Η Αίγυπτος αναφέρεται κυρίως ως (γνωστή και μεγάλη) χώρα της Αφρικής, αλλά στην πραγματικότητα συνδέει δύο γεωγραφικές/γεωπολιτικές περιοχές, τη Βόρεια Αφρική και τη Νοτιοδυτική Ασία, δεδομένου ότι στην Αίγυπτο ανήκει η Χερσόνησος του Σινά, η οποία ανήκει στην Ασία.

Η θέση της Αιγύπτου

Η Αίγυπτος έχει μεγάλες ακτογραμμές τόσο στη Μεσόγειο, όσο και στην Ερυθρά Θάλασσα, ενώ διαθέτει και το μεγαλύτερο πλωτό μήκος του μεγάλου ποταμού Νείλου, στον οποίο οφείλει και τον αρχαίο πολιτισμό της, αλλά και τον σημερινό μεγάλο πληθυσμό της. Η χώρα συνορεύει με τη Λιβύη στα δυτικά, με τη Λωρίδα της Γάζας στα βορειοανατολικά, με το Ισραήλ στα ανατολικά και με το Σουδάν στα νότια. Η χώρα έχει έκταση 1.002.450 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ή σύμφωνα με άλλο υπολογισμό 1.010.408 τετρ. χιλιόμετρα[1][2], που την καθιστά την 29η μεγαλύτερη χώρα της Γης. Από απόψεως πληθυσμού έρχεται 19η, με εκτιμώμενο σήμερα (2022) πληθυσμό 102.872.283 κατοίκους. Ωστόσο το 99% των κατοίκων της χώρας διαμένουν στο 5,5% της συνολικής εκτάσεώς της, συγκεκριμένα στην κοιλάδα και το δέλτα του Νείλου.

Η μεγαλύτερη ευθεία απόσταση στην Αίγυπτο από βορρά προς νότο είναι 1.420 χιλιόμετρα (km), ενώ από ανατολικά προς δυτικά είναι 1.275 km. Το συνολικό μήκος των ακτογραμμών της ανέρχεται σε 2.900 km, ενώ η θαλάσσια έκταση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης της είναι 263.451 τετραγωνικά χιλιόμετρα.

Κυβερνεία Επεξεργασία

Η Αίγυπτος υποδιαιρείται σε 28 επαρχίες, που ονομάζονται κυβερνεία. Υπάρχουν δύο κυβερνεία-πόλεις (Κυβερνείο Αλεξάνδρειας και Κυβερνείο Καΐρου), εννέα κυβερνεία στην Κάτω Αίγυπτο (περιοχή του Δέλτα του Νείλου), δέκα στην Άνω Αίγυπτο κατά μήκος του ποταμού Νείλου και πέντε κυβερνεία «της ερήμου», στο Σινά και τις ερήμους δυτικά και ανατολικά του Νείλου.

Φυσικές περιοχές Επεξεργασία

 
Τοπογραφικός (υψομετρικός) χάρτης της Αιγύπτου

Το μεγαλύτερο μέρος της χώρας βρίσκεται μέσα στην ευρεία ζώνη της ερήμου Σαχάρας, που απλώνεται σε όλη τη Βόρεια Αφρική. Η γεωλογική ιστορία της Αιγύπτου έχει δημιουργήσει 4 μεγάλες φυσικές περιοχές, τις εξής:

Παρά το ότι καλύπτει μόλις το 5% της συνολικής εκτάσεως της Αιγύπτου, η Κοιλάδα και το Δέλτα του Νείλου είναι η σημαντικότερη περιοχή της, καθώς είναι η μόνη καλλιεργήσιμη γη της χώρας και εκεί ζει το 99% των κατοίκων της. Η Κοιλάδα του Νείλου εκτείνεται σε μήκος περί τα 800 χιλιόμετρα (km), από το Ασουάν μέχρι τα προάστια του Καΐρου, και είναι γνωστή και ως Άνω Αίγυπτος, ενώ η ευρύτερη έκταση του Δέλτα αποκαλείται και Κάτω Αίγυπτος. Απότομες βραχώδεις πλαγιές υψώνονται κατά μήκος της αριστερής και της δεξιάς όχθης του Νείλου σε μερικά μέρη, ενώ άλλες εκτάσεις κατά μήκος του ποταμού είναι πεδινές, με πολύ χώρο για αγροτική εκμετάλλευση. Κατά το παρελθόν, η ετήσια θερινή πλημμύρα του Νείλου παρείχε λάσπη και νερό που καθιστούσαν εύφορη την παρόχθια ζώνη, η οποία διαφορετικά θα ήταν πολύ ξηρή. Αλλά μετά την ανέγερση του Φράγματος του Ασουάν η γεωργία στην Κοιλάδα του Νείλου εξαρτάται από την άρδευση. Το Δέλτα του Νείλου αποτελείται από επίπεδες πεδινές εκτάσεις. Κάποια μέρη του Δέλτα είναι βαλτώδη και γι' αυτό ακατάλληλα για καλλιέργεια, ενώ οι υπόλοιπες περιοχές του καλλιεργούνται εντατικά.[3]

Κοιλάδα και Δέλτα του Νείλου Επεξεργασία

Κύρια λήμματα: Νείλος και Δέλτα του Νείλου

Η Κοιλάδα και το Δέλτα του Νείλου είναι στην πραγματικότητα η πιο εκτεταμένη όαση στη Γη και δημιουργήθηκε τα τελευταία εκατομμύρια έτη από τον μακρύτερο ποταμό της Γης και τις φαινομενικά ανεξάντλητες πηγές του. Χωρίς τον δίαυλο αυτόν, που επιτρέπει στον Νείλο να διαρρέει τη Σαχάρα, η Αίγυπτος θα ήταν εντελώς έρημος. Το μήκος του Νείλου εντός της Αιγύπτου είναι περίπου 1.600  km. Τα νερά του Νείλου προέρχονται από τρεις κεντροαφρικανικούς κλάδους: τον Λευκό Νείλο, τον Γαλάζιος Νείλος και τον Άτμπαρα.

Ο Λευκός Νείλος, που πηγάζει από τη Λίμνη Βικτόρια στην Ουγκάντα, δίνει περί το 28% της ετήσιας ποσότητας του νερού που διαρρέει την αιγυπτιακή Κοιλάδα του Νείλου. Στη διαδρομή του από τη Βικτόρια μέχρι την Τζούμπα στο Νότιο Σουδάν, ο Νείλος κατέρχεται περισσότερο από 600 μέτρα, ενώ στα επόμενα 1.600 km, από την Τζούμπα μέχρι το Χαρτούμ, την πρωτεύουσα του Σουδάν, κατέρχεται κατά μόλις 75 μέτρα.

Ο Γαλάζιος Νείλος (παλαιότερη ελληνική ονομασία: «Κυανός Νείλος»), που πηγάζει από τη λίμνη Τάνα στην Αιθιοπία, δίνει κατά μέσο όρο το 58% περίπου της τελικής ποσότητας του νερού του Νείλου. Η κλίση του είναι μεγαλύτερη και άρα η ροή του ταχύτερη από εκείνη του Λευκού Νείλου, με τον οποίο συμβάλλει στο Χαρτούμ. Σε αντίθεση με τον Λευκό Νείλο, ο Γαλάζιος Νείλος μεταφέρει μεγάλη ποσότητα ιζημάτων. Επί πολλά χιλιόμετρα βορείως του Χαρτούμ, τα νερά του Νείλου προς την πλευρά της ανατολικής όχθης του, που προέρχονται από τον Γαλάζιο Νείλο, είναι φανερά πιο λασπώδη, ενώ προς την πλευρά της δυτικής όχθης τα νερά, που προέρχονται από τον Λευκό Νείλο, είναι πιο καθαρά.

