Ιταλική Αναγέννηση
Η Ιταλική Αναγέννηση, ιταλ.: Rinascimento ήταν μ;iα περίοδος στην ιταλική ιστορία μεταξύ του 14ου και του 16ου αι. Η περίοδος είναι γνωστή για την αρχική ανάπτυξη του ευρύτερου πολιτισμού της Αναγέννησης, που εξαπλώθηκε σε όλη τη Δυτική Ευρώπη και σηματοδότησε τη μετάβαση από τον Μεσαίωνα στη νεωτερικότητα. Οι υποστηρικτές μίας «μακράς Αναγέννησης» υποστηρίζουν ότι ξεκίνησε γύρω στο έτος 1300 και διήρκεσε μέχρι περίπου το 1600. [1] Σε ορισμένους τομείς, μία Πρωτο-Αναγεννησιακή περίοδος, που ξεκινά γύρω στο 1250, είναι συνήθως αποδεκτή. Η γαλλική λέξη renaissance (αντιστοιχεί στο rinascimento στα ιταλικά) σημαίνει «αναγέννηση» και ορίζει την περίοδο ως περίοδο πολιτιστικής αναγέννησης και ανανεωμένου ενδιαφέροντος για την κλασική αρχαιότητα μετά από μία περίοδο αιώνων, αυτό που οιιουμανιστές της Αναγέννησης ονόμασαν «Σκοτεινούς Αιώνες». Ο Ιταλός ιστορικός της Αναγέννησης Τζόρτζιο Βαζάρι χρησιμοποίησε τον όρο rinascita («αναγέννηση») στο έργο του «Βίοι των πιο εξαιρετικών ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων» το 1550, αλλά η έννοια έγινε ευρέως διαδεδομένη μόνο τον 19ο αι., μετά το έργο μελετητών όπως ο Ζυλ Μισελέ και ο Γιάκομπ Μπούρκχαρτ.
Η Αναγέννηση ξεκίνησε στην Τοσκάνη στην Κεντρική Ιταλία, και επικεντρώθηκε στην πόλη της Φλωρεντίας. Η Φλωρεντινή Δημοκρατία, μία από τις πολλές πόλεις-κράτη της χερσονήσου, ανήλθε σε οικονομική και πολιτική εξέχουσα θέση παρέχοντας πίστωση σε Ευρωπαίους μονάρχες, και θέτοντας τις βάσεις για εξελίξεις στον καπιταλισμό και στις τραπεζικές συναλλαγές. [2] Ο πολιτισμός της Αναγέννησης εξαπλώθηκε αργότερα στη Βενετία, την καρδιά μίας μεσογειακής αυτοκρατορίας και κάτοχο του ελέγχου των εμπορικών δρόμων με την ανατολή, από τη συμμετοχή της στις Σταυροφορίες και μετά τα ταξίδια του Μάρκο Πόλο μεταξύ 1271 και 1295. Έτσι, η Ιταλία ανανέωσε την επαφή με το Βυζάντιο, θεματοφύλακα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, γεγονός που παρείχε στους ουμανιστές μελετητές νέα κείμενα. Τέλος, η Αναγέννηση είχε σημαντική επίδραση στα Παπικά Κράτη και στη Ρώμη, η οποία ανοικοδομήθηκε σε μεγάλο βαθμό από ουμανιστές και πάπες της Αναγέννησης, όπως ο Ιούλιος Β΄ και ο Λέων Ι΄, οι οποίοι συχνά εμπλέκονταν στην ιταλική πολιτική, στη διαιτησία διαφορών μεταξύ ανταγωνιστικών αποικιακών δυνάμεων και στην αντίθεση στην Προτεσταντική Μεταρρύθμιση, η οποία ξεκίνησε π. 1517 .
Η Ιταλική Αναγέννηση είναι γνωστή για τα επιτεύγματά της στη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, τη λογοτεχνία, τη μουσική, τη φιλοσοφία, την επιστήμη, την τεχνολογία και την εξερεύνηση. Η Ιταλία έγινε ο αναγνωρισμένος Ευρωπαίος ηγέτης σε όλους αυτούς τους τομείς μέχρι τα τέλη του 15ου αι., κατά την εποχή της Ειρήνης του Λόντι (1454–1494) που συμφωνήθηκε μεταξύ ιταλικών κρατών. Η ιταλική Αναγέννηση κορυφώθηκε στα μέσα του 16ου αι., καθώς οι εσωτερικές διαμάχες και οι ξένες εισβολές βύθισαν την περιοχή στην αναταραχή των Ιταλικών Πολέμων (1494–1559). Ωστόσο, οι ιδέες και τα ιδανικά της Ιταλικής Αναγέννησης εξαπλώθηκαν στην υπόλοιπη Ευρώπη, ξεκινώντας τη Βόρεια Αναγέννηση από τα τέλη του 15ου αι. Ιταλοί εξερευνητές από τις ναυτικές δημοκρατίες υπηρέτησαν υπό την αιγίδα Ευρωπαίων μοναρχών, εγκαινιάζοντας την Εποχή των Ανακαλύψεων. Το πιο διάσημο ταξίδι ήταν αυτό του Χριστόφορου Κολόμβου (ο οποίος απέπλευσε για χάρη της Ισπανίας) και έθεσε τα θεμέλια για την ευρωπαϊκή κυριαρχία στην Αμερική. Άλλοι εξερευνητές περιλαμβάνουν τον Τζιοβάνι ντα Βερατσάνο (για χάρη της Γαλλίας), τον Αμέριγκο Βεσπούτσι (για την Ισπανία) και τον Τζον Κάμποτ (για την Αγγλία). Ιταλοί επιστήμονες όπως ο Φαλόπιο, ο Ταρτάλια, ο Γαλιλαίος και ο Τοριτσέλι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην Επιστημονική Επανάσταση, ενώ ξένοι όπως ο Κοπέρνικος και ο Βεσάλιος εργάστηκαν σε ιταλικά πανεπιστήμια. Οι ιστοριογράφοι έχουν προτείνει διάφορα γεγονότα και ημερομηνίες του 17ου αι., όπως η ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών θρησκευτικών πολέμων το 1648, ως σηματοδότες του τέλους της Αναγέννησης. [3]
Οι αφηγήσεις της πρωτ-Ααναγεννησιακής λογοτεχνίας συνήθως ξεκινούν με τους τρεις μεγάλους Ιταλούς συγγραφείς του 14ου αι.: τον Δάντη Αλιγκέρι (Θεία Κωμωδία), τον Πετράρχη (Καντσονιέρε) και τον Βοκκάκιο (Δεκαήμερο). Διάσημοι δημοτικοί ποιητές της Αναγέννησης περιλαμβάνουν τους επικούς συγγραφείς Λουίτζι Πούλτσι (Morgante), Mαττέο Μαρία Μποϊάρντo (Ερωτευμένος Ορλάνδος), Λουντοβίκο Αριόστo (Μαινόμενος Ορλάνδος) και Toρκουάτο Τάσσo (Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ). Συγγραφείς του 15ου αι., όπως ο ποιητής Πολιτσιάνο και ο πλατωνικός φιλόσοφος Μαρσίλιο Φιτσίνο, έκαναν εκτενείς μεταφράσεις τόσο από τα λατινικά όσο και από τα ελληνικά. Στις αρχές του 16ου αι., ο Μπαλντασάρε Καστιλιόνε διατύπωσε το όραμά του για τον ιδανικό κύριο και κυρία στο «Βιβλίο του Αυλικού», ενώ ο Νικολό Μακιαβέλι απέρριψε το ιδανικό με επίκεντρο την «αλήθεια των πραγμάτων» («la verità effettuale della cosa ») στον «Ηγεμόνα», ο οποίος συντέθηκε, σε ουμανιστικό ύφος, κυρίως από παράλληλα αρχαία και σύγχρονα παραδείγματα αρετής . Ιστορικοί της περιόδου περιλαμβάνουν τον ίδιο τον Μακιαβέλι, τον φίλο και κριτικό του Φραντσέσκο Γκουιτσαρντίνι και τον Τζιοβάνι Μποτέρο (Ο Λόγος ύπαρξης του Κράτους). Το τυπογραφείο του Άλδου, που ιδρύθηκε το 1494 από τον τυπογράφο Άλδο Μανούτιο, ο οποίος δραστηριοποιείτο στη Βενετία, ανέπτυξε εκδόσεις με πλάγια ("ιταλική") γραφή και εκδόσεις τσέπης, που μπορούσε κανείς να κουβαλήσει μαζί του· έγινε ο πρώτος που δημοσίευσε έντυπες εκδόσεις βιβλίων στα αρχαία ελληνικά. Η Βενετία έγινε επίσης η γενέτειρα της κομέντια ντελ' Άρτε.
