Φαρμακοκέφαλο Ξεροκάμπου

Το 1963 ο τότε Έφορος Αρχαιοτήτων Νικόλαος Πλάτων προέβη για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας σε αυτοψία στη θέση Φαρμακοκέφαλο Ξεροκάμπου, στο νοτιοανατολικό άκρο της Κρήτης (νομός Λασιθίου/επαρχία Σητείας). Στη θέση αυτή ήταν ορατά λείψανα αρχαίου οχυρωμένου οικισμού που ταυτίζεται υποθετικά με την αρχαία Άμπελο. Ανασκαφές της αρμόδιας Εφορείας κατά τη δεκαετία του 1980 αποκάλυψαν τον οχυρωματικό περίβολο, κάποια κτήρια και πλήθος κινητών ευρημάτων κλασικών και ελληνιστικών χρόνων.

Εισαγωγή Επεξεργασία

Στα νοτιοανατολικό άκρο της Κρήτης, νότια του χωριού Ξερόκαμπος, εισχωρεί στο Λιβυκό Πέλαγος το ακρωτήριο Τράχηλας. Απέναντι του βρίσκεται το σύστημα των νησίδων Καβάλλοι, ενώ στα δυτικά του εκτείνεται ο ορμίσκος Ψιλή Άμμος, στα δυτικά όρια του οποίου υψώνεται ο λόφος Καστρί. Σε απόσταση 300-350 μ. βορειοανατολικά του Τράχηλα, στη θέση «Φαρμακοκέφαλο», κείται πλησίον της ακτογραμμής ένα πλάτωμα: Το ναΐδριο του Αγίου Νικολάου καταλαμβάνει το δυτικό και τα μερικώς ανεσκαμμένα λείψανα ενός αρχαίου οικισμού το βορειοανατολικό τμήμα του.

Η ιστορία των ανασκαφών Επεξεργασία

Κατά το 19ο αιώνα οι Βρετανοί περιηγητές Robert Pashley και Thomas Spratt εντόπισαν τα κατάλοιπα του αρχαίου οικισμού στο Φαρμακοκέφαλο. Κατά τη διάρκεια του ίδιου όπως και στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα διάφοροι ερευνητές προέβησαν σε αυτοψίες ή περισυλλογές στο χώρο, μεταξύ αυτών και ο Arthur Evans, ο οποίος το 1896 επισκέφθηκε και το λόφο Καστρί, όπου είδε λείψανα ενός πύργου. Το 1963 ο τότε Έφορος Αρχαιοτήτων Νικόλαος Πλάτων, στο πλαίσιο έρευνας στην ευρύτερη περιοχή της Ζάκρου δαπάναις της Αρχαιολογικής Εταιρείας, προέβη σε μικρή έρευνα στα νησιά Καβάλλοι (βλ. σχετικό λήμμα) και στο Φαρμακοκέφαλο, παρατηρώντας στο δεύτερο εκτεταμένα λείψανα τείχους και πύργου καθώς και κτηριακά κατάλοιπα στο σύνολο του χώρου, πιθανώς δε και λείψανα ναού πλησίον του προαναφερθέντος ναϊδρίου, τα οποία χρονολόγησε στους «Κλασσικούς Ελληνικούς χρόνους». Ο νυν Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων Κωστής Δαβάρας ερεύνησε το 1971, για λογαριασμό της Εταιρείας, μινωικό ιερό επί του Τράχηλα (βλ. λήμμα «Κεφάλα Ξερόκαμπου»), ενώ το 1979, εκ μέρους της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων, εγκαταστάσεις αλυκών «ελληνορωμαϊκών χρόνων» στην ακτή πλησίον του οικισμού. Κατά τη δεκαετία του 1980 ο μετέπειτα Έφορος Αρχαιοτήτων Νικόλαος Παπαδάκης προέβη στις πρώτες συστηματικές ανασκαφές στο Φαρμακοκέφαλο, φέρνοντας στο φως σημαντικά κτηριακά αλλά και κινητά ευρήματα και καθιστώντας σαφές ότι πρόκειται για εξέχουσα πόλη των κλασικών-ελληνιστικών χρόνων. Επιπλέον, στα τέλη της ίδιας δεκαετίας το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο υπό τον αρχαιολόγο Norbert Schlager προέβη σε επιφανειακή έρευνα στο λόφο Καστρί, συνδέοντάς τον με τον οικισμό στο Φαρμακοκέφαλο (βλ. παρακάτω).

