Μουλάρι ή ημίονος ονομάζεται το ζώο εκείνο που προέρχεται από τη διασταύρωση αρσενικού γάιδαρου και θηλυκού αλόγου δηλαδή το μουλάρι προέρχεται από γονιμοποίηση φοράδας από γάιδαρο. Ένα διαφορετικό είδος, το γαϊδουρομούλαρο ή γίννος, προκύπτει όταν γίνει γονιμοποίηση θηλυκού γαϊδουριού από αρσενικό άλογο. Το μουλάρι (αλλά και το γαϊδουρομούλαρο) είναι υβρίδιο, προκύπτει δηλαδή από τη διασταύρωση δυο διαφορετικών αλλά συγγενών ειδών.

Ημίονος
Ένα αργεντίνικο μουλάρι ονόματι Χουανθίτο
Ένα αργεντίνικο μουλάρι ονόματι Χουανθίτο
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Περισσοδάκτυλα (Perissodactyla)
Οικογένεια: Ιππίδες (Εquidae)
Γένος: Ίππος (Equus)
Είδος: Equus asinus x Equus caballus
Συνώνυμα

Equus mulus

Περιγραφή

Επεξεργασία

Μορφολογικά το μουλάρι μοιάζει στο σώμα και το δέρμα με το γάιδαρο, ενώ στις περιοχές του λαιμού και του κεφαλιού περισσότερο με το άλογο. Όμως, ενώ το άλογο έχει 64 χρωμοσώματα, και το γαϊδούρι 62, το μουλάρι έχει 63. Γι' αυτό το μουλάρι δεν μπορεί να αναπαραχθεί λόγω του λειψού αριθμού των χρωμοσωμάτων που έχει και γι' αυτό είναι στείρο. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις υπάρχουν γεννήσεις από μουλάρια, είναι όμως ιδιαίτερα σπάνιες.

Το μουλάρι είναι πιο μεγαλόσωμο και έχει σώμα αλόγου, και πόδια γαϊδουριού. Το γαϊδουρομούλαρο έχει σώμα γαϊδουριού και πόδια αλόγου. Είναι πιο μικρόσωμο από το μουλάρι.

Τα μουλάρια συνδυάζουν χαρακτηριστικά των γαϊδουριών, όπως η υπομονή και επιμονή, και των αλόγων, όπως η αντοχή και η δυνατότητα μεταφοράς βαρέων φορτίων. Όταν ενοχληθεί, το μουλάρι μπορεί να κλωτσήσει πολύ δυνατά προς κάθε κατεύθυνση. Τα ζώα χρησιμοποιούνται σε αγροτικές κοινωνίες για βοήθεια στις μεταφορές, παλιότερα όμως και μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ευρύτατη ήταν η χρήση τους από τους στρατούς του κόσμου ως μέσα μεταφοράς, κυρίως λόγω της μεγάλης αντοχής τους και της ανθεκτικότητάς τους στις ασθένειες.

Η μείωση του αριθμού των ελληνικών γαϊδουριών (από τα 508.000 γαϊδούρια που υπήρχαν στην Ελλάδα το 1950, το 1995 μειώθηκαν σε 95.000 ενώ έως το 2008 υπήρχαν λιγότερα από 16.000) έχει επιφέρει δραματική μείωση και στον πληθυσμό των μουλαριών.

Στη γλώσσα

Επεξεργασία

Μεταφορικά, ο όρος μουλάρι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάποιον που είναι ιδιαίτερα επίμονος (μουλάρωσε). Εναλλακτικά, και υποτιμητικά, για κάποιον που έχει μεγαλώσει αρκετά ώστε να επωμίζεται ευθύνες χωρίς ωστόσο να το κάνει (είκοσι χρονών μουλάρι). Η λέξη μούλος ή μούλικος αποτελεί ύβρι συνώνυμη του μπάσταρδος και αναφέρεται σε εξώγαμο ή αγνώστου πατρότητος παιδί.