Αλ-Μαχντί

τρίτος Αββασίδης χαλίφης

Ο Αμπού Αμπντ Αλάχ Μουχαμάντ ιμπν Αμπντ Αλάχ αλ-Μανσούρ (αραβικά: أبو عبد الله محمد بن عبد الله المنصور‎‎ (744/5 - 785), γνωστός περισσότερο με το βασιλικό του όνομα αλ-Mαχντί (المهدي), "Ο οποίος καθοδηγείται από τον Θεό"), ήταν ο 3ος χαλίφης των Αββασιδών, και βασίλευσε στη Βαγδάτη από το 775 μέχρι το τέλος του το 785. Διαδέχτηκε τον πατέρα του, Αλ-Μανσούρ.

Αλ-Μαχντί
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
أبو عبد الله محمد المهدي (Αραβικά)
Γέννηση3  Αυγούστου 744
Humeima
Θάνατος24  Ιουλίου 785
Izeh
Χώρα πολιτογράφησηςΧαλιφάτο των Αββασιδών
ΘρησκείαΙσλάμ
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΑραβικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
Χαλίφης
Οικογένεια
ΣύζυγοςΑλ-Χαϊζουράν
Rayta bint al-Saffah
ΤέκναΑλ-Χαντί
Χαρούν αλ-Ρασίντ
Ulaia binte Almadi
Banuqa
Abbasa
Ιμπραχίμ ιμπν αλ Μαχντί
Ubaydallah ibn al-Mahdi
Γονείςαλ-Μανσούρ και Umm Musa al-Hamriyah
ΑδέλφιαJa'far ibn Abdallah al-Mansur
Ja'far al-Ashgar
Salih al-Miskin
Sulayman ibn Abi Ja'far
Aliyah bint al-Mansur
ΣυγγενείςLubana bint Ali ibn al-Mahdi (εγγονή)
ΟικογένειαΑββασίδες
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΑββασίδης χαλίφης (775–785)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Νεανική ζωή

Επεξεργασία

Ο Αλ-Μαχτί γεννήθηκε το 744/5 στο χωριό Χουμέιμα (στη σημερινή Ιορδανία). Η μητέρα του ονομαζόταν Αρβά, και ο πατέρας του ήταν ο Αλ-Μανσούρ. Όταν ο αλ-Μαχντί ήταν δέκα ετών, ο πατέρας του έγινε ο 2ος Χαλίφης στη Βαγδάτη.[1] Όταν ο Αλ-Μαχντί ήταν νέος, ο πατέρας του έπρεπε να καθιερώσει τον Αλ- Μαχντί ως αυτόνομα ισχυρή προσωπικότητα. Έτσι, στην ανατολική όχθη του Τίγρη, ο αλ-Μανσούρ επέβλεπε μαζί του την κατασκευή της Ανατολικής Βαγδάτης, ενός τζαμιού και ενός βασιλικού παλατιού στο κέντρο της. Η κατασκευή στην περιοχή χρηματοδοτήθηκε επίσης σε μεγάλο βαθμό από τους Βαρμακίδες, και η περιοχή έγινε γνωστή ως Ρουσαφά. [2]

Σύμφωνα με τις αναφορές, ήταν υψηλός, γοητευτικός και κομψός· είχε καστανό δέρμα, μακρύ μέτωπο και κυματιστά μαλλιά. Αγαπούσε τις γυναίκες.[3]

Όταν ήταν 15 ετών, ο αλ-Μαχντί στάλθηκε για να νικήσει την εξέγερση του Αμπντούρ Ραχμάν μπιν Αμπντουλ Τζαμπάρ Αζντί στο Χορασάν. Επίσης, νίκησε τις εξεγέρσεις του Ισπαμπούντ, του κυβερνήτη του Ταμπαριστάν, και του Ασταζσίς, σφαγιάζοντας περισσότερους από 70.000 από τους ακολούθους εκείνου στο Χορασάν.  Αυτές οι εκστρατείες έβαλαν το Ταμπαριστάν, το οποίο ήταν μόνο ονομαστικά εντός του χαλιφάτου, σταθερά υπό τον έλεγχο των Αββασιδών. [4] Το 762 ο αλ-Μαχντί ήταν κυβερνήτης της ανατολικής περιοχής του χαλιφάτου των Αββασιδών, με έδρα το Ράι. Εδώ ερωτεύτηκε την Αλ-Χαϊζουράν (μεταφράζεται ως "μπαμπού"), κόρη ενός πολεμιστή στο Εράτ[3] και απέκτησαν πολλά παιδιά, συμπεριλαμβανομένων του Αλ-Χαντί και του Χαρούν αλ-Ρασίντ, 4ου και 5ου χαλιφών αντίστοιχα.[5] Περίπου το 770 (153 Έ.Ε.), ο Αλ-Μαχντί διορίστηκε ως αμίρ αλ-Χατζ.[1] Η Αλ-Χαϊζουράν είχε δοθεί δώρο στο Μαχντί από τον πατέρα του.[3]

Η βασιλεία

Επεξεργασία

Ο πατέρας τού Αλ-Μαχντί, ο Αλ-Mανσούρ, απεβίωσε κατά τη διάρκεια του χατζ στην Μέκκα το 775. Ο θρόνος πέρασε στη συνέχεια στον διάδοχο που είχε διαλέξει ο Αλ-Μανσούρ, τον γιο του Αλ Μαχντί. Σύμφωνα με τον Μαρότσι, "[ήταν] σύμφωνα με τα μελλοντικά πρότυπα των αιματηρών διαδοχών του χαλιφάτου των Αββασιδών, μία διαδοχή που έγινε με τάξη και αξιοπρέπεια".[2]

Ο Αλ-Μαχτί, του οποίου το παρωνύμιο σημαίνει "ορθά καθοδηγούμενος" ή "λυτρωτής", ανακηρύχθηκε χαλίφης, όταν ο πατέρας του ήταν ακόμη στην επιθανάτιο κλίνη του. Η ειρηνική του βασιλεία συνέχισε τις πολιτικές των προκατόχων του.

Ο Μαχντί άρχισε την κυριαρχία του, απελευθερώνοντας αρκετούς πολιτικούς κρατούμενους, επεκτείνοντας και διακοσμώντας τους ιερούς τόπους της Μέκκας και της Μεδίνας, και κατασκευάζοντας κρήνες και στεγασμένους χώρους για τους προσκυνητές του Χατζ. Επέκτεινε την υπηρεσία ταχυδρομείου, αύξησε την μυστική υπηρεσία του, οχύρωσε πόλεις και αύξησε τους διορισμούς των δικαστών. Η φιλανθρωπική του δωρεά ήταν επίσης εντυπωσιακή. [6]

Η προσέγγιση με τους Αλίδες στο χαλιφάτο συνέβη υπό την βασιλεία του Αλ-Μαχντί. Η οικογένεια των Βαρμακιδών, της οποίας τα μέλη συμβούλευαν τους χαλίφες από τις ημέρες του Αμπού αλ-Αμπάς ως βεζίρηδες, απέκτησε ακόμη μεγαλύτερες εξουσίες υπό την κυριαρχία του Αλ Μαχντί, και συνεργάστηκε στενά με τον χαλίφη για να εξασφαλίσει την ευημερία τού κράτους των Αββασιδών.

 
Αργυρό ντιράμ του Αλ Μαχντί, 166 ΕΕ, Κερμάν, 2,95 γραμ.

Ο Αλ-Μαχτί βασίλευσε για δέκα χρόνια. Αιχμαλώτισε τον πιο αξιόπιστο βιζίρη του Γιακούμπ Ιμπν Νταβούντ. Το 167 ΕΕ (783), ο αλ-Μαχντί έκανε μια επίσημη έρευνα, που οδήγησε στην εκτέλεση των λεγόμενων Ζιντίκ (αιρετικών). Αγαπούσε τη μουσική και τη ποίηση, και κατά τη διάρκεια του χαλιφάτου πολλοί μουσικοί και ποιητές έλαβαν την προστασία του∙ υποστήριξε τη μουσική έκφραση και την ποίηση σε όλη την επικράτειά του. Κατά συνέπεια, ο γιος του Ιμπραήμ (779-839) και η κόρη του Ουλαγυά (777-825) ήταν και οι δύο γνωστοί ποιητές και μουσικοί.[7]

Πολέμοι με το Βυζάντιο

Επεξεργασία

Το 778 οι Βυζαντινοί, υπό τον Μιχαήλ Λαχανοδράκοντα, ανέκτησαν την πόλη Γερμανίκεια (Μαράς), όπου έλαβαν σημαντικές ποσότητες χρημάτων και ελευθέρωσαν πολλούς Σύριους Χριστιανούς, και νίκησαν έναν στρατό που τους έστειλε ο Αββασίδης στρατηγός Θουμαμά ιμπν αλ-Βαλίντ. [8] [9][10] Το επόμενο έτος, οι Βυζαντινοί ανέκτησαν και ελευθέρωσαν την οχυρωμένη πόλη του Χαντάθ, αναγκάζοντας τον χαλίφη αλ Μαχντί (775-785) να αντικαταστήσει τον μάλλον παθητικό Θουμαμά με τον βετεράνο αλ-Χασάν ιμπν Καταμπά. Ο Χασάν ηγήθηκε περισσότερων από 30.000 στρατιωτών σε μια εισβολή στο βυζαντινό έδαφος∙ οι Βυζαντινοί δεν έφεραν αντίσταση, και αποσύρθηκαν σε καλά οχυρωμένες πόλεις και καταφύγια, μέχρι που η έλλειψη προμηθειών αναγκάστηκε τον Χασάν να επιστρέψει πίσω, χωρίς να έχει επιτύχει πολλά. [8]

Σε απάντηση σε αυτές τις βυζαντινές επιτυχίες, ο χαλίφης αλ-Μαχντί αποφάσισε τώρα να αναλάβει το πεδίο προσωπικά. Στις 12 Μαρτίου 780 ο Μαχντί έφυγε από τη Βαγδάτη και μέσω του Χαλεπίου βάδισε προς το Χαντάτ, το οποίο οχύρωσε πάλι. Στη συνέχεια προχώρησε στην,ο Αραβισσό, όπου άφησε τον στρατό και επέστρεψε στη Βαγδάτη. Ο γιος και κληρονόμος του, Χαρούν -γνωστός περισσότερο με το laqab (βασιλικό όνομα), αλ-Ρασίντ- αφέθηκε υπεύθυνος για τον μισό στρατό, με τον οποίο επιτέθηκε στο θέμα των Αρμενιακών και κατέλαβε το μικρό φρούριο του Σεμαλούος. Ο Τουμαμά, ο οποίος είχε αναλάβει το άλλο μισό, διείσδυσε βαθύτερα στην Μ. Ασία. Βάδισε δυτικά μέχρι το θέμα Θρακησίων, αλλά εκεί νικήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τον Λαχανοδράκοντα. [11][12][13] Τον Ιούνιο του 781, καθώς η αραβική εισβολή επικεντρώθηκε στο Χαμντάθ υπό τον Αμπντ αλ-Καμπίρ, μικρανιψιό τού χαλίφη Ουμάρ (634-644), και πάλι προετοιμάστηκε να ξεκινήσει την ετήσια επιδρομή της, η Αυτοκράτειρα Ειρήνη συγκέντρωσε τους θεματικούς στρατούς τής Μ. Ασίας και τους έθεσε υπό τον σακελάριο Ιωάννη. Οι μουσουλμάνοι διέσχισαν την Βυζαντινή Καππαδοκία μέσω του Πέρασματος του Χαντάθ και συναντήθηκαν κοντά στην Καισάρεια με τις συγκεντρωμένες βυζαντινές δυνάμεις υπό τον Λαχανοδράκοντα. Η επακόλουθη μάχη είχε ως αποτέλεσμα μια ζημιογόνα αραβική ήττα, αναγκάζοντας τον Aμπντ αλ-Καμπίρ να εγκαταλείψει την εκστρατεία του και να αποσυρθεί στη Συρία. [12][13][9]

Αυτή η ήττα εξόργισε τον χαλίφη αλ-Μαχντί, ο οποίος προετοίμασε μια νέα αποστολή. Σκοπός της ήταν να δείξει τη δύναμη και να δείξει σαφώς την υπεροχή του χαλιφάτου: ήταν ο μεγαλύτερος στρατός που απεστάλη εναντίον τού Βυζαντίου στο δεύτερο μισό του 8ου αι.: φέρεται να αποτελούσε 95.793 άνδρες, περίπου το διπλάσιο του συνολικού βυζαντινού στρατιωτικού σώματος που ήταν παρόν στη Μ. Ασία, και κόστισε στο αββασιδικό κράτος περίπου 1,6 εκατομμύρια νομίσματα, σχεδόν το ίδιο με το σύνολο του ετήσιου εισοδήματος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο γιος του, Χαρούν, ήταν ο ονομαστικός ηγέτης, αλλά ο χαλίφης φρόντισε να στείλει έμπειρους αξιωματικούς να τον συνοδεύσουν. [14][15]

Η εισβολή του Χαλίφη στο Βυζάντιο το 782

Επεξεργασία

Στις 9 Φεβρουαρίου 782, ο γιος του, ο Χαρούν, έφυγε από τη Βαγδάτη. Οι Άραβες διέσχισαν την οροσειρά του Ταύρου από τις Πύλες της Κιλικίας και γρήγορα κατέλαβαν το φρούριο της Νίγδης (Μαγίδα). Στη συνέχεια προχώρησαν κατά μήκος των στρατιωτικών δρόμων που διασχίζουν το οροπέδιο προς τη Φρυγία. Εκεί, ο Χαρούν άφησε τον υποδιοικητή του, τον χατζίμπ αλ-Ραμπί ιμπν Γιουνούς, για να πολιορκήσει τη Νακολεία και να φυλάξει το πίσω μέρος του, ενώ μια άλλη δύναμη, σύμφωνα με πληροφορίες 30.000 άνδρες, υπό την ηγεσία του αλ-Βαρμακί (ένα μη προσδιορισμένο μέλος της ισχυρής οικογένειας Βαρμακιδών, πιθανότατα ο Γιαχγιά ιμπν Χαλίντ), στάλθηκε για να επιτεθεί στις πλούσιες δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας. Ο ίδιος ο Χαρούν, με τον κύριο στρατό, προχώρησε στο θέμα του Οψικίου. Οι αφηγήσεις των μεταγενέστερων γεγονότων στις πρωταρχικές πηγές (Θεοφάνης ο Εξομολογητής, Μιχαήλ ο Σύριος και Αλ-Ταμπαρί) διαφέρουν στις λεπτομέρειες, αλλά η γενική πορεία της εκστρατείας μπορεί να ανασυγκροτηθεί. [12][16][9]

Σύμφωνα με τον Γουόρεν Τρέντγκολντ, η βυζαντινή προσπάθεια φαίνεται να είχε ηγέτη τον λογοθέτη (επικεφαλής υπουργό) της Ειρήνης, Σταυράκιο, η στρατηγική του οποίου ήταν να αποφύγει άμεση αντιπαράθεση με τον τεράστιο στρατό του Χαρούν, αλλά να περιμένει μέχρι εκείνος να χωριστεί και να προχωρήσει, ώστε ο Σταυράκιος να συναντήσει τα διάφορα αποσπάσματα ανεξάρτητα. [17] Οι στρατιώτες του θέματος των Θρακησίων υπό τον Λαχανοδράκοντα αντιμετώπισε τον αλ-Βαρμακί σε ένα μέρος που ονομαζόταν Δαρηνός, αλλά ηττήθηκαν και υπέστησαν μεγάλες απώλειες (15.000 άνδρες σύμφωνα με τον Θεοφάνη, 10.000 σύμφωνα με τον Μιχαήλ τον Σύριο). Το αποτέλεσμα της πολιορκίας της Νακολείας από τον αλ-Ραμπί δεν είναι σαφές, αλλά πιθανότατα "νικήθηκε". Η φράση του Θεοφάνη μπορεί να υπονοεί ότι η πόλη καταλήφθηκε, αλλά ο Μιχαήλ ο Συριακός αναφέρει ότι οι Άραβες υπέστησαν μεγάλες απώλειες και απέτυχαν να την κατακτήσουν, μια εκδοχή γεγονότων που επιβεβαιώνεται από αγιογραφικές πηγές. [18] [16][17][19] Ο Αλ-Ταμπαρί αναφέρει ότι μέρος του κύριου στρατού υπό τον Γιαζίντ ibn Μαζϋάντ αλ-Σαϋμπανί συναντήθηκε με μια βυζαντινή δύναμη με επικεφαλής έναν συγκεκριμένο Νικήτα, που ήταν "ο κόμης των κομήτων" (ίσως ο κόμης του θέματος Οψικίου), πιθανότατα κάπου κοντά στη Νίκαια. Στη συνακόλουθη μάχη, ο Νικήτας τραυματίστηκε αυτός και το άλογό του σε μονομαχία με τον Άραβα στρατηγό, και αναγκάστηκε να αποσυρθεί, πιθανότατα στη Νικομήδεια, όπου συγκεντρώθηκαν τα αυτοκρατορικά Τάγματα (επαγγελματικά συντάγματα φύλαξης) υπό τον δομέστικο των Σχολών Αντώνιο. Ο Χαρούν δεν τους ενόχλησε και προχώρησε στη Χρυσούπολη, στο Στενό του Βοσπόρου, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Χωρίς πλοία για να διασχίσουν τον Βόσπορο, και χωρίς καμία πρόθεση να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη, ο Χαρούν πιθανότατα σκόπευε αυτή την πρόοδο μόνο ως επίδειξη δύναμης.[18][20][9][21]

Επιπλέον, παρά τη μέχρι στιγμής επιτυχία του, η θέση του Χαρούν ήταν αβέβαιη, καθώς η ήττα του αλ-Ραμπί απειλούσε τις γραμμές επικοινωνίας του με το Χαλιφάτο. Κατά συνέπεια, αφού λεηλάτησε τα ασιατικά προάστια της βυζαντινής πρωτεύουσας, ο Χαρούν έστρεψε τον στρατό του πίσω, αλλά κατά τη διάρκεια της πορείας του κατά μήκος της κοιλάδας του ποταμού Σαγγάριου, ανατολικά της Νίκαιας, περικυκλώθηκε από τις δυνάμεις των Ταγμάτων υπό τον Αντώνιο πίσω του και τον στρατό του θέματος των Bουκελλαρίων υπό τους στρατηγούς Tατζάτη στην εμπροσθοφυλακή του.[20][22][23] Ευτυχώς γι' αυτόν, σε αυτό το σημείο ο Τατζάτης, ένας Αρμένιος πρίγκιπας που είχε φύγει από την -υπό Αραβική κυριαρχία- πατρίδα του, προς τους Βυζαντινούς το 760, και ήταν στενά συνδεδεμένος με το εικονοκλαστικό καθεστώς του Κωνσταντίνου Ε΄ (πεθερού της Ειρήνης), επικοινώνησε κρυφά μαζί του. Ο Τατζάτης προσφέρθηκε να βοηθήσει τον Χαρούν, με αντάλλαγμα να συγχωρηθεί και να επιστρέψει ασφαλής ο ίδιος και η οικογένειά του στην Αρμενία. Ο Θεοφάνης εξηγεί τις ενέργειες του Τατζάτη λόγω της εχθρότητάς του προς τον ευνοούμενο της Ειρήνης, τον Σταυράκιο, αλλά αυτό προφανώς καλύπτει μια ευρύτερη δυσαρέσκεια με το καθεστώς της Ειρήνης. Όπως γράφει ο Γερμανός Βυζαντινολόγος Ραλφ-Γιοχάννες Λίλιε, "ο Τατζάτης δεν έβλεπε μεγάλες ευκαιρίες για τον εαυτό του κάτω από το νέο καθεστώς της Ειρήνης, και πράγματι χρησιμοποίησε την καλή ευκαιρία, που του πρόσφερε η κατάσταση". [23] [19][22][24]

Έτσι, όταν ο Χαρούν ζήτησε διαπραγματεύσεις, η Ειρήνη έστειλε μια αντιπροσωπεία τριών από τους πιο υψηλόβαθμους αξιωματούχους της: τον δομέστικο Αντώνιο, τον μάγιστρο Πέτρο και τον ίδιο τον Σταυράκιο. Έχοντας εμπιστοσύνη στη στρατιωτική τους θέση, παραμέλησαν να εξασφαλίσουν υποσχέσεις για την ασφάλειά τους ή να κρατήσουν ομήρους, έτσι όταν έφτασαν στο αραβικό στρατόπεδο, αιχμαλωτίστηκαν. Σε συνδυασμό με την προδοσία του Τατζάτη και την αναξιοπιστεία των στρατευμάτων του, η Ειρήνη αναγκάστηκε τώρα να διαπραγματευτεί για την απελευθέρωσή τους, ειδικά του έμπιστου βοηθού της Σταυράκιου. [23] [19][22][24]

Τα δύο κράτη κατέληξαν σε μια τριετή ανακωχή, με αντάλλαγμα έναν βαρύ ετήσιο φόρο υποτέλειας -οι αραβικές πηγές αναφέρουν διάφορα ποσά μεταξύ 70.000 και 100.000 χρυσά νομίσματα, ενώ ένας προσθέτει επίσης 10.000 κομμάτια μεταξωτού. [24] Η αναφορά του Ταμπαρί γράφει ότι ο φόρος ήταν "90 ή 70 χιλιάδες ντινάρ", που θα καταβάλλονταν "στην αρχή του Απριλίου και τον Ιούνιο κάθε έτους". [25] [26] Επιπλέον, οι Βυζαντινοί ήταν υποχρεωμένοι να παρέχουν προμήθειες και οδηγούς για τον στρατό του Χαρούν στην πορεία του προς την πατρίδα, και να παραδώσουν τη γυναίκα και τα περιουσιακά στοιχεία του Τατζάτη. Ο Χαρούν απελευθέρωσε όλους τους αιχμαλώτους του (5,643 σύμφωνα με το Tαμπαρί), αλλά κράτησε την πλούσιο λεία που είχε συγκεντρώσει, και επέστρεψε στο χαλιφάτο τον Σεπτέμβριο του 782. [19][26][9] Ο Ταμπαρί, στην αφήγησή του για την αποστολή, λέει ότι οι δυνάμεις του Χαρούν κατέλαβαν 194.450 ντινάρ σε χρυσό και 21.414.800 ντιρχάμ σε άργυρο, σκότωσαν 54.000 Βυζαντινούς στη μάχη και 2.090 σε αιχμαλωσία, και κατέλαβαν περισσότερα από 20.000 μεταφορικά ζώα αιχμάλωτα, ενώ έσφαξαν 100.000 βόδια και πρόβατα. Ο Ταμπαρί αναφέρει επίσης ότι το ποσό της λεηλασίας ήταν τέτοιο, που "ένα εργασιακό άλογο πουλιόταν για ένα ντιρχάμ, και ένας ημίονος για λιγότερο από δέκα ντιρχάμ, ένας θώρακας με ελάσματα για λιγότερο από ένα ντιρχάμ, και είκοσι σπαθιά για ένα ντιρχάμ, εποχή που ένα έως δύο ντιρχάμ ήταν ο συνήθης ημερήσιος μισθός ενός εργάτη ή στρατιώτη.[26][27]

Νομισματοκοπία του αλ-Μαχντί

Επεξεργασία

Ο Αλ-Μαχντί χρησιμοποίησε διάφορα στυλ νομισματοκοπίας, αλλά το παραδοσιακό ισλαμικό στυλ του χρυσού ντινάρ, του αργυρού ντιρχάμ και του χάλκινου φαλς ήταν κοινό.

Ο μεγαλύτερος γιος του ήταν ο Αλ-Χαντί, ο μεγαλύτερος αδελφός τού Χαρούν αλ-Ρασίντ. Ο Αλ-Χαντί ήταν πολύ αγαπητός στον πατέρα του, τον Αλ-Μαχντί: διορίστηκε ως ο πρώτος διάδοχος από τον πατέρα του στην ηλικία των 16 ετών και επιλέχθηκε ως αρχηγός του στρατού.[28]

Ο δεύτερος, Χαρούν, με τις επιδρομές του εναντίον των Βυζαντινών ανύψωσε την πολιτική του εικόνα, και μόλις επέστρεψε, του δόθηκε το laqab "αλ-Ρασίντ", που σημαίνει "ο ορθά καθοδηγούμενος". Προωθήθηκε ως κληρονόμος του χαλίφη και του δόθηκε η ευθύνη της διακυβέρνησης των δυτικών εδαφών της αυτοκρατορίας, από τη Συρία έως το Αζερμπαϊτζάν. [6] Ο Αλ-Χαντί διορίστηκε πρώτος διάδοχός του και ο Χαρούν αλ-Ρασίντ διορίστηκε δεύτερος, έτσι μετά το τέλος του Αλ-Μαχντί, τον διαδέχτηκε ο Αλ-Χαντί. Εξουσίασε για έναν χρόνο και δύο μήνες. Τον Αλ-Χαντί διαδέχθηκε ο αδελφός του Χαρούν, σύμφωνα με το σχέδιο διαδοχής του Αλ-Μαχντί.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 «The Abbasid Caliphs During the Lifetime of Imam Reza (A.S.)». Imam Reza Network. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2016. 
  2. 2,0 2,1 Marozzi 2015.
  3. 3,0 3,1 3,2 Bobrick 2012, σελ. 19.
  4. Toyib 2011, σελ. 36.
  5. Kennedy, Hugh (2004). «The True Caliph of the Arabian Nights». History Today 54 (9). http://www.historytoday.com/hugh-kennedy/true-caliph-arabian-nights. 
  6. 6,0 6,1 Bobrick 2012, σελ. 24.
  7. Hilary Kilpatrick, ‘Mawālī and Music’, in Patronate and Patronage in Early and Classical Islam, ed. by Monique Bernards and John Nawas (Leiden: Brill, 2005) pp. 326-48.
  8. 8,0 8,1 Makripoulias 2002Chapter 1 «Great Online Encyclopaedia of Asia Minor». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Νοεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2012. .
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 Treadgold 1988.
  10. Brooks 1923, σελ. 123.
  11. Treadgold 1988, σελ. 34.
  12. 12,0 12,1 12,2 Brooks 1923, σελ. 124.
  13. 13,0 13,1 Lilie 1996, σελ. 148.
  14. Lilie 1996, σελ. 150.
  15. Treadgold 1988, σελ. 67.
  16. 16,0 16,1 Lilie 1996.
  17. 17,0 17,1 Treadgold 1988, σελ. 68.
  18. 18,0 18,1 Makripoulias 2002Chapter 2.1 «Great Online Encyclopaedia of Asia Minor». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Νοεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2012. .
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 Mango & Scott 1997.
  20. 20,0 20,1 Lilie 1996, σελ. 151.
  21. Kennedy 1990, σελίδες 220–222.
  22. 22,0 22,1 22,2 Treadgold 1988, σελ. 69.
  23. 23,0 23,1 23,2 Makripoulias 2002Chapter 2.2 «Great Online Encyclopaedia of Asia Minor». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Νοεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2012. .
  24. 24,0 24,1 24,2 Lilie 1996, σελ. 152.
  25. Treadgold 1988, σελ. 69 interprets this to mean two annual installments, of 90,000 and of 70,000 coins on April and June respectively.
  26. 26,0 26,1 26,2 Kennedy 1990, σελ. 221.
  27. Kennedy 2001.
  28. Khiḍrī, Tārīkh-i khalāfat-i ʿabbāsīyān, p. 51

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία
  •   Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Al-Mahdi στο Wikimedia Commons