Α΄ Καρχηδονιακός Πόλεμος

πόλεμος
(Ανακατεύθυνση από Α' Καρχηδονιακός Πόλεμος)
Πρώτος Καρχηδονιακός Πόλεμος
Μέρος των Καρχηδονιακών πολέμων
Χάρτης της δυτικής Μεσογείου το 264 π.Χ.: οι Ρωμαίοι σημειώνονται με κόκκινο, οι Καρχηδόνιοι με γκρι, οι Συρακούσιοι με πράσινο.
Χρονολογία264241 π.Χ.
ΤόποςΒ. Αφρική, Μεσόγειος θάλασσα, Σικελία, Σαρδηνία
ΈκβασηΝίκη Ρωμαίων
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα

Σχέσεις πριν τη σύγκρουση

Επεξεργασία

Οι σχέσεις μεταξύ των δύο πόλεων μέχρι εκείνη την περίοδο θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αρκετά καλές, αφού οι Καρχηδόνιοι μέχρι και στρατιωτική βοήθεια είχαν προσφέρει στους Ρωμαίους στη διαμάχη τους με τους Έλληνες της Νότιας Ιταλίας, η οποία είναι γνωστή σαν Κάτω Ιταλία. Η βοήθεια αφορούσε κυρίως ναυτικές δυνάμεις, αφού οι Ρωμαίοι εκείνη την περίοδο δεν είχαν αξιόλογο στόλο. Μάλιστα, μεταξύ των δυο κρατών είχαν υπογραφεί και συμφωνίες, με τις οποίες καθορίζονταν οι σφαίρες επιρροής τους. Βάσει αυτών των συμφωνιών, οι Καρχηδόνιοι δεσμεύονταν να μην διατηρούν βάση στην Ιταλία. Φαίνεται ξεκάθαρα λοιπόν ότι υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύ των δύο πόλεων. Φαίνεται επίσης ότι η Ρώμη θεωρούσε την επεκτατική Καρχηδόνα απειλή για τα συμφέροντά της και ήταν βέβαιο πως μια περαιτέρω επέκταση της τελευταίας στη Σικελία θα αντιμετωπιζόταν δυναμικά από τη Ρώμη.

Αίτια και αφορμή

Επεξεργασία

Τα αίτια της σύγκρουσης των δύο υπερδυνάμεων της δυτικής μεσογείου ήταν: αφενός η επεκτατική πολιτική της Καρχηδόνας, αφού μέχρι τότε είχε κατακτήσει ένα μέρος της Αφρικής, τα ισπανικά παράλια, τις Βαλεαρίδες νήσους, το μεγαλύτερο μέρος της Σικελίας και τη Σαρδηνία, αφετέρου η ίδια η φύση της Ρωμαϊκής πολιτείας έδινε ώθηση στον επεκτατισμό και στην εξάπλωση εις βάρος των γειτονικών πόλεων. Τελευταία τους κατάκτηση ήταν οι ελληνικές πόλεις της Νότιας Ιταλίας με τη βοήθεια των Καρχηδονίων, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.

Ο χώρος της πρώτης σύγκρουσης ήταν η Σικελία, νησί τον έλεγχο του οποίου ζητούσαν και οι Ρωμαίοι αλλά και οι Καρχηδόνιοι, οι οποίοι μάλιστα για τον έλεγχο του είχαν εμπλακεί σε ένοπλη διαμάχη με τις ελληνικές πόλεις του νησιού. Σε μια από αυτές τις συγκρούσεις με την πόλη των Συρακουσών, πήραν μέρος στην πλευρά των Συρακουσίων και οι Μαμερτίνοι (σαμνίτες μισθοφόροι που κατοικούσαν στην καμπανική πεδιάδα). Στη συνέχεια, οι Μαμερτίνοι κατέλαβαν την πόλη της Μεσσήνης περίπου το 288 π.Χ., από όπου ενεργούσαν επιδρομές κατά των γειτονικών πληθυσμών, μέχρι που νικήθηκαν σε μάχη από τον τύραννο των Συρακουσών Ιέρωνα το 265 π.Χ. Στη συνέχεια, οι δυνάμεις των Συρακουσίων πολιόρκησαν την πόλη της Μεσσήνης. Με την ήττα αυτήν, οι Μαμερτίνοι βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη και επισφαλή θέση και αποφάσισαν να ζητήσουν εξωτερική βοήθεια. Στάλθηκαν πρέσβεις και στη Ρώμη και στην Καρχηδόνα.

