Ο Χατζή Αλή Χασεκή (τουρκ. Haci Ali Haseki), στα ελληνικά κλινόμενο Χατζή Αλής Χασεκής (-1795), υπήρξε οθωμανός ιδιοκτήτης και διοικητής της Αθήνας τον 18ο αιώνα που άφησε όνομα μέχρι σήμερα για την ωμότητα και την βαναυσότητά των πράξεών του. Όπως εξιστορεί στα απομνημονεύματά του ο Παναγής Σκουζές, στην εποχή του η Αθήνα υπέφερε αφόρητα και η ελληνική κοινότητα έχασε όλα τα υπάρχοντά της και ελαττώθηκε σημαντικά. Αρχικά η Αθήνα είχε χίλιες πεντακόσιες Ελληνικές οικογένειες, τριακόσιες εβδομήντα πέντε Τούρκικες, τριάντα οικογένειες Αιθίοπες, μαύροι και εικοσιπέντε οικογένειες τουρκόγυφτοι σιδηρουργοί. Από τις ελληνικές οικογένειες, οι περισσότερες έχασαν τα υπάρχοντά τους, ξεσπιτώθηκαν, πέθαναν, θανατώθηκαν, ή ξεριζώθηκαν. Η άφιξη του Χατζή Αλή συνοδευτηκε από επιδημία πανούκλας, που αποδεκάτισε τους Αθηναίους.

Χατζή Αλής
Γενικές πληροφορίες
Θάνατος1795
Χώρα πολιτογράφησηςΟθωμανική Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταδημόσιος υπάλληλος

Βιογραφικά στοιχεία Επεξεργασία

Γεννήθηκε κάπου στα βάθη της ανατολικής Τουρκίας και ήρθε στην Κωνσταντινούπολη, όπου μπήκε στο σαράι. Λέγονταν και χασεκής, δηλαδή σωματοφύλακας του σουλτάνου, επειδή είχε το αξίωμα αυτό. Νέος έγινε υπηρέτης της Εσμά σουλτάνας, αδελφής του σουλτάνου Σελίμη και θυγατέρα του Σουλτάνου Χαμίτη. Δέθηκε μυστικά με την Εσμά, η οποία έκτοτε δεν έπαψε να τον υποστηρίζει χρηματικά και πολιτικά σε όλη της την ζωή. Το 1772 η Εσμά του αγόρασε την Αθήνα, η οποία πουλήθηκε για το ποσό των ενάμιση εκατομμυρίων γροσίων και τον έκανε μαλικιανέ με το προνόμιο να επικαρπώνεται το δέκατο όλων των προϊόντων.

Ιστορική αναδρομή Επεξεργασία

Το έτος 1760 σημειώνεται ιστορική αλλαγή της διακυβέρνησης της Αθήνας, αφού η πόλη δεν υπόκειται πια στην κυριαρχία του μαύρου ευνούχου του Σουλτάνου, αλλά γίνεται «μαλικιανές», δηλαδή «οικόπεδο προς ενοικίαση». Το ενοίκιο, το λεγόμενο μαλίκι, δίνονταν εφ όρου ζωής σε όποιον έδινε τα περισσότερα. Ο ιδιοκτήτης, και λεγόμενος Μαλικιάνες είχε την αρμοδιότητα να διορίζει τον βοεβόδα. Πρώτος Μαλικιανές και βοεβόδας ήταν κάποιος μουσουλμάνος από την Λειβαδιά, ο επιλεγόμενος «ο καλός», λόγω του χαρακτήρα του.[1] Δεύτερος ήταν ο Χατζή Αλής.

Πρώτη διαμονή του στην Αθήνα Επεξεργασία

Ο Χατζή Αλής ήρθε στην Αθήνα από περιέργεια για να γνωρίσει την ιδιοκτησία του, και κάθισε για να ευχαριστηθεί. Έκτισε και αρχοντικό, και συγκέντρωσε και άλλες εξουσίες στα χέρια του. Με τον καιρό πήρε το αξίωμα του ζαμπίτη (υπεύθυνος για την τάξη), του βοεβόδα, και άλλα. Οι Αθηναίοι άρχισαν να υποφέρουν τόσο πολύ, που μετά από τρία χρόνια οι χριστιανοί έστειλαν κρυφά και από τους κοτζαμπάσηδες μυστικούς επίτροπους στην Κωνσταντινούπολη, ζητώντας την απομάκρυνσή του. Αυτό εύκολα έγινε, γιατί η Εσμά σουλτάνα ήθελε και αυτή να ξαναδεί τον εραστή της, και φρόντισε να επιστρέψει.

