Γιάνε Σαντάνσκι

Βούλγαρος επαναστάτης

Ο Γιάνε Σαντάνσκι, (βουλγαρικά: Яне Сандански, σλαβομακεδονικά: Јане Сандански‎‎) (18 Μαΐου 1872, Βλάχι (τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία σήμερα Βουλγαρία) - 22 Απριλίου 1915, κοντά στο Μελένικο (Βουλγαρία)), ήταν ένας από τους ηγέτες της Εσωτερικής Μακεδονο-Αδριανουπολίτικης Επαναστατικής Οργάνωσης στην περιοχή των Σερρών και αρχηγός της ακροαριστερής πτέρυγας της οργάνωσης. Θεωρούσε τον εαυτό του, όπως και θεωρείται στη Βουλγαρία και εκτός αυτής, εθνικά Βούλγαρο, αλλά θεωρείται ως εθνικά Σλαβομακεδόνας στη Βόρεια Μακεδονία. Η Βουλγαρικότητα του Σαντάνσκι αναγνωρίζεται από αρκετούς ιστορικούς της Βόρειας Μακεδονίας, όπως ο Ακαδημαικός Ιβάν Καταρτζίεφ, διευθυντής του τμήματος Ιστορικών Επιστημών του Κλάδου Κοινωνικών Επιστημών στην Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών της Βόρειας Μακεδονίας, και ο διευθυντής των αρχείων του Κράτους Ζόραν Τοντορόφσκι.

Γιάνε Σαντάνσκι
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Яне Сандански (Βουλγαρικά)
Γέννηση18  Μαΐου 1872
Βλάχι
Θάνατος22  Απριλίου 1915[1]
Μελένικο
Συνθήκες θανάτουανθρωποκτονία
Τόπος ταφήςSts. Cyril and Methodius Church, Rozhen Monastery
ΨευδώνυμοПиринския орел, Пиринския цар, Сандан паша και Старика
Χώρα πολιτογράφησηςΟθωμανική Αυτοκρατορία
Βουλγαρία
ΘρησκείαΟρθόδοξη Εκκλησία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΒουλγαρικά
Ομιλούμενες γλώσσεςΒουλγαρικά[2]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
επαναστάτης
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςΑ΄ Βαλκανικός Πόλεμος και Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Ο Σαντάσκι ως εθελοντής (1890) και μετέπειτα λοχίας στο βουλγαρικό στρατό. Στη Βουλγαρία η πόλη Σβέτι Βρατς (Άγιοι Ανάργυροι) το 1949 μετανομάστηκε προς τιμήν του σε Σαντάνσκι, ενώ στα Σκόπια τις τελευταίες δεκαετίες ανηγέρθηκε μνημείο του έφιππου Σαντάνσκι, όπου τιμάται ως εθνικός ήρωας (Hymen -Ύμνος- Xeroj).
Ο τάφος του Σαντάνσκι έξωθεν της μονής Ροζινού κοντά στο Μελένικο.
Ο ανδριάντας του Σαντάνσκι στο αεροδρόμιο της πόλης των Σκοπίων

Βιογραφία

Επεξεργασία

Mέχρι την Εξέγερση του Ιλιντεν (1903)

Επεξεργασία

Ο Σαντάνσκι γεννήθηκε στο χωριό Βλάχι κοντά στην Κρέσνα (τότε) στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στις 28 Μαΐου 1872. Ο πατέρας του, ελληνοδιδάσκαλος στο επάγγελμα, είχε συμμετάσχει ως σημαιοφόρος στην Εξέγερση Κρέσνας-Ραζλόγκ. Μετά τη συντριβή της εξέγερσης, το 1879 η οικογένειά του μετακόμισε στη Ντούπνιτσα της Βουλγαρίας, όπου ο Σαντάνσκι έλαβε τη στοιχειώδη εκπαίδευση. Μέχρι το 1895 ο Σαντάνσκι ήταν υπάλληλος του βουλγαρικού κράτους.

