Πελοπόννησος

χερσόνησος και γεωγραφικό διαμερίσμα της Ελλάδας
(Ανακατεύθυνση από Πελοπόννησο)
Αυτό το λήμμα αφορά το γεωγραφικό διαμέρισμα. Για την Περιφέρεια, δείτε: Περιφέρεια Πελοποννήσου.

Η Πελοπόννησος, γνωστή και ως Μωριάς (Μοριάς), είναι η μεγαλύτερη χερσόνησος της Ελλάδας, και ένα από τα εννέα γεωγραφικά της διαμερίσματα. Βρίσκεται στα νότια του ηπειρωτικού τμήματος της χώρας και συνδέεται με τη Στερεά Ελλάδα μέσω του Ισθμού της Κορίνθου και της γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου. Η Πελοπόννησος διαιρείται διοικητικά σε επτά νομούς (Αργολίδας, Αρκαδίας, Αχαΐας, Ηλείας, Κορινθίας, Λακωνίας, Μεσσηνίας), ενώ ένα μικρό τμήμα της στα ανατολικά υπάγεται διοικητικά στο Νομό Αττικής. Από το 1986 χωρίζεται διοικητικά σε δύο περιφέρειες, της Δυτικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου (και ένα μικρό τμήμα αντίστοιχα, στην Περιφέρεια Αττικής).

Πελοπόννησος
Διοίκηση
Χώρα:Ελλάδα
Απελευθέρωση1821
Περιφέρειες:Δυτικής Ελλάδας
Πελοποννήσου
Αττικής
Γεωγραφία και στατιστική
Πληθυσμός:996.106 (2021)
Αριθμός δήμων38

Η Πελοπόννησος είναι ένας τόπος πλούσιος σε ομορφιά και παραδόσεις.

Η έκταση της Πελοποννήσου είναι 21.439 τετρ. χλμ. και ο πληθυσμός της, σύμφωνα με την απογραφή του 2021, ανέρχεται σε 996.106 κατοίκους. Αποτελεί ιστορική κοιτίδα του ελληνισμού και κατοικείται από τα προϊστορικά χρόνια. Σε αυτήν αναπτύχθηκε ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός και κατοίκησαν και τα τρία κυριότερα ελληνικά φύλα (Αχαιοί, Ίωνες και Δωριείς), ενώ σε αυτή βρίσκονταν ορισμένες από τις σπουδαιότερες ελληνικές πόλεις-κράτη, όπως η Σπάρτη, η Κόρινθος και το Άργος. Αποτέλεσε θέατρο των περισσότερων πολεμικών συγκρούσεων που έλαβαν χώρα στον ελληνικό χώρο, με κορυφαία ιστορικά παραδείγματα τον Πελοποννησιακό Πόλεμο με τη σύγκρουση μεταξύ της Δηλιακής Συμμαχίας και της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, καθώς και την Ελληνική Επανάσταση (’21), κατά την οποία πρωτοστάτησε και διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο, αποτελώντας και τόπο έναρξής της. Γνώρισε ιστορικά διάφορους κατακτητές όπως Ρωμαίους, Φράγκους, Ενετούς, Οθωμανούς κ.ά. Μεγαλύτερη πόλη της Πελοποννήσου είναι η Πάτρα, με δεύτερη κατά σειρά πόλη την Καλαμάτα και τρίτη την Κόρινθο.

Γεωγραφία

Επεξεργασία

Μορφολογία

Επεξεργασία

Το έδαφος της Πελοποννήσου είναι ορεινό κατά το μεγαλύτερο μέρος του, με πολλούς μεγάλους ορεινούς όγκους και βουνά• όπως και στο κέντρο της, όπου πλεονάζουν τα οροπέδια. Αντίθετα, υπάρχουν, κοντά σε ακτές, μεγάλες πεδιάδες, όπως της Ηλείας, της Μεσσηνίας, του Άργους, της Αχαΐας, της Τριφυλίας και της Κορινθίας.

Ενδεικτικά, η έκταση της Περιφέρειας Πελοποννήσου (δίχως δηλαδή τους Νόμους Ηλείας και Αχαΐας, που υπάγονται στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος) χαρακτηρίζεται ως προς το έδαφος της 50,1% ορεινή, 30% ημιορεινή και 19,9% πεδινή.

 
Η Διώρυγα της Κορίνθου χωρίζει την Πελοπόννησο από την ηπειρωτική (Στερεά) Ελλάδα.
 
Τοπίο της Αρκαδίας.

Συνορεύει και βρέχεται από τα εξής:

Α: Αιγαίο Πέλαγος (Μυρτώο Πέλαγος, Αργολικός Κόλπος, Σαρωνικός Κόλπος), Δ: Ιόνιο Πέλαγος Β: Κορινθιακός Κόλπος και Πατραϊκός Κόλπος, Ν: Μεσόγειος Θάλασσα (Μεσσηνιακός Κόλπος, Λακωνικός Κόλπος)

 
Η διώρυγα της Κορίνθου

Οι κυριότεροι κόλποι της Πελοποννήσου είναι: ο Σαρωνικός κόλπος στα βορειοανατολικά, ο Αργολικός Κόλπος στα ανατολικά, οι Λακωνικός και Μεσσηνιακός στα νότια, ο Κυπαρισσιακός στα δυτικά και ο Κορινθιακός και Πατραϊκός στα βόρεια. Μικρότεροι κόλποι είναι ο της Γαστούνης, της Επιδαύρου Λιμηράς, της Ύδρας.

Ακρωτήρια

Επεξεργασία

Τα σημαντικότερα ακρωτήρια είναι το Ακρωτήριο Μαλέας (ή Κάβο Μαλιάς) στα νοτιοανατολικά, το Ακρωτήριο Ταίναρο (ή Κάβο Ματαπάς) και το Ακρωτήριο Κιτριών στα νότια, ο Ακρίτας στα νότια-νοτιοδυτικά, το Σκύλλαιο στη χερσόνησο της Αργολίδας στα ανατολικά, το Ρίο και το Δρέπανο κοντά στην Πάτρα στα βόρεια, ο Άραξος στα βόρεια-βορειοδυτικά η Κυλλήνη στα βορειοδυτικά, και το Κατάκολο στα δυτικά.

Το Ταίναρο αποτελεί το νοτιότερο σημείο της Πελοποννήσου και ταυτόχρονα της ηπειρωτικής Ελλάδος και της Βαλκανικής χερσονήσου. Το Σκύλλαιο είναι το ανατολικότερο σημείο της Πελοποννήσου, ενώ η περιοχή του Αρκουδίου στην Κυλλήνη είναι το δυτικότερο σημείο της. Το βορειότερο σημείο της Πελοποννήσου είναι το Ακρωτήριο του Δρεπάνου.

Χερσόνησοι

Επεξεργασία

Μεγαλύτερες χερσόνησοι είναι της Αργολίδας και της Επιδαύρου στα ανατολικά, της Επιδαύρου Λιμηράς στα νοτιοανατολικά, της Μάνης στα νότια και της Πυλίας στα νοτιοδυτικά. Χαρακτηριστική είναι και η χερσόνησος των Μεθάνων (Μέθανα) - το μόνο ενεργό ηφαίστειο της Πελοποννήσου.