Η ιταλική τέχνη της Αναγέννησης άσκησε κυρίαρχη επιρροή στην επακόλουθη ευρωπαϊκή ζωγραφική και γλυπτική για αιώνες μετά, με καλλιτέχνες όπως ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Ραφαήλ, ο Ντονατέλο, ο Τζιότο, ο Μαζάτσιο, ο Φρα Αντζέλικο, ο Πιέρο ντελα Φραντσέσκα, ο Ντομένικο Γκιρλαντάιο, ο Περουτζίνο, ο Μποτιτσέλι και ο Τιτσιάνο. Η ιταλική αναγεννησιακή αρχιτεκτονική είχε παρόμοιο αντίκτυπο σε ολόκληρη την Ευρώπη, όπως ασκήθηκε από τον Μπρουνελέσκι, τον Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι, τον Αντρέα Παλλάντιο και τον Μπραμάντε. Στα έργα τους περιλαμβάνονται ο Καθεδρικός Ναός της Φλωρεντίας, η Βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη και το Τέμπιο Μαλατεστιάνo στο Ρίμινι, καθώς και αρκετές ιδιωτικές κατοικίες. Η μουσική εποχή της Ιταλικής Αναγέννησης χαρακτηρίζεται από συνθέτες όπως ο Τζιοβάνι Πιερλουίτζι ντα Παλεστρίνα, τη Ρωμαϊκή Σχολή και αργότερα τη Βενετσιάνικη Σχολή, και τη γέννηση της όπερας μέσω προσωπικοτήτων όπως ο Κλαούντιο Μοντεβέρντι στη Φλωρεντία. Στη φιλοσοφία, στοχαστές όπως ο Γαλιλαίος, ο Μακιαβέλι, ο Τζορντάνο Μπρούνο και ο Πίκο ντελα Μιράντολα έδωσαν έμφαση στον νατουραλισμό και τον ουμανισμό, απορρίπτοντας έτσι το δόγμα και τον σχολαστικισμό.
Προέλευση και υπόβαθρο
ΕπεξεργασίαΗ Βόρεια και Κεντρική Ιταλία στα ύστερα χρόνια του Μεσαίωνα
ΕπεξεργασίαΜέχρι τον Ύστερο Μεσαίωνα (π. 1300 και μετά), το Λάτιον, η πρώην καρδιά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και η νότια Ιταλία ήταν γενικά φτωχότερες από τη Βόρεια. Η Ρώμη ήταν μία πόλη με αρχαία ερείπια, και τα Παπικά Κράτη διοικούνταν χαλαρά και ήταν ευάλωτα σε εξωτερικές παρεμβάσεις, ιδιαίτερα από τη Γαλλία και αργότερα από την Ισπανία. Ο Παπισμός προσβλήθηκε όταν ιδρύθηκε ο Παπισμός της Αβινιόν στη νότια Γαλλία, ως συνέπεια της πίεσης που άσκησε ο βασιλιάς Φίλιππος Δ΄ της Γαλλίας. [4] Στον νότο, η Σικελία βρισκόταν για κάποιο διάστημα υπό ξένη κυριαρχία, από τους Άραβες και στη συνέχεια από τους Νορμανδούς. Η Σικελία άκμασε για 150 χρόνια κατά τη διάρκεια του εμιράτου της Σικελίας και αργότερα για δύο αιώνες κατά τη διάρκεια του Νορμανδικού βασιλείου και του βασιλείου των Χόενσταουφέν, αλλά είχε παρακμάσει κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα.
Οι ιταλικοί εμπορικοί δρόμοι, που κάλυπταν τη Μεσόγειο και πέρα από αυτήν, ήταν επίσης σημαντικοί αγωγοί πολιτισμού και γνώσης. Η ανάκτηση χαμένων ελληνικών κλασικών έργων που έφεραν στην Ιταλία πρόσφυγες βυζαντινοί λόγιοι, οι οποίοι μετανάστευσαν κατά τη διάρκεια και μετά την οθωμανική κατάκτηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τον 15ο αι,, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πυροδότηση των νέων γλωσσολογικών σπουδών της Αναγέννησης, σε νεοσύστατες ακαδημίες στη Φλωρεντία και τη Βενετία. Οι ουμανιστές λόγιοι έψαξαν στις μοναστικές βιβλιοθήκες για αρχαία χειρόγραφα και ανέκτησαν τον Τάκιτο και άλλους Λατίνους συγγραφείς. Η εκ νέου ανακάλυψη του Βιτρούβιου σήμαινε ότι οι αρχιτεκτονικές αρχές της Αρχαιότητας μπορούσαν να παρατηρηθούν για άλλη μια φορά, και οι καλλιτέχνες της Αναγέννησης ενθαρρύνθηκαν, σε ατμόσφαιρα ουμανιστικής αισιοδοξίας, να διαπρέψουν στα επιτεύγματα των Αρχαίων, όπως ο Απελλής, για τον οποίο διάβαζαν.
Θρησκευτικό υπόβαθρο
ΕπεξεργασίαΜετά την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον 5ο αι. μ.Χ., η Καθολική Εκκλησία κάλυψε το κενό που δημιουργήθηκε. [5] Κατά τον Μεσαίωνα, η Εκκλησία θεωρούνταν το θέλημα Θεού και ρύθμιζε τα πρότυπα συμπεριφοράς στη ζωή. Η έλλειψη αλφαβητισμού και οι απαγορεύσεις στις μεταφράσεις της Βίβλου, ανάγκασαν τους περισσότερους ανθρώπους να βασίζονται στην ιερατική εξήγηση της βιβλικής ηθικής και των νόμων. [6]
Τον 11ο αι. η Εκκλησία καταδίωξε πολλές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων ειδωλολατρών, Εβραίων και λεπρών, προκειμένου να εξαλείψει τις παρατυπίες στην κοινωνία και να ενισχύσει την εξουσία της Εκκλησίας. [7] Απαντώντας στην αμφισβήτηση της εκκλησιαστικής εξουσίας από τους λαϊκούς, οι επίσκοποι έπαιξαν σημαντικό ρόλο, καθώς σταδιακά έχαναν τον έλεγχο της κοσμικής εξουσίας. Για να ανακτήσουν τη δύναμη του λόγου, υιοθέτησαν ακραίες μεθόδους ελέγχου, όπως η δίωξη των απίστων. [8]
Η Εκκλησία συγκέντρωνε επίσης πλούτο από τους πιστούς κατά τον Μεσαίωνα, όπως μέσω της πώλησης συγχωροχαρτιών, αν και αυτό συνέβαινε κυρίως στη βόρεια Ευρώπη. Επίσης, δεν πλήρωνε φόρους, γεγονός που καθιστούσε τον πλούτο της Εκκλησίας μεγαλύτερο από ορισμένους βασιλείς..[9]
Ο 13ος αιώνας
ΕπεξεργασίαΤον 13ο αι. μεγάλο μέρος της Ευρώπης γνώρισε ισχυρή οικονομική ανάπτυξη. Οι εμπορικοί δρόμοι των ιταλικών κρατών συνδέονταν με εκείνους των καθιερωμένων λιμένων της Μεσογείου, και τελικά με τη Χανσεατική Ένωση των περιοχών της Βαλτικής και των βόρειων περιοχών της Ευρώπης, δημιουργώντας μία δικτυακή οικονομία στην Ευρώπη για πρώτη φορά από τον 4ο αι. Οι πόλεις-κράτη της Ιταλίας επεκτάθηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, και αύξησαν την ισχύ τους, αποκτώντας de facto πλήρη ανεξαρτησία από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Γερμανία). Εκτός από το βασίλειο της Νάπολης, οι εξωτερικές δυνάμεις κράτησαν τούς στρατούς τους έξω από την Ιταλία. Είναι κρίσιμο ότι, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, δεδομένου ότι δεν επιτρεπόταν στους Χριστιανούς να δανείζουν χρήματα, ούτε στους Εβραίους να καλλιεργούν, οι εβραϊκές κοινότητες ανέπτυξαν μία σύγχρονη εμπορική υποδομή, με διπλογραφική λογιστική, ανώνυμες εταιρείες, ένα διεθνές τραπεζικό σύστημα, συστηματική αγορά συναλλάγματος, ασφάλειες, κρατικό χρέος (και μία ημέρα θα χρηματοδοτούσαν τα ταξίδια του Χριστόφορου Κολόμβου μέσω της συγκέντρωσης πόρων και του οικονομικού κινδύνου). Η Φλωρεντία έγινε το κέντρο αυτής της χρηματοοικονομικής βιομηχανίας, και το χρυσό φιορίνι έγινε το κύριο νόμισμα του διεθνούς εμπορίου.
