Σύμπλεγμα του Λαοκόωντος

(Ανακατεύθυνση από Σύμπλεγμα του Λαοκόοντα)

Το Σύμπλεγμα του Λαοκόωντος είναι γλυπτό, μνημειακό μαρμάρινο έργο, της ύστερης ελληνιστικής περιόδου. Το έργο που φυλάσσεται σήμερα στα μουσεία του Μουσεία Βατικανού (Museo Pio-Clementino), στη Ρώμη είναι μάλλον ρωμαϊκό αντίγραφο του 1ου π.Χ. αιώνα, εξαιρετικά καλής ποιότητας . Ο αρχαίος Ρωμαίος συγγραφέας Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αποδίδει τη δημιουργία του αγάλματος σε τρεις Ρόδιους καλλιτέχνες, τους Αγήσανδρο τον Ρόδιο, Αθηνόδωρο και Πολύδωρο. Το γλυπτό παριστάνει τον Τρώα ιερέα Λαοκόοντα και τους γιούς του Αντιφάντη και Θυμβραίο να στραγγαλίζονται από φίδια.

Ο Λαοκόων και οι γιοί του (Βατικανό)

Ο μύθος του Λαοκόοντα έχει γίνει θέμα χαμένης τραγωδίας του Σοφοκλή. Αναφέρεται επίσης από άλλους Έλληνες συγγραφείς. Ο Λαοκόων θανατώθηκε, μετά την απόπειρά του να αποκαλύψει, με χτύπημα ακοντίου, το τέχνασμα του Δούρειου Ίππου. Τα φίδια που έπνιξαν αυτόν και τους γιους του είχαν σταλεί από τη θεά Αθηνά[1] και η επέμβασή τους ερμηνεύτηκε από τους Τρώες ως απόδειξη της ιερότητας του Δουρείου Ίππου. Η πιο φημισμένη περιγραφή αυτών των γεγονότων βρίσκεται στο δεύτερο βιβλίο της Αινειάδας του Βιργιλίου, όμως το κείμενο εκείνο πιθανότατα χρονολογείται μετά τη δημιουργία του γλυπτού.

Για το άγαλμα έχουν προταθεί διάφορες χρονολογίες, ξεκινώντας από το 160 π.Χ. (οι πιο πρώιμες) μέχρι το 20 π.Χ. Επιγραφές από τη Λίνδο της Ρόδου, τοποθετούν τους γλύπτες Αγήσανδρο και Αθηνόδωρο στην περίοδο μετά το 42 π.Χ., καθιστώντας την περίοδο 42 έως 20 π.Χ. πιο πιθανή για τη δημιουργία του αγάλματος.

Δεν είναι γνωστό αν πρόκειται για πρωτότυπο έργο ή αντίγραφο παλαιότερου γλυπτού. Έχει προταθεί πως οι τρεις Ρόδιοι καλλιτέχνες που το φιλοτέχνησαν ήταν αντιγραφείς, πιθανώς ενός ορειχάλκινου αγάλματος από την Πέργαμο, το οποίο θα δημιουργήθηκε γύρω στο 200 π.Χ.[2] Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στο έργο του Φυσική Ιστορία (Historia Naturalis, XXXVI, 37) υποστηρίζει ότι το έργο ήταν τοποθετημένο στο παλάτι του αυτοκράτορα Τίτου. Ο ίδιος υποστηρίζει επίσης ότι είχε σκαλιστεί από μονοκόμματο μάρμαρο, αν και κατά την ανεύρεσή του ήταν φανερό ότι αποτελούνταν από 7 αλληλοσυνδεόμενα κομμάτια.[3][4]

Το άγαλμα πιθανώς παραγγέλθηκε για να κοσμήσει την κατοικία κάποιου πλούσιου Ρωμαίου. Αποκαλύφθηκε το 1506, κοντά στη θέση του Χρυσού Παλατιού (Domus aurea) του Νέρωνα, σε ένα αμπελώνα. Μόλις το έμαθε ο Πάπας Ιούλιος Β΄, ο οποίος ήταν ενθουσιώδης κλασικιστής, το αγόρασε και το τοποθέτησε στον κήπο Μπελβεντέρε (τώρα μέρος των Μουσείων του Βατικανού).

Το 1799, ο Ναπολέων Α΄ Βοναπάρτης, με την κατάκτηση της Ιταλίας, μετέφερε το άγαλμα στο Παρίσι και το εγκατέστησε σε τιμητική θέση στο Μουσείο Ναπολέοντα στο Λούβρο. Μετά την πτώση του Ναπολέοντα, οι Βρεττανοί το επέστρεψαν στο Βατικανό, το 1816.