Τα όρη της Πελοποννήσου είναι μέρος των ορεινών ζωνών της Ελλάδος, καταλαμβάνουν όλο το κεντρικό τμήμα της Πελοποννήσου και τα μεγαλύτερα μέρη όλων των τμημάτων της.

Το βορειότερο βουνό της Πελοποννήσου είναι το Παναχαϊκό (ή Βοδιάς 1.926 μ.) που βρίσκεται στα ανατολικά της Πάτρας. Νοτιοανατολικά του Παναχαϊκού βρίσκεται ο Μπαρμπάς (1.613 μ.), ως βουνό που αποτελεί ανατολική απόληξη του πρώτου. Νότια του Παναχαϊκού υψώνεται το βουνό Ερύμανθος (ή Ωλονός, 2.224 μ.). Νότια του Ερυμάνθου υψώνεται η παρυφάδα του, ο Αστράς (ή Αστερίων ή Λάμπεια, 1.797 μ.), δυτικά το βουνό Σκόλλις (ή Σανταμέρι / Σανταμεριάνικο ή Πορτοβούνι, 966 μ.) και Ν.Α. τα βουνά Φραγκόβουνο (1.946 μ.), Υψούς (ή Κλινίτσα, 1.543 μ.), Αφροδίσιο (1.456 μ.), και Μεδάρα (1.327 μ.). Ανατολικά του Ερυμάνθου βρίσκονται τα βουνά Καλλιφώνι (1.996 μ.) και Τρεις Γυναίκες (1.795 μ.), όπου αποτελούν προεκτάσεις του ορεινού αυτού όγκου. Νότιως του Ερυμάνθου και του Αστρά βρίσκεται το Αφροδίσιο όρος (1.445 μ.) και το βουνό-οροπέδιο Φολόη (798 μ.) και στα νότιά του μετά την κοιλάδα του Αλφειού ποταμού υψώνονται τα βουνά Μίνθη (1.327 μ.), Λύκαιο (1.419 μ.) και Τετράζιο (ή Τετράγιο, 1.388 μ.). Ν.Δ. του Τετραζίου βρίσκονται τα βουνά της Κυπαρισσίας Αιγάλεω (1.224 μ.) και Α. τους το βουνό Ιθώμη (ή Βουλκάνο, 798 μ.). Στα νότια των βουνών της Κυπαρισσίας βρίσκεται το νοτιότερο βουνό της Δυτικής Πελοποννήσου, το Λυκόδημο (ή Μαθία, 959 μ.).

Τα βορειότερα βουνά της Ανατολικής Πελοποννήσου και της Ανατολικής οροσειράς είναι τα Αροάνια (ή Χελμός, 2.355 μ.) στα δυτικά, και η Κυλλήνη (ή Ζήρια, 2.376 μ.) στα ανατολικά. Στα νότια των Αροανίων υψώνονται τα βουνά Πεντέλεια (ή Ντουρντουβάνα, 2.112 μ.) και Μαίναλο (ή Αϊντίνι ή Προφήτης Ηλίας Λεβιδίου, 1.981 μ.), ενώ στα βορειοδυτικά τους βρίσκεται ο Κλωκός (1.780 μ.). Στα νότια της Κυλλήνης και ανατολικά των παραπάνω βουνών υψώνονται κατά σειρά από Β. προς Ν. τα αργολιδοαρκαδικά βουνά Ολίγυρτος (ή Σκίπιζα, 1.935 μ.), Τραχύ (1.616 μ.), Λύρκειο (ή Γούπατο ή Λυρείσιο, 1.756 μ.), Αρτεμίσιο (1.772 μ.), Κτενιάς (1.599 μ.) και Παρθένιο (1.215 μ.). Νότια του Μαινάλου και μετά το οροπέδιο της Ασέας εκτείνεται η οροσειρά του Πάρνωνα (ή Μαλεβού, 1.936 μ.) που τελειώνει στο ακρωτήριο Ιέραξ. Νοτιότερα του Πάρνωνα εκτείνεται η οροσειρά της Κριθίνας με μεγαλύτερο υψόμετρο τα (793μ.) που καταλήγει στο Ακρωτήριο Μαλέας. Νότια της Μεγαλόπολης και δυτικά του Πάρνωνα εκτείνεται το ψηλότερο βουνό της Πελοποννήσου, ο Ταΰγετος (2.407 μ.) και καταλήγει στο ακρωτήριο Ταίναρο στη Μάνη.

Στα Β.Α. της Πελοποννήσου εκτείνονται τα βουνά Τραπεζώνα (1.139 μ.), Αγγελόκαστρο (1.080 μ.) και Αραχναίο (1.119 μ.). Στα νότια του Αραχναίου βρίσκονται τα όρη Δίδυμο (1.113 μ.) και Αδέρες (ή Δάριζα, 721 μ.).

Μεταξύ της Κυλλήνης, των Αροανίων και του Κορινθιακού κόλπου βρίσκονται τα βουνά Χελιδορέα (1.757 μ.), Ευρωστίνη (1.208 μ.), Πιτσαδέικο (1.176 μ.) και Παναγιά (732 μ.). Στα βόρεια της Τραπεζώνας υπάρχουν τα όρη Φωκάς (ή Απέσας, 873 μ.), Σκιώνη (703 μ.), Ακροκόρινθος (578 μ.) και τα Όνεια Όρη (599 μ.).

Πεδιάδες

Επεξεργασία
 
«Αργόν Πεδίον», Οροπέδιο που αναφέρεται από τον Παυσανία το βιβλίο του «Ἑλλάδος Περιήγησις», περ. 175.
 
Δορυφορική εικόνα της Πελοποννήσου

Οι κυριότερες πεδιάδες της Πελοποννήσου βρίσκονται στο δυτικό τμήμα του διαμερίσματος. Είναι η πεδιάδα της Αχαΐας και η πεδιάδα της Μανωλάδας-Βουπρασίας. Οι δύο μαζί αποτελούν την πεδιάδα της Ηλείας. Στα δυτικά των βουνών της Κυπαρισσίας απλώνεται η στενή παραλιακή πεδιάδα της Κυπαρισσίας-Γαργαλιάνων. Τέλος στο ΝΔ τμήμα της Πελοποννήσου εκτείνεται η πεδιάδα της Μεσσηνίας. Στην Ανατολική Πελοπόννησο υπάρχουν, στο Β. μέρος η Αργολική πεδιάδα, η οποία απλώνεται ως την πεδιάδα του Κρανιδίου και στο νότιο τμήμα η πεδιάδα του Έλους, η οποία προς τα Β. συνεχίζεται με την κοιλάδα του Ευρώτα και προς Ν. με τις παραλιακές πεδιάδες Ασωπού και Νεάπολης Βοιών. Στα βόρεια της Πελοποννήσου υπάρχει μια στενή παραλιακή πεδιάδα, η οποία φέρει διάφορες τοπικές ονομασίες, όπως πεδιάδα της Βόχας, του Αιγίου, Σικυώνιο Πεδίο κλπ.

Οροπέδια

Επεξεργασία

Στην Πελοπόννησο υπάρχουν και αξιόλογα εύφορα οροπέδια. Αυτά είναι οι λεκάνες της Μαντινείας, Τεγέας και Αλέας. Και τα δύο μαζί ονομάζονται Οροπέδιο της Τρίπολης. Προς τα δυτικά από αυτό το οροπέδιο βρίσκεται το οροπέδιο της Μεγαλόπολης.

