Το βερίκοκο είναι ο καρπός της βερικοκιάς (επιστημονική ονομασία prunus armeniaca) της οικογενείας των ροδιδών.

Τα βερίκοκα πλούσια σε φυσικό σάκχαρο καταναλώνονται φρέσκα, ως επιτραπέζια φρούτα, ή ξηρά ή ως μαρμελάδα και κομπόστα
(Θρεπτική αξία ανά 100γρ.)
Θερμίδες 48
Νάτριο 1mg
Υδατάνθρακες 11γρ. 4%
Φυτικές ίνες 8%
Σάκχαρο 9 γρ.
Ασβέστιο 1% · Σίδηρος 2%
Κάλιο 7%
Βιταμίνη Α 39% · Βιταμίνη C 17%
Πηγή
Nutrition Data.com

Ιστορικό Επεξεργασία

Κατάγεται από τη Β. Κίνα, Μαντζουρία και Μογγολία και ήρθε στην Ευρώπη από την Αρμενία απ΄ όπου πήρε και το όνομά της. Η καλλιέργειά της ήταν γνωστή στην Κίνα από το 2.200 π.Χ. και φαίνεται ότι μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από τον Μέγα Αλέξανδρο, γιατί δεν αναφέρεται από τον Θεόφραστο (400 π.Χ.).[1] Ο Διοσκουρίδης ανέφερε τα βερίκοκα ως αρμενικά μήλα, λόγω της προέλευσης του φυτού.[2] Στην Κύπρο και στα Δωδεκάνησα το ονομάζουν χρυσόμηλο, ενώ σε άλλα μέρη της Ελλάδος χρησιμοποιούν το όνομα ζαρδελιά.

Ονομασία Επεξεργασία

Η ονομασία «βερίκοκο» προήλθε από την Αρχαία Ελληνική λέξη πραικόκιον, η οποία με την σειρά της προκύπτει από το λατ. praecocia (praecoquus) που σημαίνει «πρώιμος», επειδή ο καρπός του παρουσιάζει πρώιμη ωρίμανση. Από την ελληνική λέξη προέρχεται και η αραβική berkuk (από το al-barqūq που προήλθε από την βυζαντική λέξη βερικοκκία)[3].

Περιγραφή Επεξεργασία

Είναι σαρκώδης, σφαιρικός, με αυλακωτή κοιλιακή ραφή. Ο πυρήνας (κουκούτσι) είναι ξυλώδης και στο εσωτερικό του περιέχει 1-2 σπόρια με πικρή γεύση που μοιάζουν με αμύγδαλα και χρησιμοποιούνται στην φαρμακοποιία.Το σαρκώδες και χυμώδες περικάρπιο είναι εύγευστο, γλυκό και έχει χρώμα πορτοκαλοκίτρινο. Το εξωτερικό του βερίκοκου (φλούδα) είναι λεπτό, συνήθως χνουδωτό και είναι χρώματος κίτρινου με μερικές κόκκινες κηλίδες στη μπροστινή του πλευρά.

Είναι πλούσιο σε βιταμίνη Α και κάλιο. Επίσης περιέχει βιταμίνες C, Β1, Β2 και φυσικό σάκχαρο. Επίσης τα βερίκοκα είναι πλούσια σε φυτικές ίνες. Το βερίκοκο καταναλώνεται νωπό ως φρούτο. Επίσης μπορεί να καταναλωθεί και αποξηραμένο, γίνεται μαρμελάδα, κομπόστα, χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική και γίνεται λικέρ και χυμός.

Αξιόλογες ελληνικές και ξένες ποικιλίες Επεξεργασία

Παραγωγή σε τόνους. Στοιχεία 2009
Δεδομένα FAOSTAT(FAO ΦΑΟ)
(Διεθνής Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας)

  Τουρκία 695 364
  Ιράν 397 749
  Ουζμπεκιστάν 290 000
  Ιταλία 233 600
  Αλγερία 202 806
  Πακιστάν 193 936
  Γαλλία 190 382
  Μαρόκο 122 798
  • Τα υπερπρώιμα της Τίρυνθας, που ωριμάζουν 2-30 Μαΐου,
  • Τα τσαουλιά της Αττικής με μικρό καρπό, που ωριμάζουν τέλη Μαΐου,
  • Τα Μπεμπέκου που ωριμάζουν Ιούνιο-Ιούλιο,
  • Τα Διαμαντοπούλου με μικρό και όχι πολύ γλυκό καρπό. Ποικιλία που δεν δίνει μεγάλη παραγωγή.[4] Είναι εξαιρετικά αρωματικά, αλλά δύσκολα στη μεταφορά τους, αφού είναι αρκετά ευαίσθητα.
  • LUIZET, όψιμη με καρπούς ωοειδείς και μεγάλους σε πορτοκαλί χρώμα και σάρκα χυμώδη, αρωματική και γλυκιά.
  • NANCY χρυσοκίτρινη με κόκκινα στίγματα με λεπτή και λειωμένη σάρκα που αργεί να ωριμάσει στις αρχές Αυγούστου.

Η Τουρκία έχει τη μεγαλύτερη παραγωγή στον κόσμο. Ακολουθούν το Ιράν, το Ουζμπεκιστάν, η Ιταλία, η Αλγερία, το Πακιστάν, η Γαλλία, το Μαρόκο, η Συρία και η Ισπανία. Η Ελλάδα παράγει πάνω από 45.000 τόνους κατά μέσον όρον ετησίως.

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, «Φυτολογία» , σ. 64 Εκδ.Αθηνών 1983
  2. Διοσκουρίδης, Περί Ύλης ιατρικής
  3. «Apricot word origin». Etymologeek (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 30 Ιουνίου 2022. 
  4. IL MILLEPIANTE (Χίλια Φυτά), σ. 194 Edizione italiana-stamato nel mese di Giugno, 1994