Τα ανασκαφικά ευρήματα του οικισμού Επεξεργασία

 
Το τείχος
  1. Το τείχος: Το 1986 αποκαλύφθηκε η δυτική πλευρά, η οποία παρακολουθείται στο σύνολο του μήκους της (79 μ.), ενώ το μήκος της βόρειας και μακρύτερης πλευράς ανερχόταν στα 157 μ. Στα ανατολικά έχει σωθεί μόνον ένα τμήμα 22 μ., ενώ, λόγω κατολισθήσεων, λείπει όλη η νότια πλευρά, από την οποία, πάντως, παλαιότερα διασώζονταν λείψανα. Ο περίβολος είχε σχήμα ακανόνιστου παραλληλεπιπέδου με πλάτος που κυμαινόταν μεταξύ 2 και 2,5 μ. και ήταν κατασκευασμένος από μικρούς λίθους, οι οποίοι συνδέονταν με κονίαμα. Πελεκητοί πωρόλιθοι υπήρχαν, προφανώς, στις γωνίες και στις παραστάδες των ανοιγμάτων, τα οποία όμως λόγω της διατηρήσεως του τείχους στο ύψος του εδάφους –εκτός της δυτικής πλευράς, όπου φθάνει το 1 μ.– ήταν δύσκολο να εντοπιστούν, όπως, εξάλλου, και ο πύργος που αναφέρει ο Πλάτων. Συνολικά, το τείχος περιελάμβανε μια έκταση 12 περίπου στρεμμάτων και πρέπει να οικοδομήθηκε το νωρίτερο κατά τον 5ο αιώνα π. Χ.
 
Κτίσματα
  1. Κτίσματα και κινητά ευρήματα: Η ανασκαφή Παπαδάκη έφερε στο φως μόνον ένα μικρό μέρος των κτηρίων εντός των τειχών, και μάλιστα στη βορειοανατολική γωνία του πλατώματος. Πολύ ενδιαφέροντα είναι τα δύο κτήρια Α και Β, που αποκαλύφθηκαν το 1984, με προθάλαμο και κυρίως δωμάτιο, τα οποία βρίσκονται πολύ κοντά στο τείχος. Οι εγκάρσιοι τοίχοι των εισόδων διέθεταν στο μέσον πώρινο κατώφλι, ενώ το κυρίως δωμάτιο του Β δεν έφερε στο βόρειο οπίσθιο πέρας του τοίχο, καθώς εφάπτονταν στο τείχος. Στα κινητά ευρήματα του ίδιου κτηρίου συγκαταλέγονται χάλκινος δίσκος με διάτρητη διακόσμηση ζωνών αποτελούμενων από ρόδακα, πλοχμό και άνθη λωτού, υφαντικά βάρη, ειδώλιο καθιστής γυναικείας μορφής των μέσων του 5ου αιώνα π. Χ., καθώς και λύχνος ελληνιστικής εποχής. Τα κτήρια Α και Β φαίνεται πως είχαν λατρευτική χρήση, ενώ ο χώρος όπου ο Πλάτων πιθανολόγησε την ύπαρξη λειψάνων αρχαίου ναού παραμένει ανεξερεύνητος. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών, νοτίως των δύο κτηρίων ήρθε στο φως συστάδα πολλών κτισμάτων, τα οποία αποτελούσαν μέρος του οικισμού. Τα ευρήματα χρονολογούνται, με κάποιες εξαιρέσεις, από τις αρχές του 4ου μέχρι τις αρχές του 1ου αιώνα π. Χ. Εκτός από πήλινα ή λίθινα αγγεία και σκεύη, βρέθηκαν κάποια ειδώλια (μεταξύ αυτών και μια «Ταναγραία»), λείψανα μεταλλικών αντικειμένων, καθώς και νομίσματα, όπως αργυρό ημίδραχμο Ρόδου ελληνιστικών χρόνων και χάλκινα νομίσματα Χίου και Ιεράπυτνας. Ας σημειωθεί ότι από την περιοχή του Φαρμακοκεφάλου δεν απουσιάζει κεραμική ρωμαϊκών χρόνων, παρότι η κατάσταση του οικισμού κατά τη συγκεκριμένη περίοδο παραμένει άγνωστη.