Μεταξύ Αροανίων και Κυλλήνης υπάρχουν τα οροπέδια του Φενεού και της Στυμφαλίας.

Επίσης, υπάρχουν στα ανατολικά του Χελμού μικρότερα οροπέδια, όπως των Καλαβρύτων και των Λουσών (Απανώκαμπος), της Κλειτορίας.

Οροπέδιο λογίζεται και η Φολόη όπου σε αυτή και στη γύρω περιοχή με τα φαράγγια της, φύεται το πολύ μεγάλο δρυόδασος, γνωστό και ως Κάπελη, που αποτελεί ένα από τα λίγα αμιγώς σπερμοφυή σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Τα νησιά που ανήκουν στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Πελοποννήσου είναι: Πρώτη, Σφακτηρία, Σαπιέντζα, Αγία Μαριανή (Αγία Μαρίνα), Σχίζα και Βενετικό που βρίσκονται μεταξύ των ακρωτηρίων Μάραθου και Ακρίτα.

Στο Λακωνικό κόλπο υπάρχει η Ελαφόνησος. Ακόμη, στον Αργολικό κόλπο υπάρχουν τα νησιά Ρόμβη, Ψηλή και Πλατειά.

Άλλα πλησιέστερα νησιά είναι: τα Κύθηρα, το μεγαλύτερο σ' έκταση και τα Αντικύθηρα, στα νοτιοανατολικά, οι Στροφάδες δυτικά της παραλίας των Φιλιατρών, και τα νησιά του Αργοσαρωνικού: Σπέτσες, Ύδρα, Πόρος, Αίγινα και η χερσόνησος Μέθανα.

Ποταμοί και ύδατα

Επεξεργασία

Το υδρογραφικό δίκτυο της Πελοποννήσου είναι εκτεταμένο, υπάρχουν όμως ελάχιστoι αρκετά μεγάλοι ποταμοί.

Μεγαλύτερος ποταμός της Πελοποννήσου είναι ο Αλφειός. Πηγάζει από τα οροπέδια Ασέας και Μεγαλόπολης, δέχεται νερά από τους παραποτάμους του Ερύμανθο, Λάδωνα-Αροάνιο, Λούσιο κ.α. και εκβάλει στον κόλπο της Κυπαρισσίας.

Δεύτερος μεγαλύτερος ποταμός της Πελοποννήσου είναι ο Ευρώτας που πηγάζει από το οροπέδιο της Μεγαλόπολης, δέχεται τα νερά των χειμάρρων του Ταΰγετου και του Πάρνωνα και αφού ρέει δίπλα από την πόλη της Σπάρτης εκβάλει στο Λακωνικό κόλπο.

Ο ποταμός Τάνος είναι ποταμός της Αρκαδίας που πηγάζει από το όρος Πάρνωνα. Διασχίζει αρκετά χωριά της Αρκαδίας, μεταξύ των οποίων το Άστρος Κυνουρίας και εκβάλλει βόρεια από το Παράλιο Άστρος στον Θυρεατικό κόλπο, ο οποίος αποτελεί κομμάτι του ευρύτερου Αργολικού κόλπου.

Στα βουνά της Αχαΐας έχει τις πηγές του ο ποταμός Γλαύκος που εκβάλει στον Πατραϊκό κόλπο, στα νότια προάστια της Πάτρας. Άλλα μεγάλα ποτάμια της Αχαΐας είναι ο Σελινούντας, ο Πείρος, ο Βουραϊκός, ο Κερυνίτης και ο Κράθις.

Την Ηλεία διασχίζει ο Πηνειός (με τον μεγάλο παραπόταμό του τον Πηνειακό Λάδωνα), ο οποίος πηγάζει από τα όρη Ερύμανθος και Λάμπεια και χύνεται στον κόλπο της Κυλλήνης. Στον Νομό Ηλείας βρίσκεται επίσης η Νέδα, ένα από τα λίγα ποτάμια στην Ελλάδα με θηλυκό όνομα, που χύνεται στον κόλπο της Κυπαρισσίας, και πηγάζει από τα βουνά Μίνθη, Λύκαιο και Τετράζιο.

Από τον Ταΰγετο πηγάζουν οι ποταμοί Νέδων και Πάμισος που χύνονται στον Μεσσηνιακό κόλπο. Στην ίδια περιοχή χύνεται και ο ποταμός Βελίκας, που πηγάζει από τα βουνά της Κυπαρισσίας.

Στον Αργολικό κόλπο εκβάλουν οι ποταμοί Ερασίνος (Κεφαλάρι) και ο Ίναχος που πηγάζει από τα βουνά Λύρκειο και Τραχύ. Από το όρος Τραχύ πηγάζει και ο ποταμός Ασωπός που διασχίζει την Κορινθία και εκβάλει στον Κορινθιακό κόλπο.

Εκτός των ποταμών, υπάρχουν και αρκετοί χείμαρροι, όπως ο Σύθας, ο Δερβένιος, ο Κριός, ο Γκούρας, ο Φοίνικας, ο Ενιπέας, ο Αλήσιος κ.ά.

Αξιόλογες λίμνες δεν υπάρχουν στην Πελοπόννησο. Υπάρχουσες σήμερα λίμνες είναι η Τάκα, η Στυμφαλία, η τεχνητή του Λάδωνα που δημιουργήθηκε με την κατασκευή των υδροηλεκτρικών έργων, η λίμνη Δόξα επίσης τεχνητή σε υψόμετρο 900 μέτρων, η τεχνητή λίμνη του Πηνειού, η λίμνη Αστεριού που δημιουργήθηκε με το Φράγμα Πείρου-Παραπείρου, καθώς και η λίμνη του Τσιβλού.

Στις ακτές της Ηλείας κυρίως υπάρχουν αρκετές λιμνοθάλασσες και γενικά στην περιοχή αυτή τα νερά της θάλασσας είναι πολύ ρηχά. Οι κυριότερες λιμνοθάλασσες της Πελοποννήσου είναι του Καϊάφα, καθώς και του Κοτυχίου όπου μαζί με τις όμορες λίμνες/λιμνοθάλασσες Προκόπου, Καλογερά (Παπά) και Λάμια αλλά το Δάσος της Στροφυλιάς αποτελούν το Εθνικό Παρκο υγροτόπων Κοτυχίου - Στροφυλιάς.

Παλιότερα υπήρχαν επίσης οι λιμνοθάλασσες της Αγουλινίτσας και της Μουριάς οι όποιες έχουν πλέον αποξηρανθεί.

Το κλίμα της Πελοποννήσου διαφέρει ανάλογα με την περιοχή και το υψόμετρο της. Είναι ήπιο και ζεστό στα παράλια και κρύο (αλλά υγιεινό) στο εσωτερικό. Γενικά η Πελοπόννησος είναι προνομιούχος περιοχή, από άποψη κλίματος, γιατί διαθέτει το χαρακτηριστικό μεσογειακό τύπο κλίματος. Η θερμοκρασία παρατηρείται μεγαλύτερη στις περιοχές των Πατρών, της Καλαμάτας, του Πύργου καθώς επίσης στο Άργος και στο Ναύπλιο κι ελαττώνεται κατά πολύ στα ορεινά, π.χ. στην περιοχή της Τρίπολης.