Το 2005, ο Λιν Κάτερσον (Lynn Catterson) υποστήριξε ότι το άγαλμα ήταν πλαστό και κατασκευάστηκε από τον Μιχαήλ Άγγελο.[5] Ο Ρίτσαρντ Μπρίλιαντ (Richard Brilliant), συγγραφέας του βιβλίου My Laocoön, περιέγραψε τις θέσεις του Κάτερσον ως «εντελώς αναξιόπιστες».[6]

Αποκαταστάσεις

Επεξεργασία
 
Μετωπική όψη του αγάλματος, μετά από αποκατάσταση που έγινε πριν τον 20 αι. Συγκρίνετε με το χαρακτικό του Μπλέικ, παρακάτω
 
Σύγχρονη μετωπική όψη

Όταν ανακαλύφθηκε το άγαλμα, έλειπε το δεξί χέρι του Λαοκόοντα, μαζί με μέρος της παλάμης του ενός παιδιού και το δεξί χέρι του άλλου. Η αναπαράσταση αυτών των απολεσθέντων τμημάτων έχει γίνει αντικείμενο διαφωνίας καλλιτεχνών και τεχνοκριτικών. Ο Μιχαήλ Άγγελος θεώρησε ότι τα χαμένα δεξιά χέρια λύγιζαν πίσω και πάνω από τον ώμο. Άλλοι, όμως, υποστήριξαν ότι ήταν πιο σωστό να υποτεθεί ότι τα χέρια εκτείνονταν προς τα έξω, σε ηρωική χειρονομία. Ο Πάπας κήρυξε άτυπο διαγωνισμό μεταξύ των γλυπτών για την αποκατάσταση των χεριών, με κριτή τον Ραφαήλ. Ως νικήτρια αναδείχτηκε η εκδοχή της έκτασης προς τα έξω και με αυτή τη μορφή αποκαταστάθηκαν τότε τα χέρια.

Το 1906, ο αρχαιολόγος, έμπορος έργων τέχνης και διευθυντής του Μουσείου Αρχαίας Γλυπτικής Τζιοβάνι Μπαράκο (Barracco), Λούντβιχ Πόλακ (Ludwig Pollak), ανακάλυψε σπάραγμα μαρμάρινου χεριού σε κήπο οικοδόμου στη Ρώμη. Καθώς παρατήρησε τυπολογική ομοιότητα με το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα, παρέδωσε το σπάραγμα στα Μουσεία του Βατικανού, όπου και παρέμεινε στις αποθήκες για μισό αιώνα. Στη δεκαετία του 1950, το μουσείο αποφάνθηκε ότι αυτό το χέρι, το οποίο ήταν λυγισμένο με τον τρόπο που είχε μαντέψει ο Μιχαήλ Άγγελος, ανήκε στο άγαλμα του Λαοοκόοντα. Έτσι το άγαλμα αποκαταστάθηκε με την ενσωμάτωση του νέου χεριού. [7] Τα αποκατεστημένα τμήματα των παιδικών χεριών αφαιρέθηκαν. Κατά τη φάση της αποσυναρμολόγησης, η εξέταση των οπών των πείρων, των εγκοπών και των μεταλλικών ενώσεων έδειξαν ότι αρχικά είχε συλληφθεί ή και υλοποιηθεί μια πιο συνεπτυγμένη πυραμιδοειδής διάταξη των τριών σωμάτων, την οποία αργότερα διαφοροποίησαν διάφορες επεμβάσεις κατά την Αρχαιότητα, την Αναγέννηση και τη σύγχρονη εποχή.[8]

Υπάρχουν πολλά αντίγραφα του αγάλματος, πολλά από αυτά δείχνουν το χέρι του Λαοκόοντα στην παλιότερη μορφή αποκατάστασης. Ένα από τα γνωστότερα αντίγραφα είναι αυτό στο ανάκτορο του Μεγάλου Μαγίστρου των Ιπποτών της Ρόδου, το οποίο ακολουθεί τη διορθωμένη σημερινή μορφή.

Επιδράσεις

Επεξεργασία

Η ανακάλυψη του Λαοκόοντα δημιούργησε μεγάλη εντύπωση στους Ιταλούς γλύπτες και επηρέασε σημαντικά την πορεία της τέχνης της ιταλικής Αναγέννησης. Είναι γνωστό ότι ο Μιχαήλ Άγγελος εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από τη μεγάλη κλίμακα του έργου και και τον αισθησιασμό της ελληνιστικής αισθητικής του, ειδικά από την αναπαράσταση των ανδρικών μορφών. Η επίδραση του Λαοκόοντα είναι εμφανής σε πολλά από τα κατοπινά έργα του Μιχαήλ Άγγελου, όπως τα Επαναστάτης σκλάβος και Θνήσκων σκλάβος, που δημιουργήθηκαν για τον τάφο του Πάπα Ιουλίου Β'. Η τραγική ευγένεια αυτού του αγάλματος είναι ένα από τα θέματα της πραγματείας Λαοκόων του Gotthold Lessing, ενός από τα πρώιμα κλασσικά έργα τεχνοκριτικής.