Ο κατά πολύ βραχύτερος ποταμός Άτμπαρα ή «Μαύρος Νείλος», που επίσης πηγάζει στην Αιθιοπία, συμβάλλει με τον Νείλο στα βόρεια του Χαρτούμ, ανάμεσα στον Πέμπτο και τον Έκτο Καταρράκτη. Παρέχει το υπόλοιπο 14% περίπου της τελικής ποσότητας του νερού του Νείλου. Αυτό κατά μέσο ετήσιο όρο, διότι την ξηρή εποχή, από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο, ο Άτμπαρα έχει σχεδόν μηδενική παροχή, ενώ στα τέλη του καλοκαιριού, όταν στο Αιθιοπικό υψίπεδο σημειώνονται καταρρακτώδεις βροχοπτώσεις, ο Άτμπαρα παρέχει το 22% του νερού του αιγυπτιακού Νείλου.

Ανάλογα κυμαίνεται και η εποχική συνεισφορά του Γαλάζιου Νείλου: Συνεισφέρει το 17% της τελικής ποσότητας του νερού του Νείλου την ξηρή εποχή και το 68% την εποχή των βροχών. Αντιθέτως, ο Λευκός Νείλος παρέχει μόνο το 10% της τελικής ποσότητας του νερού την εποχή των βροχών, αλλά πάνω από το 80% το υπόλοιπο έτος. Για τον λόγο αυτόν, πριν την αποπεράτωση του Φράγματος του Ασουάν το 1971 ο Λευκός Νείλος ύδρευε την αιγυπτιακή Κοιλάδα του Νείλου όλο το έτος, ενώ ο Γαλάζιος Νείλος, που έφερνε τα νερά των βροχών της Αιθιοπίας, προκαλούσε την ετήσια πλημμύρα του ποταμού και την εναπόθεση ενός στρώματος εύφορης λάσπης στους παρόχθιους αγρούς. Η περίφημη μεγάλη ετήσια πλημμύρα του Νείλου στην αρχαία Αίγυπτο συνέβαινε τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο (και μέρος του Οκτωβρίου), αλλά στο Ασουάν άρχιζε κάποτε και από τον Ιούνιο, ενώ συχνά ο ποταμός είχε αφθονία νερών μέχρι τον Ιανουάριο.

Ο Νείλος εισέρχεται στο έδαφος του σημερινού κράτους της Αιγύπτου λίγα χιλιόμετρα βορείως του Ουαντί Χαλφά, μιας Σουδανικής πόλεως που ξανακτίσθηκε εξ αρχής σε υψηλότερη θέση, καθώς η αρχική της θέση βυθίσθηκε κάτω από την τεχνητή λίμνη που δημιουργήθηκε από το Φράγμα του Ασουάν. Ως αποτέλεσμα της ανεγέρσεως του Φράγματος, ο ρους του Νείλου στην Αίγυπτο αρχίζει από αυτή τη Λίμνη Νάσερ, η οποία εκτείνεται σε μήκος έως και 320 km επί αιγυπτιακού εδάφους και άλλα 158 km επί σουδανικού εδάφους. Ουσιαστικά η λίμνη διατρέχει όλη την Κάτω Νουβία, μέσα στη στενή κοιλάδα που έσκαψε ο Νείλος ανά τους αιώνες σε πετρώματα ψαμμίτη και γρανίτη.

Πιο κάτω από το Ασουάν, η καλλιεργούμενη λωρίδα γης διευρύνεται σε πλάτος μέχρι 20 km. Στα βόρεια του Ίσνα (160  km βορείως του Ασουάν), το έδαφος πάνω από τις πλαγιές της κοιλάδας φθάνει σε υψόμετρο 550 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ στο Κένα (περίπου 90  km βορείως του Ίσνα) ένας ασβεστολιθικός όγκος ύψους έως και 300 μέτρων υποχρεώνει τον Νείλο να αλλάξει κατεύθυνση προς τα νοτιοδυτικά επί περίπου 60  km. Στη συνέχεια ο ποταμός στρέφεται προς τα βορειοδυτικά μέχρι 40 χιλιόμετρα μετά το Ασιούτ. Μετά από τη μεγάλη αυτή πόλη, οι πλαγιές της κοιλάδας χαμηλώνουν.