Η νέα εμπορική άρχουσα τάξη, η οποία κέρδισε τη θέση της μέσω της απώλειας των δύο τρίτων του πληθυσμού της Δυτικής Ευρώπης σε επαναλαμβανόμενες επιδημίες (ακολουθούμενη από την πώληση περισσότερο από ενός εκατομμυρίου χριστιανών σκλάβων στην Αφρική από τους Μουσουλμάνους), άφησε οξεία έλλειψη εργατικού δυναμικού και έναν πολιτισμό ικανό να απαιτήσει υψηλότερους μισθούς, ακόμη και ιδιωτική ιδιοκτησία γης σε αντάλλαγμα. Ο μικρότερος πληθυσμός τελικά αντικατέστησε το φεουδαρχικό αριστοκρατικό μοντέλο, που είχε κυριαρχήσει στην Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα.
Ένα χαρακτηριστικό του Ύστερου Μεσαίωνα στη Βόρεια Ιταλία ήταν η άνοδος των αστικών κοινοτήτων, που είχαν αποσπαστεί από τον έλεγχο των επισκόπων και των τοπικών κομήτων. Σε μεγάλο μέρος της περιοχής, η αριστοκρατία των γαιοκτημόνων ήταν φτωχότερη από τους αστικούς πατριάρχες στην υψηλή μεσαιωνική χρηματική οικονομία, η πληθωριστική άνοδος των οποίων άφησε τους αριστοκράτες, που κατείχαν γαίες, φτωχότερους. Η αύξηση του εμπορίου κατά την πρώιμη Αναγέννηση ενίσχυσε αυτά τα χαρακτηριστικά. Η απότομη μείωση του πληθυσμού οδήγησε σε μία νέα τάξη, που αντικατέστησε τους δουλοπάροικους της φεουδαρχίας, και η άνοδος των πόλεων ήταν συνεργατική. Η ζήτηση για είδη πολυτελείας, για παράδειγμα, οδήγησε σε αύξηση του εμπορίου, η οποία οδήγησε στον πλούτο μεγαλύτερου αριθμού εμπόρων, οι οποίοι, με τη σειρά τους, δημιούργησαν ζήτηση για μπαχαρικά και είδη πολυτελείας. Αυτή η αλλαγή έδωσε στους εμπόρους σχεδόν πλήρη έλεγχο των κυβερνήσεων των ιταλικών πόλεων-κρατών, ενισχύοντας και πάλι το εμπόριο. Αυτή η ατμόσφαιρα δημιούργησε ζήτηση για οπτικά σύμβολα πλούτου.
Με άλλα λόγια, γεννήθηκε η μεσαία τάξη.
Μία από τις σημαντικότερες επιπτώσεις του πολιτικού ελέγχου ήταν η ασφάλεια. Όσοι πλούτιζαν εξαιρετικά σε ένα φεουδαρχικό κράτος, διέτρεχαν τον συνεχή κίνδυνο να έρθουν σε σύγκρουση με τη μοναρχία, και να κατασχεθούν οι γαίες τους, όπως συνέβη περίφημα στον Ζακ Κερ στη Γαλλία. Οι βόρειες πολιτείες διατήρησαν επίσης πολλούς μεσαιωνικούς νόμους που εμπόδιζαν σοβαρά το εμπόριο, όπως εκείνους κατά της τοκογλυφίας και τις απαγορεύσεις του εμπορίου με μη Χριστιανούς. Στις πόλεις-κράτη της Ιταλίας αυτοί οι νόμοι καταργήθηκαν ή ξαναγράφηκαν.
Κατάρρευση του 14ου αιώνα
ΕπεξεργασίαΟ 14ος αι. είδε μία σειρά από καταστροφές, που προκάλεσαν ύφεση στην ευρωπαϊκή οικονομία. Η Μεσαιωνική Θερμή Περίοδος τελείωνε, καθώς η κλιματική αλλαγή ξεκίνησε τη Μικρή Εποχή των Παγετώνων. Ένα ψυχρότερο κλίμα οδήγησε σε σημαντική μείωση της γεωργικής παραγωγής, οδηγώντας σε επαναλαμβανόμενους λιμούς, οι οποίοι επιδεινώθηκαν από την ταχεία αύξηση του πληθυσμού της προηγούμενης εποχής. Ο Εκατονταετής Πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας διέκοψε το εμπόριο σε όλη τη βορειοδυτική Ευρώπη, κυρίως όταν το 1345 ο βασιλιάς Εδουάρδος Γ΄ της Αγγλίας αποκήρυξε τα χρέη του, συμβάλλοντας στην κατάρρευση των δύο μεγαλύτερων φλωρεντινών τραπεζών, αυτών των Μπάρντι και Περούτσι.
Στα ανατολικά, ο πόλεμος κατά του Ισλάμ είχε διαταράξει τις εμπορικές οδούς, καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία επεκτεινόταν σε όλη την περιοχή. Αλλά η πιο καταστροφική ήταν η Μαύρη Πανώλη, που αποδεκάτισε τους πληθυσμούς των πυκνοκατοικημένων πόλεων της Βόρειας Ιταλίας, και επέστρεφε κατά διαστήματα στη συνέχεια. Η Φλωρεντία, για παράδειγμα, η οποία είχε πληθυσμό 45.000 κατοίκων πριν από την πανώλη, μειώθηκε κατά τα επόμενα 47 χρόνια κατά 25-50%. Ακολούθησε εκτεταμένη αναταραχή, συμπεριλαμβανομένης μίας εξέγερσης των Φλωρεντινών κλωστοϋφαντουργών, των ciompi, το 1378.
Ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αστάθειας, που έζησαν οι πρώτοι κοσμικοί συγγραφείς όπως ο Δάντης και ο Πετράρχης, και οι πιέσεις της αναγεννησιακής τέχνης ήταν εμφανείς, κυρίως στον ρεαλισμό του Τζιότο. Αυτές οι καταστροφές θα συνέβαλαν στην έλευση της Αναγέννησης. Καθώς η Μαύρη Πανώλη εξαφάνισε το ένα τρίτο του πληθυσμού της Ευρώπης, η επακόλουθη έλλειψη εργατικού δυναμικού αύξησε τους μισθούς, και ο υπόλοιπος πληθυσμός έγινε πολύ πλουσιότερος, καλύτερα τρεφόμενος, και -το σημαντικότερο- είχε περισσότερα πλεονάζοντα χρήματα, για να ξοδέψει σε είδη πολυτελείας.
