Το βενετικό γρόσι (ιταλικά: grosso) είναι αργυρό νόμισμα, που εισήχθη για πρώτη φορά στη Βενετία το 1193 από τον δόγη Eνρίκο Ντάντολο. Αρχικά ζύγιζε 2,18 γραμ., αποτελείτο από 98,5% καθαρό ασήμι και αποτιμήθηκε σε 26 δηνάρια. Το όνομά του προέρχεται από την ίδια ρίζα με το γκρόσεν και το αγγλικό γκρόατ, που όλα προέρχονται τελικά από το denaro grosso (χοντρό δηνάριο).

Η αξία του αφέθηκε να κυμανθεί σε σχέση με άλλα Βενετσιάνικα νομίσματα, έως ότου παγιώθηκε σε 4 σολδίνι το 1332, παρεμπιπτόντως τη χρονιά που κυκλοφόρησε το σολδίνο.

Οικονομικό υπόβαθρο

Επεξεργασία

Η Αναγέννηση του 12ου αιώνα έφερε πλούτο και οικονομική πολυπλοκότητα, αλλά οι Βενετοί συνέχισαν να χρησιμοποιούν τα άσχημα, υποβαθμισμένα υπολείμματα τού νομισματικού συστήματος, που είχε εισαγάγει ο Καρλομάγνος. [1] Η Βενετία έκοψε αργυρά δηνάρια (που ονομάζονται denari στα ιταλικά) με βάση τα νομίσματα της Βερόνας, τα οποία περιείχαν λιγότερο από μισό γραμμάριο αργύρου καθαρότητας 25%. Οι εγχώριες συναλλαγές χρησιμοποίησαν κατά κύριο λόγο αυτά τα νομίσματα ή τα αντίστοιχα νομίσματα της Βερόνας. Περίπου το 1180 ωστόσο, η Βερόνα τροποποίησε τα νομίσματά της, ανατρέποντας αυτή την πρακτική. Για το εξωτερικό εμπόριο, οι Βενετοί έμποροι προτιμούσαν τα Βυζαντινά νομίσματα ή τα νομίσματα του σταυροφορικού Βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Ωστόσο η κατάκτηση της Ιερουσαλήμ από τον Σαλαντίν το 1187 και η προοδευτική υποβάθμιση των Βυζαντινών άσπρων τραχέων, κατέστησαν αυτή την προτίμηση λιγότερο βιώσιμη. [2]

Σε άλλα μέρη της Δυτικής Ευρώπης η κατάσταση ήταν παρόμοια. Έγιναν μερικές προσπάθειες για να αντιστραφεί η πτώση τούς Καρολίγγειου δηναρίου, που ήταν το νόμισμά της για τετρακόσια χρόνια. Στη Λομβαρδία, ο Φρειδερίκος Α΄ Μπαρμπαρόσα έκοψε το αυτοκρατορικό δηνάριο (denar imperiali) στο διπλάσιο βάρος από τα δηνάρια τού Μιλάνου. [1] Η σταθερή καθαρότητα της αγγλικής στερλίνας, ή μικρής με σταυρό πέννας, που εισήγαγε ο Ερρίκος Β΄ το 1180 την έκανε δημοφιλές νόμισμα συναλλαγών στη Βόρεια Ευρώπη. [3] Έμεινε όμως στον δόγη Ενρίκο Ντάντολο της Βενετίας να κάνει την αποφασιστική καινοτομία, με ένα νόμισμα υψηλότερης ονομαστικής αξίας, από καθαρό ασήμι, που ονομάστηκε γκρόσο. Αυτά τα νομίσματα είχαν δύο πλεονεκτήματα σε σχέση με τα παλαιά δηνάρια/πέννες. Πρώτον, το κόστος κοπής και χειρισμού μειώθηκε, αντικαθιστώντας με ένα μεγάλο νόμισμα άλλα δεκάδες μικρότερα. Δεύτερον, η καθαρότητα του αργύρου τα έκανε αποδεκτά εκτός Βενετίας. [4]

