Ραϋμόνδος Δ΄ της Τουλούζης

Ο Ραϋμόνδος Δ΄ της Τουλούζης ή Ραϋμόνδος του Σαιν Ζιλ (Raymond IV de Toulouse, 104228 Φεβρουαρίου 1105), ήταν Κόμης της Τουλούζης, Δούκας της Ναρμπόν, Μαργράβος της Προβηγκίας και ο πρώτος Κόμης της Τρίπολης (1102 - 1105), ήταν επίσης και ένας εκ των ηγετών στην Α΄ Σταυροφορία.[4] Ο Ραϋμόνδος Δ΄ ήταν δεύτερος γιος του Πονς της Τουλούζης και της δεύτερης συζύγου του Αλμοδίας της Μαρς. Δέχτηκε την πόλη Σαιν Ζιλ και τον τίτλο του "Κόμη" από τον πατέρα του, εκτόπισε την ανεψιά του Φιλίππη της Τουλούζης κόρη του μεγαλύτερου αδελφού του Γουλιέλμου Δ΄ της Τουλούζης και κληρονόμησε την Τουλούζη (1094). Την ίδια χρονιά πέθανε και ο Γουλιέλμος Βερτράνδος της Προβηγκίας (1094), κληρονόμησε τον τίτλο του Μαγδράβου της Προβηγκίας. Ένα παπικό διάταγμα (22 Ιουλίου 1096) τον αποκαλεί "Ραϋμόνδος, κόμης της Νιμ, της Τουλούζης, της Ρουέργκ και Μαγδράβος της Προβηγκίας".

Ρεϋμόνδος Δ΄ της Τουλούζης
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Ramon IV de Tolosa (Οξιτανικά)
ΓέννησηΔεκαετία του 1040 (περίπου)
Τουλούζη
Θάνατος22  Ιουνίου 1105 ή 28  Φεβρουαρίου 1105[1]
Citadel of Tripoli
Χώρα πολιτογράφησηςΒασίλειο της Γαλλίας
ΘρησκείαΚαθολικισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓαλλικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταφεουδάρχης
Οικογένεια
ΣύζυγοςΕλβίρα της Καστίλης, κόμισσα της Τουλούζης (από 1094)[2]
Ματθίλδη της Ωτβίλ (από 1080)[2]
unknown of Provence[3]
ΤέκναΑλφόνσος Ιορδάνης
Μπερτράν, κόμης της Τουλούζης
ΓονείςΠονς, κόμης της Τουλούζης και Αλμοδία της Μαρς
ΑδέλφιαΓουλιέλμος Δ΄ της Τουλούζης
Ούγος ΣΤ΄ του Λουζινιάν
Βερεγγάριος Ραϋμόνδος Β΄ της Βαρκελώνης
Ραϋμόνδος Βερεγγάριος Β΄ της Βαρκελώνης
Σάντσα της Βαρκελώνης
ΟικογένειαΟίκος της Τουλούζης
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Α΄ Σταυροφορία Επεξεργασία

 
Ο Ραϋμόνδος του Σαιν Ζιλ παίρνει όρκο να ελευθερώσει την Ιερουσαλήμ, έργο του 19ου αιώνα.

Ο Ραϋμόνδος Δ΄ ήταν βαθιά θρησκευόμενος και η επιθυμία του ήταν να πεθάνει στους Αγίους Τόπους, ήταν ένας από τους πρώτους που σήκωσε τον Σταυρό στην Α΄ Σταυροφορία. Πολλές φορές είχε το προσωνύμιο "Ραϋμόνδος ο Μονόφθαλμος" επειδή είχε χάσει το ένα του μάτι σε μία προστριβή με τον φύλακα του Παναγίου Τάφου σε ένα από τα πρώτα προσκυνήματα στην Ιερουσαλήμ.[5] Ο Ραϋμόνδος ο παλιότερος και πιο πλούσιος Σταυροφόρος εγκατέλειψε την Τουλούζη στα τέλη του Οκτωβρίου 1096 με μία μεγάλη συνοδεία, συμμετείχαν η σύζυγος του Ελβίρα, ο μικρός γιος του που πέθανε στο ταξίδι και ο παπικός απεσταλμένος Αντχεμάρ όφα λε Πουί (1045 - 1098). Η ανεψιά του Φιλίππη του ζήτησε την κομητεία της Τουλούζης αλλά ο Ραϋμόνδος την αγνόησε, την εποχή που έφυγε την παρέδωσε στον μεγαλύτερο γιο του Βερτράνδο. Βάδισε στο Δυρράχιο, από εκεί πήγε στην Κωνσταντινούπολη με τον ίδιο δρόμο που ακολούθησε ο Βοημούνδος Α΄ της Αντιόχειας. Στα τέλη Απριλίου 1097 ήταν ο μόνος αρχηγός Σταυροφόρων που δεν έδωσε όρκο υποτέλειας στον Βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό. Ο Ραϋμόνδος Δ΄ έδωσε επίσης όρκο φιλίας με τον Βοημούνδο που ήταν κοινός εχθρός τόσο του ίδιου όσο και του αυτοκράτορα Αλεξίου. Ο Ραϋμόνδος Δ΄ παραβρέθηκε στην πολιορκία της Νίκαιας και στην Μάχη του Δυρραχίου (1097) αλλά ήταν πρωταγωνιστής τον Οκτώβριο του 1097 στην Πολιορκία της Αντιόχειας.[6]

Κατάκτηση της Αντιόχειας Επεξεργασία

 
Η σφραγίδα του Ραϋμόνδου του Σαιν Ζιλ.

Οι Σταυροφόροι άκουσαν φήμες ότι οι Σελτζούκοι εγκατέλειψαν την Αντιόχεια, ο Ραϋμόνδος Δ΄ την κατέλαβε με τον στρατό του, δημιούργησε το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας και το υποσχέθηκε στον Βοημούνδο του Τάραντα. Η πόλη καταλήφθηκε τον Ιούνιο του 1098 ύστερα από μία πολύ σκληρή και κοπιαστική πολιορκία. Κατέλαβε το "Παλάτι της Κασσιανής" που ήταν η κατοικία του Εμίρη Γιαγκί Σιγιάν (1011 - 1098) και τον Πύργο πάνω από την γέφυρα, αρρώστησε βαριά στην δεύτερη πολιορκία της Αντιόχειας από τον Κερμπογκά. Την ίδια εποχή ο μοναχός Πέτρος Βαρθολομαίος βρήκε την Ιερή Λόγχη, η ανακάλυψη τόνωσε το ηθικό των Σταυροφόρων που έδιωξαν τον Κερμπογκά από την πόλη. Οι οπαδοί του Ραϋμόνδου Δ΄ λάτρεψαν την λόγχη σαν ιερό κειμήλιο παρά τον σκεπτικισμό του επισκόπου Αντχεμάρ όφα λε Πουί και την δυσφορία του Βοημούνδου που έφτανε σε βαθμό κοροϊδίας.

Ο Ραϋμόνδος Δ΄ αρνήθηκε να παραδώσει την πόλη στον Βοημούνδο και του υπενθύμισε ότι έπρεπε να εκπληρώσει τον όρκο που είχε δώσει στον αυτοκράτορα Αλέξιο, η άρνηση αυτή όπως και η διαφωνία για την λόγχη έφεραν σύγκρουση ανάμεσα στους οπαδούς τους. ο Βοημούνδος του απάντησε ότι ο όρκος δεν ισχύει επειδή ο αυτοκράτορας δεν ήρθε να τους βοηθήσει. Ο Βοημούνδος Α΄ ανακηρύχτηκε πρίγκιπας της Αντιόχειας αλλά καμία Λατινική η Βυζαντινή δύναμη δεν του αντιστάθηκε, ο Ραϋμόνδος Δ΄ της Τουλούζης εγκατέλειψε τον Ιανουάριο του 1099 την Αντιόχεια και μετακινήθηκε με τους υπόλοιπους Σταυροφόρους στην Ιερουσαλήμ. Το μεγάλο κύρος που έδωσε στον Ραϋμόνδο η ανακάλυψη της Ιεράς Λόγχης τον ανακήρυξε αρχηγό της Σταυροφορίας, αναζητούσε έντονα να καταλάβει μία άλλη μεγάλη πόλη για να δημιουργήσει μία κομητεία και να ελέγχει την δύναμη του Βοημούνδου. Ο Ραϋμόνδος Δ΄ της Τουλούζης βάδισε στο Εμιράτο της Τρίπολης και ξεκίνησε την πολιορκία της Άκρας (14 Φεβρουαρίου 1099), ο στόχος του ήταν να καταλάβει την Τρίπολη και να την κάνει κέντρο της εξουσίας του.

Κατάκτηση της Ιερουσαλήμ Επεξεργασία

 
Το κάστρο του "Όρους Περεγκρίνους".

Η Άκρα ήταν μία μικρή πόλη έξω από την Τρίπολη αλλά η πολιορκία της κράτησε πολύ περισσότερο από όσο περίμενε ο Ραϋμόνδος, μπόρεσε όμως να καταλάβει ένα φρούριο το οποίο μετατράπηκε αργότερα στο Κρακ των Ιπποτών. Οι Σταυροφόροι δυσφορούσαν έντονα μαζί του και τον πίεσαν να προχωρήσουν για την Ιερουσαλήμ, ο Ραϋμόνδος τελικά συμφώνησε, η πολιορκία της Ιερουσαλήμ ξεκίνησε στις 13 Μαίου και ολοκληρώθηκε με την κατάκτηση της πόλης (15 Ιουλίου 1099). Οι Σταυροφόροι του ζήτησαν να γίνει βασιλιάς της πόλης αλλά ο ίδιος αρνήθηκε, δήλωσε ότι τον τρομάζει να είναι βασιλιάς στην πόλη που υπέστη μαρτύρια ο Ιησούς Χριστός και ήταν απρόθυμος να βάλει το στέμμα. Προτίμησε να επιστρέψει στην Τρίπολη, να συνεχίσει την πολιορκία της πόλης και να μεταφέρει εκεί την έδρα του. Αρνήθηκε να παραδώσει ωστόσο τον Πύργο του Δαυίδ, ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν κατάφερε τελικά να του τον πάρει αλλά μετά από πολλές προσπάθειες.

Ο Ραϋμόνδος Δ΄ συμμετείχε στην μάχη της Ασκελόν αμέσως μετά την κατάκτηση των Ιεροσολύμων, ένας στρατός που επιτέθηκε από την Αίγυπτο ηττήθηκε, ήθελε να την κρατήσει την πόλη για τον εαυτό του, να μην την πάρει ο Βοημούνδος. Οι μεταξύ τους συγκρούσεις καθυστέρησαν την κατάληψη της Ασκελόν που ολοκληρώθηκε το 1153, ο Γοδεφρείδος κατηγόρησε τον Ραϋμόνδο ότι χάρη στην αδιαφορία του χάθηκε η Αρσούφ. Ο Ραϋμόνδος Δ΄ βάδισε βόρεια με στόχο να καταστρέψει το πριγκιπάτο του Βοημούνδου, κατέλαβε την Λαοδίκεια που είχε πάρει πρόσφατα από τον αυτοκράτορα Αλέξιο. Μετέβη κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη και συμμάχησε με τον αυτοκράτορα Αλέξιο, τον μεγαλύτερο εχθρό του Βοημούνδου, ο Βοημούνδος Α΄ σε απάντηση άρχισε να επεκτείνεται σε Βυζαντινές περιοχές και αρνήθηκε τον όρκο που έδωσε στον αυτοκράτορα.

Πολιορκία της Τρίπολης Επεξεργασία

 
Το εσωτερικό του κάστρου στο "Όρος Περεγκρίνους".

Ο Ραϋμόνδος Δ΄ συμμετείχε στην αποτυχημένη Σταυροφορία του 1101, δραπέτευσε και κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη. Ταξίδευσε μέσω θαλάσσης στην Αντιόχεια αλλά συνελήφθη από τον πρίγκιπα Ταγκρέδο, ελευθερώθηκε μόνο μετά την υπόσχεση του να κατακτήσει ολόκληρη την περιοχή ανάμεσα στην Αντιόχεια και την Άκρα. Μετά την απελευθέρωση του έσπασε τον όρκο του, κατέλαβε την Ταρτούς και οικοδόμησε ένα κάστρο στο "Όρος Περεγκρίνους" που θα χρησιμοποιούσε για την πολιορκία της Τρίπολης. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ τον βοήθησε στα σχέδια του επειδή ήθελε να ελαττώσει την εξουσία του μεγάλου εχθρού του Βοημούνδου της Αντιόχειας, αλλά ο Ραϋμόνδος Δ΄ πέθανε πριν καταλάβει την Τρίπολη (28 Φεβρουαρίου 1105).

Οικογένεια Επεξεργασία

Ο Ραϋμόνδος Δ΄ στον πρώτο του γάμο νυμφεύτηκε μια Νορμανδή εξαδέλφη του, το όνομα της οποίας δεν έχει διασωθεί, κόρη του Γοδεφρείδου Α΄ της Προβηγκίας .[7]. Η πρώτη του σύζυγος ήταν κληρονόμος της Προβηγκίας και έτσι η κομητεία πέρασε στον Οίκο των Ρουέργκ του Ραϋμόνδου Δ΄.[8]

Το 1080, ενώ είχε ήδη αποκηρύξει την πρώτη του γυναίκα, νυμφεύτηκε την Ματθίλδη των Ωτβίλ, κόρη τού Ρογήρου Α΄ της Σικελίας και μαζί της απέκτησε έναν γιο:[9]

Μετά τον θάνατο της Ματθίλδης, το 1094, νυμφεύτηκε την ίδια χρονιά την Ελβίρας της Καστίλης, κόρη του Αλφόνσου ΣΤ΄ του Λεόν και της Καστίλης και απέκτησε τέκνο:[10]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Raymond-IV.
  2. 2,0 2,1 p2025.htm#i20249. Ανακτήθηκε στις 14  Δεκεμβρίου 2020.
  3. p2025.htm#i20249. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  4. Duncalf 1969, σ. 272.
  5. Duncalf 1969, σ. 272.
  6. Edgington & Sweetenham 2011, σ. 391.
  7. «Preuves 273 §II». Histoire générale de Languedoc. V. Library of Toulose. 1790. σελίδες 536–538. 
  8. William of Puylaurens 2003, σ. 17.
  9. Jansen, Drell & Andrews 2009, σ. 428.
  10. Oviedo 2000, σ. 88 Σημείωση 91.

Πηγές Επεξεργασία

  • Duncalf, Frederic (1969). "The First Crusade: Clermont to Constantinople". In Baldwin, Marshall W. (ed.). The History of the Crusades, Volume I: The First Hundred Years. University of Wisconsin Press.
  • Edgington, Susan; Sweetenham, Carol, eds. (2011). The Chanson D'Antioche: An Old French Account of the First Crusade. Routledge.
  • Jansen, Katherine L.; Drell, Joanna; Andrews, Frances, eds. (2009). Medieval Italy: Texts in Translation. Translated by Loud, G.A. University of Pennsylvania Press.
  • Oviedo, Bishop Pelayo (2000). "Chapter II:Chronicon Regum Legionensium". The World of El Cid: Chronicles of the Spanish Reconquest. Translated by Barton, Simon; Fletcher, Richard. Manchester University Press.
  • William of Puylaurens (2003). The Chronicle of William of Puylaurens: The Albigensian Crusade and its Aftermath. Translated by Sibley, W.A.; Sibley, M.D. The Boydell Press.
Ραϋμόνδος Δ΄ της Τουλούζης
Γέννηση: 1042 Θάνατος: 28 Φεβρουαρίου 1105
Προκάτοχος
Δημιουργία της Κομητείας της Τρίπολης
Κόμης της Τρίπολης
 

1102 - 1105
Διάδοχος
Βερτράνδος της Τουλούζης