Καθώς τα κρούσματα της πανώλης άρχισαν να μειώνονται στις αρχές του 15ου αι., ο κατεστραμμένος πληθυσμός της Ευρώπης άρχισε και πάλι να αυξάνεται. Η νέα ζήτηση για προϊόντα και υπηρεσίες βοήθησε επίσης στη δημιουργία μίας αυξανόμενης τάξης τραπεζιτών, εμπόρων και ειδικευμένων τεχνιτών. Οι φρικαλεότητες της Μαύρης Πανώλης και η φαινομενική αδυναμία της Εκκλησίας να παράσχει ανακούφιση, θα συνέβαλαν στη μείωση της επιρροής της Εκκλησίας. Επιπλέον, η κατάρρευση των τραπεζών Μπάρντι και Περούτσι θα άνοιγε τον δρόμο για τους ηγέτες των Μεδίκων να ανέλθουν σε εξέχουσα θέση στη Φλωρεντία. Ο Ρομπέρτο Σαμπατίνο Λόπεζ υποστηρίζει, ότι αυτή η οικονομική κατάρρευση ήταν η κύρια αιτία της Αναγέννησης. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, σε μία εποχή μεγαλύτερης ευημερίας, οι επιχειρηματίες θα είχαν επανεπενδύσει γρήγορα τα κέρδη τους, προκειμένου να κερδίσουν περισσότερα χρήματα σε ένα κλίμα ευνοϊκό για επενδύσεις. Ωστόσο, στα πιο φτωχά χρόνια του 14ου αι. οι πλούσιοι βρήκαν λίγες πολλά υποσχόμενες επενδυτικές ευκαιρίες για τα κέρδη τους, και αντ' αυτού επέλεξαν να ξοδέψουν περισσότερα στον πολιτισμό και την τέχνη. Σε αντίθεση με τα ρωμαϊκά κείμενα, τα οποία είχαν διατηρηθεί και μελετηθεί στη Δυτική Ευρώπη από τα τέλη της αρχαιότητας, η μελέτη των αρχαίων ελληνικών κειμένων ήταν πολύ περιορισμένη στη μεσαιωνική Ιταλία. Αρχαία ελληνικά έργα για τις επιστήμες, τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία είχαν μελετηθεί από τον Ύστερο Μεσαίωνα στη Δυτική Ευρώπη και κατά τη Χρυσή Εποχή του Ισλάμ (συνήθως σε μετάφραση), αλλά τα ελληνικά λογοτεχνικά, ρητορικά και ιστορικά έργα (όπως ο Όμηρος, οι Έλληνες δραματουργοί, ο Δημοσθένης και ο Θουκυδίδης) δεν μελετήθηκαν ούτε στον λατινικό, ούτε στον μεσαιωνικό μουσουλμανικό κόσμο. Κατά τον Μεσαίωνα, αυτού του είδους τα κείμενα μελετούνταν μόνο από Βυζαντινούς μελετητές. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η Αναγέννηση των Τιμουριδών στη Σαμαρκάνδη συνδέθηκε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι κατακτήσεις της οποίας οδήγησαν στη μετανάστευση Ελλήνων λογίων στην Ιταλία. [10]
Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα των Ιταλών μελετητών της Αναγέννησης ήταν η επιστροφή ολόκληρης αυτής της κατηγορίας ελληνικών πολιτιστικών έργων στη Δυτική Ευρώπη για πρώτη φορά από την ύστερη αρχαιότητα.
Μία άλλη δημοφιλής εξήγηση για την Ιταλική Αναγέννηση είναι η θέση, που διατύπωσε για πρώτη φορά ο ιστορικός Χανς Μπάρον [11] ότι η κύρια ώθηση της πρώιμης Αναγέννησης ήταν η μακροχρόνια σειρά πολέμων μεταξύ Φλωρεντίας και Μιλάνου. Μέχρι τα τέλη του 14ου αι. το Μιλάνο είχε γίνει μια κεντρική μοναρχία υπό τον έλεγχο της οικογένειας Βισκόντι. Ο Τζιαν Γκαλεάτσο Βισκόντι, ο οποίος κυβέρνησε την πόλη από το 1378 έως το 1402, ήταν φημισμένος τόσο για τη σκληρότητά του όσο και για τις ικανότητές του, και ξεκίνησε την οικοδόμηση μίας αυτοκρατορίας στη Βόρεια Ιταλία. Ξεκίνησε μία μακρά σειρά πολέμων, με το Μιλάνο να κατακτά σταθερά γειτονικά κράτη και να νικά τους διάφορους συνασπισμούς με επικεφαλής τη Φλωρεντία, που προσπαθούσαν μάταια να σταματήσουν την προέλαση. Αυτό κορυφώθηκε με την πολιορκία της Φλωρεντίας το 1402, όταν φαινόταν ότι η πόλη ήταν καταδικασμένη να πέσει, προτού ο Τζιαν Γκαλεάτσο αποβιώσει ξαφνικά και η αυτοκρατορία του καταρρεύσει.
Αυτή η θέση υποδηλώνει ότι κατά τη διάρκεια αυτών των μακροχρόνιων πολέμων, οι ηγετικές προσωπικότητες της Φλωρεντίας συσπείρωσαν τον λαό, παρουσιάζοντας τον πόλεμο ως έναν πόλεμο μεταξύ της ελεύθερης δημοκρατίας και μίας δεσποτικής μοναρχίας, μεταξύ των ιδανικών της Ελληνικής και της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και εκείνων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και των μεσαιωνικών βασιλείων. Για τον Μπάρον, η πιο σημαντική προσωπικότητα στη διαμόρφωση αυτής της ιδεολογίας ήταν ο Λεονάρντο Μπρούνι. Αυτή η περίοδος κρίσης στη Φλωρεντία ήταν η περίοδος, κατά την οποία ενηλικιώνονταν οι πιο επιδραστικές προσωπικότητες της πρώιμης Αναγέννησης, όπως ο Γκιμπέρτι, ο Ντονατέλο, ο Μαζολίνο και ο Μπρουνελέσκι. Εμποτισμένοι με αυτή τη δημοκρατική ιδεολογία, συνέχισαν να υποστηρίζουν δημοκρατικές ιδέες, που έμελλε να έχουν τεράστιο αντίκτυπο στην Αναγέννηση και την άνοδο της Δύσης.
Ανάπτυξη
ΕπεξεργασίαΔιεθνείς σχέσεις
ΕπεξεργασίαΗ Βόρεια Ιταλία και η άνω Κεντρική Ιταλία ήταν χωρισμένες σε έναν αριθμό εμπόλεμων πόλεων-κρατών, με τις πιο ισχυρές να είναι το Μιλάνο, η Φλωρεντία, η Πίζα, η Σιένα, η Γένοβα, η Φεράρα, η Μάντοβα, η Βερόνα και η Βενετία. Η Βόρεια Ιταλία κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα διχάστηκε περαιτέρω από τη μακροχρόνια μάχη για την κυριαρχία μεταξύ των δυνάμεων του Παπισμού και της αγίας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας: κάθε πόλη ευθυγραμμίστηκε με τη μία ή την άλλη παράταξη, αλλά ήταν εσωτερικά διχασμένη μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, των Γουέλφων (παπικών) και των Γιβελλίνων (αυτοκρατορικών). Οι πόλεμοι μεταξύ των κρατών ήταν συνηθισμένοι, και οι εισβολές από χώρες εκτός Ιταλίας περιορίζονταν σε διαλείπουσες εξόδους των αγίων ρωμαίων αυτοκρατόρων. Η πολιτική της Αναγέννησης αναπτύχθηκε σε αυτό το πλαίσιο. Από τον 13ο αι. καθώς οι στρατοί αποτελούνταν κυρίως από μισθοφόρους, οι εύπορες πόλεις-κράτη μπορούσαν να παρατάξουν σημαντικές δυνάμεις, παρά τον χαμηλό πληθυσμό τους. Κατά τη διάρκεια του 15ου αι. οι πιο ισχυρές πόλεις-κράτη προσάρτησαν τους μικρότερους γείτονές τους. Η Φλωρεντία κατέλαβε την Πίζα το 1406, [12] η Βενετία κατέλαβε την Πάντοβα και τη Βερόνα, ενώ το δουκάτο του Μιλάνου προσάρτησε μία σειρά από κοντινές περιοχές, όπως η Παβία και η Πάρμα.