Στη Βενετία

Επεξεργασία

Η παλαιότερη σωζόμενη αφήγηση της εισαγωγής του Ενετικού Γκρόσο από τον Ενρίκο Ντάντολο το συσχετίζει με τον εξοπλισμό της Δ΄ Σταυροφορίας το 1202 [5] και η παράδοση καθιστά τις πληρωμές των σταυροφόρων στη Βενετία για τα πλοία που τους μετέφεραν, ως την αιτία προμήθειας αργύρου για το γκρόσο. Παρόλο που η νομισματοκοπία του γκρόσο μπορεί να είχε ξεκίνησε λίγα χρόνια νωρίτερα, η εισροή αργύρου που χρησιμοποιήθηκε για την πληρωμή των βενετικών πλοίων των σταυροφόρων, οδήγησε στην πρώτη μεγάλης κλίμακας κοπή του. Το νόμισμα είχε 2,2 γραμμάρια αργύρου 98,5% καθαρότητας, το πιο αγνό της μεσαιωνικής μεταλλουργίας. [6] Αρχικά ονομαζόταν αργυρό δουκάτο (ducatus argenti) επειδή η Βενετία ήταν δουκάτο, αλλά είναι ευρύτερα γνωστό ως grosso ή matapano, το τελευταίο ένας μουσουλμανικός όρος που αναφέρεται στην καθιστή μορφή (τού Χριστού) στην πίσω όψη του. [7]

 
Γκρόσο του Φραντσέσκο Ντάντολο, 1328-1339

Τα σχέδια για το γκρόσο προήλθαν από τη σφραγίδα τού δόγη και το Βυζαντινό άσπρον τραχύ. Στην εμπρόσθια όψη φαίνονται οι όρθιες μορφές του δόγη και τού Αγίου Μάρκου του Ευαγγελιστή, τού προστάτη της Βενετίας. Στα δεξιά, ο Άγιος Μάρκος κρατά το ευαγγέλιο, που είναι το σύνηθες χαρακτηριστικό του, και παρουσιάζει ένα λάβαρο στον δόγη. Ο δόγης κρατά τη «δουκική υπόσχεση» Ο Ενρίκο Ντάντολο ήταν ο πρώτος δόγης, που ορκίστηκε αυτόν τον όρκο στέψης. [8] Η επιγραφή ονομάζει τον δόγη στα αριστερά, με τον τίτλο του, DVX στο πεδίο. Στα δεξιά ονομάζει τον άγιο S. M. VENETI, δηλ Άγιος Μάρκος της Βενετίας. Η πίσω όψη δείχνει τον Χριστό κατ ενώπιον, καθισμένο σε θρόνο. Η επιγραφή συντομεύει το ελληνικό του όνομα ως IC XC. [9]

Μία μπορντούρα με χάντρες και στις δύο πλευρές του νομίσματος εμπόδιζε το ασήμι να ξυστεί από την άκρη του νομίσματος, μία πρακτική που ονομάζεται αποκοπή. [10] Ως πρόσθετο μέτρο ασφαλείας, ο δόγης Γιάκοπο Τιέπολο πρόσθεσε διακριτικά σημεία, αρχικά παραλλαγές στα σημεία στίξης στη μπροστινή επιγραφή και αργότερα μικρά σημάδια κοντά στα πόδια του Χριστού στην πίσω πλευρά, τα οποία προσδιόρισαν τον κύριο υπεύθυνο του νομισματοκοπείου για την κοπή. Όμως, εκτός από την αλλαγή του ονόματος του δόγη και την προσθήκη στην αντίστροφη όψη της επιγραφής, TIBI LAVS 3 GLORIA, από τον δόγη Mικέλε Στένο, δεν υπήρξαν σημαντικές αλλαγές στο γκρόσο για 150 χρόνια. Πράγματι γύρω στο 1237 ο όρκος στέψης τού δόγη περιλάμβανε μία υπόσχεση, ότι δεν θα άλλαζε το νόμισμα χωρίς άδεια από το συμβούλιο. [11]

Η αλλαγή όμως ήρθε. Μεταξύ 1340 και 1370, οι αυξήσεις στην τιμή του αργύρου ανάγκασαν τους περισσότερους από τους δόγηδες να σταματήσουν να εκδίδουν γκρόσι και τους υπόλοιπους να εκδώσουν μόνο λίγα. [12] Όταν ο δόγης Αντρέα Κονταρίνι ξανάρχισε την παραγωγή των γκρόσι, το βάρος τους άρχισε να πέφτει και συνέχισε να πέφτει, μέχρι που ο Κριστόφορο Μόρο έκοψε το τελευταίο Βενετικό γρόσι με βάρος 0,45 γραμ. [13]

Επιρροή του βενετσιάνικου γκρόσου

Επεξεργασία
 
300x300εσ Δημοκρατία της Βενετίας, γκρόσο ή «ματαπάν» του Aντόνιο Βενιέρ, δόγη της Βενετίας (1382-1400).