Οι Καρχηδόνιοι, βλέποντας μια καλή ευκαιρία να εντείνουν τον έλεγχό τους στο νησί, ανταποκρίθηκαν πρώτοι, στέλνοντας ένα στόλο υπό τον Άννωνα και ένα εκστρατευτικό σώμα, το οποίο έδιωξε τις δυνάμεις των Συρακουσίων και κατέλαβε καίρια σημεία στην πόλη. Οι Μαμερτίνοι πλέον είχαν να αντιμετωπίσουν τη νέα απειλή των Καρχηδονίων. Στη Ρώμη, οι απόψεις περί εμπλοκής με την Καρχηδόνα στη Σικελία ήταν διχασμένες. Υπήρχαν αυτοί που ήταν υπέρ της στρατιωτικής επέμβασης και αυτοί που είχαν συμφέροντα για εξάπλωση προς τη βόρεια Ιταλία. Πάντως όλοι ήταν σύμφωνοι ότι η κατάληψη της Μεσσήνης αποτελούσε άμεσο κίνδυνο και απειλή για την ίδια την υπόσταση της Ρώμης, οπότε και αποφασίστηκε η στρατιωτική εμπλοκή και η αποστολή στρατιωτικού σώματος για την εκδίωξη των Καρχηδονίων.

Πρώτες συγκρούσεις στη Σικελία

Επεξεργασία

Από τη στιγμή που αποφασίστηκε η επέμβαση, άρχισαν να συγκεντρώνονται οι απαραίτητες δυνάμεις στο Ρήγιο. Τα μεταφορικά μέσα που χρειάζονταν για τη μεταφορά στη Σικελία οι Ρωμαίοι θα τα προμηθεύονταν από τις γειτονικές ελληνικές πόλεις. Επειδή όμως η συγκέντρωση και η προετοιμασία των στρατιωτών απαιτούσε χρόνο, στάλθηκε αιφνιδιαστικά μια μικρή δύναμη πεζικού, η οποία εκδίωξε τις δυνάμεις των Καρχηδονίων από τη Μεσσήνη και κατέλαβαν την πόλη.

Έχοντας εξασφαλίσει ένα προγεφύρωμα, οι Ρωμαίοι μετέφεραν και τις υπόλοιπες δυνάμεις τους, περίπου 8000 άνδρες, και μετά από μάχη ανάγκασαν τους Καρχηδόνιους να αποχωρήσουν από την περιοχή της Μεσσήνης. Με σίγουρη πλέον τη θέση τους στο νησί, οι Ρωμαίοι ενίσχυσαν περαιτέρω τις δυνάμεις τους, φτάνοντας σε ένα σύνολο περίπου 40.000 ανδρών. Πολλές πόλεις στη Σικελία, ελληνικές και φοινικικές, φοβούμενες τη μεγάλη αυτή στρατιωτική δύναμη, έσπευσαν να συνάψουν συνθήκες ανακωχής με τη Ρώμη. Η Καρχηδόνα πλέον, ελέγχοντας μόνο το δυτικό κομμάτι του νησιού, ανασυγκροτήθηκε, μεταφέροντας στον Ακράγαντα μια ισχυρή μισθοφορική δύναμη.

Η πόλη πολιορκήθηκε από τους Ρωμαίους, οι οποίοι χρησιμοποίησαν το σύνολο των δυνάμεών τους. Μετά από μια νικηφόρα μάχη, περιόρισαν τις δυνάμεις των Καρχηδονίων μέσα στα τείχη της πόλης και μετά από πεντάμηνη πολιορκία και μία αποτυχημένη προσπάθεια των Καρχηδονίων να ενισχύσουν την πόλη, ο Ακράγαντας εγκαταλείφθηκε από τους Καρχηδόνιους, αφού πλέον ήταν φανερό ότι η ήττα ήταν αναπόφευκτη.