Το πρώτο μέρος της Αναγέννησης είδε σχεδόν συνεχείς πολέμους σε ξηρά και θάλασσα, καθώς οι πόλεις-κράτη ανταγωνίζονταν για την υπεροχή. Στην ξηρά, αυτοί οι πόλεμοι διεξήχθησαν κυρίως από στρατούς μισθοφόρων γνωστούς ως κοντοτιέροι, ομάδες στρατιωτών που προέρχονταν από όλη την Ευρώπη, αλλά ιδιαίτερα από τη Γερμανία και την Ελβετία, με επικεφαλής κυρίως Ιταλούς διοικητές. Οι μισθοφόροι δεν ήταν διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν αδικαιολόγητα τη ζωή τους, και ο πόλεμος μετατράπηκε σε μεγάλο βαθμό σε πολιορκίες και ελιγμούς, προκαλώντας λίγες μάχες. Ήταν επίσης προς το συμφέρον των μισθοφόρων και των δύο πλευρών να παρατείνουν οποιαδήποτε σύγκρουση, ώστε να συνεχίσουν την απασχόλησή τους. Οι μισθοφόροι αποτελούσαν επίσης μία συνεχή απειλή για τους εργοδότες τους· αν δεν πληρώνονταν, συχνά στρέφονταν εναντίον του προστάτη τους. Αν γινόταν προφανές ότι ένα κράτος εξαρτιόταν εξ ολοκλήρου από μισθοφόρους, ο πειρασμός ήταν μεγάλος για τους μισθοφόρους να αναλάβουν οι ίδιοι τη διαχείρισή του: αυτό συνέβη σε αρκετές περιπτώσεις. Η ουδετερότητα διατηρήθηκε με τη Γαλλία, η οποία βρέθηκε περικυκλωμένη από εχθρούς, όταν η Ισπανία αμφισβήτησε την αξίωση του Καρόλου Η΄ στο βασίλειο της Νάπολης. Η ειρήνη με τη Γαλλία τερματίστηκε, όταν ο Κάρολος Η΄ εισέβαλε στην Ιταλία για να καταλάβει τη Νάπολη. [13]
Στη θάλασσα, οι ιταλικές πόλεις-κράτη έστειλαν πολλούς στόλους για να πολεμήσουν μεταξύ τους. Οι κύριοι διεκδικητές ήταν η Πίζα, η Γένοβα και η Βενετία, αλλά μετά από μία μακρά σύγκρουση, οι Γενουάτες κατάφεραν να καταλάβουν την Πίζα. Η Βενετία αποδείχθηκε ισχυρότερος αντίπαλος, και με την παρακμή της Γενουατικής ισχύος κατά τον 15ο αι. η Βενετία κατέστη κυρίαρχη στις θάλασσες. Σε απάντηση στις απειλές από την πλευρά της ξηράς, από τις αρχές του 15ου αι. η Βενετία ανέπτυξε αυξημένο ενδιαφέρον για τον έλεγχο της γης (terrtafirma), καθώς ξεκίνησε η Βενετσιάνικη Αναγέννηση.
Στην ξηρά, δεκαετίες μαχών έδειξαν τη Φλωρεντία, το Μιλάνο και τη Βενετία να αναδεικνύονται ως οι κυρίαρχοι παίκτες, και αυτές οι τρεις δυνάμεις τελικά άφησαν στην άκρη τις διαφορές τους, και συμφώνησαν στην Ειρήνη του Λόντι το 1454, η οποία έφερε σχετική ηρεμία στην περιοχή για πρώτη φορά μετά από αιώνες. Αυτή η ειρήνη θα διαρκούσε για τα επόμενα 40 χρόνια, και η αδιαμφισβήτητη ηγεμονία της Βενετίας στη θάλασσα οδήγησε επίσης σε μία άνευ προηγουμένου ειρήνη για μεγάλο μέρος του υπόλοιπου 15ου αι. Στις αρχές του 15ου αι. τυχοδιώκτες και έμποροι, όπως ο Νικολό Ντα Κόντι (1395–1469) ταξίδευσαν μέχρι τη Νοτιοανατολική Ασία και επέστρεψαν, φέρνοντας νέες γνώσεις για την κατάσταση του κόσμου, προμηνύοντας περαιτέρω ευρωπαϊκά εξερευνητικά ταξίδια τα επόμενα χρόνια.
Φλωρεντία υπό τους Μεδίκους
ΕπεξεργασίαΜέχρι τα τέλη του 14ου αι., πριν από τους Μεδίκους, η κορυφαία οικογένεια της Φλωρεντίας ήταν ο Οίκος των Αλμπίτσι. Το 1293 θεσπίστηκαν οι Διατάξεις Δικαιοσύνης, οι οποίες ουσιαστικά έγιναν το σύνταγμα της Δημοκρατίας της Φλωρεντίας καθ' όλη τη διάρκεια της Ιταλικής Αναγέννησης. Τα πολυάριθμα πολυτελή παλάτσι της πόλης περιβάλλονταν από μέγαρα, κτισμένα από την ολοένα και πιο ακμάζουσα εμπορική τάξη. [14] Το 1298 μία από τις κορυφαίες τραπεζικές οικογένειες της Ευρώπης, οι Μπονσινιόρι, χρεοκόπησαν, και έτσι η πόλη της Σιένα έχασε την ιδιότητά της ως τραπεζικό κέντρο της Ευρώπης, από τη Φλωρεντία.
Οι κύριοι ανταγωνιστές της οικογένειας Αλμπίτσι ήταν οι Μέδικοι, πρώτα υπό τον Τζιοβάνι ντι Μπίτσι των Μεδίκων και αργότερα υπό τον γιο του Κόζιμο τον Πρεσβύτερο. Οι Μέδικοι έλεγχαν την τράπεζα των Μεδίκων —την τότε μεγαλύτερη τράπεζα της Ευρώπης— και μία σειρά από άλλες επιχειρήσεις στη Φλωρεντία και αλλού. Το 1433 οι Αλμπίτσι κατάφεραν να εξορίσουν τον Κόζιμο. Την επόμενη χρονιά, ωστόσο, εξελέγη μία κυβέρνηση (signoria) υπέρ των Μεδίκων, και ο Κόζιμο επέστρεψε. Οι Μέδικοι έγιναν η κορυφαία οικογένεια της πόλης, μία θέση που θα κατείχαν για τους επόμενους τρεις αιώνες. Η Φλωρεντία οργάνωσε τους εμπορικούς δρόμους για τα εμπορεύματα μεταξύ Αγγλίας και Ολλανδίας, Γαλλίας και Ιταλίας. Μέχρι τα μέσα του αιώνα, η πόλη είχε γίνει η πρωτεύουσα των τραπεζών της Ευρώπης, και έτσι απέκτησε τεράστιο πλούτο. [15] Το 1439 ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος παρευρέθηκε σε μία σύνοδο στη Φλωρεντία, σε μία προσπάθεια ενοποίησης των Ανατολικών και Δυτικών Εκκλησιών. Αυτός έφερε βιβλία, και, ιδιαίτερα μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453, μία εισροή λογίων στην πόλη. [16] Η αρχαία Ελλάδα άρχισε να μελετάται με ανανεωμένο ενδιαφέρον, ιδιαίτερα η νεοπλατωνική σχολή σκέψης, [16] η οποία αποτέλεσε αντικείμενο μίας ακαδημίας, που ίδρυσαν οι Μέδικοι.
Η Φλωρεντία παρέμεινε δημοκρατία μέχρι το 1532 (βλ. δουκάτο της Φλωρεντίας ), σηματοδοτώντας παραδοσιακά το τέλος της Υψηλής Αναγέννησης στη Φλωρεντία, αλλά τα μέσα της δημοκρατικής διακυβέρνησης βρίσκονταν υπό τον αυστηρό έλεγχο των Μεδίκων και των συμμάχων τους, εκτός από τα διαστήματα μετά το 1494 και το 1527. Ο Κόζιμο και ο εγγονός του Λορέντσο των Μεδίκων σπάνια κατείχαν επίσημες θέσεις, αλλά ήταν οι αδιαμφισβήτητοι ηγέτες. Ο Κόζιμο ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους πολίτες, κυρίως επειδή έφερε ίια εποχή σταθερότητας και ευημερίας στην πόλη. Ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματά του ήταν η διαπραγμάτευση της Ειρήνης του Λόντι με τον Φραντσέσκο Α΄ Σφόρτσα, η οποία έθεσε τέλος στις δεκαετίες πολέμου με το Μιλάνο, και έφερε σταθερότητα σε μεγάλο μέρος της Βόρειας Ιταλίας. Ο Κόζιμο ήταν επίσης σημαντικός προστάτης των τεχνών, άμεσα και έμμεσα, χάρη στο ισχυρό παράδειγμα που έθεσε.