Στο Κάιρο ο Νείλος απλώνεται σε αυτό που κάποτε ήταν μια ευρεία εκβολή στη θάλασσα και με την πάροδο των αιώνων επιχωματώθηκε με εναποθέσεις ιζημάτων και σχημάτισε το σημερινό εύφορο ποτάμιο δέλτα. Το δέλτα αυτό έχει σχήμα βεντάλιας με το άνοιγμά της στη Μεσόγειο Θάλασσα, όπου το πλάτος του φθάνει στο μέγιστο, περίπου 250  km, ενώ στη διεύθυνση βορράς-νότος εκτείνεται επί περίπου 160 km και έχει εμβαδό περίπου 22.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, είναι δηλαδή λίγο μεγαλύτερο σε έκταση από την Πελοπόννησο.

Σύμφωνα με ιστορικές πηγές του 1ου αιώνα μ.Χ., κάποτε διέτρεχαν το δέλτα επτά κλάδοι του Νείλου. Σύμφωνα με μεταγενέστερες πηγές, ο Νείλος είχε 6 κλάδους στο δέλτα περί τον 12ο αιώνα. Από τότε μέχρι σήμερα, η φύση και ο άνθρωπος έχουν αφήσει μόνο δύο κλάδους: τον ανατολικό της Δαμιέτης (μήκος 240  km) και τον δυτικό της Ροζέτας (μήκος 235  km). Αμφότεροι οι κλάδοι έχουν την ονομασία των λιμανιών που βρίσκονται στα στόμιά τους και συμπληρώνονται από ένα δίκτυο αποστραγγιστικών και καναλιών και τάφρων. Στα βόρεια, κοντά στην ακτή, το δέλτα αγκαλιάζει μια σειρά αλμυρών βάλτων και λιμνών, με κυριότερη τη λίμνη του Ίντκου, κοντά στην Αλεξάνδρεια.

Η γονιμότητα και η παραγωγικότητα της αγροτικής γης στις παρόχθιες περιοχές του Νείλου εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ιλύ που εναποθέτει ο ποταμός. Αρχαιολογικές έρευνες υποδεικνύουν ότι αρχικώς οι άνθρωποι κατοικούσαν σε αρκετά ψηλότερες τοποθεσίες της κοιλάδας από ό,τι σήμερα, πιθανώς επειδή ο ποταμός ήταν ψηλότερα ή οι πλημμύρες του ήταν εντονότερες. Η ακριβής ημερομηνία και η ένταση της ετήσιας πλημμύρας ήταν πάντοτε απρόβλεπτες. Επί αιώνες οι Αιγύπτιοι επιχειρούσαν να προβλέψουν και να εκμεταλλευθούν τις πλημμύρες του Νείλου, όσο και να μετριάσουν την έντασή τους.

Η ανέγερση φραγμάτων στον Νείλο, ιδίως του Φράγματος του Ασουάν, μεταμόρφωσε τον ισχυρό ποταμό σε ένα μεγάλο και προβλέψιμο αρδευτικό χαντάκι. Η Λίμνη Νάσερ είναι η μεγαλύτερη τεχνητή λίμνη στον κόσμο και κατέστησε εφικτή την προγραμματισμένη χρήση του Νείλου, ανεξαρτήτως της ποσότητας βροχών που πέφτουν στην Κεντρική και την Ανατολική Αφρική. Τα φράγματα έχουν επίσης επηρεάσει τη γονιμότητα των εδαφών στην Κοιλάδα του Νείλου, η οποία εξαρτάτο επί χιλιετίες όχι μόνο από το νερό του ποταμού, αλλά και από τις εναποθέσεις της ιλύος που αυτό μετέφερε.