Σεισμογραφία

Επεξεργασία

Πολλές περιοχές της Πελοποννήσου προσβάλλονται από σεισμούς, αρκετές φορές καταστρεπτικούς. Γενικά διακρίνονται οι εξής σεισμικές περιοχές: τα δυτικά παράλια της Πελοποννήσου και ιδιαίτερα η δυτική ακτή της Μεσσηνίας, η περιοχή της Κορινθίας και η περιοχή της Αργολίδας, καθώς και η κεντρική Πελοπόννησος (Αρκαδία). Καταστρεπτικοί σεισμοί έγιναν το 464 π.Χ. στον Ευρώτα και τον Ταΰγετο, το 373 π.Χ. (ολικός καταποντισμός της αρχαίας Ελίκης στη θάλασσα, καταστροφή της Βούρας), το 1817 και 1861 στο Αίγιο, το 1928 στην Κόρινθο, το 1947 στην Πυλία, το 1986 στην Καλαμάτα και το 1995 επίσης στο Αίγιο.

Κύριες Πόλεις

Επεξεργασία
 
Άποψη του Ναυπλίου
Θέση Πόλη Πληθυσμός (2021) Δήμος
1. Πάτρα 211.593 Πατρέων
2. Καλαμάτα 57.706 Καλαμάτας
3. Κόρινθος 56.437 Κορινθίων
4. Τρίπολη 30.448 Τρίπολης
5. Πύργος 24.359 Πύργου
6. Άργος 21.467 Άργους - Μυκηνών
7. Αίγιο 20.249 Αιγιάλειας
8. Αμαλιάδα 16.841 Ήλιδας
9. Σπάρτη 16.782 Σπάρτης
10. Ναύπλιο 14.532 Ναυπλιέων

Περιφερειακές Ενότητες (π. "Νομοί")

Επεξεργασία

Σημαντικές Περιοχές

Νομοί Περιοχές
Αργολίδα Ναύπλιο, Αρχαία Επίδαυρος, Μυκήνες, Πόρτο Χέλι, Ερμιόνη, Κοιλάδα, Κόστα, Άγιος Αιμιλιανός.
Κορινθία Κόρινθος, Λουτράκι, Αρχαία Κόρινθος, Νεμέα, Λουτρά Ωραίας Ελένης, Ορεινή Κορινθία, Λίμνη Δόξα, Λίμνη Στυμφαλία, Ξυλόκαστρο, Κιάτο, Βραχάτι, Σοφικό, Τρίκαλα Κορινθίας, Βέλο, Ζευγολατιό, Λέχαιο, Δερβένι, Άσσος
Αρκαδία Τρίπολη, Τεγέα, Μαυρίκι, Χρυσοβίτσι, Αλωνίσταινα, Μαντινεία, Νεστάνη, Λεβίδι. Μεγαλόπολη, Λεοντάρι, Παραδείσια. Γορτυνία, Στεμνίτσα, Δημητσάνα, Ελάτη, Βυτίνα, Λαγκάδια, Βαλτεσίνικο, Τρόπαια, Κοντοβάζαινα. Άστρος, Ξηροπήγαδο, Κάτω Βέρβενα, Παράλιο Άστρος, Καρακοβούνι, Άγιος Ανδρέας, Αρκαδικό Χωριό, Κάτω Δολιανά, Πλατάνα, Προσήλια, Στόλος, Άγιος Ιωάννης, Ορεινή Μελιγού, Χάραδρος, Πλάτανος, Σίταινα, Ορεινό Καρακοβούνι, Άνω Βέρβενα, Καστάνιτσα, Πραστός, Άνω Δολιανά, Μεσορράχη, Καστρί, Ωριά, Άγιος Πέτρος. Τυρός, Λεωνίδιο, Βοσκίνα, Πούλιθρα, Φωκιανό, Πελέτα Κοσμάς.
Λακωνία Σπάρτη, Λακωνική Μάνη Αρεόπολη, Οίτυλο, Λιμένι, Μονεμβασιά, Γεράκι, Ελαφόνησος.
Ηλεία Αρχαία Ολυμπία, Κατάκολο, Λουτρά Κυλλήνης (παραλία), Κουρούτα, Λίμνη Καϊάφα (και παραλία), Ανδρίτσαινα, Καταρράκτες Νέδα, Δάσος της Φολόης.
Μεσσηνία Καλαμάτα, Μεσσηνιακή Μάνη (Καρδαμύλη), Κορώνη, Μεθώνη, Αρχαία Μεσσήνη, Γιάλοβα & Βοϊδοκοιλιά, Πύλος, Φιλιατρά, Κυπαρισσία, Γαργαλιάνοι.
Αχαΐα Πάτρα, Καλάβρυτα, Πλανητέρο, Δάσος Στροφυλιάς, Αίγιο.
 
Η σημαία των επαναστατών στην Πελοπόννησο που υψώθηκε από την οικογένεια Κολοκοτρώνη κατά το 1821.
Χρήση Συνδέεται με την περιφέρεια Πελοποννήσου
(de facto).
 
Χάρτης της Πελοποννήσου της Κλασικής Αρχαιότητας.
 
Πύλη των Λεόντων, Μυκήνες.
 
Ναός της Ήρας, Ολυμπία.
 
Ακροκόρινθος.
 
Αρχαϊκός ναός του Απόλλωνα, Κόρινθος.

Η χερσόνησος είχε κατοικηθεί από την προϊστορική εποχή. Το όνομά της προέρχεται από την αρχαία Ελληνική μυθολογία, συγκεκριμένα το μύθο του ήρωα Πέλοπα, που φερόταν να είχε κατακτήσει όλη την περιοχή.

Αρχαία Ελλάδα

Επεξεργασία

Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός, ο πρώτος μεγάλος πολιτισμός της ηπειρωτικής Ελλάδας (και της Ευρώπης) κυριαρχούσε στην Πελοπόννησο την Εποχή του Χαλκού από το οχυρό του στις Μυκήνες στα βορειοανατολικά της χερσονήσου. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός κατέρρευσε ξαφνικά στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. Αρχαιολογικές έρευνες έχουν διαπιστώσει ότι πολλές από τις πόλεις και τα ανάκτορά του φέρουν ίχνη καταστροφής. Η περίοδος που ακολούθησε, γνωστή ως Γεωμετρική εποχή, χαρακτηρίζεται από απουσία γραπτών μαρτυριών.

Το 776 π.Χ. διεξήχθησαν στην Ολυμπία οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες και η χρονολογία αυτή χρησιμοποιείται μερικές φορές ως δηλωτική της αρχής της κλασικής περιόδου της Ελληνικής αρχαιότητας. Κατά την Κλασική αρχαιότητα η Πελοπόννησος ήταν το επίκεντρο των υποθέσεων της Αρχαίας Ελλάδας, διέθετε μερικές από τις ισχυρότερες πόλεις-κράτη της και ήταν ο τόπος μερικών από τις πιο αιματηρές μάχες της. Εδώ ήταν οι μεγάλες πόλεις Σπάρτη, Κόρινθος, Άργος και Μεγαλόπολη και η βάση της Πελοποννησιακής Συμμαχίας. Στους Περσικούς Πολέμους πολέμησαν στρατιώτες από τη χερσόνησο, που επίσης υπήρξε θέατρο του Πελοποννησιακού Πολέμου το 431 π.Χ. - 404 π.Χ. Στα ελληνιστικά χρόνια, η σημαντικότερη δύναμη της Πελοποννήσου είναι η Αχαϊκή Συμπολιτεία, η οποία καταλύεται το 146 π.Χ. από τους Ρωμαίους. Τότε καταστρέφεται και η Κόρινθος, αλλά θα ξανακτιστεί αργότερα, για να αποτελέσει πρωτεύουσα της ρωμαϊκής επαρχίας της Αχαΐας, που εκτεινόταν από τις Θερμοπύλες ως το Ταίναρο. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο η χερσόνησος συνέχισε να ευημερεί αλλά έγινε μια απλή επαρχία, σχετικά αποκομμένη από τις υποθέσεις του ευρύτερου Ρωμαϊκού κόσμου. Στην Πελοπόννησο επίσης παίχτηκε σημαντικά η τελική επικράτηση του Χριστιανισμού. Σημαντικές πόλεις ήταν η Κόρινθος και η Πάτρα, στην οποία και μαρτύρησε ο Απόστολος Ανδρέας.