Ο Γιάνε Σαντάνσκι συμμετείχε στο επαναστατικό κίνημα στη Μακεδονία και στη Θράκη και έγινε ένας από τους ηγέτες του. Από το ξεκίνημα της επαναστατικής του δραστηριότητας κέρδισε τη δημοφιλία γιατί προστάτευε τους ντόπιους χωρικούς στη σημερινή νοτιοδυτική Βουλγαρία από την τυραννία των Οθωμανών, οργανώνοντας δικαστήρια και διδάσκοντας την αυτοάμυνα. Ο Σαντάνσκι έζησε και πολέμησε στην περιοχή του Πιρίν και γι' αυτό του έδωσαν το προσωνύμιο «Τσάρος του Πιρίν» (Πιρίνσκι Τσαρ). Μετά τη δολοφονία του Εμμανουήλ Μάνου, του ιερέα της Μονής Ροζινού και του διακόνου της, ήταν ένας από τους οργανωτές της απαγωγής της Μις Στόουν - της πρώτης σύγχρονης κρίσης ομηρίας της Αμερικής. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1901 μια Διαμαρτυρόμενη ιεραπόστολος, ονόματι Ελεν Στόουν, ταξίδευε έφιππη στην ορεινή ενδοχώρα της Μακεδονίας και έπεσε σε ενέδρα ομάδας ένοπλων επαναστατών μαζί με την κυοφορούσα Στεφάνοβα Τσίλκα (Βασιλική), για την απόλυση της οποίας εισέπραξε ως λύτρα αρκετές χιλιάδες χρυσές τουρικές λίρες. Η Μις Στόουν δημοσίευσε τις εντυπώσεις της από την αιχμαλωσία με τον τίτλο «Έξι μήνες μεταξύ των Κομιτών». Ο Σαντάνσκι δραστηριοποιήθηκε επίσης στην Εξέγερση του Ίλιντεν κατά των Οθωμανών. Οι πολιτοφυλακές που δρούσαν στην περιοχή των Σερρών υπό τον Γιάνε Σαντάνσκι και ένα αντάρτικο απόσπασμα της «Ανώτερης Μακεδονικής Επιτροπής» αναχαίτισαν μια μεγάλη τουρκική δύναμη. Στις ενέργειες αυτές δεν συμμετείχε τόσο ο ντόπιος πληθυσμός όσο σε άλλες περιοχές, όπως στα ανατολικά του Μοναστηρίου και στα δυτικά της Θράκης.

Συνάντηση με τον μητροπολίτη Μελενίκου Ειρηναίο

Επεξεργασία

Το 1905 ο Σαντάσκι κάλεσε τον τότε μητροπολίτη Μελενίκου Ειρηναίο στο μοναστήρι Ροζινού (σημερινό Rozhenski). Ο Ειρηναίος, που είχε μετεκπαιδευθεί στη Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου, ήταν γνώστης της ρωσικής και βουλγαρικής γλώσσας και πήγε την καθορισμένη ώρα στη μονή.

Εδώ που βρισκόμαστε, Δεσπότη μου, είμαστε τόσο κοντά στη Βουλγαρία, είπε, ώστε, αν φωνάξω, η φωνή μου θα ακουστεί στα βουλγαρικά φυλάκια των τουρκο-βουλγαρικών συνόρων. Παρά ταύτα εγώ, αντιθέτως προς την Ανωτάτη Μακεδονο-Θρακική Οργάνωση (BMARC), δεν επιδιώκω την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία αλλά αυτονομία που να εξασφαλίζει ισότητα δικαιωμάτων Ελλήνων, Βουλγάρων και Τούρκων. Γνωρίζεις βέβαια πόσο απέχουν από εδώ τα ελληνο-τουρκικά σύνορα. Υπάρχει έστω και η ελάχιστη πιθανότητα να ενσωματωθεί η περιφέρεια Μελενίκου στην Ελλάδα; Σε καλώ λοιπόν να συνεργασθείς μαζί μου για να αποτινάξουμε τον τουρκικόν ζυγόν και να επιτύχουμε από κοινού την αυτονομία της Μακεδονίας..