Η σχέση με το λόφο Καστρί και το πρόβλημα της ταύτισης της πόλης Επεξεργασία

Ο ορμίσκος της Ψιλής Άμμου βρίσκεται μεταξύ του Τράχηλα και του λόφου του Καστριού. Ο τελευταίος, ύψους 70 μ., αποτελεί ένα φυσικό οχυρό που είναι προσβάσιμο μόνον από τη βόρεια πλευρά, όπου και είχε, πιθανώς κατά την ελληνιστική περίοδο, κατασκευασθεί τείχος. Οι έρευνες στο λόφο έδειξαν ότι κατοικούταν από τη νεολιθική εποχή μέχρι την πρωτομινωική εποχή, ενώ κεραμικά ευρήματα υποδεικνύουν ότι ανακαταλήφθηκε κατά την αρχαϊκή και κυρίως την κλασική και ελληνιστική εποχή. Καθώς οι δύο θέσεις βρίσκονται σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων, καθίσταται δύσκολο να αποτελούσαν δύο διαφορετικές πόλεις. Ο N. Schlager ερμηνεύει το Καστρί ως την πρώτη οχυρωμένη θέση του οικισμού, ο οποίος, το αργότερο κατά τα ελληνιστικά χρόνια, μεταφέρθηκε στο Φαρμακοκέφαλο. Πιο πρόσφατα, η αρχαιολόγος Nadia Coutsinas, αποδεχόμενη ότι το Καστρί ήταν ο παλαιότερος οικισμός, πρότεινε μια παράλληλη χρήση των δύο θέσεων από κάποιο χρονικό σημείο και εντεύθεν, καθώς με αυτό τον τρόπο η πρώτη θα λειτουργούσε ως ακρόπολη σε περίπτωση ανάγκης, ενώ η δεύτερη προσφερόταν για τις θαλάσσιες επικοινωνίες και την εν γένει οικονομική ζωή της πόλης. Σε αυτό το πρόβλημα θα μπορέσουν να δώσουν απάντηση μόνον μελλοντικές έρευνες, οι οποίες και θα καθορίσουν με σαφήνεια τα χρονολογικά όρια χρήσης των δύο θέσεων. Ένα άλλο ζήτημα είναι το όνομα της πόλης. Οι ερευνητές Pashley και Spratt ταύτισαν πρώτοι τον οικισμό με τη μνημονευόμενη από τον Πλίνιο (Nat. Hist. 4,12,59) και τον γεωγράφο Πτολεμαίο (3,15,3) αρχαία πόλη της Αμπέλου, ταύτιση που, εν πολλοίς, έχει γίνει αποδεκτή. Επιπλέον, θεωρείται ότι η Άμπελος αποτελούσε επίνειο της Πραισού (βλ. σχετικό λήμμα), μαζί με τις πόλεις Στάλαι και Σητεία, η σχέση ή και εξάρτηση των οποίων από την Πραισό κατά την ελληνιστική εποχή μαρτυρείται επιγραφικά. Καθώς οι γεωγραφικές ενδείξεις των αρχαίων πηγών για την Άμπελο είναι ασαφείς και οι επιγραφικές μαρτυρίες από την περιοχή Ξεροκάμπου ανεπαρκείς (πρβλ. IC III, I 1-4), ο ανασκαφέας του Φαρμακοκεφάλου εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με τη σύνδεση των δύο τοπωνυμίων. Τελευταίως, ο Schlager, επανεκτιμώντας τα γεωγραφικά και ανασκαφικά δεδομένα, πρότεινε την τοποθέτηση των Σταλών –οι οποίες έχουν συνδεθεί από την έρευνα υποθετικά με τον δυτικότερα κείμενο Μακρύ Γιαλό – στο Φαρμακοκέφαλο. Το κυριότερο επιχείρημά του είναι η απουσία οικιστικών λειψάνων κλασικής-ελληνιστικής εποχής στο Μακρύ Γιαλό, σε αντίθεση με το Φαρμακοκέφαλο, αν και πρέπει να σημειωθεί ότι οι μέχρι τώρα έρευνες σε αμφότερες τις θέσεις είναι αρκετά αποσπασματικές για να επιτρέψουν οποιαδήποτε γενίκευση. Όπως και να έχει, ο