχιακά αποσπάσματα πιστοποιούνται, αν και μόνο για το θέμα της Λογγοβαρδίας στη νότια Ιταλία και της Ελλάδος στην κυρίως Ελλάδα[29].
Ο δομέστικος βοηθιόταν από ένα τοποτηρητή (υπολοχαγό) και ένα χαρτουλάριο (γραμματέα)[26]. Με βάση μία αναφορά από τον βίο του αγίου Ιωαννικίου, το 773 το ίδιο το τάγμα χωρίστηκε σε τουλάχιστον 18 βάνδα, όπου πιθανότατα το καθένα διοικούνταν από έναν σκρίβωνα[30][25]. Καθένα από αυτά χωρίστηκε περαιτέρω σε υπομονάδες με επικεφαλής έναν δρακονάριο (από το Ρωμαϊκό draconarius, που είχε στο λάβαρο έναν δράκοντα) και περιελάμβανε τρεις κατηγορίες σημαιοφόρων, που λειτουργούσαν ως κατώτεροι αξιωματικοί: οι σκευοφόροι (έφεραν το λάβαρο), οι σιγνοφόροι (έφεραν το signum, το έμβλημα της μονάδας) και οι σινάτορες (senators, οι συγκλητικοί)[30][1]. Υπήρχαν επίσης οι συνηθισμένοι μανδάτορες (mandatores, αγγελιοφόροι) υπό έναν πρωτομανδάτορα, μερικοί από τους οποίους ονομαζόταν επίσης λεγατάριοι[30].
Το μέγεθος του τάγματος των Εξκουβιτόρων και οι υποδιαιρέσεις του δεν μπορούν να προσδιοριστούν με βεβαιότητα. Όπως με τα άλλα τάγματα, οι μελετητές έχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με την αριθμητική τους ισχύ. Με βάση τους καταλόγους των αξιωματούχων και των αναφορών των Αράβων γεωγράφων Ibn Khordadbeh και Qudamah, ο ιστορικός Βάρεν Τρήντγκολντ πρότεινε μία δύναμη -όταν ιδρύθηκαν- των π. 4.000 ανδρών, οι οποίοι για αυτούς των Σχολών και τους Εξκουβίτορες αυξήθηκαν σε 6.000 με τη διαίρεση των ταγμάτων στα μέσα του 10ου αι.[31] Άλλοι μελετητές, κυρίως ο Τζον Χάλντον, έχουν αναθεωρήσει τις εκτιμήσεις σε περίπου 1.000 άνδρες για κάθε τάγμα[32]. Για λόγους ασφαλείας τόσο οι των Σχολών, όσο και οι Εξκουβίτορες, διασκορπίστηκαν σε φρουρές στη Θράκη και τη Βιθυνία, αντί να σταθμεύουν στην Κωνσταντινούπολη, καθιστώντας δύσκολο να χρησιμοποιηθούν για την πραγματοποίηση πραξικοπήματος[33][34].
Γνωστοί διοικητές των Εξκουβιτόρων
ΕπεξεργασίαΌνομα | Διάρκεια | Σημειώσεις | Πηγές |
---|---|---|---|
κόμητες των Εξκουβιτόρων | |||
Ιουστίνος Α΄ | 515–518 | Κόμης των Εξκουβίτων υπό τον Αυτοκράτορα Αναστάσιο Α΄, πριν γίνει Αυτοκράτορας. Από τη θέση αυτή έλαβε μέρος στην καταστολή της εξέγερσης του Βιταλιανού, οδηγώντας τον Αυτοκρατορικό Στολο εναντιον του ναυτικού των εξεγερμένων. | [35] |
Πρίσκος | 529 | Ένας πρώην νοτάριος (γραμματέας) του Ιουστινιανού Α΄, έγινε κόμης των Εξκουβιτόρων, αλλά έκανε ασχημοσύνη στη Θεοδώρα και εξορίστηκε στην Κύζικο και αργότερα σε μοναστήρι. | [36] |
Θεόδωρος | 535–536 | Ως κόμης των Εξκουβίτων, υπηρέτησε με τον Σολομώντα στη Βόρεια Αφρική, όπου έπαιξε κρίσιμο ρόλο στη μάχη του Βουργαίου Όρους. Δολοφονήθηκε το Πάσχα του 536 στην εξέγερση του Στότζα. | [36] |