Άλλα ιταλικά νομισματοκοπεία ακολούθησαν το παράδειγμα της Βενετίας, εκδίδοντας δικά τους γκρόσι. Η Βερόνα, η Μπολόνια, το Ρέτζιο, η Πάρμα και η Παβία είχαν όλα νομίσματα από καθαρό άργυρο με βάρος περίπου με αυτό του Ενετικού γκρόσο μέχρι το 1230. Η Ρωμαϊκή Γερουσία έκοβε γκρόσι στα μέσα του 13ου αι., αλλά μέχρι τότε ήταν το Βενετσιάνικο γκρόσο, που είχε γίνει σημαντικό εμπορικό νόμισμα. [14] Πράγματι τον 13ο αι. ο Mαρτίνο ντα Κανάλε ισχυριζόταν, ότι το Βενετσιάνικο γκρόσο «κυκλοφορούσε σε όλο τον κόσμο λόγω της καλής του ποιότητας». [15] Αυτό έφερε ακριβείς απομιμήσεις, αλλά και απατηλή κηβδιλία, ειδικά στα Βαλκάνια. Το 1282 η Βενετία επέβαλε περιορισμούς στις Δαλματικές κτήσεις της, απαγορεύοντας τη χρήση αντιγράφων του γκρόσο. Μέχρι το 1304 η Βυζαντινή Αυτοκρατορία εξέδωσε το βασιλικόν, του οποίου το βάρος και η καθαρότητα το έκαναν ουσιαστικά ανταλλάξιμο με το Βενετσιάνικο γκρόσο και του οποίου οι τύποι εμπνεύστηκαν σαφώς από αυτό. [12]

Επιπλέον, το Βενετσιάνικο γκρόσο είναι το πιο εξέχον σημείο διαχωρισμού μεταξύ του συστήματος νομισμάτων της Δυτικής Ευρώπης, που βασίζεται στο δηνάριο και της εποχής των μεγαλύτερων αργυρών και χρυσών νομισμάτων, που ονομάζονται συλλογικά γκρόατ και φλορίνια. Όπως το Βενετσιάνικο γκρόσο, αυτά τα νομίσματα μεγαλύτερης ονομαστικής αξίας δεν είχαν ονόματα ή επιγραφές, που να υπονοούν μία σταθερή αξία όσον αφορά το σύστημα "λιρών, σολδίων και δηναρίων" (ή λίρες, σελίνια και πέννες στην Αγγλία), στο οποίο τηρούντο οι λογαριασμοί. Αυτό επέτρεπε στην κυβέρνηση να χειραγωγήσει τις αξίες των νομισμάτων της σε όρους λογιστικού χρήματος, ως εργαλείο για τη δημοσιονομική πολιτική. [15]

Δείτε επίσης

Επεξεργασία

Βιβλιογραφικές αναφορές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 John Porteous, Coins in History, page 83.
  2. Thomas F. Madden, Enrico Dandolo and The Rise of Venice, page 109
  3. John Porteous, Coins in History, page 71.
  4. Philip Grierson, The Coins of Medieval Europe, page 106.
  5. Alan M. Stahl, Zecca the mint of Venice in the Middle Ages, page 17
  6. Thomas F. Madden, Enrico Dandolo and The Rise of Venice, page 110
  7. Philip Grierson, The Coins of Medieval Europe, page 107.
  8. Louise Buenger Robbert, Reorganization of the Venetian Coinage by Doge Enrico Dandolo, page 48
  9. Elio Biaaggi, Monete e Zecche Medievali Italiane, coin 2761.
  10. Alan M. Stahl, Zecca the mint of Venice in the Middle Ages, page 19
  11. Alan M. Stahl, Zecca the mint of Venice in the Middle Ages, page 23
  12. 12,0 12,1 Dumbarton Oaks, Philip Grierson, and Alfred R. Bellinger Catalog of Byzantine Coins in the Dumarton Oaks Collection, page 35
  13. Elio Biaggi, Monete e Zeccche Medievali Italiane, coin 2893
  14. Philip Grierson, The Coins of Medieval Europe, pages 107 to 109.
  15. 15,0 15,1 John Porteous, Coins In History, page 84.