Βυζάντιο

Επεξεργασία

Βυζαντινή Διοίκηση

Επεξεργασία

Μετά τη διχοτόμηση της Αυτοκρατορίας το 395, η Πελοπόννησος αποτέλεσε τμήμα της Ανατολικής Ρωμαϊκής ή Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η ερήμωση από την επιδρομή του Αλάριχου το 396-397 μ.Χ. οδήγησε στην κατασκευή του Εξαμιλίου τείχους κατά μήκος του Ισθμού της Κορίνθου. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ύστερης Αρχαιότητας (3ος - 7ος αιώνας μ.Χ.) η χερσόνησος διατήρησε τον αστικό της χαρακτήρα: κατά τον 6ο αιώνα ο Ιεροκλής απαρίθμησε 26 πόλεις στο έργο του Συνέκδημος. Τα τελευταία όμως χρόνια του αιώνα αυτού, η οικοδομική δραστηριότητα φαίνεται να έχει σταματήσει ουσιαστικά παντού εκτός από την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, την Κόρινθο και την Αθήνα. Αυτό έχει παραδοσιακά αποδοθεί σε δεινά όπως η πανώλης, σεισμοί και Σλαβικές επιδρομές. Μια από τις σημαντικότερες μάχες του Ελληνισμού δόθηκε κατά τον 6ο αιώνα στην Πάτρα, της οποίας οι κάτοικοι αντιστάθηκαν στους Αβάρους, συμβάλλοντας σημαντικά στην καταστροφή αυτής της μεγάλης απειλής για το Ρωμαϊκό Κράτος και τους Έλληνες. Περί τα τέλη του 6ου αιώνα κάποιες περιοχές έγιναν αντικείμενο αποικισμού από τους Αβαροσλάβους. Εντούτοις νεότερες αναλύσεις δείχνουν ότι η παρακμή των πόλεων ήταν στενά συνδεδεμένη με την κατάρρευση των υπεραστικών και των περιφερειακών εμπορικών δικτύων, που θεμελίωσαν και υποστήριξαν την αστικοποίηση της ύστερης αρχαιότητας στην Ελλάδα, καθώς επίσης με την απόσυρση των αυτοκρατορικών στρατευμάτων και της διοίκησης από τα Βαλκάνια. Η κλίμακα της Σλαβικής διείσδυσης και εγκατάστασης τους 7ο και 8ο αιώνα αποτελεί αντικείμενο διαφωνίας. Οι Σλάβοι κατέλαβαν πράγματι το μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου, όπως αποδεικνύεται από Σλαβικά τοπωνύμια. Εντούτοις τα εκτεταμένα Σλαβικά τοπωνύμια συσσωρεύτηκαν μάλλον κατά τη διάρκεια αιώνων, παρά ήταν αποτέλεσμα μιας αρχικής «πλημμύρας» Σλαβικών εισβολών και πολλά από αυτά φαίνεται να είχαν χρησιμοποιηθεί από Ελληνόφωνους. Λιγότερα Σλαβικά τοπωνύμια εμφανίζονται στην ανατολική ακτή, που παρέμεινε στα χέρια των Βυζαντινών και συμπεριλήφθηκε στο θέμα της Ελλάδος, που συστάθηκε από τον Ιουστινιανό Β΄ γύρω στα 690. Ενώ η παραδοσιακή ιστοριογραφία χρονολογεί την άφιξη των Σλάβων στη νότια Ελλάδα στα τέλη του 6ου αιώνα δεν υπάρχει μαρτυρία Σλαβικής παρουσίας στην Πελοπόννησο πριν το 700, που πιθανόν αποίκησε μια ειδάλλως έρημη περιοχή.

Οι σχέσεις μεταξύ Σλάβων και Ελλήνων ήταν πιθανότατα ειρηνικές με σπάνιες εξεγέρσεις. Υπήρχε συνέχεια του Πελοποννησιακού Ελληνικού πληθυσμού, ιδιαίτερα στη Μάνη και στην Τσακωνιά, όπου οι Σλαβικές εισβολές ήταν ελάχιστες ή ανύπαρκτες. Όντας γεωργοί οι Σλάβοι συναλλάσσονταν με τους Έλληνες, που παρέμεναν στις πόλεις, ενώ Ελληνικά χωριά εξακολουθούσαν να υπάρχουν στο εσωτερικό, πιθανότατα αυτο-κυβερνώμενα, πληρώνοντας ίσως φόρο στους Σλάβους. Υπό το Νικηφόρο Α´, μετά από μία εξέγερση και επίθεση των Σλάβων κατά της Πάτρας υλοποιήθηκε μια αποφασιστική διαδικασία εξελληνισμού. Σύμφωνα με το (όχι πάντα αξιόπιστο) Χρονικόν της Μονεμβασίας η χώρα πέρα από την Πάτρα ονομαζόταν Τέρα Σλαβινία. Εντούτοις αυτό προσδιόριζε ενδεχομένως την απουσία αυτοκρατορικού ελέγχου σε μια περιοχή, κατοικούμενη όχι μόνο από Σλάβους αλλά από οποιουσδήποτε άλλους «βαρβάρους» και στασιαστές. Επίσης, σύμφωνα με το Χρονικό, το 805 ο Βυζαντινός κυβερνήτης της Κορίνθου πολέμησε με τους Σλάβους, τους εξολόθρευσε και επέτρεψε στους αρχικούς κατοίκους να διεκδικήσουν τη γη τους. Παρομοίως η Χρονογραφία αναφέρει ότι το 783 ο Σταυράκιος κινήθηκε κατά των Σλάβων της Πελοποννήσου και «απέσπασε πολλούς αιχμαλώτους και πολλά λάφυρα για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία». Η επιβολή της Βυζαντινής εξουσίας στους Σλαβικούς θύλακες ήταν ίσως κυρίως μια διαδικασία εκχριστιανισμού και ένταξης των Σλάβων οπλαρχηγών στο Αυτοκρατορικό πλαίσιο, καθώς ενδείξεις λογοτεχνικές, επιγραφικές και από σφραγίδες εμφανίζουν Σλάβους άρχοντες να συμμετέχουν στις αυτοκρατορικές υποθέσεις.[1] Θεωρείται ότι με την εκστρατεία του Σταυράκιου αιχμαλωτίστηκαν πολλοί Σλάβοι, αλλά είναι άγνωστος τόσο ο ακριβής αριθμός, όσο και η συγκεκριμένη εθνικότητα των αιχμαλώτων αυτών. Στα τέλη της δεκαετίας του 780 τρία σημαντικά κέντρα - η Μονεμβασιά, η Πάτρα και η Τροιζήνα - βρίσκονταν πάλι στα χέρια των Βυζαντινών. Πολλοί Έλληνες από τη Μικρά Ασία, τη Σικελία και την Καλαβρία μετεγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο, μαζί με μεγάλη ποικιλία διαφορετικών τοπικά, εθνικά και θρησκευτικά ομάδων (Εβραίοι, Αρμένιοι, Καφέροι, Θρακέσιοι, Τσάκωνες και Μαρδαΐτες). Ενώ οι ανατολικές περιοχές αποτελούσαν αρχικά τμήμα του θέματος της Ελλάδος, ολόκληρη η χερσόνησος συγκροτήθηκε στο νέο θέμα της Πελοποννήσου, με πρωτεύουσα την Κόρινθο, μετά το 800 περίπου.[εκκρεμεί παραπομπή]

Στο τέλος του 9ου αιώνα η Πελοπόννησος ήταν πάλι διοικητικά Ελληνική. Επί της βασιλείας του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου οι περισσότεροι Σλάβοι στη νότια Ελλάδα είχαν υποταχθεί στη Βυζαντινή εξουσία. Ακόμη και οι αυτόνομοι και κατά καιρούς στασιάζοντες Μηλιγγοί και Εζερίτες ήξεραν να μιλούν Ελληνικά και φαίνεται ότι ήταν Χριστιανοί. Η Ελληνοσλαβική διγλωσσία ήταν σχετικά συχνή επίσης και κατά την Οθωμανική εποχή. Μερικές ιστορικές αναφορές δείχνουν ότι μετά την Αραβική κατάληψη της Κρήτης τη δεκαετία του 820 και την ίδρυση εκεί ενός εμιράτου πειρατών, οι παραλιακές περιοχές υπέφεραν σοβαρά από επανειλημμένες Αραβικές επιδρομές, στην πραγματικότητα όμως ήδη από το 10 αιώνα, και ιδιαίτερα μετά την ανακατάληψη του νησιού από το Βυζάντιο το 961, η περιοχή γνώρισε μια νέα περίοδο ευημερίας, οπότε άνθισαν η γεωργία, το εμπόριο, η αστική οικονομία και ο Χριστιανισμός.

Σύγχρονη μελέτη γενετικής, που συγκρίνει το DNA Πελοποννησίων και Σλάβων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σλαβική προέλευση διαφόρων πελοποννησιακών υποπληθυσμών κυμαίνεται από 0,2% έως 14,4%. Η μελέτη απορρίπτει τη θεωρία της εξαφάνισης του πελοποννησιακού πληθυσμού και της αντικατάστασής του από Σλάβους έποικους.[2] Ωστόσο η έρευνα έχει επικριθεί ως μεθοδολογικά προβληματική, βασιζόμενη σε ξεπερασμένες αρχαιολογικές απόψεις.[3][χρειάζεται καλύτερη πηγή]

Φραγκική κυριαρχία και Βυζαντινή ανακατάληψη

Επεξεργασία
 
Το Φραγκικό κάστρο Χλεμούτσι.
 
Το ανάκτορο των Βυζαντινών δεσποτών στο Μυστρά, σήμερα Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO

Το 1205, μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τις δυνάμεις της Δ' Σταυροφορίας, οι Σταυροφόροι υπό το Γουλιέλμο Σαμπλίτη και το Γοδεφρείδο Α΄ Βιλλεαρδουίνο βάδισαν προς νότον μέσω της ηπειρωτικής Ελλάδας και κατέλαβαν την Πελοπόννησο αντιμετωπίζοντας περιορισμένη τοπική Ελληνική αντίσταση. Οι Φράγκοι τότε ίδρυσαν το Πριγκιπάτο της Αχαΐας, ονομαστικά υποτελές της Λατινικής Αυτοκρατορίας, ενώ οι Βενετοί κατέλαβαν έναν αριθμό σημαντικών στρατηγικά λιμανιών κατά μήκος των ακτών, όπως το Ναβαρίνο και η Κορώνη, που διατήρησαν μέχρι το 15ο αιώνα. Οι Φράγκοι καθιέρωσαν ως λαϊκό το όνομα Μωρέας για τη χερσόνησο, που αρχικά εμφανίζεται ως το όνομα μικρής επισκοπής στην Ηλεία κατά το 10ο αιώνα. Η ετυμολογία του είναι αμφισβητούμενη αλλά η επικρατέστερη είναι ότι προέρχεται από το δέντρο μουριά (μωρέα), του οποίου τα φύλλα μοιάζουν στο σχήμα με τη χερσόνησο.

Η Φραγκική κυριαρχία όμως στη χερσόνησο υπέστη σοβαρό πλήγμα μετά τη Μάχη της Πελαγονίας (1259), οπότε ο Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος αναγκάσθηκε να παραχωρήσει τα πρόσφατα κατασκευασμένα κάστρο και ανάκτορο στο Μυστρά, κοντά στην αρχαία Σπάρτη, στο αναγεννημένο Βυζάντιο. Αυτή η Ελληνική επαρχία (και αργότερα ημιαυτόνομο Δεσποτάτο) προχώρησε σε σταδιακή ανακατάληψη του Φραγκικού πριγκιπάτου μέχρι το 1430. Οι Οθωμανοί Τούρκοι άρχισαν να κάνουν επιδρομές στην Πελοπόννησο γύρω στα 1358, αλλά αυτές εντάθηκαν μόνο μετά το 1387, όταν ανέλαβε τον έλεγχο ο δυναμικός Εβρενός Μπέη. Εκμεταλλευόμενος τις διαμάχες μεταξύ Βυζαντινών και Φράγκων λεηλάτησε όλη τη χερσόνησο και υποχρέωσε τόσο τους Βυζαντινούς δεσπότες, όσο και τους Φράγκους ηγεμόνες που είχαν απομείνει, να αναγνωρίσουν την Οθωμανική επικυριαρχία και να πληρώνουν φόρους. Αυτή η κατάσταση συνεχίσθηκε μέχρι την ήττα των Οθωμανών στη Μάχη της Άγκυρας το 1402, μετά την οποία η Οθωμανική ισχύς για κάποιο διάστημα περιορίστηκε. Οι Οθωμανικές εισβολές στο Μωριά επαναλήφθηκαν υπό τον Τουραχάν μπέη μετά το 1423. Παρά την ανακατασκευή του Εξαμιλίου τείχους στον Ισθμό της Κορίνθου οι Οθωμανοί υπό το Μουράτ Β΄ το παραβίασαν το 1446, αναγκάζοντας τους Δεσπότες του Μωρέα να αναγνωρίσουν εκ νέου την Οθωμανική επικυριαρχία, όπως και πάλι υπό τον Τουραχάν το 1452 και το 1456. Μετά την κατάληψη του Δουκάτου των Αθηνών το 1456, οι Οθωμανοί κατέλαβαν το ένα τρίτο της Πελοποννήσου το 1458 και ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ εξάλειψε τα υπολείμματα του Δεσποτάτου το 1460. Το τελευταίο Βυζαντινό οχυρό, το Κάστρο του Σαλμενίκου, υπό το διοικητή του Γραίτζα Παλαιολόγο άντεξε μέχρι τον Ιούλιο του 1461. Μόνο τα Βενετικά φρούρια της Μεθώνης, Κορώνης, Ναβαρίνου, Μονεμβασιάς, Άργους και Ναυπλίου παρέμειναν εκτός του ελέγχου των Οθωμανών.