Mάρκελλος | 541–552 | Κόμης των Εξκουβίτων, περιγράφεται από τον Προκόπιο ως ένας αυστηρός και αδιάφθορος άνδρας, που έλαβε μέρος στην ανακάλυψη της συνωμοσίας του Αρταβάνη. Το 552 ήταν μέλος της πρεσβείας προς τον πάπα Βιργίλιο. | [36] |
Μαρίνος | 561–562 | Κόμης των Εξκουβιτορων, ήταν υπεύθυνος με την καταστολή της βίας των μερίδων του Ιπποδρόμου στη Κωνσταντινούπολη. Εξέτασε τη συνωμοσία που ήθελε να δολοφονήσει τον Ιουστινιανό Α΄ τον Νοέμβριο του 562. | [36] |
Τιβέριος Β΄ | 565–574 | Προστατευόμενος του Ιουστίνου Β΄, είχε διοριστεί κόμης των Εξκουβιτόρων ήδη από τη βασιλεία του Ιουστινιανού Α΄. Περί το 570 ηγήθηκε της εκστρατείας εναντίον των Αβάρων της Παννονίας κοντά στο Σίρμιο και τη Θράκη. Όταν ο Ιουστίνος Β΄ παραφρόνησε, καθώς ο Τιβέριος ήταν το με τη μεγαλύτερη επιρροή μέλος της Αυλής, ονομάστηκε καίσαρας και de facto αντιβασιλιάς. | [36] |
Μαυρίκιος | 574?–582? | Νοτάριος του Τιβερίου Β΄, μάλλον τοποθετήθηκε ως κόμης των Εξκουβιτόρων ως διάδοχός του στο τάγμα, όταν ο Τιβέριος έγινε καίσαρ. Κατείχε τη θέση αυτή πιθανώς in tandem (μαζί) με τη θέση του magister militum per Orientem εναντίον της Αυτοκρατορίας των Σασσανιδών, ώσπου και ο ίδιος έγινε καίσαρ το 582. Ως το 577/8 ήταν επίσης και πατρίκιος. | [36] |
Φιλιππικός | 582/584–603 | Ο σύζυγος της Γορδίας, αδελφής του Μαυρικίου, έγινε κόμης των Εξκουβιτόρων λίγο πριν τη βασιλεία του Μαυρικίου, και κράτησε τη θέση ώσπου αποσύρθηκε σε μοναστήρι το 603. Υπηρέτησε ταυτόχρονα ως magister militum per Orientem εναντίον των Σασσανιδών. | [36] |
Πρίσκος | 603;–612 | Διακεκριμένος στρατηγός και πατρικιος, πριν διοριστεί ως κόμης των Εξκουβιτόρων σύντομα μετά την άνοδο του Φωκά. Το 607 νυμφεύτηκε τη Δομεντζία, κόρη του Φωκά, αλλά συνωμότησε με τον Ηράκλειο για την εκτόπιση του Φωκά. Οδήγησε στρατό στη Μ. Ασία εναντίον των Σασσανιδών, αλλά απολύθηκε και αναγκάστηκε να αποσυρθεί ως μοναχός από τον Ηράκλειο τον Δεκέμριο του 612. | [36] |
Νικήτας | 612–613 | Εξάδελφος του Ηρακλείου, συμμετείχε στην εκτόπιση του Φωκά και ονομάστηκε πατρικιος. Ονομάστηκε κόμης των Εξκουβιτόρων ως διάδοχος του Πρίσκου, οδήγησε τον Ρωμαϊκό Στρατό εναντίον των Σασσανιδών περί την Αντιόχεια, πριν πάει στην Αύγυπτο ως κυβερνήτης. | [36] |
Βαλεντίνος | 6ος/7ος αι. | Πατρίκιος και κόμης του βασιλικού Εξκούβιτου, γνωστός μόνο από τη σφραγίδα του αξιώματός του. | [36] |
Βαλεντίνος | 641 | Ένας Αρμένιος αριστοκράτης, υποστήριξε τη στέψη Κώνστα Β΄ ως συναυτοκράτορα του Ηρακλωνά και του δόθηκε η θέση του κόμη των Εξκουβιτόρων. Από τη θέση αυτή έκανε εκστρατείες εναντίον των Aράβων, και ίσως ήταν υπεύθυνος για την εκτόπιση του Ηρακλωνά και της μητέρας του χήρας Αυτοκράτειρας Mαρτίνας. Ίσως ταυτίζεται με τον προηγούμενο. | [36] |
Στέφανος | 7ος αι. | κόμης του θείου Εξκούβιτου, γνωστός μόνο από τη σφραγίδα του αξιώματός του. | [36] |