Ο Φλωρεντινός γλύπτης Μπαντινέλι (Baccio Bandinelli) δέχτηκε παραγγελία, από τον Πάπα Πάπα Λέοντα Ι' των Μεδίκων, για τη δημιουργία αντιγράφου. Η εκδοχή του Μπαντινέλι, η οποία συχνά αντιγραφόταν και διανεμόταν σε μορφή μπρούτζινων αγαλματιδίων, βρίσκεται στην Πινακοθήκη Ουφίτσι, στη Φλωρεντία.[9] Ένα μπρούτζινο χυτό αντίγραφο, το οποίο παρήγγειλε ο Φραγκίσκος Α΄ της Γαλλίας για τον Πύργο του Φονταινεμπλώ, κατασκευάστηκε από εκμαγείο του πρωτοτύπου, το οποίο πάρθηκε υπό την επίβλεψη του Πριματίτσιο (Francesco Primaticcio). Βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου.

 
Παρωδία του αγάλματος από τον Τισιανό, ως ομάδας πιθήκων

Ξυλογραφία, πιθανώς προερχόμενη από σχέδιο του Τιτσιάνο, παρώδησε το άγαλμα, βάζοντας πιθήκους στη θέση των ανθρώπων. Αυτή η παρωδία έχει συχνά ερμηνευτεί ως σάτιρα της αδεξιότητας του αντιγράφου του Bandinelli, αλλά έχει επίσης υποτεθεί ότι ήταν σχόλιο στις διαμάχες εκείνης της εποχής σχετικά με τις ανατομικές ομοιότητες ανθρώπων και πιθήκων.[10]

Κατά το διάστημα που ο Λαοκόων βρισκόταν στο Παρίσι, αποτέλεσε μια από τις πηγές έμπνευσης του νεοκλασικισμού στη γαλλική τέχνη.

Ο Λαοοκόων ως καλλιτεχνικό ιδεώδες

Επεξεργασία
 
Χαρακτικό του Γουίλιαμ Μπλέικ (περί το 1820)

Η περιγραφή του Λαοκόοντα από τον Πλίνιο ως «το σπουδαιότερο από όλα τα έργα ζωγραφικής και γλυπτικής έως σήμερα»[11] έχει προκαλέσει μια παράδοση από αντιδράσεις. Ο Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν έγραψε για το παράδοξο του να θαυμάζει κάποιος την ομορφιά βλέποντας μια σκηνής θανάτου και αποτυχίας. Η πιο σημαντική συμβολή στη διαμάχη ήταν η πραγματεία του Γκότχολντ Εφραίμ Λέσσινγκ Λαοκόων: Πραγματεία για τα όρια της ζωγραφικής και της ποίησης, η οποία εξετάζει τις διαφορές μεταξύ εικαστικής τέχνης και λογοτεχνίας, συγκρίνοντας το άγαλμα με τους στίχους του Βιργιλίου. Ο Λέσινγκ υποστήριξε ότι οι καλλιτέχνες δεν θα μπορούσαν να αναπαραστήσουν ρεαλιστικά τη φυσική ταλαιπωρία των θυμάτων, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά επίπονο. Αντιθέτως, θα έπρεπε να την εκφράσουν με ταυτόχρονη διατήρηση του κάλλους.

Η πιο ασυνήθης παρέμβαση στην παραπάνω διαμάχη είναι το κατάγραφο χαρακτικό Λαοκόων του Γουίλιαμ Μπλέικ, στο οποίο η εικόνα του αγάλματος περιβάλλεται από σχολιασμούς σε διάφορες γλώσσες, γραμμένους σε πολλαπλές κατευθύνσεις. Ο Μπλέικ παρουσιάζει το άγαλμα ως μέτριο αντίγραφο ενός χαμένου εβραϊκού πρωτοτύπου, περιγράφοντάς το ως «ο Ιεχωβάς και οι δύο γιοί του, Σατανάς και Αδάμ, όπως τα αντέγραψαν τρεις Ρόδιοι, από τα Χερουβείμ του Ναού του Σολομώντα, και τα εφάρμοσαν στο γεγονός της φύσης ή την ιστορία του Ιλίου».[12] Το παραπάνω αντανακλά τη θεωρία του Μπλέικ ότι η απομίμηση της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής τέχνης ήταν καταστρεπτική για τη δημιουργική φαντασία και ότι η κλασσική γλυπτική αντιπροσωπεύει έναν κοινότοπο ρεαλισμό, σε αντίθεση με την πνευματική ιουδαιο-χριστιανική τέχνη.