Δεύτερη διαμονή του στην Αθήνα Επεξεργασία

 
Χάρτης της Αθήνας περί το 1800, με το τείχος του Χασεκή

Οι εκπρόσωποι όμως που διόρισε ο Χατζή Αλής ήταν χειρότεροι από αυτόν, αφού το μόνο καθήκον τους ήταν να τον αναπληρώνουν, με ακόμα πιο καταχρηστικό τρόπο για να εισπράττουν τους φόρους και επιπλέον να βγάζουν τα έξοδά τους. Γρήγορα οι Αθηναίοι έστειλαν καινούργια αποστολή στην Κωνσταντινούπολη, για να ζητήσουν την επιστροφή του Χατζή Αλή, λέγοντάς του ότι μετανόησαν για την πρώτη τους πράξη. Ο Χατζή Αλής επέστρεψε δείχνοντάς τους μάλιστα και λογαριασμό ύψους εξήντα χιλιάδων γροσίων για έξοδα που του δημιουργήθηκαν επειδή τον είχαν διώξει. Οι Αθηναίοι συμφώνησαν, και αργότερα τον πλήρωσαν. Όταν ο Χατζή Αλής το 1776 απέκρουσε την επίθεση του Αλβανού Γιαχόλιορη, οι Αθηναίοι τον συμβούλεψαν να χτίσει τείχη, έργο το οποίο πραγματοποίησαν οι Αθηναίοι κάτοικοι μέσα σε 108 ημέρες.[2] Ο Χατζή Αλής χρέωσε όμως τους Αθηναίους με το ποσό των σαράντα δυο χιλιάδων τετρακοσίων γροσίων, και οι Αθηναίοι του τα πλήρωσαν. Οι Αθηναίοι μετά την κτίση των τειχών αγκομαχούσαν ακόμα περισσότερο. Το 1784 η ζωή είχε γίνει τόσο ανυπόφορη που άρχισαν να εγκαταλείπουν κρυφά την πόλη, η οποία τώρα φρουρούνταν από Τούρκους που είχαν πιάσει τις πόρτες του τείχους. Περίπου διακόσιοι Αθηναίοι πήγαν στην Κωνσταντινούπολη και αποτάνθηκαν στον μεγάλο Βεζύρη ζητώντας του να τους δώσει άλλο μέρος να παν να ζήσουν. Πήγαν και στον Καπετάν Πασά, Χασάν Πασά Μουστάκα, του θαλάσσιου στόλου και παραπονούμενοι για την κατάσταση στην Αθήνα κατόρθωσαν την έξωση του τυράννου. Ο Χατζή Αλής συνελήφθη και οδηγήθηκε με καράβι εξόριστος στην Κύπρο. Αυτός με δωροδοκία επέστρεψε στην Αθήνα και κήρυξε ερχόμενος ότι του δόθηκε χάρη, και θα παραμείνει. Μάζεψε διάφορες πλαστές δηλώσεις από το δικαστήριο του Κατή, ότι αυτοί που τον είχαν κατηγορήσει ήταν ταραχοποιοί, και τα έστειλε στην Κωνσταντινούπολη για να του γίνει άφεση. Έτσι γλύτωσε από την εξορία, αλλά στην Αθήνα έγινε διοικητής ο Σιλιχτάραγας. Επί Σιλιχτάραγα οι Αθηναίοι έκαναν συνέλευση και άλλαξαν το σύστημα. Έριξαν τους παλιούς κοτζαμπάσηδες που είχαν πάει με το μέρος του Χατζή Αλή, και όρισαν να γίνονται ελεύθερες εκλογές των κοτζαμπάσηδων. Οι παλιοί κοτζαμπάσηδες τότε έφυγαν για την Κωνσταντινούπολη, συναντήθηκαν με τον Χατζή Αλή, και αδιάκοπα προσπαθούσαν να πετύχουν την επιστροφή του.