δομέστικοι των Εξκουβιτόρων | |||
Παύλος | αρχές 8ου αι. | πατρίκιος, μάγιστρος και δομέστικος των Εξκουβιτόρων, πάππος του Ταράσιου Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. | [37] |
Στρατήγιος Ποδοπάγουρος | 765 | Σπαθάριος (σε ένα κείμενο: πατρίκιος) και δομέστικος των Εξκουβίτων, εκτελέστηκε από τον Κωνσταντίνο Ε΄ κατά τη δίωξη των εικονόφιλων το 765. | [38][39][37] |
Κωνσταντίνος | 780 | Γιος κάποιου Βικάριου. Σπαθάριος και δομέστικος των Εξκουβιτόρων, συμμετείχε σε μία εκστρατεία εναντίον της Αυτοκράτειρας-αντιβασίλισσας Ειρήνης της Αθηναίας υπέρ του καίσαρα Νικηφόρου, αλλά τελικά συνελήφθη και φυλακίστηκε σ εμοναστήρι. | [38][7][37] |
Νικήτας | 750/800 | Βασιλικός πρωτοσπαθάριος and δομέστικος των Εξκουβιτόρων, γνωστός μόνο απο τη σφραγίδα του αξιώματός του. | [40][41][37] |
Αρσαβήρ | 750/850 | Βασιλικός πρωτοσπαθάριος και δομέστικος του Εξκούβιτου, γνωστός μόνο από τη σφραγίδα του αξιώματός του. | [40][41] |
Aνώνυμος | 811 | Δομέστικος του Εξκούβιτου, σκοτώθηκε στη μάχη της Πλίσκας. | [37] |
Μιχαήλ Β´ | 813–; | Ο μέλλων Αυτοκράτορας είχε τοποθετηθεί στη θέση του Εξκούβιτου από τον Λέοντα Ε΄ το 813, και τη διατήρησε για έναν αριθμό ετών. | [38][37] |
Ανώνυμος | 829/842 | Εξκούβιτος και ταυτόχρονα δήμαρχος του δήμου Ιπποδρομιών των Πρασίνων, επί Αυτοκράτορα Θεοφίλου. | [42] |
Κωνσταντίνος | π. 842 | [42] | |
Λέων | 869 | Πατρικιος και δομέστικος των Εξκουβιτόρων, καταγράφεται μεταξύ των συμμετεχόντων στην Εκκλησιαστική Σύνοδο του 869 στην Κωνσταντινούπολη. | [42][43] |
Aσώτ | 896 | Αρμένιος ευγενής, ήταν διοικητής τάγματος (εξάρχων). Έπεσε στη Μάχη του Βουλγαρόφυγου το 896. | [42] |
Παύλος | 9ος αι. | Βασιλικός πρωτοσπαθάριος και δομέστικος των Εξκουβιτόρων, γνωστός μόνο από τη σφραγίδα του αξιώματός του. | [40][41][37] |
Σέργιος | 9ος αι. | Πατρίκιος, βασιλικός πρωτοσπαθάριος και δομέστικος των Εξκουβιτόρων, γνωστός μόνο από τη σφραγίδα του αξιώματός του. | [40][41] |
Συμβάτιος | 850/900 | Πατρίκιος, βασιλικός πρωτοσπαθάριος και δομέστικος των Εξκουβιτόρων, γνωστός μόνο από τη σφραγίδα του αξιώματός του. Πιθανώς ταυτίζεται με τον Συμβάτιο τον Αρμένιο, που άκμασε τη δεκαετία του 860. | [40][41][37] |
Θεόφιλος | 9ος αι. | Βασιλικός πρωτοσπαθάριος και δομέστικος των Εξκουβιτόρων, γνωστός μόνο από τη σφραγίδα του αξιώματός του. | [40][41] |
Aέτιος | τέλη 9ου/αρχές 10ου αι. | Βασιλικός πρωτοσπαθάριος και δομέστικος των Εξκουβιτόρων, γνωστός μόνο από τη σφραγίδα του αξιώματός του. Δυνητικά ταυτόσημος με τον ομώνυμό του δομέστικο των Σχολών, ή έναν δρουγγάριο της Βίγλας με το ίδιο όνομα. | [37] |
Ιωάννης Γράψων | 917 | Διοικούσε το τάγμα και σκοτώθηκε στη μάχη του Αχελώου το 917. Ο πατέρας του Μαρουλής ήταν δομέστικος (του τάγματος) των Ικανάτων. Ο Ιωάννης Σκυλίτζης τον περιγράφει ως ανδρείο και διακεκριμένο πολεμιστή. | [42][43][37] |
