Τάσος Χαλκιάς (μουσικός)
Ο Τάσος Χαλκιάς (Αναστάσιος Χαλκιάς, 1914 - 12 Αυγούστου 1992) ήταν διάσημος Έλληνας μουσικός - κλαρινίστας, καταγόμενος από Ηπειρώτικη οικογένεια μουσικών της λαϊκής παράδοσης. Γεννήθηκε στη Γρανιτσοπούλα Ιωαννίνων το 1914 και πέθανε στον Πειραιά το 1992.
Τάσος Χαλκιάς | |
---|---|
Γέννηση | 1914 Ιωάννινα |
Θάνατος | 12 Αυγούστου 1992[1] Πειραιάς |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Ιδιότητα | κλαρινετίστας |
Τέκνα | Λάκης Χαλκιάς |
Βιογραφικά στοιχεία
ΕπεξεργασίαΟ Τάσος Χαλκιάς είναι διαπρεπής λαϊκός εκτελεστής (κλαρινίστας) από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του μουσικού παραδοσιακού Χώρου όλων των εποχών. Ο «Βενιαμίν» της μουσικής Κομπανίας των Χαλκιάδων (5ος γιος του Πολυχρόνη Χαλκιά) μπήκε από μικρός στα βάσανα, γιατί 4 ετών ορφάνεψε από πατέρα. Σε ηλικία 6 ετών σχεδόν έμαθε μόνος του να παίζει χωρίς να γνωρίζει να διαβάζει παρτιτούρα. Μετά από περιπέτειες και αποσπασματική μαθητεία στα αδέλφια του (όλοι μουσικοί) έγινε δεκτός στην περίφημη Κομπανία των «Χαλκιάδων», δίπλα στα 5 αδέλφια του· ήταν τότε 17 ετών. Η «Κομπανία», το μεν καλοκαίρι έπαιζε στα πανηγύρια της Ηπείρου· τον δε χειμώνα ήταν εγκατεστημένη στην Αθήνα (στον Βοτανικό).[3] Στο έπος του 1940 ο Αναστάσιος Χαλκιάς πολέμησε και τραυματίστηκε. Το 1941 σε γερμανικό βομβαρδισμό σκοτώθηκαν η γυναίκα και τα 2 του παιδιά. Τότε εκείνος εντάχτηκε στην Αντίσταση και πολέμησε τον Κατακτητή από τις γραμμές του ΕΛΑΣ. Μεταπολεμικά, η Κομπανία των Χαλκιάδων επανασυστάθηκε και περιόδευσε ανά τα πανηγύρια της χώρας, ενώ αρχισε και να δισκογραφεί στην «Κολούμπια». Το 1950 ο Τάσος Χαλκιάς επισκέφτηκε το Κάιρο με μεγάλη επιτυχία.[3] Κατόπιν, επισκέφτηκε την Αμερική (παρέμεινε εκεί στο διάστημα 1958-63 και κάθισε στο ίδιο «πάλκο» με τους: Γ. Παπαϊωάννου, Στ. Τζουανάκο, κ.ά.), όπου γνωρίσθηκε με τον διεθνούς φήμης κλαρινίστα Τζαζίστα Μπένι Γκούντμαν (Benny Goodman). Ο Γκούντμαν όταν άκουσε τον Χαλκιά έμεινε άναυδος και έσπευσε να τον συγχαρεί ως τον καλύτερο κλαρινίστα του πλανήτη.[4] Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, σχημάτισε το 1964 νέο «οικογενειακό» συγκρότημα και εμφανίστηκε σε γνωστά Κέντρα της Αθήνας («Μαυρομμάτη», «Ζούγκλα»,κ.λπ.). Όμως ξανάφυγε για την Αμερική, μένοντας εκεί άλλα 3 χρόνια και σ’ αυτό το διάστημα ηχογράφησε περί τα 180 τραγούδια («Βασιλικέ μου τρίκλωνε», «Έρωτα πανάθεμά σε», «Το παράπονο του τσοπάνου»,κ.λπ..). Επέστρεψε στην Αθήνα και το 1970 εμφανίστηκε με τους Δ.Σαββόπουλο. Το 1972 ανέλαβε τη μουσική του «Αίαντα» που ανέβασε το ΚΘΒΕ. Δέκα χρόνια αργότερα, ήταν ο «κουμανταδόρος» στις 3 πανηγυρικές συναυλίες που διοργανώθηκαν στο Θέατρο Λυκαβηττού (για να τιμηθούν τα 125 χρόνια των «Χαλκιάδων») στις οποίες μετείχαν όλοι «οι δυνάμενοι φέρειν όπλα» συγγενείς του. Στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του έπαιξε σε δεκάδες δίσκους και ηχογράφησε εκατοντάδες μουσικούς σκοπούς (για την Ακαδημία Αθηνών, το Γ΄ Πρόγραμμα και τη δισκογραφία).[3]
Δίσκοι του