Οι Ρωμαίοι λεηλάτησαν την πόλη και προέβησαν σε αγριότητες κατά του πληθυσμού και, ως αποτέλεσμα, οι περισσότερες πόλεις της Σικελίας πήραν το μέρος της. Έως το 261 π.Χ., και παρά τις επιτυχίες τους και την ανωτερότητα του στρατού τους, οι Ρωμαίοι μετά από 4 χρόνια δεν είχαν καταφέρει να επικρατήσουν πλήρως στη Σικελία. Πολλές πόλεις είχαν διαγνώσει την αδυναμία τους και είχαν σπεύσει να αλλάξουν στρατόπεδο. Επιπλέον, οι Καρχηδόνιοι, όσο διατηρούσαν το ισχυρό ναυτικό τους, μπορούσαν να ανεφοδιάζονται και να ενισχύονται συνεχώς. Ήταν λοιπόν φανερό για τους Ρωμαίους ότι για να επικρατήσουν στον πόλεμο θα έπρεπε να ναυπηγήσουν ισχυρό ναυτικό.

Ο Πόλεμος στη θάλασσα

Επεξεργασία

Μετά τη διαπίστωση ότι για να επικρατήσουν στη Σικελία, θα πρέπει να θέσουν εκτός μάχης το ισχυρό Καρχηδονιακό ναυτικό, οι Ρωμαίοι ξεκίνησαν την κατασκευή του δικού τους στόλου. Καθώς δεν είχαν προηγούμενη εμπειρία στη ναυπήγηση πολεμικών πλοίων, υπάρχουν αρκετές εκδοχές για τον τρόπο με τον οποίο αποκτήθηκε η απαιτούμενη τεχνογνωσία. Ο ιστορικός Πολύβιος αναφέρει ότι η κατασκευή του Ρωμαϊκού στόλου βασίστηκε σε ένα καρχηδονικό πλοίο που εξώκειλε σε μάχη και αιχμαλωτίστηκε. Άλλες εκδοχές αναφέρουν ότι όχι μόνο την τεχνογνωσία, αλλά και ολόκληρα πλοία οι Ρωμαίοι τα δανείστηκαν από τους Έλληνες της Ιταλίας και τις Συρακούσες. Τα πληρώματα των πλοίων θα προέρχονταν από τις ελληνικές πόλεις την Ιταλίας αλλά και από τους πιο φτωχούς πολίτες της Ρώμης.

Η πρώτη απόπειρα έγινε το 260 π.Χ., όταν ένας μικρός Ρωμαϊκός στόλος επιχείρησε να καταλάβει τις Αιολίδες νήσους. Η επιχείρηση κατέληξε σε αποτυχία, καθώς ο ισχυρότερος, ποιοτικά και αριθμητικά, καρχηδονιακός στόλος που βρισκόταν στην περιοχή κατόρθωσε να αποκρούσει τους Ρωμαίους.

Η συνέχεια δόθηκε ένα χρόνο μετά, σε νέα ναυμαχία έξω από τη Σικελία, βορείως του ακρωτηρίου Μύλες. Εκεί, 110 πλοία των Ρωμαίων αναμετρήθηκαν με 130 των Καρχηδονίων. Σε αυτή τη ναυμαχία, οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά ένα νέο όπλο, τον κόρβους(λατ. corvus, κόρακας). Ο Κόρακας ήταν στην ουσία μια γέφυρα, η οποία προσαρμοζόταν κάθετα στην πλώρη του πλοίου και είχε στην άκρη της μια μακριά σιδερένια αιχμή. Η γέφυρα αυτή ήταν περιστρεφόμενη και την κατάλληλη στιγμή έπεφτε είτε στην πλώρη είτε στο πλάι του αντίπαλου πλοίου, ακινητοποιώντας το και επιτρέποντας τους επιτιθέμενους να καταλάβουν το πλοίο πάνω από τη γέφυρα και να εξουδετερώσουν το αντίπαλο πλήρωμα.