Οι ερευνητές έχουν εκτιμήσει ότι οι ευεργετικές εναποθέσεις ιλύος στην Κοιλάδα άρχισαν πριν από περίπου 10.000 χρόνια. Η ανάλυση της ροής κατέδειξε ότι 10,7 εκατομμύρια τόνοι φερτών υλών περνούσαν από το Κάιρο κάθε έτος.

Σήμερα το Φράγμα του Ασουάν διακρατεί την περισσότερη από αυτή την ιλύ στη Λίμνη Νάσερ. Στο Δέλτα του Νείλου η μείωση των ετήσιων εναποθέσεων ιλύος έχει ανεβάσει τον υδροφόρο ορίζοντα και αυξήσει την αλμυρότητα του εδάφους, ενώ στην Άνω Αίγυπτο έχει αυξήσει τη διάβρωση στις όχθες του ποταμού.

Δυτική έρημος Επεξεργασία

Η Δυτική έρημος καλύπτει μια έκταση περίπου 700 χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων, περίπου τα δύο τρίτα της συνολικής εκτάσεως της Αιγύπτου. Απλώνεται από τη Μεσόγειο Θάλασσα στα βόρεια μέχρι τα σύνορα με το Σουδάν στα νότια. Το υψίπεδο Γκιλφ αλ Κεμπίρ, με μέσο υψόμετρο περί τα χίλια μέτρα, συνιστά μια εξαίρεση στο πανομοιότυπο τοπίο βραχώδους υποστρώματος καλυμμένου από οριζόντια στρώματα ιζημάτων. Η λεγόμενη Μεγάλη θάλασσα άμμου στο εσωτερικό της ερήμου εκτείνεται από την Όαση Σίβα έως το Γκιλφ αλ Κεμπίρ. Σε αρκετά μέρη υπάρχουν μονές απότομες πλαγιές που εκτείνονται για δεκάδες χιλιόμετρα (escarpments), καθώς και βαθιά βαθύπεδα, ενώ κανένα ποτάμι ή ρυάκι δεν διασχίζει τα όρια της περιοχής.

Το αιγυπτιακό κράτος έχει διαιρέσει τη Δυτική έρημο σε δύο κυβερνεία με σύνορο τον 28ο παράλληλο: το Κυβερνείο Ματρούχ στα βόρεια και το Κυβερνείο Νέας Κοιλάδας (Al Wadi al Jadid) στα νότια (το μεγαλύτερο σε έκταση από όλα τα αιγυπτιακά κυβερνεία). Υπάρχουν επτά σημαντικά βαθύπεδα στη Δυτική έρημο και όλα θεωρούνται οάσεις εκτός από το μεγαλύτερο, το Βύθισμα Καττάρα, τα νερά του οποίου είναι αλμυρά. Σε αυτό βρίσκεται και το χαμηλότερο υψόμετρο της Αιγύπτου, 133 μέτρα κάτω από τη στάθμη της θάλασσας, ενώ εκτείνεται σε 19.605 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Ιζηματογενή πετρώματα με εκτεταμένη αιολική διάβρωση, αλμυρά έλη και αλμυρές λίμνες καλύπτουν τη σχεδόν ακατοίκητη αυτή έκταση.

Στα άλλα 6 βαθύπεδα συναντούμε μια περιορισμένη γεωργική παραγωγή, ύπαρξη κάποιων φυσικών πόρων και μόνιμους οικισμούς, εξαιτίας της διαθεσιμότητας γλυκού νερού, που προέρχεται από το υπέδαφος ή από τον Νείλο. Η Όαση Σίβα, κοντά στα σύνορα με τη Λιβύη και δυτικά του Καττάρα, είναι ιδιαιτέρως απομονωμένη από την υπόλοιπη Αίγυπτο, αλλά έχει μόνιμο πληθυσμό από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και είναι γνωστή από τον Ναό του Άμμωνος, τον οποίο επισκέφθηκαν ο Ηρόδοτος, ο Μέγας Αλέξανδρος και πολλές άλλες αρχαίες προσωπικότητες μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή.