Τον Κόζιμο διαδέχθηκε ο άρρωστος με ποδάγρα γιος του, Πιέρο των Μεδίκων, ο οποίος απεβίωσε μετά από πέντε χρόνια στην ηγεσία της πόλης. Το 1469 τα ηνία της εξουσίας πέρασαν στον 21χρονο εγγονό του Κόζιμο, Λορέντσο, ο οποίος θα γινόταν γνωστός ως «Λορέντσο ο Μεγαλοπρεπής». Ο Λορέντσο ήταν ο πρώτος της οικογένειας που εκπαιδεύτηκε από νεαρή ηλικία στην ουμανιστική παράδοση, και είναι περισσότερο γνωστός ως ένας από τους σημαντικότερους προστάτες των τεχνών της Αναγέννησης. Ο Λορέντζο αναμόρφωσε το κυβερνών συμβούλιο της Φλωρεντίας από 100 μέλη σε 70, επισημοποιώντας την κυριαρχία των Μεδίκων. Οι δημοκρατικοί θεσμοί συνέχισαν, αλλά έχασαν κάθε εξουσία. Ο Λορέντσο ήταν λιγότερο επιτυχημένος στις επιχειρήσεις από τους επιφανείς προγόνους του, και η εμπορική αυτοκρατορία των Μεδίκων σταδιακά διαβρώθηκε. Ο Λορέντσο συνέχισε τη συμμαχία με το Μιλάνο, αλλά οι σχέσεις με τον παπισμό επιδεινώθηκαν, και το 1478 παπικοί πράκτορες συμμάχησαν με την οικογένεια Πάτσι, σε μία προσπάθεια να δολοφονήσουν τον Λορέντσο. Αν και η συνωμοσία των Πάτσι απέτυχε, ο νεαρός αδελφός του Λορέντσο, Τζουλιάνο, σκοτώθηκε στη λειτουργία της Κυριακής του Πάσχα στον καθεδρικό ναό της πόλης. [17] Η αποτυχημένη δολοφονία οδήγησε σε πόλεμο με την Παπική αυτοκρατορία, και χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογία για την περαιτέρω συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια του Λορέντσο. [18]
Η Εξάπλωση
ΕπεξεργασίαΤα ιδανικά της Αναγέννησης εξαπλώθηκαν αρχικά από τη Φλωρεντία στις γειτονικές πολιτείες της Τοσκάνης, όπως η Σιένα και η Λούκα. Ο πολιτισμός της Τοσκάνης σύντομα έγινε το πρότυπο για όλα τα κράτη της Βόρειας Ιταλίας, και η τοσκανική διάλεκτος άρχισε να κυριαρχεί σε όλη την περιοχή, ειδικά στη λογοτεχνία. Το 1447 ο Φραντσέσκο Α΄ Σφόρτσα ανέλαβε την εξουσία στο Μιλάνο, και μετέτρεψε γρήγορα αυτήν την -ακόμη μεσαιωνική- πόλη σε ένα σημαντικό κέντρο τέχνης και μάθησης, που προσέλκυσε τον Λεόνε Μπατίστα Αλμπέρτι. Η Βενετία, μία από τις πλουσιότερες πόλεις λόγω του ελέγχου της στην Αδριατική Θάλασσα, έγινε επίσης κέντρο του αναγεννησιακού πολιτισμού, ιδίως της βενετσιάνικης αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής. Οι μικρότερες Αυλές έφεραν την αναγεννησιακή προστασία σε μικρότερες πόλεις, οι οποίες ανέπτυξαν τις χαρακτηριστικές τους τέχνες: η Φερράρα, η Μάντοβα υπό τον Γκονζάγκα και το Ουρμπίνο υπό τον Φεντερίκο ντα Μοντεφέλτρο. Στη Νάπολη, η Αναγέννηση εγκαινιάστηκε υπό την αιγίδα του Αλφόνσου Α΄, ο οποίος κατέκτησε τη Νάπολη το 1443 και ενθάρρυνε καλλιτέχνες όπως ο Φραντσέσκο Λαουράνα και ο Αντονέλο ντα Μεσσίνα, καθώς και συγγραφείς όπως ο ποιητής Γιάκοπο Σαναζάρο και ο ουμανιστής λόγιος Άντζελο Πολιζάνο.
Το 1417 ο Παπισμός επέστρεψε στη Ρώμη, αλλά η κάποτε αυτοκρατορική πόλη παρέμεινε φτωχή και σε μεγάλο βαθμό ερειπωμένη κατά τα πρώτα χρόνια της Αναγέννησης. Η μεγάλη μεταμόρφωση ξεκίνησε υπό τον πάπα Νικόλαο Ε΄, ο οποίος έγινε ποντίφικας το 1447. Ξεκίνησε μία δραματική προσπάθεια ανοικοδόμησης, που τελικά θα έβλεπε μεγάλο μέρος της πόλης να ανανεώνεται. Ο ουμανιστής λόγιος Αινέας Σίλβιος Πικολόμινι έγινε πάπας Πίος Β΄ το 1458. Καθώς η παπική εξουσία περιήλθε υπό τον έλεγχο πλούσιων οικογενειών, όπως οι Μέδικοι και οι Βοργίες, το πνεύμα της τέχνης και της φιλοσοφίας της Αναγέννησης άρχισε να κυριαρχεί στο Βατικανό. Ο πάπας Σίξτος Δ΄ συνέχισε το έργο του Νικολάου Ε΄, με πιο γνωστή την εντολή για την κατασκευή της Καπέλα Σιξτίνα. Οι πάπες έγιναν επίσης ολοένα και πιο κοσμικοί ηγεμόνες, καθώς τα Παπικά Κράτη σφυρηλατήθηκαν σε μία κεντρική εξουσία από μία σειρά «πολεμιστών παπών».
Η φύση της Αναγέννησης άλλαξε επίσης στα τέλη του 15ου αι. Το ιδανικό της Αναγέννησης υιοθετήθηκε πλήρως από τις άρχουσες τάξεις και την αριστοκρατία. Στην πρώιμη Αναγέννηση, οι καλλιτέχνες θεωρούνταν τεχνίτες με ελάχιστο κύρος ή αναγνώριση. Μέχρι την ύστερη Αναγέννηση, οι κορυφαίοι καλλιτέχνες ασκούσαν μεγάλη επιρροή, και μπορούσαν να ζητούν υψηλές αμοιβές. Αναπτύχθηκε ένα ακμάζον εμπόριο τέχνης της Αναγέννησης. Ενώ στις αρχές της Αναγέννησης πολλοί από τους κορυφαίους καλλιτέχνες προέρχονταν από την κατώτερη ή μεσαία τάξη, όλο και περισσότερο γίνονταν αριστοκράτες.
Ο ευρύτερος πληθυσμός
ΕπεξεργασίαΩς πολιτιστικό κίνημα, η Ιταλική Αναγέννηση επηρέασε μόνο ένα μικρό μέρος του πληθυσμού. Η Ιταλία ήταν η πιο αστικοποιημένη περιοχή της Ευρώπης, αλλά τα τρία τέταρτα του πληθυσμού ήταν ακόμη αγρότες της υπαίθρου. Γι' αυτό το τμήμα του πληθυσμού, η ζωή παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη από τον Μεσαίωνα. Η κλασική φεουδαρχία δεν ήταν ποτέ κυρίαρχη στη Βόρεια Ιταλία, και οι περισσότεροι αγρότες εργάζονταν σε ιδιωτικά αγροκτήματα ή ως συμμέτοχοι καλλιεργητές. Μερικοί μελετητές βλέπουν μία τάση προς την επαναφωτιστική οικοδόμηση στην ύστερη Αναγέννηση, καθώς οι αστικές ελίτ μετατράπηκαν σε αριστοκράτες γαιοκτήμονες.