Τρίτη διαμονή του στην Αθήνα Επεξεργασία

Με διάφορες ραδιουργίες τελικά ο Χατζή Αλής επέστρεψε το 1787 για τρίτη φορά, με φοβερές επιπτώσεις για τους νέους κοτζαμπάσηδες. Όσοι δεν έφυγαν, πιάστηκαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν τρομερά και θανατώθηκαν φρικτά. Παρουσίασε δε λογαριασμό τετρακοσίων χιλιάδων γροσίων εξαιτίας διαφόρων εξόδων που του δημιουργήθηκαν επί της εξορίας του. Έκανε συμβόλαιο με τους κοτζαμπάσηδες, ότι οι Χριστιανοί Αθηναίοι όλοι του χρωστάν τετρακόσιες χιλιάδες γρόσια που τους δάνεισε ως μετρητά, και έβαλαν ενέχυρο όλα τα υπάρχοντα του πληθυσμού, κτήματα, ακίνητα και κινητά. Διορία εξόφλησης ήταν δύο μήνες. Στην συνέχεια οι φόροι και κατατρεγμοί έγιναν φοβεροί. Ο Χατζή Αλής δήμευσε τα πάντα, ακόμα και τα κοσμήματα, προίκες, ρούχα και μπακιρικά από τα σπίτια. Από το 1788 ως το 1790 οι Ελληνικές οικογένειες φτώχεψαν εντελώς και εγκατέλειψαν την Αθήνα, ή αποδεκατίστηκαν από την φτώχεια, τις κακουχίες και τη θανατηφόρα επιδημία πανούκλας που ξέσπασε. Επειδή όμως τα χρέη της Αθήνας είχαν συμφωνηθεί να είναι όλων μαζί, όσοι απέμειναν αναγκαστικά πλήρωναν και το μερίδιο αυτών που είχαν φύγει. Όλη η περιοχή έγινε ένα ενιαίο κτήμα του Χατζή. Ξερίζωσε όλες τις πορτοκαλιές και τις ελιές από τα κτήματα των χριστιανών και τα μεταφύτεψε κάνοντας τεράστιο ελαιώνα. Μάζευε και το νερό για να ποτίζει το περιβόλι του.

Το τέλος του Επεξεργασία

Το 1795 πέθανε η προστάτιδά του Εσμά, και έτσι ξανά οι Αθηναίοι έστειλαν αποστολή στην Κωνσταντινούπολη, τον Διονύσιο Πετράκη, Νικόλαο Ζητουνιάτη και τρεις άλλους, αλλά και αυτούς ο Χατζή Αλής τους έπιασε στην Κωνσταντινούπολη και δηλητηρίασε τον Πετράκη, ο οποίος αρρώστησε και κόντεψε να πεθάνει. Τελικά βγήκε διάταγμα ο Χατζή Αλής να εξοριστεί στην Κω και οι κοτζαμπάσηδες να έρθουν στην Κωνσταντινούπολη και να περιγράψουν τα όσα τους είχε κάνει. Μετά από αυτό ήρθε καπιτζής τζελάτης στην Κω, αποκεφάλισε τον Χατζή Αλή, και έστειλε το κεφάλι του στην Κωνσταντινούπολη, όπου τοποθετήθηκε στην Αυτοκρατορική Πύλη (Τοπ Καπί) να στέκει για τρεις ημέρες με τις πράξεις του γραμμένες σε χαρτί από κάτω. Τα υπάρχοντα του Χατζή με όλη την δημευμένη περιουσία των Αθηναίων Χριστιανών μοιράστηκαν. Τα δύο τρίτα τα αγόρασε ο Βεζύρης, το ένα τρίτο η βαλιντέ και τα χρήματα μπήκαν στο μεγάλο ταμείο του κράτους της Τουρκίας.