Με αυτόν τον τρόπο, οι Ρωμαίοι αφενός εκμηδένισαν το πλεονέκτημα της εμπειρίας και ποιοτικής ανωτερότητας πού είχε το καρχηδονιακό ναυτικό, αφού τα ακινητοποιημένα πλοία δεν μπορούσαν να κάνουν ελιγμούς, και αφετέρου μετέφεραν το δικό τους πλεονέκτημα, του ισχυρότερου και καλύτερα εκπαιδευμένου πεζικού, στη θάλασσα.

Η ναυμαχία κατέληξε σε νίκη των Ρωμαίων, αν και το μεγαλύτερο μέρος των πλοίων των Καρχηδονίων κατάφερε να διαφύγει. Παρόλ´αυτά, οι Ρωμαίοι πλέον μπορούσαν να συναγωνιστούν με τους αντιπάλους τους στη θάλασσα επί ίσοις όροις. Το επόμενο βήμα για αυτούς ήταν η μεταφορά του πολέμου στην Αφρική, με στόχο τον εξαναγκασμό της Καρχηδόνας σε συνθηκολόγηση. Για το σκοπό αυτό συγκεντρώθηκε μεγάλος στόλος, περίπου 330 πλοία, και ξεκίνησε από το λιμάνι της Μεσσήνης. Οι Καρχηδόνιοι, γνωρίζοντας το σχέδιο, ετοίμασαν και αυτοί ανάλογο στόλο, με σκοπό να αποτρέψουν το σχέδιο των Ρωμαίων.

Οι δύο στόλοι συναντήθηκαν στο ακρωτήριο του Εκνόμου το 256 π.Χ.. Στη ναυμαχία που ακολούθησε, οι Καρχηδόνιοι ηττήθηκαν και πάλι, χάνοντας ένα μεγάλο μέρος του στόλου. Οι περισσότερες από τις απώλειες των Καρχηδονίων αφορούσαν αιχμαλωτισμένα πλοία και όχι βυθισμένα, χάρη στον κόρακα των Ρωμαίων.

Ο πόλεμος στην Αφρική

Επεξεργασία

Μετά από ένα σύντομο διάστημα αναδιοργάνωσης, οι Ρωμαϊκές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στην Αφρική και μετά από σύντομη πολιορκία κατέλαβαν την πόλη της Ασπίδας, νότια της Καρχηδόνας. Στη συνέχεια, με δυνάμεις που έφταναν περίπου τους 15.000 άνδρες, πολιόρκησαν την πόλη Άδυ.

Οι Καρχηδόνιοι με 15.000 περίπου άνδρες έσπευσαν να τους αντιμετωπίσουν. Δέχτηκαν όμως αιφνιδιαστική επίθεση από τους Ρωμαίους και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Οι Ρωμαίοι, προχωρώντας ακόμα πιο κοντά στην Καρχηδόνα, κατέλαβαν και την Τύνιδα, αναγκάζοντας έτσι τους Καρχηδόνιους να ζητήσουν συνθηκολόγηση. Οι όροι όμως που τέθηκαν από τη Ρώμη ήταν πολύ σκληροί και περιελάμβαναν την εγκατάλειψη της Σικελίας και της Σαρδηνίας από την Καρχηδόνα, τη διάλυση του πολεμικού της στόλου και την καταβολή πολεμικής αποζημίωσης και ετήσιας εισφοράς. Οι όροι αυτοί δεν έγιναν δεκτοί και οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν.

Τον επόμενο χρόνο, το 255 π.Χ., οι Καρχηδόνιοι, στην προσπάθειά τους να αναδιοργανωθούν, ενισχύθηκαν από μία δύναμη μισθοφόρων με αρχηγό τον Σπαρτιάτη Ξάνθιππο. Όπως και στην περίπτωση του Γύλιππου κατά τη Σικελική εκστρατεία, έτσι και εδώ, ο Ξάνθιππος ήταν ο πρωτεργάτης της αναβάθμισης του καρχηδονιακού στρατού και της ανύψωσης του καταρρακωμένου ηθικού του. Με σκληρή εκπαίδευση κατόρθωσε να τον καταστήσει και πάλι αξιόμαχο και να νικήσει τους Ρωμαίους στη μάχη που ακολούθησε, απομακρύνοντας έτσι τον κίνδυνο από την Καρχηδόνα και τα Αφρικανικά παράλια.

Το τέλος του πολέμου

Επεξεργασία

Μετά την ήττα στην Αφρική, οι Ρωμαίοι επικέντρωσαν τις προσπάθειές τους στην κατάληψη ολόκληρης της Σικελίας, την οποία δεν είχαν καταφέρει ακόμα, αν και είχαν περιορίσει κατά πολύ τους αντιπάλους τους.

Οι Καρχηδόνιοι, χάρη στο ανώτερο ναυτικό τους και στη δυνατότητα που αυτό τους παρείχε για ανεφοδιασμό και μεταφορά ενισχύσεων, είχαν κατορθώσει να παραμείνουν στη Σικελία, ελέγχοντας δυο, τις τελευταίες τους, μεγάλες βάσεις: το Λιλύβαιο και τα Δρέπανα στο δυτικό άκρο του νησιού.

Οι Ρωμαίοι πολιόρκησαν το Λιλύβαιο, αλλά καθώς δεν μπορούσαν να το αποκλείσουν συστηματικά από τη θάλασσα, δεν κατόρθωσαν να το καταλάβουν έως το 241 π.Χ., οπότε και τελείωσε ο πόλεμος. Επίσης, προσπάθησαν να καταστρέψουν τη ναυτική βάση των Δρεπάνων, αλλά χάρη στην παρέμβαση του καρχηδονιακού στόλου, το εγχείρημα απέτυχε. Οι Καρχηδόνιοι επιχείρησαν να πάρουν την πρωτοβουλία στέλνοντας μια στρατιωτική δύναμη υπό τον Αμίλκα Βάρκα, πατέρα του Αννίβα, η οποία όμως περιορίστηκε σε επιδρομές στο δυτικό τμήμα του νησιού χωρίς να καταφέρει κάτι ουσιαστικό.

Η αρχή του τέλους ήταν η απόφαση των Ρωμαίων, το 243 π.Χ., να επαναλάβουν τη ναυπήγηση ισχυρού ναυτικού, ώστε να εκμηδενίσουν το κύριο όπλο των Καρχηδονίων, το ναυτικό τους, και να τους αναγκάσουν να συνθηκολογήσουν. Η αποφασιστική ναυμαχία δόθηκε το 241 π.Χ. στα δυτικά παράλια της Σικελίας. Οι Καρχηδόνιοι ηττήθηκαν στη ναυμαχία, χάνοντας μεγάλο μέρος του στόλου τους, το οποίο δεν επιχείρησαν να αναπληρώσουν, καθώς μετά 20 και πλέον χρόνια πολέμου οι οικονομικές τους δυνατότητες ήταν περιορισμένες. Αποδέχτηκαν λοιπόν την ήττα τους και τους όρους των Ρωμαίων, οι οποίοι περιλάμβαναν την καταβολή πολεμικής αποζημίωσης και, το κυριότερο, την εγκατάλειψη της Σικελίας.

Οι Ρωμαίοι είχαν επικρατήσει, πετυχαίνοντας πλήρως τους στόχους τους: την κατάληψη της Σικελίας και την απομάκρυνση της Καρχηδονιακής απειλής. Αυτό που δεν γνώριζαν εκείνη τη στιγμή ήταν ότι 25 χρόνια αργότερα θα πλήρωναν βαρύ τίμημα για τη σκληρότητα και την αδιαλλαξία που επέδειξαν.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία

Δείτε επίσης

Επεξεργασία