Η κεντρική μορφή στον Λαοκόοντα έδρασε ως πηγή χαλαρής έμπνευσης για τις μορφές των Ινδιάνων στο γλυπτό του Γκρίνοου (Horatio Greenough) Η διάσωση (1837-50) το οποίο ήταν τοποθετημένο εμπρός από την ανατολική πρόσοψη του Καπιτωλίου των ΗΠΑ για πάνω από 100 χρόνια.

Προς το τέλος του βιβλίου του Καρόλου Ντίκενς, Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα, ο Εμπενέζερ Σκρουτζ σχολιάζει το γεγονός ότι «με τις κάλτσες του είναι ολόιδιος ο Λαοκόοντας». Αυτή η φράση ήταν άμεση αναφορά στο άγαλμα του Λαοκόοντα, αφού ο Σκρουτζ βιάζεται τόσο πολύ να ντυθεί που μπλέκεται με τα ρούχα του.

Το 1910, ο κριτικός Ιρβιν Μπάμπιτ (Irving Babbit) χρησιμοποίησε τον τίτλο Ο νέος Λαοοκόων: Πραγματεία για τη σύγχυση των Τεχνών για μια πραγματεία με θέμα την κουλτούρα των αρχών του 20ου αιώνα. Το 1940, ο Κλέμεντ Γκρίνμπεργκ (Clement Greenberg) προσάρμοσε την ιδέα στη δική του πραγματεία με τίτλο Προς ένα νέο Λαοκόοντα, στην οποία υποστήριξε ότι τώρα η αφηρημένη τέχνη παρείχε ένα ιδεώδες με το οποίο οι καλλιτέχνες μπορούν να συγκρίνουν την τέχνη τους. Ο τίτλος χρησιμοποιήθηκε από την Έκθεση του 2007 στο Ινστιτούτο Χένρι Μουρ (Henry Moore Institute),[13] η οποία παρουσίασε έργα σύγχρονων καλλιτεχνών που επηρεάστηκαν από το άγαλμα.

Υποσημειώσεις

Επεξεργασία
  1. William Smith, Dictionary of Greek and Roman Biography and Mythology, Taylor and Walton, 1846, σ. 776.
  2. Stewart, Andrew W. (1996), "Hagesander, Athanodorus and Polydorus", στο Hornblower, Simon, Oxford Classical Dictionary, Oxford: Oxford University Press.
  3. Richard Brilliant, My Laocoön - alternative claims in the interpretation of artworks, University of California Press, 2000, p.29
  4. Rose, Herbert Jennings, λήμμα Laocoön στο Oxford Classical Dictionary, (edit. Simon Hornblower), Oxford University Press, Oxford, 1996.
  5. Catterson, Lynn, "Michelangelo's 'Laocoön?'" Artibus et historiae. 52 2005: 29
  6. An Ancient Masterpiece Or a Master's Forgery?, New York Times, April 18, 2005
  7. Βλ. Beard, Mary. Arms and the Man: The restoration and reinvention of classical sculpture, Times Literary Supplement Αρχειοθετήθηκε 2008-10-11 στο Wayback Machine., 02/02/2001. Η Beard, στην πραγματικότητα, βλέπει με πολύ σκεπτικισμό την απόδοση του ανευρεθέντος χεριού στον Λαοοκόντα, παρατηρώντας ότι ‘Το νέο χέρι δεν ταιριάζει απευθείας με τον σπασμένο ώμο του πατέρα (χρειάστηκε να παρεμβληθεί γύψινη σφήνα). επίσης, οι διαστάσεις του φαίνεται να ανήκουν σε μικρότερη κλίμακα και το μάρμαρο είναι ελαφρά διαφορετικού χρώματος’.
  8. Seymour Howard, "Laocoon Re-restored" American Journal of Archaeology 93.3 (07/1989, σελ. 417-422), σ. 422.
  9. Bandinelli, Baccio. Web Gallery of Art. Ανακτήθηκε 27/03/2009.
  10. H. W. Janson, "Titian's Laocoon Caricature and the Vesalian-Galenist Controversy", The Art Bulletin, Vol. 28, No. 1 (Mar., 1946), σ. 49-53
  11. Ο Λαοκόων στην Αρχαιότητα Αρχειοθετήθηκε 2008-09-08 στο Wayback Machine.. Institute of Design + Culture, Ρώμη. Ανακτήθηκε 27/03/2009.(Αγγλικά)
  12. Τα σχόλια του Μπλέικ. Ανακτήθηκε 30/12/2006.(Αγγλικά)
  13. Towards a New Laocoon Αρχειοθετήθηκε 2015-09-06 στο Wayback Machine., Henry Moore Institute

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία