Ο Φίλιππος, γερμ.: Philip von Sponheim ή Spanheim (απεβ. 22 Ιουλίου 1279) εξελέγη αρχιεπίσκοπος του Σάλτσμπουργκ (1247–1257) και πατριάρχης της Ακουιλέια (1269–1271). Έλαβε τον τίτλο του κόμη του Λέμπεναου (1254–1279) και ήταν κατ' όνομα δούκας της Καρινθίας. Με το τέλος του ο κύριος κλάδος του Οίκου του Σπόνχαϊμ έφτασε στο τέλος του.

Φίλιππος του Σπόνχαϊμ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1220[1][2]
Θάνατος22  Ιουλίου 1279[3][2]
Κρεμς αν ντερ Ντόναου
Χώρα πολιτογράφησηςΑυστρία
ΘρησκείαΧριστιανισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααρχιεπίσκοπος
Πατριάρχης
Οικογένεια
ΓονείςΒερνάρδος του Σπόνχαϊμ και Ιουδήθ της Βοημίας
ΑδέλφιαΟύλριχ Γ΄ της Καρινθίας
ΣυγγενείςΌτακαρ Β΄ της Βοημίας (ξάδελφος)
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΔούκας της Καρινθίας
εκλεγμένος επίσκοπος[4]
αρχιεπίσκοπος[4]
Bishop elect of Aquileia (από 1269)[4]
Provost of Vyšehrad Chapter (1240–1247)
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Η σφραγίδα του Φιλίππου του Σπόνχαϊμ.

Βιογραφία Επεξεργασία

Ο Φίλιππος ήταν ο νεότερος γιος του Βερνάρδου δούκα της Καρινθίας (απεβ. 1256) και της συζύγου του Ιουδήθ των Πρεμυσλιδών, κόρης του βασιλιά Ότακαρ Α΄ της Βοημίας. Μεγαλωμένος στην αυλή του θείου του από τη μητέρα του, βασιλιά Βεγκέσλαου Α΄, προετοιμάστηκε για μία εκκλησιαστική σταδιοδρομία ως πρύτανης του Συλλόγου της εκκλησίας Βίσεχραντ (Vyšehrad) και καγκελάριος της Βοημίας. Ωστόσο όταν το 1247 ο Σύλλογος του Σάλτσμπουργκ τον εξέλεξε αρχιεπίσκοπο, απαρνήθηκε τη χειροτονία του, για να κρατήσει για τον εαυτό του τη διαδοχή του μεγαλύτερου, άτεκνου αδελφού του Ούλριχ Γ΄. Μάλιστα ακολούθησε τον πατέρα του σε στρατιωτικές εκστρατείες στη Στυρία και στην περιοχή Λούνγκαου. Το 1252 νίκησαν τα ενωμένα στρατεύματα του Μάινχαρντ Γ΄ κόμη της Γκορίτσια και του πεθερού του Αλβέρτου Δ΄ κόμη του Τιρόλου κοντά στο Γκράιφενμπουργκ και κατέκτησαν μεγάλα κτήματα στην Άνω Καρινθία.

Το 1254 ο Φίλιππος προσπάθησε να ανακτήσει τα πρώην κομητικά δικαιώματα των Σπόνχαϊμ γύρω από το Κάστρο Λέμπεναου (κοντά στο Λάουφεν), το οποίο είχε αγοραστεί από τους αρχιεπισκόπους του Σάλτσμπουργκ. Με τη σειρά του, τελικά εκτοπίστηκε και αποκλείστηκε από τον Σύλλογο του καθεδρικού του Σάλτσμπουργκ το 1257. Ωστόσο μπορούσε να επικρατήσει έναντι τού διαδόχου του Ούλριχ του Σέκαου με τη στρατιωτική υποστήριξη τού αδελφού του Ούλριχ Γ΄. Ο Φίλιππος συνέχισε την πολεμική του δράση και το 1260 πολέμησε με τον Πρεμυσλίδη εξάδελφό του, βασιλιά Ότακαρ Β΄ της Βοημίας, στη μάχη του Kρέσενμπρουν ενάντια στις δυνάμεις του βασιλιά Μπέλα Δ΄ της Ουγγαρίας. Αφού το 1265 ο εξάδελφός του από τη μητέρα του Λαδίσλαος της Σιλεσίας εξελέγη αρχιεπίσκοπος του Σάλτσμπουργκ με την παπική συναίνεση, ο Φίλιππος τελικά αναγκάστηκε να παραιτηθεί.

Στις 23 Σεπτεμβρίου 1269 εξελέγη αρχιεπίσκοπος της Ακουιλέια [5] αν και η εκλογή του δεν αναγνωρίστηκε ποτέ από τον πάπα και το 1273 ο πάπας Γρηγόριος Ι΄ διόρισε τον Ραϊμόντο ντελα Τόρε. Επιπλέον, τον Οκτώβριο του 1269 απεβίωσε ο αδελφός του δούκας Ούλριχ Γ΄ και είχε κληροδοτήσει κρυφά το δουκάτο της Καρινθίας στον βασιλιά Ότακαρ Β΄, ο οποίος έδιωξε αμέσως τον Φίλιππο από τα αποκτήματά του. Προσπάθησε και πάλι να εγκατασταθεί ως κόμης του Λέμπεναου και έφτασε ακόμη και να λάβει την Καρινθία ως φέουδο από τον νέο βασιλιά Ροδόλφο Α΄ της Γερμανίας, αν και χωρίς αποτέλεσμα. Ο Ότακαρ Β΄ δεν είχε καμιά πρόθεση να παραιτηθεί από τις αξιώσεις του, μέχρι που τελικά ηττήθηκε από τον βασιλιά Ροδόλφο Α΄ στη μάχη του 1278 στο Mάρχφελντ.

Ωστόσο, ο Φίλιππος έπρεπε να μείνει στο δουκάτο της Αυστρίας του Ροδόλφου Α΄, χωρίς να επιστρέψει ποτέ στην Καρινθία. Ένα χρόνο αργότερα απεβίωσε στο Kρεμς αν ντερ Ντόναου, όπου ο επικήδειος λόγος του φυλάσσεται στη Δομινικανή Εκκλησία.

Βιβλιογραφικές αναφορές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 30  Μαρτίου 2015.
  2. 2,0 2,1 2,2 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage. p46162.htm#i461615. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. www.deutsche-biographie.de/sfz6739.html. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. 4,0 4,1 4,2 WIAG-Pers-EPISCGatz-03425-001.
  5. Mika, Norbert (2008). Walka o spadek po Babenbergach 1246-1278. Racibórz: Wydawnictwo i Agencja Informacyjna WAW Grzegorz Wawoczny. σελ. 73.