οικισμός στον Ξερόκαμπο ήταν αρκετά εύπορος και εξωστρεφής, πράγμα που μαρτυρούν η αρκετά καλή οχύρωσή του, η πιθανή ύπαρξη ακρόπολης στο Καστρί, η εγγύτητα στη θάλασσα καθώς και η εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών πηγών, όπως υποδεικνύουν οι αλυκές (η χρονολόγηση των οποίων εκκρεμεί) και τα λατομεία που διέθετε η περιοχή. Πιθανώς, μελλοντικά ευρήματα θα αποσαφηνίσουν οριστικά το όνομα της ακμάζουσας αυτής πόλης της ανατολικής Κρήτης.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Ν. Πλάτων, Ανασκαφαί Ζάκρου, ΠΑΕ 1963, 188.
  • Κ. Δαβάρας, ΑΔ 34, 1979 (1987) Β2, Χρον., 406.
  • I. F. Sanders, Roman Crete. An Archaeological Survey and Gazetteer of Late Hellenistic, Roman and Early Byzantine Crete (Warminister-Wilts 1982), 137 αρ. 1/29-30.
  • Ν. Παπαδάκης, ΑΔ 39, 1984 (1989) Β, Χρον., 304-306 με σχ. 1.
  • Ν. Παπαδάκης, ΑΔ 40, 1985 (1990), Χρον., 300-301.
  • Ν. Π. Παπαδάκης, ΑΔ 41, 1986 (1990), Χρον., 231-232 με σχ. 2.
  • Ν. Π. Παπαδάκης, ΑΔ 43, 1988 (1993) Β2, Χρον., 562.
  • Ν. Π. Παπαδάκης, Ζήρος και Ξερόκαμπος. Πολιτιστικός οδηγός (Ζήρος 1989), 54-67.
  • Ν. Π. Παπαδάκης, Σητεία. Η πατρίδα του Μύσωνα και του Κορνάρου. Οδηγός για την ιστορία, αρχαιολογία, πολιτισμό της 2(Σητεία 1989), 85-87.
  • N. Schlager, Archäologische Geländeprospektion Südostkreta. Erste Ergebnisse, Österreichisches Archäologisches Institut. Berichte und Materialien, Heft 2 (Wien 1991), 23-25.
  • N. Schlager, Zum mittelminoischen ‘Höhenheiligtum von Ampelos’, ÖJhBeibl 1-15 [για την τοπογραφία της περιοχής].
  • A. Brown (επιμ.), Arthur Evans’s Travels in Crete 1894-1899 (Oxford 2001), 135, 225, 338, 352-353.
  • N. Coutsinas, Η άμυνα της Ιτάνου (άστυ και χώρα) και οι οχυρωμένες πόλεις της κλασικής και ελληνιστικής περιόδου στην Ανατολική Κρήτη, σε: Μ. Ανδριανάκης – Ί. Τζαχίλη (επιμ.), Αρχαιολογικό Έργο Κρήτης 1. Πρακτικά της 1ης συνάντησης, Ρέθυμνο, 28-30 Νοεμβρίου 2008 (Ρέθυμνο 2010), 188-199, κυρίως 192.
  • N. Schlager et al., Aspro Nero, Agia Irini, Livari in Südostkreta: Dokumentation 2008, ÖJh 79, 2010, 231-357, κυρίως 342-347.
  • E. Mlinar, Fortified Towns, Settlements and Other Strongholds on Crete from Archaic through Hellenistic Times, σε: Μ. Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη κ. α. (επιμ.), Πεπραγμένα Ι΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Χανιά, 1-8 Οκτωβρίου 2006 (Χανιά 2011), τ. Α4, 23-32, κυρίως 26.
  • N. Schlager, Xerokampos in Südostkreta: Ampelos oder Stalai ?, Ετεοκρητικά 1, 2011, 12-15.
  • N. Coutsinas, Défenses crétoises. Fortifications urbaines et défense du territoire en Crète aux époques classique et hellénistique (Paris 2013), 195-198, 406-407 αρ. κατ. 3-4 εικ. 51-53.

Αναφορές Επεξεργασία