Βιαιότητες του Χατζή Αλή Επεξεργασία

Ο Χατζαλής έβαζε καθημερινά να παρατηρούν τα λουτρά, και τις ωραιότερες γυναίκες έστελνε τους ανθρώπους του κρυφά να τις κλέψουν και να του τις φέρουν για το χαρέμι του. Μια από αυτές, η κυρά Ελγίνα, γυναίκα του Σταμάτη Σαρή δεν έπεσε στα χέρια του. Ο Σαρής ειδοποιήθηκε και φυγάδευσε την γυναίκα του στην Λειβαδιά. Όταν ο Σαρής επέστρεψε μόνος του μετά από πολύ καιρό, ο Χατζή Αλής τον έπιασε και τον σάπισε στο ξύλο, που κόντεψε να πεθάνει και σώθηκε μόνο με τα γιατροσόφια των γιατρών. Όταν το 1787 ο Χατζή Αλής επέστρεψε από την εξορία, εξαπάτησε τους νέους κοτζαμπάσηδες και όσους έπιασε, τους πήρε την περιουσία, τους φυλάκισε, βασάνισε και θανάτωσε φρικτά. Έστησε αγχόνη για τους αντιπάλους του, Έλληνες και Τούρκους. Κρέμασε τον Πέλο Τζιαβρή, Πέτρο Πιττάκη, τους αδελφούς Νικολάκη και Σωτήριο Πάρπανο, τον Αβράμιο, γραμματικό της κοινότητας, και τον Μήτρο Κεχαγιά. Έπνιξε τον Κιρχαντζή, που με το πλοίο του τον είχε οδηγήσει στην εξορία. Έπνιξε και κρέμασε αντίστοιχα δύο Οθωμανούς που ήταν με το μέρος του λαού, κάποιον Παλίτζικο και Μπεκίρη. Μετά την τρίτη επιστροφή του, συγκέντρωσε όλους τους άνδρες της πόλης και των σωριών, κληρικούς και λαϊκούς, και επί ποινή θανάτου ζήτησε να υπογράψουν χρεωστική ομολογία 400.000 γροσίων, καταβλητέων προς αυτόν. Αφού υπογράφτηκε η ομολογία και επεκυρώθηκε από τον καδή, κλείστηκαν οι πύλες της πόλης και εισπράχθηκε το ποσό σε χρήμα και αντάλαμα. Όσοι δεν πορούσαν να πληρώσουν φυλακίστηκαν. Φυλακίστηκαν και οι γυναίκες, των οποίων οι άντρες κατόρθωσαν να διαφύγουν. Οι φυλακές της Αθήνας γέμισαν άνδρες και γυναίκες. Μόνο οι τρεις γεροντότεροι εξαιρέθηκαν.[3] Όλοι οι άλλοι μπήκαν στην φυλακή. Δεν χωρούσαν καθιστοί, παρά μόνον όρθιοι ο ένας δίπλα στον άλλο από τον πολύ συνωστισμό και οι ασθενέστεροι ξημέρωσαν πεθαμένοι όρθιοι. Στις φυλακές οι άνδρες φαλαγγίζονταν κάθε οκτώ ημέρες, ενώ τις γυναίκες τις έδεναν σε μαρμάρινη κολόνα και τις έδερναν με τις βέργες. Αλλά και τα παιδιά φυλακίστηκαν ως ενέχυρο των γονέων. Κατεδάφισε επίσης ορισμένα αρχαία μνημεία, στα οποία συγκαταλέγονται ο Πυλώνας του υδραγωγείου του Αδριανού και η γέφυρα του Ιλισσού.[4] Μια Κυριακή αφού οι Τούρκοι συνέλαβαν και απήγαγαν τους εκκλησιαζομένους του ναού της Παναγίας Γοργοεπηκόου, ένας Τούρκος στρατιώτης απήγαγε στην φυλακή μαστιγώνοντας ανήλεα και τον ιερέα του ναού ντυμένος στα άμφια και κρατώντας στο χέρι θυμιατό. Κατέστρεψε το 1780 την Μονή του Σωτήρος Νικοδήμου, και για να σωθούν οι άλλες Μονές, η Μητρόπολη κατέβαλε το ποσό 3250 γροσίων χρέους. Η Μονή Ασωμάτων Πετράκη έγινε Βακούφιο υπό την προστασία της Σουλτάνας Μιχρισάχ. Ανάγκασε επίσης το Πατριαρχείο να εξώσει τον Μητροπολίτη Βενέδικτο, και να εγκαταστήσει τον Αθανάσιο και μόνο με την επέμβαση της Αγγλικής Πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη αποκαταστάθηκε ο Βενέδικτος.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. William Miller, σελ. 9
  2. William Miller, σελ. 33
  3. William Miller, σελ. 38
  4. Γρηγορόβιος και Λάμπρος, σελ. 437-438

Πηγές Επεξεργασία