— Κωνσταντίνος Τσώπρος, Αναμνήσεις από το Μελένοικο

Ο αείμνηστος μητροπολίτης επιφυλάχθηκε να απαντήσει ισχυρισθείς ότι, για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα έπερεπε να συνεννοηθεί με τους Δημογέροντες της Ελληνικής Κοινότητας. Οίκοθεν νοείται ότι οι συνομιλίες δεν είχαν συνέχεια.[3]

 
Η απαγωγή της Miss Helen Stone από τον Σαντάνσκι, που τελικά εισέπραξε 14.000 χρυσές τουρκικές λίρες[4]

Νεότουρκοι

Επεξεργασία

Ο Σαντάσκι, κυρίαρχος της περιφερείας Μελενίκου, εξετέλεσε τον αντίπαλό του Σαράφωφ μέσω του υπαρχηγού του Πανίτσα και, μέχρι το 1908 που εκδηλώθηκε το Νεοτουρκικό Κίνημα, ελυμαίνετο την ύπαιθρο στην ευρύτερη περιοχή του Μελενίκου θεωρών αυτήν ως ιδιωτικό του τιμάριο. Φορολογούσε τους κατοίκους της υπαίθρου υπέρ της Οργάνωσης και τους Μελενικίους με επιβολή φορολογίας στο τρυγητό των σταφυλιών.[5]

Aπό το 1908 μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους υποστήριξε το κίνημα των Νεοτούρκων. Μετά την Επανάσταση των Νεοτούρκων κατά τη Δεύτερη Συνταγματική Περίοδο ο Σαντάνσκι ήταν επίσης ιδρυτής και ηγέτης ενός από τα αριστερά πολιτικά κόμματα στην Οθωμανική Μακεδονία - του Λαϊκού Ομοσπονδιακού Κόμματος (Βουλγαρικό Τμήμα), που η έδρα του ήταν στη Θεσσαλονίκη. Το συνέδριο στο Κιουστεντίλ της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (VMRO) τo 1908 οδήγησε σε διάσπαση της οργάνωσης -ο Γιάνε Σαντάνσκι και ο Χρίστο Τσερνοπέεφ ήρθαν σε επαφή με τους Νεότουρκους και άρχισαν να λειτουργούν νόμιμα. Μετά τη διάσπαση της VMRO oι δυο τους προσπάθησαν να συστήσουν τη Μακεδονο-Αδριανουπολίτικη Επαναστατική Οργάνωση, αλλά αργότερα το συνέδριο για την επίσημη ίδρυσή της απέτυχε και ο Σαντάνσκι με τον Τσερνοπέεφ εγκατέλειψαν την ιδέα και άρχισαν να εργάζονται για τη δημιουργία του Λαϊκού Ομοσπονδιακού Κόμματος. Το 1909 η ομάδα γύρω από τους Σαντάνσκι και Τσερνοπέεφ συμμετείχε στην πορεία των Νεοτούρκων προς την Κωνσταντινούπολη, που οδήγησε στην εκθρόνιση του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄. Συγκεκριμένα κατά την έκρηξη του αντιδραστικού κινήματος στην Κωνσταντινούπολη στις 31 Μαρτίου 1909 κατετάγη μαζί με τους οπαδούς του ως εθελοντής στο εδρεύον στη Θεσσαλονίκη Γ΄ Σώμα του τουρκικού στρατού, που εξεστράτευσε κατά της Κωνσταντινούπολης με επικεφαλής τo σωματάρχη στρατηγό Μαχμού Σεβκέτ Πασσά. Ο Μαχμούτ Σεβκέτ πέτυχε την καταστολή του κινήματος και την έκπτωση του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β΄. Ο Σαντάνσκι ονειρευόταν τη δημιουργία μιας Βαλκανικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, σύμφωνα με τα σχέδια της Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας και τη Μακεδονία ως τμήμα αυτής της Ομοσπονδίας. Ζητούσε η VMRO να αγκαλιάσει όλες τις εθνότητες στην περιοχή και όχι μόνο τους Βουλγάρους.