Aνώνυμος | 949 | Αναφέρεται απλά ως ο Εξκουβίτωρ. Συμμετείχε με περισσότερους από 700 άνδρες και τον τοποτηρητή του στην αποτυχημένη εκστρατεία της Κρήτης το 949. | [37] |
Πόθος Αργυρός | π. 958/9 | Αναφέρεται ότι ήταν πατρίκιος και δομέστικος των Εξκουβιτόρων, όταν νίκησε μία επιδρομή των Mαγιάρων στα Βαλκάνια. Ταυτίζεται με έναν συνονόματό του δομέστικο των Σχολών περί το 922. | [42][37] |
Πέτρος | 990 | Αναφέρεται ως ένας Εξκούβιτος, που δολοφονήθηκε στη νότιο Ιταλία. | [44] |
Mακροθεόδωρος | 997 | Αναφέρεται ως ένας Εξκούβιτος, δολοφονήθηκε στην Όρια της νότιας Ιταλίας. | [44] |
Θεόδωρος | 998 | Αναφέρεται σε ένα συμβόλαιο από τη νότιο Ιταλία, πιθανώς ταυτόσημος με τον προηγούμενο. | [44] |
Ιωάννης (;) | 950/1050 | Βασιλικός πτωτοσπαθάριος, επί του Χρυσοτρικλίνου (αμφίβολο) και δομέστικο των Εξκουβιτόρων της Δύσης, γνωστός μόνο από τη σφραγίδα του αξιώματός του. | [37] |
Νικολίτζης Κεκαυμένος | τέλη 10ου/αρχές 11ου αι. | Ο πάππος του στρατιωτικού συγγραφέα Κεκαυμένου, που τον καταγράφει ως δομέστικο των Εξκουβιτόρων στο Θέμα Ελλάδος. | [44] |
Λέων Πατιανός | 1017 | Ένας Εξκούβιτος που σκοτώθηκε κατά την εξέγερση του Μήλου του Μπάρι στη νότιο Ιταλία. | [44] |
Λέων Χοιροσφάκτης | 1030 | Διοίκησε τους Εξκουβίτορες κατά την αποτυχημένη εκστρατεία του Ρωμανού Γ΄ Αργυρού στη βόρειο Συρία. | [44] |
Κωνσταντίνος Ώπος | 1081 | Διοίκησε τους Εξκουβίτορες κατά τη μάχη του Δυρραχίου εναντίον των Ιταλο-Νορμανδών. | [34] |
Μαρτίνος (ίσως Μαριανός ή Αδριανός) | 9tος/11ος αι. | Πατρίκιος, βασιλικός πρωτοσπαθάριος και «δομέστικος των βασιλικών Εξκουβιτόρων», γνωστός μόνο από τη σφραγίδα του αξιώματός του. | [45] |
Βιβλιογραφικές αναφορές
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 Treadgold 1995.
- ↑ Treadgold 1997, σελ. 152.
- ↑ Cameron, Ward-Perkins & Whitby 2000.
- ↑ 4,0 4,1 4,2 Evans 1996.
- ↑ 5,0 5,1 Cameron, Ward-Perkins & Whitby 2000, σελ. 291.
- ↑ 6,0 6,1 Treadgold 1995, σελ. 92.
- ↑ 7,0 7,1 Haldon 1984.
- ↑ 8,0 8,1 8,2 8,3 ODB.
- ↑ 9,0 9,1 9,2 Bury 1911, σελ. 57.
- ↑ Treadgold 1997, σελ. 218.
- ↑ Treadgold 1997, σελ. 227.
- ↑ 12,0 12,1 12,2 12,3 Treadgold 1997.
- ↑ Kaegi 1981, σελ. 174.
- ↑ Haldon 1999, σελ. 78.
- ↑ 15,0 15,1 Whittow 1996, σελ. 168.
- ↑ Treadgold 1997, σελ. 417.
- ↑ Whittow 1996.
- ↑ Treadgold 1997, σελ. 433.
- ↑ 19,0 19,1 19,2 Kühn 1991, σελ. 103.
- ↑ Wortley 2010, σελ. 359.
- ↑ Birkenmeier 2002.
- ↑ Haldon 1999.
- ↑ Treadgold 1995, σελ. 41.
- ↑ Bury 1911, σελ. 59.
- ↑ 25,0 25,1 Kühn 1991, σελ. 93.
- ↑ 26,0 26,1 26,2 Bury 1911, σελ. 58.
- ↑ 27,0 27,1 27,2 Kühn 1991, σελ. 94.
- ↑ Treadgold 1997, σελ. 494.
- ↑ Kühn 1991, σελ. 95.
- ↑ 30,0 30,1 30,2 Bury 1911.