Οθωμανική περίοδος

Επεξεργασία
 
Η καστροπολιτεία της Μονεμβασιάς.

Τα Βενετικά φρούρια καταλήφθηκαν με μια σειρά Βενετοτουρκικών πόλεμων, με τον πρώτο (1463-1479) με πολλές μάχες στην Πελοπόννησο και αποτέλεσμα την απώλεια του Άργους, ενώ η Μεθώνη και η Κορώνη έπεσαν το 1500, κατά το δεύτερο πόλεμο (1499-1503). Η Κορώνη και η Πάτρα καταλήφθηκαν σε μια εκστρατεία-σταυροφορία το 1532, υπό το Γενοβέζο ναύαρχο Αντρέα Ντόρια, που προκάλεσε όμως άλλον ένα πόλεμο (1537-1540), κατά τον οποίο χάθηκαν οι τελευταίες Βενετικές κτήσεις στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Μετά την Οθωμανική κατάκτηση η χερσόνησος έγινε επαρχία (σαντζάκι) με 109 ζιαμέτια και 342 τιμάρια. Κατά την πρώτη περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας (1460-1687) η πρωτεύουσα ήταν πρώτα στην Κόρινθο (Τουρκικά Γκερντές), αργότερα στο Λεοντάρι (Λονταρί), στο Μυστρά (Μισιστιρέ) και τελικά στο Ναύπλιο (Αναμπολί). Για κάποιο διάστημα στα μέσα του 17ου αιώνα ο Μωριάς έγινε το κέντρο ενός ξεχωριστού βιλαετίου με πρωτεύουσα την Πάτρα (Μπαλιμπαντρά). Μέχρι το θάνατο του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή το 1570, ο Χριστιανικός πληθυσμός ( που αριθμούσε περίπου 42.000 οικογένειες γύρω στα 1550) κατάφερε να διατηρήσει ορισμένα προνόμια και ο εξισλαμισμός ήταν αργός, κυρίως μεταξύ των Αλβανών ή των γαιοκτημόνων, που ήταν ενσωματωμένοι στο Οθωμανικό φεουδαρχικό σύστημα. Αν και σύντομα κατάφεραν να ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος των γόνιμων γαιών, οι Μουσουλμάνοι παρέμεναν διακριτή μειονότητα. Οι Χριστιανικές κοινότητες διατήρησαν μεγάλο βαθμό αυτοδιοίκησης, αλλά ολόκληρη η Οθωμανική περίοδος χαρακτηριζόταν από τη φυγή του χριστιανικού πληθυσμού από τις πεδιάδες στα βουνά. Αυτό προκάλεσε τη δημιουργία των κλεφτών, ένοπλων ληστών και ανταρτών, στα βουνά και τον αντίστοιχο θεσμό των χρηματοδοτούμενων από την κυβέρνηση αρματολών, για να ελέγχουν τη δράση των κλεφτών.

 
Επαναστάτες μετά την Άλωση της Τριπολιτσάς του Πέτερ φον Ες.

Με την έκρηξη του Μεγάλου Τουρκικού Πολέμου (1683-1699), οι Βενετοί υπό το Φραντσέσκο Μοροζίνι κατέλαβαν ολόκληρη τη χερσόνησο το 1687, γεγονός που αναγνωρίσθηκε από τους Οθωμανούς με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699). Οι Βενετοί ίδρυσαν την επαρχία τους ως Βασίλειο του Μωρέα (Ιτ. Regno di Morea), αλλά η διοίκησή τους αποδείχθηκε αντιλαϊκή και όταν οι Οθωμανοί εισέβαλαν στη χερσόνησο το 1715, οι περισσότεροι ντόπιοι Έλληνες τους καλωσόρισαν. Η Οθωμανική ανακατάληψη ήταν εύκολη και σύντομη και αναγνωρίσθηκε από τη Βενετία με τη Συνθήκη του Πασάροβιτς το 1718.

Η Πελοπόννησος τώρα έγινε ο πυρήνας του Βιλαετίου του Μορέα, με επικεφαλής τον Μορά βαλεσί, που μέχρι το 1780 ήταν Πασάς πρώτης τάξεως (με τρεις αλογοουρές) και είχε τον τίτλο του βεζίρη. Μετά το 1780 και μέχρι την Ελληνική Επανάσταση του 1821 επικεφαλής της επαρχίας ήταν ένας μουχασίλ. Τον πασά του Μωρέα συνέδραμε αριθμός κατώτερων αξιωματούχων, μεταξύ αυτών ένας Χριστιανός διερμηνέας (δραγουμάνος), που ήταν ο ανώτερος Χριστιανός αξιωματούχος της επαρχίας. Όπως κατά την πρώτη Οθωμανική περίοδο, ο Μωριάς ήταν διαιρεμένος σε 22 περιοχές ή μπεηλίκια. Η πρωτεύουσα ήταν αρχικά στο Ναύπλιο, αλλά μετά το 1786 στην Τριπολιτσά (Τουρ. Τραμπλιτσέ).

Οι Χριστιανοί Μωραΐτες ξεσηκώθηκαν κατά των Οθωμανών με Ρωσική βοήθεια κατά τα λεγόμενα Ορλωφικά του 1770, αλλά άμεσα καταπνίγηκαν με βαναυσότητα. Μουσουλμάνοι Αλβανοί που είχαν σταλεί για να καταστείλουν την επανάσταση, παρέμειναν στην Πελοπόννησο μέχρι το 1779 προκαλώντας τεράστιες καταστροφές, σφαγές και πουλώντας 20.000 κατοίκους ως δούλους.[4] Αποτέλεσμα ήταν ο συνολικός πληθυσμός να μειωθεί εκείνη την εποχή, ενώ το εντός αυτού Μουσουλμανικό στοιχείο αυξήθηκε. Παρόλα αυτά, τα προνόμια που παραχωρήθηκαν με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), ιδιαίτερα το δικαίωμα των Χριστιανών να εμπορεύονται υπό τη Ρωσική σημαία, οδήγησαν σε σημαντική οικονομική άνθηση των ντόπιων Ελλήνων, που, σε συνδυασμό με τις αυξημένες πολιτιστικές επαφές με τη Δύση (Νεοελληνικός διαφωτισμός) και τα ιδεώδη που ενέπνευσε η Γαλλική Επανάσταση έθεσαν τα θεμέλια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.

Νεότερη Ελλάδα

Επεξεργασία
 
Γλωσσικός χάρτης της Πελοποννήσου (1890)

Οι κάτοικοι της Πελοποννήσου (Μωριάς) έπαιξαν μείζονα ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, που ουσιαστικά ξεκίνησε από την Πελοπόννησο, όταν οι επαναστάτες απέκτησαν τον έλεγχο των Καλαβρύτων στις 21 Μαρτίου του 1821. Ο Ελληνικός έλεγχος της χερσονήσου, με την εξαίρεση λίγων παραλιακών κάστρων, παγιώθηκε με την Άλωση της Τριπολιτσάς το Σεπτέμβριο του 1821. Η χερσόνησος έγινε θέατρο σφοδρών μαχών αλλά και εκτεταμένης ερήμωσης μετά την άφιξη Αιγυπτιακών στρατευμάτων υπό τον Ιμπραήμ Πασά το 1825. Η αποφασιστική Ναυμαχία του Ναυαρίνου (Οκτώβριος 1827) διεξήχθη ανοικτά της Πύλου και ένα Γαλλικό εκστρατευτικό σώμα εκκαθάρισε τις τελευταίες Τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις από τη χερσόνησο το 1828. Η πόλη του Ναυπλίου, στην ανατολική ακτή της χερσονήσου, έγινε η πρώτη πρωτεύουσα του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους.