Με τον τρόπο αυτό θα ήταν δυνατό να δημιουργηθεί ένα ικανό σύστημα με σκοπό την οργάνωση μιας μαζικής εξέγερσης. Αργότερα ο Σαντάνσκι και η παράταξή του υποστήριξαν ενεργά το βουλγαρικό στρατό στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, αρχικά με την ιδέα ότι είχαν καθήκον να αγωνιστούν για αυτόνομη Μακεδονία, αλλά αργότερα αγωνιζόμενοι για τη Βουλγαρία. Βλέποντας τις ενέργειες των Σέρβων κατά του ντόπιου πληθυσμού, τα πρώην μέλη της VMRO άρχισαν την αποκατάσταση του οργανωτικού δικτύου. Την ίδια περίοδο μια ομάδα γύρω από τον Πέταρ Τσαούλεφ άρχισε διαπραγματεύσεις με τους Αλβανούς επαναστάτες. Η αλβανική κυβέρνηση τους πρότεινε την οργάνωση μιας κοινής εξέγερσης. Οι διαπραγματεύσεις εκ μέρους της Οργάνωσης έγιναν από τον Πέταρ Τσαούλεφ. Η βουλγαρική κυβέρνηση πίστευε όμως όμως ότι δεν θα ερχόταν σε νέο πόλεμο με τη Σερβία, έτσι δεν έδωσε σημασία στις διαπραγματεύσεις. Εντούτοις αργότερα, τον Ιούνιο του 1913, η βουλγαρική κυβέρνηση έστειλε τον Σαντάνσκι στα Τίρανα για νέες διαπραγματεύσεις. Εκείνος έδωσε συνέντευξη στην εφημερίδα «Σέκουλο», όπου δήλωσε ότι ήρθε για να συμφωνήσει με τους Αλβανούς και ότι από τη βουλγαρική πλευρά θα οργανώνονταν ομάδες και επιθέσεις. Έτσι βοήθησε την προετοιμασία της Εξέγερσης Αχρίδας-Δίβρης (Ντέμπαρ), που οργανώθηκε από κοινού από τη VMRO και τους Αλβανούς της Δυτικής Μακεδονίας. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους η Μακεδονία του Πιρίν προσαρτήθηκε στη Βουλγαρία και ο Σαντάνσκι ξαναεγκαταστάθηκε στη χώρα.