- ↑ Treadgold 1995, σελ. 103.
- ↑ Haldon 1999, σελ. 102.
- ↑ Treadgold 1997, σελ. 359.
- ↑ 34,0 34,1 Kühn 1991.
- ↑ Martindale 1980.
- ↑ 36,00 36,01 36,02 36,03 36,04 36,05 36,06 36,07 36,08 36,09 36,10 36,11 Martindale 1992.
- ↑ 37,00 37,01 37,02 37,03 37,04 37,05 37,06 37,07 37,08 37,09 37,10 37,11 37,12 PmbZ.
- ↑ 38,0 38,1 38,2 Kühn 1991, σελ. 96.
- ↑ Haldon 1984, σελ. 355.
- ↑ 40,0 40,1 40,2 40,3 40,4 40,5 Kühn 1991, σελ. 99.
- ↑ 41,0 41,1 41,2 41,3 41,4 41,5 Haldon 1984, σελ. 356.
- ↑ 42,0 42,1 42,2 42,3 42,4 42,5 Kühn 1991, σελ. 97.
- ↑ 43,0 43,1 Haldon 1984, σελ. 357.
- ↑ 44,0 44,1 44,2 44,3 44,4 44,5 Kühn 1991, σελ. 98.
- ↑ Kühn 1991, σελ. 100.
Πηγές
Επεξεργασία- Bury, John Bagnell (1911). The Imperial Administrative System of the Ninth Century - With a Revised Text of the Kletorologion of Philotheos. London: Oxford University Press.
- Birkenmeier, John W. (2002). The Development of the Komnenian Army: 1081–1180. Leiden Köln Boston: Brill Academic Publishers. ISBN 90-04-11710-5.
- Cameron, Averil· Ward-Perkins, Bryan· Whitby, Michael (2000). The Cambridge Ancient History, Volume 14 - Late Antiquity: Empire and Successors, AD 425-600. Cambridge (GB): Cambridge University Press. ISBN 0-521-32591-9.
- Evans, James Allan Stewart (1996). The Age of Justinian: The Circumstances of Imperial Power. London New York: Routlege. ISBN 0-415-02209-6.
- Haldon, John F. (1984). Byzantine Praetorians. An Administrative, Institutional and Social Survey of the Opsikion and Tagmata, c. 580-900. Bonn: Dr. Rudolf Habelt GmbH. ISBN 3-7749-2004-4.
- Haldon, John F. (1999). Warfare, State and Society in the Byzantine World, 565–1204 (First issued in hardback έκδοση). London New York: Routledge. ISBN 1-85728-495-X.
- Kaegi, Walter Emil (1981). Byzantine Military Unrest, 471–843: An Interpretation (Reprint d. Ausg. Amsterdam, Hakkert, 1981 έκδοση). New York, NY: American Council of Learned Societies. ISBN 90-256-0902-3.
- (Αγγλικά) Kazhdan, Alexander, επιμ. (1991). «Domestikos ton exkoubiton». The Oxford Dictionary of Byzantium. Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Oxford University Press. ISBN 0-19-504652-8.
- Kühn, Hans-Joachim (1991). Die byzantinische Armee im 10. und 11. Jahrhundert: Studien zur Organisation der Tagmata. Wien: Fassbaender. ISBN 978-3900538231.
- Lilie, Ralph-Johannes· Ludwig, Claudia· Zielke, Beate· Pratsch, Thomas (2013). Prosopographie der mittelbyzantinischen Zeit Online (στα Γερμανικά). Berlin, Boston: De Gruyter.
- Martindale, John Robert (1980). The Prosopography of the Later Roman Empire: Volume II, AD 395–527 (4. print έκδοση). Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0-521-20159-4. Unknown parameter
|coauthors=
ignored (|author=
suggested) (βοήθεια) - Martindale, John Robert (1992). The Prosopography of the Later Roman Empire: Volume III, AD 527–641. Cambridge (GB): Cambridge University Press. ISBN 0-521-20160-8.
- Treadgold, Warren T. (1995). Byzantium and Its Army, 284–1081. Stanford, California: Stanford University Press. ISBN 0-8047-3163-2.
- Treadgold, Warren Templeton (1997). A History of the Byzantine State and Society. Stanford, California: Stanford University Press. ISBN 0-8047-2630-2.
- Whittow, Mark (1996). The Making of Byzantium, 600–1025. Berkeley and Los Angeles, California: University of California Press. ISBN 978-0-520-20496-6.
- Wortley, John (2010). John Skylitzes: A Synopsis of Byzantine History, 811–1057. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-76705-7.