Οι άλλες μεγάλες οάσεις σχηματίζουν μια τοπογραφική αλυσίδα λεκανών, που εκτείνονται από την Όαση Φαγιούμ (ή και «Βύθισμα του Φαγιούμ») όχι μακριά από το Κάιρο μέχρι τις νότιες οάσεις Μπαχαρίγια, Φαράφρα και Ντάχλα, καθώς και τη μεγαλύτερη όαση της χώρας, την όαση-πόλη Χάργκα. Μια υφάλμυρη λίμνη στις βόρειες παρυφές της Φαγιούμ, η Μπιρκέτ Καρούν, έστελνε τα νερά της στον Νείλο κατά την αρχαιότητα, όταν ονομαζόταν Μοίρις. Επί αιώνες αρτεσιανά φρέατα με γλυκό νερό στην Όαση Φαγιούμ επέτρεψαν την καλλιέργεια σε μια αρδευόμενη έκταση άνω των 1.800 τετραγωνικών χιλιομέτρων.

Ανατολική έρημος Επεξεργασία

 
Μεγάλο σύννεφο σκόνης από τη Σαχάρα (ανοικτό μπεζ στα δεξιά) μεταφέρεται από τη Λιβύη και την Αίγυπτο πάνω από τη Μεσόγειο Θάλασσα και μετά προς τη Μέση Ανατολή (διαστημική φωτογραφία, 2 Φεβρουαρίου 2003).

Ο τοπογραφικός χαρακτήρας της ερημικής περιοχής ανατολικώς του Νείλου διαφέρει από εκείνον στα δυτικά του ποταμού. Η Ανατολική έρημος είναι πιο ορεινή. Το έδαφος υψώνεται απότομα μετά τον Νείλο και ένα αμμώδες υψίπεδο παραχωρεί μέσα σε εκατό χιλιόμετρα τη θέση του σε γυμνούς, βραχώδεις λόφους και βουνά μεταξύ του Δέλτα του Νείλου και των συνόρων με το Σουδάν, που φθάνουν σε υψόμετρα μεγαλύτερα των 1.900 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Το πιο διάκριτο χαρακτηριστικό της περιοχής είναι η ανατολική αλυσίδα τραχιών βουνών που αποκαλείται «Λόφοι της Ερυθράς Θάλασσας» και στα αραβικά Ιτμπάι ή Ατμπάι. Εκτείνονται από την Κοιλάδα του Νείλου μέχρι τον Κόλπο του Σουέζ και την υπόλοιπη Ερυθρά Θάλασσα. Αυτή η υψηλή περιοχή έχει ένα δίκτυο από ρεματιές, που σπανίως εκτελεί το αποστραγγιστικό έργο του ελλείψει βροχοπτώσεων. Το περιβάλλον ερήμου εκτείνεται μέχρι την ακτή της Ερυθράς Θάλασσας.

Χερσόνησος του Σινά Επεξεργασία

 
Η Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, κοντά στο υψηλότερο σημείο της Αιγύπτου.

Η Χερσόνησος του Σινά έχει τριγωνικό σχήμα και έκταση περίπου 61.100 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Παρόμοια με την Ανατολική έρημο, έχει βουνά στο νότιο τμήμα της, τα οποία αποτελούν γεωλογικώς επέκταση των Λόφων της Ερυθράς Θάλασσας. Αυτά περιλαμβάνουν την υψηλότερη κορυφή της Αιγύπτου, το Όρος της Αγίας Αικατερίνης (αραβ. «Τζαμπάλ Κατρίναχ»), που έχει υψόμετρο 2.642 μέτρα. Είναι πιθανό πως ολόκληρη η Ερυθρά Θάλασσα πήρε την ονομασία της από το κόκκινο (ερυθρό) χρώμα αυτών των βουνών.

Το νότιο άκρο της χερσονήσου καταλαμβάνεται από ένα ασβεστολιθικό οροπέδιο με υψόμετρο περί τα χίλια μέτρα, που καταλήγει στη θάλασσα με κρημνώδεις πλαγιές. Προς τα βόρεια το υψόμετρο αυτού του οροπεδίου μειώνεται και το βόρειο 1/3 της χερσονήσου είναι μια επίπεδη αμμώδης παράκτια πεδιάδα, που εκτείνεται από τη Διώρυγα του Σουέζ μέχρι τη Λωρίδα της Γάζας και το Ισραήλ.

Πριν από την ισραηλινή κατάληψη του Σινά στον πόλεμο του Ιουνίου 1967, όλη η χερσόνησος αποτελούσε ένα ενιαίο κυβερνείο. Το 1982 όμως, αφότου όλη η χερσόνησος επιστράφηκε στην Αίγυπτο, η κυβέρνηση τη διαίρεσε σε δύο κυβερνεία: Το Κυβερνείο Βορείου Σινά έχει πρωτεύουσα το Αρίς, ενώ το Κυβερνείο Νοτίου Σινά έχει πρωτεύουσα το Τορ.

Η αφθονία άγριας ζωής στη Χερσόνησο του Σινά ίσως να μην είναι αμέσως ορατή. Τούτο οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο τα ζώα της ερήμου έχουν προσαρμοσθεί στη διαβίωση στο μέρος αυτό. Πολλά είδη ζώων, ιδίως θηλαστικά, αλλά και ερπετά και πτηνά, είναι νυκτόβια. Περνούν τις ώρες της ημέρας στη σχετική δροσιά που προσφέρουν λαγούμια, το κάτω μέρος ογκόλιθων ή και κάποιες ρωγμές στον βράχο. Η ύπαρξη πολλών από τα πλάσματα αυτά μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο από τα χνάρια τους, ή από μια φευγαλέα ματιά σε έναν λαγό που τρέχει σε τεθλασμένη γραμμή όταν τον φωτίσει ο προβολέας ενός αυτοκινήτου τη νύχτα. Ακόμα και όσα ζώα είναι ημερόβια, δραστηριοποιούνται κανονικά μόνο το ξημέρωμα και λίγο πριν και μετά το ηλιοβασίλεμα.

Αστικές και αγροτικές περιοχές Επεξεργασία

Στην απογραφή του 1971, το 57% του πληθυσμού της Αιγύπτου είχε καταμετρηθεί ως αγροτικός. Οι αγροτικές περιοχές της χώρας διαφέρουν πολύ από πλευράς φτώχειας, αριθμού τέκνων ανά οικογένεια και άλλων κοινωνικών παραμέτρων. Η γεωργία συνεχίζει να αποτελεί τον βασικό κινητήρα της οικονομίας στις αγροτικές περιοχές, αν και μερικοί άνθρωποι πλέον εκεί απασχολούνται στον τουρισμό ή άλλες μη αγροτικές εργασίες. Το 1992 ο αγροτικός πληθυσμός της Αιγύπτου ήταν το 33% του συνόλου.[4]

Δείτε επίσης Επεξεργασία


Παραπομπές Επεξεργασία

  1. «Density By Governorate 1/7/2020 – Area km2 (Theme: Population – σελ. 14)». Capmas.gov.eg. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2021. 
  2. «Total area km2, σελ. 15» (PDF). Capmas.Gov – Arab Republic of Egypt. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 21 Μαρτίου 2015. Ανακτήθηκε στις 8 Μαΐου 2015. 
  3. Rosalie, David (1997). «The Geography and Historical Background». Pyramid Builders of Ancient Egypt: A Modern Investigation of Pharaoh's Workforce. Routledge. σελ. 14. 
  4. Hopkins, Nicholas and Kirsten Westergaard (1998). Directions of Change in Rural Egypt. American University in Cairo. σελίδες 2–4. 

Πηγές Επεξεργασία

  • Metz, Helen Chapin (επιμ.): Egypt: a country study, εκδόσεις Federal Research Division, Library of Congress, 1991
  • CIA World Factbook

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία

  •   Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Geography of Egypt στο Wikimedia Commons