Aντιπαράθεση

Επεξεργασία

Το κίνημα απελευθέρωσης της Μακεδονίας συνίστατο από τρεις μεγάλες παρατάξεις. Λόγω των υπερβολικών φιλοδοξιών του, ο Σαντάνσκι ήρθε σε σύγκρουση με την πλειοψηφία -τους Κεντριστές της VMRO και τους Βαρχοβιστές. Αν και αρχικά μέλος της Βουλγαρικής εθνικιστικής παράταξης των Βαρχοβιστών, αργότερα ο Σαντάνσκι και η ομάδα του των Σερρών (οι Φεντεραλιστές) ανακήρυξαν αγώνα για μια αυτόνομη Μακεδονία, η οποία θα συμμετείχε σε μια Βαλκανική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία. Κατ' αυτό τον τρόπο η πολιτική της Σόφιας ταυτιζόταν με τον αντίπαλο χαρακτήρα της Αθήνας και του Βελιγραδίου. Οι ακτιβιστές των Σερρών ωστόσο επέμεναν ότι το Μακεδονικό Ζήτημα δεν μπορούσε να επιλυθεί αν διατυπωνόταν ως μέρος του βουλγαρικού εθνικού ζητήματος. Εν τούτοις η ιδέα της μακεδονικής αυτονομίας ήταν αυστηρά πολιτική και δεν περιελάμβανε άρνηση της βουλγαρικής εθνικότητας. Αφετέρου η μεγαλύτερη παράταξη (οι Κεντριστές), καθώς και εκείνη της άλλης επαναστατικής οργάνωσης - Ανώτατη Μακεδονική Επιτροπή - Βαρχοβιστές (οι περισσότεροι από τους οπαδούς της οποίας, προσχώρησαν στους Κεντριστές μετά τη διάλυσή της το 1903) αποσκοπούσε επίσης στην αυτονομία. Αλλά δεν προσδοκούσαν συμμετοχή σε μια Βαλκανική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία και δεν είχαν τόσο ακραία πολιτική ως προς τη σχέση τους με τη Σόφια. Αυτές οι πολιτικές διαφορές οδήγησαν σε οξεία διαμάχη ανάμεσά τους. Αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο λάθος του Σαντάνσκι στο πλαίσιο του όλου κινήματος ήταν οι δολοφονίες του βοεβόδα Μιχαήλ Ντάεφ και αργότερα των Ιβάν Γκαρβάνοφ και Μπόρις Σαράφοφ, μελών της Κεντρικής Επιτροπής της VMRO. Στο τέλος μετάνιωσε γι' αυτές και για άλλες επόμενες δολοφονίες. Λόγω αυτών καταδικάστηκε ακόμη και σε θάνατο από τους Κεντριστές. Οι βουλγαρικές αρχές διερεύνησαν τις δολοφονίες και υποπτεύονταν ότι ο Σαντάνσκι κρυβόταν κυρίως πίσω από αυτές. Αφετέρου αμνηστεύθηκε από το Βουλγαρικό Κοινοβούλιο μετά την υποστήριξη που παρείχε στο βουλγαρικό στρατό κατά τους Βαλκανικούς πολέμους.

Υπήρξε μια μακρά ιστορία τριβών ανάμεσα στη Βουλγαρική Εξαρχία και την Οργάνωση, καθώς εκείνοι που ήταν στενότερα συνδεδεμένοι με την Εξαρχία ήταν μάλλον μετριοπαθείς παρά επαναστάτες. Έτσι οι δύο φορείς ποτέ δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν κατάματα πολλά σημαντικά ζητήματα που αφορούσαν τον πληθυσμό της Θράκης και της Μακεδονίας. Στις τακτικές του αναφορές στον Έξαρχο ο Βούλγαρος επίσκοπος του Μελενίκου (Μέλνικ) συνήθως αναφερόταν στον Γιάνε ως το «άγριο θηρίο» και επίτηδες έγραφε το όνομά του χωρίς κεφαλαία γράμματα. Πάντα επίσης απέρριπτε το θεσμό της βουλγαρικής Εξαρχίας ή αρνιόταν ότι είχε να παίξει κάποιο ρόλο στη ζωή των Βούλγαρων της Μακεδονίας. Ο Σαντάνσκι συνεργάστηκε επίσης αργότερα με τους Νεότουρκους, σε αντίθεση με άλλες παρατάξεις της VMRO, που αυτή την περίοδο αγωνίζονταν κατά των οθωμανικών αρχών.