ΕπεξεργασίαΤα τελευταία χρόνια της ζωής του, λόγω καρδιακών επεισοδίων και πνευμονικών οιδημάτων, είχε αποχωριστεί το τελευταίο κλαρίνο του (το οποίο μετά τον θάνατό του κατατέθηκε στο «Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων»). Στους LP δίσκους του περιλαμβάνονται: «Το κλαρίνο του Χαλκιά» (1967), «Ηπειρώτικος γάμος» (1973), «Τούρκοι βαστάτε τ’ άλογα» (1975), «Ηπειρώτικο γλέντι» (1976), «Ήπειρος» (1976), Τάσος Χαλκιάς: «Great Solos 4: Κλαρίνο» (1977), «Τα Ηπειρώτικα» (1982), «Ο Τ. Χαλκιάς και το κλαρίνο του, Νο 3» (1984), «Αθάνατα κλαρίνα» (1984), «Τ. Χαλκιάς» (1992) και άλλοι.[3][4]
To κλαρίνο στην Ελλάδα
ΕπεξεργασίαΤο κλαρίνο (Clarinette διεθνώς), ως πνευστό λαϊκό μουσικό όργανο έρχεται στην Ελλάδα από την Τουρκία με τους «Τουρκόγυφτους», γύρω στα 1835, αλλά και μέσω των Οθωμανικών στρατιωτικών συγκροτημάτων. Άλλη άποψη λέει, ότι ήρθε από την Ευρώπη μέσω των φιλαρμονικών των Ιονίων νήσων, Κέρκυρα, Ζάκυνθος, Λευκάδα, περί το έτος 1780. Πρωτοεμφανίζεται στην Ήπειρο και στη δυτική Μακεδονία, απ' όπου και προχωρεί προς τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Μαζί, αρχικά με το Βιολί και το λαούτο και αργότερα και με το σαντούρι, αποτελούν την κομπανία, το κατεξοχήν λαϊκό μουσικό σχήμα που αντικαθιστά σιγά-σιγά την πατροπαράδοτη ζυγιά (ζεύγος μουσικών οργάνων), νταούλι - ζουρνά και τη φλογέρα.[5] Την εποχή που πρωτοεμφανίζεται το Κλαρίνο, γύρω στα 1835, το δημοτικό τραγούδι έχει κλείσει ουσιαστικά το δημιουργικό του κύκλο. Χάρη στις μεγαλύτερες τεχνικές και εκφραστικές του δυνατότητες σε σύγκριση με το ζουρνά, που σταδιακά παραμερίζεται από το κλαρίνο, παίρνει γρήγορα την πρώτη θέση ανάμεσα στα μελωδικά όργανα. Αναγνωρίζεται ως εθνικό όργανο και στα χέρια άξιων μουσικών γίνεται το κατεξοχήν εκφραστικό μουσικό εργαλείο στην ηπειρωτική Ελλάδα, ιδίως στην Ήπειρο και τη Στερεά Ελλάδα.[6] Στην ιστορία της δημοτικής δισκογραφίας, θεωρούνται ως οι πρυτάνεις του κλαρίνου οι Νίκος Καρακώστας, Βασίλης Σούκας, Αναστάσιος Χαλκιάς (Τάσος), Βασίλης Σαλέας, Πέτρος Χαλκιάς (Πετρολούκας), Χριστόφορος Μπεκιάρης, Ηλίας Καψάλης και οι Πρεβεζάνοι Νίκος Τζάρας, Βασίλης Μπεσίρης (Τουρκοβασίλης), και αργότερα ο σύγχρονος Ιωάννης Βασιλειάδης, και ο Μικρασιάτης Ιωάννης Χαρισιάδης.[εκκρεμεί παραπομπή]
Ο θάνατός του
ΕπεξεργασίαΌπως προαναφέρθηκε, ο Τάσος Χαλκιάς απεβίωσε από παθολογικά προβλήματα στον Πειραιά το 1992. Σύμφωνα με τα ηπειρώτικα παλιά έθιμα αλλά και με την επιθυμία του, στην τελετή της ταφής του ομάδα από τριάντα κλαρινίστες συναδέλφους του έπαιξαν ένα Ηπειρώτικο μοιρολόι πάνω από τον τάφο του. Η σκηνή αυτή έχει φωτογραφηθεί και δημοσιευθεί στον τύπο.[7]
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ www
.gtc-music1 .com /forum /index .php?topic=3895 .0. - ↑ Ανδρέας Χρονόπουλος: «Τάσος Χαλκιάς Θύμησες και σημειώσεις», Εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα 1985
- ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 Τάκης Καλογερόπουλος: Λεξικό της Ελληνικής μουσικής, εκδόσεις Γιαλλελή, Αθήνα 2001
- ↑ 4,0 4,1 Ανδρέας Χρονόπουλος: "Θύμησες και σημειώσεις Τάσου Χαλκιά", Εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα 1985
- ↑ Δέσποινα Μαζαράκη: «Το λαϊκό κλαρίνο στην Ελλάδα», εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1984
- ↑ Αράπη Μαρία: «Το κλαρίνο στην Ήπειρο», εφημερίδα τα Τζουμέρκα, Μάϊος 2009
- ↑ Ελευθεροτυπία: "Έφυγε ο πατέρας του κλαρίνου. Με ηπειρώτικο μοιρολόι τον αποχαιρέτησαν οι συνάδελφοί του", Αθήνα 1992