Η κατάσταση ήταν διαφορετική στις πόλεις. Αυτές κυριαρχούνταν από μία εμπορική ελίτ· τόσο αποκλειστική, όσο η αριστοκρατία οποιουδήποτε μεσαιωνικού βασιλείου. Αυτή η ομάδα έγινε ο κύριος προστάτης και το κοινό του πολιτισμού της Αναγέννησης. Κάτω από αυτούς υπήρχε μία μεγάλη τάξη τεχνιτών και μελών συντεχνιών, που ζούσαν άνετες ζωές και είχαν σημαντική δύναμη στις δημοκρατικές κυβερνήσεις. Αυτό ερχόταν σε έντονη αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη, όπου οι τεχνίτες ανήκαν σταθερά στην κατώτερη τάξη. Εγγράμματοι και μορφωμένοι, αυτή η ομάδα συμμετείχε στον πολιτισμό της Αναγέννησης. Το μεγαλύτερο τμήμα του αστικού πληθυσμού ήταν οι φτωχοί των πόλεων, οι ημιειδικευμένοι εργάτες και οι άνεργοι. Όπως και οι αγρότες, η Αναγέννηση είχε μικρή επίδραση πάνω τους. Οι ιστορικοί συζητούν πόσο εύκολη ήταν η μετακίνηση μεταξύ αυτών των ομάδων κατά την Ιταλική Αναγέννηση. Μπορούν να αναφερθούν παραδείγματα ατόμων, που άρχισαν από ταπεινά ξεκινήματα, αλλά ο Π. Μπέρκε σημειώνει δύο σημαντικές μελέτες σε αυτόν τον τομέα, που έχουν διαπιστώσει ότι τα δεδομένα δεν καταδεικνύουν σαφώς αύξηση της κοινωνικής κινητικότητας. Οι περισσότεροι ιστορικοί πιστεύουν ότι στις αρχές της Αναγέννησης η κοινωνική κινητικότητα ήταν αρκετά υψηλή, αλλά ότι εξασθένησε κατά τη διάρκεια του 15ου αι. Η ανισότητα στην κοινωνία ήταν πολύ υψηλή. Μία προσωπικότητα της ανώτερης τάξης θα ήλεγχε εκατοντάδες φορές περισσότερο εισόδημα από έναν υπηρέτη ή εργάτη. Μερικοί ιστορικοί θεωρούν αυτή την άνιση κατανομή του πλούτου σημαντική για την Αναγέννηση, καθώς η υποστήριξη της τέχνης βασίζεται στους πολύ πλούσιους. [19]
Η Αναγέννηση δεν ήταν μία περίοδος μεγάλων κοινωνικών ή οικονομικών αλλαγών, μόνο πολιτιστικής και ιδεολογικής ανάπτυξης. Άγγιξε μόνο ένα μικρό κλάσμα του πληθυσμού, και στη σύγχρονη εποχή αυτό έχει οδηγήσει πολλούς ιστορικούς, όπως όποιον που ακολουθεί τον ιστορικό υλισμό, να μειώσουν τη σημασία της Αναγέννησης στην ανθρώπινη ιστορία. Αυτοί οι ιστορικοί τείνουν να σκέφτονται με όρους «Πρώιμης Νεότερης Ευρώπης». Ο Ρότζερ Όσμπορν [20] υποστηρίζει ότι «Η Αναγέννηση είναι μία δύσκολη έννοια για τους ιστορικούς, επειδή η ιστορία της Ευρώπης μετατρέπεται ξαφνικά σε ιστορία της ιταλικής ζωγραφικής, γλυπτικής και αρχιτεκτονικής».
Η παρακμή της Αναγέννησης στην Ιταλία
ΕπεξεργασίαΤο τέλος της Ιταλικής Αναγέννησης είναι τόσο ανακριβώς σημειωμένο, όσο και το σημείο εκκίνησής της. Για πολλούς, η άνοδος στην εξουσία στη Φλωρεντία του αυστηρού μοναχού Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα το 1494–1498 σηματοδοτεί το τέλος της ακμής της πόλης. Για άλλους, η θριαμβευτική επιστροφή της οικογένειας των Μεδίκων στην εξουσία το 1512 σηματοδοτεί την έναρξη της ύστερης φάσης στις τέχνες της Αναγέννησης, η οποία ονομάζεται Μανιερισμός. Άλλες αναφορές εντοπίζουν το τέλος της Ιταλικής Αναγέννησης στις γαλλικές εισβολές των αρχών του 16ου αι. και στην επακόλουθη σύγκρουση μεταξύ Γαλλίας και Ισπανών ηγεμόνων για τον έλεγχο της ιταλικής επικράτειας. Ο Σαβοναρόλα ανήλθε στην εξουσία χάρη σε μία ευρεία αντίδραση για τον κοσμικό χαρακτήρα και τη χαλαρότητα της Αναγέννησης. Κατά τη σύντομη βασιλεία του, πολλά έργα τέχνης καταστράφηκαν στη «Φωτιά των μάταιων πραγμάτων» στο κέντρο της Φλωρεντίας. Με την επιστροφή των Μεδίκων στην εξουσία, πλέον ως μεγάλοι δούκες της Τοσκάνης, το αντικίνημα στην Εκκλησία συνεχίστηκε. Το 1542 σχηματίστηκε η Ιερή Σύνοδος της Ιεράς Εξέτασης και λίγα χρόνια αργότερα, ο Κατάλογος Απαγορευμένων Βιβλίων (Index Librorum Prohibitorum) απαγόρευσε ένα ευρύ φάσμα έργων λογοτεχνίας της Αναγέννησης, γεγονός που σηματοδοτεί το τέλος των εικονογραφημένων χειρογράφων μαζί με τον Τζούλιο Κλόβιο, ο οποίος θεωρείται ο μεγαλύτερος εικονογράφος της ιταλικής Υψηλής Αναγέννησης, και αναμφισβήτητα, ο τελευταίος πολύ αξιοσημείωτος καλλιτέχνης στη μακρά παράδοση των εικονογραφημένων χειρογράφων, πριν από ορισμένες σύγχρονες αναβιώσεις.
Υπό την καταστολή της Καθολικής Εκκλησίας και τις καταστροφές του πολέμου, ο ουμανισμός έγινε «παρόμοιος με την αίρεση». [21]
Εξίσου σημαντικό ήταν το τέλος της σταθερότητας με μία σειρά ξένων εισβολών στην Ιταλία, γνωστών ως Ιταλικοί Πόλεμοι, που θα συνεχίζονταν για αρκετές δεκαετίες. Αυτά ξεκίνησαν με την εισβολή της Γαλλίας το 1494, η οποία προκάλεσε εκτεταμένες καταστροφές στη Βόρεια Ιταλία, και έθεσε τέλος στην ανεξαρτησία πολλών πόλεων-κρατών. Η πιο καταστροφική ήταν η λεηλασία της Ρώμης από ισπανικά και γερμανικά στρατεύματα στις 6 Μαΐου 1527, η οποία για δύο δεκαετίες σχεδόν έθεσε τέλος στον ρόλο του Παπισμού ως του μεγαλύτερου προστάτη της τέχνης και της αρχιτεκτονικής της Αναγέννησης.
Ενώ η Ιταλική Αναγέννηση έφθινε, η Βόρεια Αναγέννηση υιοθέτησε πολλά από τα ιδανικά της, και μεταμόρφωσε τα στυλ της. Αρκετοί από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της Ιταλίας επέλεξαν να μεταναστεύσουν. Το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα ήταν ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο οποίος έφυγε για τη Γαλλία το 1516, αλλά ομάδες λιγότερο σημαντικών καλλιτεχνών που προσκλήθηκαν να μεταμορφώσουν το Κάστρο του Φονταινεμπλώ δημιούργησαν τη Σχολή του Φονταινεμπλώ, η οποία ενέπνευσε το στυλ της ιταλικής Αναγέννησης στη Γαλλία. Από το Φονταινεμπλώ, τα νέα στυλ, μετασχηματισμένα από τον Μανιερισμό, έφεραν την Αναγέννηση στις Κάτω Χώρες και από εκεί σε όλη τη Βόρεια Ευρώπη.
