Σεβαστοκράτωρ ήταν ανώτερος τίτλος της αυλής της ύστερης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Χρησιμοποιήθηκε επίσης και από άλλους ηγεμόνες, τα κράτη των οποίων συνόρευαν με την Αυτοκρατορία ή ήταν εντός της σφαίρας επιρροής της (Βουλγαρική και Σερβική Αυτοκρατορία). Η λέξη προέρχεται από σύνθεση των λέξεων σεβαστός (αντίστοιχο του λατινικού Augustus, Αύγουστος) και αυτοκράτωρ. Η σύζυγος ενός σεβαστοκράτορα ονομαζόταν σεβαστοκρατόρισσα.

Ο τίτλος δημιουργήθηκε από τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081–1118) προς τιμήν του μεγαλύτερου αδελφού του, Ισαάκιου[1]. Σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή, ο Αλέξιος το έκανε αυτό για να εξυψώσει τον Ισαάκιο πάνω από την τάξη του Καίσαρα, τον οποίο είχε ήδη υποσχεθεί στον γαμπρό του, Νικηφόρο Μελισσηνό. Η Άννα Κομνηνή συγκρίνει τον βαθμό του «σεβαστοκράτορα» με «δεύτερο αυτοκράτορα» και επίσης αναφέρει ότι παράλληλα με τον Καίσαρα, ο σεβαστοκράτωρ είχε το δικαίωμα να φέρει στέμμα (αλλά όχι αυτοκρατορικό διάδημα)[2]. Κατά τη Δυναστεία των Κομνηνών (1081–1185), ο τίτλος συνέχισε να είναι ο υψηλότερος αμέσως μετά του Αυτοκράτορα μέχρι το 1163, όταν ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός δημιούργησε τον τίτλο του δεσπότη. Κατά την περίοδο αυτή, ο τίτλος δινόταν αποκλειστικά σε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, κυρίως νεότερους γιους του Αυτοκράτορα[1].

Μετά τον διαμελισμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από την Δ' Σταυροφορία το 1204, ο τίτλος υιοθετήθηκε από την Λατινική Αυτοκρατορία, την Αυτοκρατορία της Νίκαιας και την Βουλγαρική Αυτοκρατορία. Στη Νίκαια και στην μετά το 1261 επανορθωμένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ο τίτλος παρέμεινε από τους πιο τιμητικούς και περιοριζόταν σχεδόν αποκλειστικά σε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Ο τελευταίος γνωστός κάτοχος του τίτλου ήταν ο Δημήτριος Α΄ Καντακουζηνός, ηγεμόνας της Πελοποννήσου στα τέλη του 14ου αιώνα[1].

Σύμφωνα με τις πηγές, το διακριτικό χρώμα του τίτλου ήταν το κυανό: η επίσημη στολή του σεβαστοκράτορα περιελάμβανε κυανές κάλτσες και μπότες. Γύρω στο 1260, σύμφωνα με τον Γεώργιο Ακροπολίτη, οι σεβαστοκράτορες που ήταν μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας διακρίνονταν από εκείνους που δεν ήταν, με κεντημένους χρυσούς αετούς στα υποδήματά τους[3]. Ως την εποχή του ψευδο-Κωδινού στα μέσα του 14ου αιώνα, οι κεντητοί αετοί σε κόκκινο φόντο συνιστούσαν έμβλημα. Σύμφωνα με τον Κωδινό, η επίσημη στολή περιελάμβανε επίσης κόκκινη χλαμύδα και κοκκινόχρυσο διάδημα (στέφανο)[4]. Ο σεβαστοκράτωρ είχε επίσης το προνόμιο να υπογράφει έγγραφα με ειδικό κυανό μελάνι[1].

Βουλγαρία

Επεξεργασία

Ο Καλογιάν κληρονόμησε πιθανώς τον τίτλο από τον πατέρα του, Αλεξάνταρ (πέθανε μετά το 1232), γιο του Ιβάν Ασέν Α΄ (1189–1196)[5].

Ο τίτλος υιοθετήθηκε από την Αυλή της Μεσαιωνικής Σερβίας, από τη Δυναστεία Νέμανιτς, Σέρβους Βασιλείς και Αυτοκράτορες (1217–1346, 1346–1371).

Κατάλογος κατόχων του τίτλου

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Kazhdan 1991, σελ. 1862.
  2. Άννα Κομνηνή. Αλεξιάδα, 3.4.
  3. Macrides 2007, σελίδες 350, 366–367.
  4. Parani 2003, σελίδες 63, 67–69, 72.
  5. Bakalov, Georgi (2003). «КАЛОЯН (неизв.-след 1259)». Електронно издание "История на България" (στα βουλγαρικά). Σόφια: Trud, Sirma. ISBN 954528613X.  Unknown parameter |coauthors= ignored (|author= suggested) (βοήθεια)
  6. Παρατηρήστε το ξεχωριστό διάδημα (στέφανο) και την πορφυρά χλαμύδα, κεντημένη με δικέφαλους αετούς, που φοριέται πάνω από το καββάδιον