Κατά το 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα, η περιοχή έγινε σχετικά φτωχή και οικονομικά απομονωμένη[εκκρεμεί παραπομπή]. Σημαντικό μέρος του πληθυσμού της μετανάστευσε στις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας, ιδιαίτερα την Αθήνα και άλλες χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Αυστραλία. Επλήγη βαρύτατα από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο 1946-1949, γνωρίζοντας μερικές από τις χειρότερες φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια αυτών των συγκρούσεων. Το βιοτικό επίπεδο βελτιώθηκε θεαματικά σε όλη την Ελλάδα μετά την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1981. Η αγροτική Πελοπόννησος φημίζεται ως μία από τις πιο παραδοσιακές και συντηρητικές περιοχές της Ελλάδας[εκκρεμεί παραπομπή].Τα χωριά εξακολουθούν ακόμη να εμφανίζουν μείωση πληθυσμού, λόγω έλλειψης οικονομικών ευκαιριών, εκβιομηχάνισης της γεωργίας και γήρανσης του πληθυσμού. Όμως, παρά τη σχετική φτώχεια της ίδιας της περιοχής, οι κάτοικοι της Πελοποννήσου ανέκαθεν κυριαρχούσαν σχεδόν ολοκληρωτικά στην πολιτική και στην κυβέρνηση στην Ελλάδα. Από την Ελληνική ανεξαρτησία τη δεκαετία του 1820 η συντριπτική πλειοψηφία των πρωθυπουργών ήταν Πελοποννησιακής καταγωγής, αρκετοί επίσης επιχειρηματίες στο μεγαλύτερο μέρος κατάγονται από την Πελοπόννησο, ενώ οι Μανιάτες κυριαρχούν παραδοσιακά στις Ένοπλες Δυνάμεις. Όλα αυτά έχουν προσδώσει στους ανθρώπους της Πελοποννήσου τη φήμη επιτηδειότητας και πολιτικών διασυνδέσεων στην Ελληνική πολιτική κουλτούρα. Στα τέλη Αυγούστου του 2007 μεγάλα τμήματα της Πελοποννήσου επλήγησαν από δασικές πυρκαγιές, που προξένησαν σοβαρές ζημιές σε χωριά και δάση και το θάνατο 77 ανθρώπων. Άγνωστες είναι ακόμη οι συνέπειες των πυρκαγιών στο περιβάλλον και την οικονομία της περιοχής.

Παραδοσιακοί χοροί

Επεξεργασία

Παραδοσιακοί χοροί της Πελοποννήσου:

Χιονοδρομικά κέντρα

Επεξεργασία

Χιονοδρομικό κέντρο του Χελμού (Καλάβρυτα) στην Αχαΐα

Ένα από τα πιο γνωστά χιονοδρομικά κέντρα. Το χιονοδρομικό κέντρο βρίσκεται στο όρος Χελμός, 15 χλμ. από τα Καλάβρυτα. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά οργανωμένο χιονοδρομικό σε ό,τι αφορά τις εγκαταστάσεις.

Χιονοδρομικό κέντρο Ζήρειας (Τρίκαλα) Ορεινής Κορινθίας

Το χιονοδρομικό κέντρο Ζηρείας στην Ορεινή Κορινθία βρίσκεται στο οροπέδιο της Ζήρειας, 12 χλμ. από τα Τρίκαλα Κορινθίας και Παρέχει στους επισκέπτες πλήθος δραστηριότήτων.

Χιονοδρομικό κέντρο Μαίναλου Ορεινή Αρκαδία

Το χιονοδρομικό κέντρο Μαινάλου βρίσκεται 30 χλμ. από την Τρίπολη και 12 χλμ. από τη Βυτίνα στην Ορεινή Αρκαδία στο οροπέδιο της Οστρακίνας, σε υψόμετρο 1.600 μ. Είναι από τα Χιονοδρομικά που εξυπηρετεί και το νομό Αργολίδας.

Οικονομία

Επεξεργασία

Το βασικό μετάλλευμα της Πελοποννήσου είναι ο λιγνίτης που τροφοδοτεί το θερμοηλεκτρικό σταθμό της Μεγαλόπολης. Τα υπόλοιπα είδη ορυκτών που έχουν βρεθεί δεν είναι εκμεταλλεύσιμα. Γι' αυτό στην Πελοπόννησο υπάρχουν λίγα μεταλλεία. Τα σπουδαιότερα μεταλλεύματα που εξάγονται είναι ο σιδηροπυρίτης (Ερμιόνης), μαγγάνιο, σίδηρος, λιγνίτες, χαλαζίας κλπ. Έρευνες για πετρέλαιο στις περιοχές Ηλείας και Τριφυλίας δεν έδωσαν θετικά αποτελέσματα. Επίσης, εικάζεται και ύπαρξη πετρελαίου στον Πατραϊκό κόλπο, χωρίς όμως να έχουν γίνει προσπάθειες εξακρίβωσης και εξεύρεσης μέχρι σήμερα.

Η Πελοπόννησος έχει την καλλιέργεια της Ελιάς στις οποίες υπάρχουν διάφορες ποικιλίες ελιών. Ανάμεσα τους οι πιο γνωστές και οι πιο συνηθισμένες είναι το Μανάκι, η Κορωνέϊκη, Λαδολιά η Καλαμών (επιτραπέζια) κ.α. Όπως η Τσουνάτη που Καλλιεργείται κυρίως στα ορεινά της κεντρικής Πελοποννήσου, Νεμουτιάνα, Καλλιεργείται κυρίως σε ορεινές περιοχές στα δυτικά του νομού Αρκαδίας και στα ορεινά της Αρχαίας Ολυμπίας, Μεγαρίτικη καλλιεργείται εκτεταμένα στην ορεινή Αργολίδα, και η Μποτσικοελιά η οποία καλλιεργείται κυρίως στο νομό Ηλείας και πιο συγκεκριμένα στην ευρύτερη περιοχή της Αρχαίας Ολυμπίας.

Παραπομπές

Επεξεργασία

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Οι μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου (4ος-15ος αι.), Αθήνα 2000. ISBN 960-7998-03-0.
  • Jacob Philipp Falmerayer, Ιστορία της Χερσονήσου του Μοριά κατά το μεσαίωνα, Εκδόσεις «Μεγάλη Πορεία», Αθήνα 2014. ISBN 960-873-551-4.

Διαβάστε επίσης

Επεξεργασία
  • Γεώργιος Κ. Λιακόπουλος, "Η Πελοπόννησος κατά την Πρώτη Οθωμανοκρατία (1460-1688)", στο: Η Πελοπόννησος, Χαρτογραφία και Ιστορία 16ος-18ος αιώνας, Αθήνα: Αρχείο Χαρτογραφίας του Ελληνικού Χώρου / ΜΙΕΤ, 2006, 53-69.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία

https://temeni.gr/