Αυτή η εξάπλωση προς τα βόρεια ήταν επίσης αντιπροσωπευτική μίας ευρύτερης τάσης. Η μεσογειακή εμπορική οδός δεν ήταν πλέον η πιο σημαντική της Ευρώπης. Το 1498 ο Βάσκο ντα Γκάμα έφτασε στην Ινδία, και από εκείνη την ημερομηνία η κύρια διαδρομή εμπορευμάτων από την Ανατολή ήταν μέσω των λιμανιών του Ατλαντικού της Λισαβόνας, της Σεβίλλης, της Νάντης, του Μπρίστολ και του Λονδίνου.
Δείτε επίσης
ΕπεξεργασίαΣημειώσεις
Επεξεργασία- ↑ "Renaissance Historians of different kinds will often make some choice between a long Renaissance (e.g. 1300–1600), a short one (1453–1527), or somewhere in between (the fifteenth and sixteenth centuries, as is commonly adopted in music histories)." The Cambridge History of Seventeenth-Century Music (2005), p. 4, Cambridge University Press, Google Books. Or between Petrarch and Jonathan Swift (1667–1745), an even longer period. See Rosalie L. Colie quoted in Hageman, Elizabeth H., in Women and Literature in Britain, 1500–1700, p. 190, 1996, ed. Helen Wilcox, Cambridge University Press, (ISBN 9780521467773), 0521467772, Google Books
- ↑ Compre: Sée, Henri. «Modern Capitalism Its Origin and Evolution» (PDF). University of Rennes. Batoche Books. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 7 Οκτωβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2013.
The origin and development of capitalism in Italy are illustrated by the economic life of the great city of Florence.
- ↑ Florman, Samuel C. (2015). Engineering and the Liberal Arts: A Technologist's Guide to History, Literature, Philosophy, Art and Music. Macmillan. ISBN 9781466884991.
[...] Let us look for a moment at Europe just after the Treaty of Westphalia in 1648, almost two hundred years after the date that we choose to mark the transition from the Middle Ages to the Renaissance. [...] The religious war was over. The Reformation and the Counter-Reformation were things of the past. Truly we can say that the Renaissance had ended. [...]
- ↑ «Filippo IV il Bello re di Francia» (στα Ιταλικά). Ανακτήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2021.
- ↑ «How the Church Dominated Life in the Middle Ages». History Hit (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 2020.
- ↑ «The Medieval Church». World History Encyclopedia. Ανακτήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 2020.
- ↑ Miller, Maureen C. (1 Ιανουαρίου 2002). The Bishop's Palace. Cornell University Press. ISBN 978-1-5017-2820-4.
- ↑ Cossar, Roisin (2002). Miller, Maureen, επιμ. «Christianity and Power in Medieval Italy». Method & Theory in the Study of Religion 14 (3/4): 415–419. doi: . ISSN 0943-3058. https://www.jstor.org/stable/23550005.
- ↑ Gasper, Giles E. M.· Gullbekk, Svein H. (2016). Money and the Church in Medieval Europe, 1000–1200: Practice, Morality and Thought (στα Αγγλικά) (0 έκδοση). Routledge. ISBN 978-1-315-59599-3.
- ↑ Har, Michael H. History of Libraries in the Western World, Scarecrow Press Incorporate, 1999, (ISBN 0-8108-3724-2)
- ↑ Baron, Hans. "The Crisis of the Early Italian Renaissance". Princeton University Press, 1966. (ISBN 0-691-00752-7)
- ↑ Beattie, Blake R. (2011-07-01). «11.07.23, Tognetti, ed., Firenze e Pisa Dopo Il 1406» (στα αγγλικά). The Medieval Review. ISSN 1096-746X. https://scholarworks.iu.edu/journals/index.php/tmr/article/view/17312.
- ↑ Bernier, Olivier (1983). The Renaissance Princes. Stonehenge Press. σελ. 15. ISBN 0867060859.
- ↑ «History of Florence». Aboutflorence.com. Ανακτήθηκε στις 26 Μαΐου 2009.
- ↑ Bernier, Olivier (1983). The Renaissance Princes. Stonehenge Press. σελ. 14. ISBN 0867060859.
- ↑ 16,0 16,1 Bernier, Olivier (1983). The Renaissance Princes. Stonehenge Press. σελ. 13. ISBN 0867060859.
- ↑ «Pazzi conspiracy | Renaissance, Florence, Lorenzo de' Medici | Britannica». www.britannica.com (στα Αγγλικά). 19 Δεκεμβρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2024.
- ↑ Peter Barenboim, Sergey Shiyan, Michelangelo: Mysteries of Medici Chapel, SLOVO, Moscow, 2006. (ISBN 5-85050-825-2)
- ↑ Pullan, Brian S. (1973). History of early Renaissance Italy: From the mid-thirteenth to the mid-fifteenth century. London: Allen Lane. ISBN 978-0-7139-0304-1.
- ↑ Osborne, Roger (2008). Civilization: A New History of the Western World. Random House. σελ. 183. ISBN 9780099526063. Ανακτήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2013.
- ↑ «Italian Renaissance». HISTORY (στα Αγγλικά). 17 Ιουλίου 2020. Ανακτήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2020.
Πηγές
Επεξεργασία- Baker, Nicholas Scott. The Fruit of Liberty: Political Culture in the Florentine Renaissance, 1480–1550. Harvard University Press, 2013.
- Baron, Hans. The Crisis of the Early Italian Renaissance: Civic Humanism and Republican Liberty in an Age of Classicism and Tyranny. Princeton: Princeton University Press, 1966.
- Bayer, A. (2004). Painters of Reality: The Legacy of Leonardo and Caravaggio in Lombardy. New York: The Metropolitan Museum of Art. ISBN 9781588391162.
- Bayer, A., επιμ. (2008). Art and love in Renaissance Italy . New York: The Metropolitan Museum of Art. ISBN 9780300124118.
- Burckhardt, Jacob. The Civilization of the Renaissance in Italy. 1878 (online).
- Burke, Peter. The Italian Renaissance: Culture and Society in Italy. Princeton: Princeton University Press, 1999.
- Capra, Fritjof (2008). The Science of Leonardo. Inside the Mind of the Great Genius of the Renaissance. Doubleday, (ISBN 978-0-385-51390-6).
- Ceriani Sebregondi, Giulia. On Architectural Practice and Arithmetic Abilities in Renaissance Italy. Architectural Histories, vol. 3, no. 1, 2015 (online).
- Cronin, Vincent:
- The Florentine Renaissance. 1967, (ISBN 0-00-211262-0).
- The Flowering of the Renaissance. 1969, (ISBN 0-7126-9884-1).
- The Renaissance. 1992, (ISBN 0-00-215411-0).
- Hagopian, Viola L. "Italy", in Stanley Sadie (ed.). The New Grove Dictionary of Music and Musicians. London: Macmillan Publishers Ltd., 1980.
- Hay, Denys. The Italian Renaissance in Its Historical Background. Cambridge: Cambridge University Press, 1977.
- Jensen, De Lamar. Renaissance Europe. 1992.
- Jurdjevic, Mark. "Hedgehogs and Foxes: The Present and Future of Italian Renaissance Intellectual History", in Past & Present 195 (2007), pp. 241–268.
- Keele, Kenneth D.· Roberts, Jane (1983). Leonardo da Vinci: Anatomical Drawings from the Royal Library, Windsor Castle. New York: The Metropolitan Museum of Art. ISBN 0-87099-362-3.
- Lopez, Robert Sabatino. The Three Ages of the Italian Renaissance. Charlottesville: University Press of Virginia, 1970.
- Petrocchi, Alessandra & Joshua Brown. Languages and Cross-Cultural Exchanges in Renaissance Italy. Turnhout: Brepols, 2023.
- Pullan, Brian S. History of Early Renaissance Italy. London: Lane, 1973.
- Raffini, Christine. Marsilio Ficino, Pietro Bembo, Baldassare Castiglione: Philosophical, Aesthetic, and Political Approaches in Renaissance Platonism. Renaissance and Baroque Studies and Texts 21, Peter Lang Publishing, 1998, (ISBN 0-8204-3023-4).
- Ruggiero, Guido. The Renaissance in Italy: A Social and Cultural History of the Rinascimento. Cambridge University Press, 2015 (online review).