Τις πρώτες μέρες της επανάστασης των Νεοτούρκων η συνεργασία των Μακεδόνων αριστερών με τους Οθωμανούς ακτιβιστές καταγράφηκε σε ένα ειδικό «Μανιφέστο προς όλες τις εθνότητες της Αυτοκρατορίας». Η νομιμοφροσύνη προς την αυτοκρατορία, που δηλώθηκε από τον Σαντάνσκι, ηθελημένα θόλωνε τη διαφορά ανάμεσα στο μακεδονικό και το οθωμανικό πολιτικό πρόγραμμα. Αυτή η ιδεολογική μετάπτωση ήταν ομαλότατη εφόσον η ρητορική του μακεδονικού αυτονομιστικού διεθνισμού ήταν ήδη εγγύτατα στην οθωμανική ιδέα της λεγόμενης «ενότητας των στοιχείων». Kατά το μήνα του μέλιτος των επαναστατών των Σερρών και των οθωμανικών αρχών στο πολιτικό πρόγραμμα του Σαντάνσκι άφησαν τη σφραγίδα τους οι διεθνιστικές ιδέες των Βούλγαρων σοσιαλιστών ακτιβιστών. Ό,τι θεωρούνταν εθνικά συμφέρον έπρεπε να υποταχθεί στα αντίστοιχα πανοθωμανικά, για να επιτευχθεί μια υπερεθνική ένωση όλων των εθνικοτήτων μέσα σε μια μεταρρυθμισμένη αυτοκρατορία. Μετά την ήττα της Βουλγαρίας στους Βαλκανικούς Πολέμους, με συνέπεια την προσάρτηση του μεγαλύτερου μέρους της Μακεδονίας στην Ελλάδα και τη Σερβία, ο Σαντάνσκι προσπάθησε να οργανώσει τη δολοφονία του τσάρου Φερδινάνδου Α΄ της Βουλγαρίας, αλλά απέτυχε.

Οι Κεντριστές οργάνωσαν αρκετές ανεπιτυχείς δολοφονικές απόπειρες κατά του Σαντάνσκι. Πλησίασαν περισσότερο στην επίτευξη του στόχου τους στη Θεσσαλονίκη, όπου ο Τάνε Νικόλοφ πέτυχε να σκοτώσει δύο άλλους φεντεραλιστές και τραυμάτισε βαρειά τον Σαντάνσκι. Τελικά ο Σαντάνσκι, ενώ ταξίδευε από το Μελένικο στο Άνω Νευροκόπι δολοφονήθηκε από ντόπιους ακτιβιστές της VMRO στις 22 Απριλίου 1915 κοντά στη Μονή Ροζινού, έξω από την οποία και τάφηκε.[6]

Κληρονομιά

Επεξεργασία

Στη Βόρεια Μακεδονία ο Σαντάνσκι θεωρείται εθνικός ήρωας και μία από τις επιφανέστερες επαναστατικές μορφές του 20ού αιώνα. Επικρατούσα άποψη στη χώρα μεταξύ των ειδικών στην ιστορία του τοπικού επαναστατικού κινήματος, όπως ο ακαδημαικός Καταρτζίεφ, είναι ότι ο πολιτικός σεπαρατισμός του Σαντάνσκι αντιπροσώπευε μια μορφή πρώιμου μακεδονικού εθνικισμού, προσθέτοντας όμως ότι εκείνη την εποχή ήταν μόνο ένα πολιτικό φαινόμενο χωρίς εθνοτικό χαρακτήρα. Σήμερα ο Σαντάνσκι είναι ένα από τα ονόματα που αναφέρονται στον εθνικό ύμνο της Βόρειας Μακεδονίας. Στη Βουλγαρία το κομμουνιστικό καθεστώς εκτιμούσε το Σαντάνσκι λόγω των σοσιαλιστικών ιδεών του και τον τίμησε μετονομάζοντας την πόλη Σβέτι Βρατς σε Σαντάνσκι το 1949. Τα χρόνια μετά την πτώση του κομμουνισμού μερικοί δεξιοί Βούλγαροι ιστορικοί επιδίωξαν να ακυρώσουν τη φήμη του.

Μελένικο

Επεξεργασία

Το 1913, στις 25 Ιουνίου, ο Σαντάνσκι μαζί με τους στρατιώτες του μπήκαν στο Σιδηρόκαστρο και εκτέλεσαν τον Μητροπολίτη Μελενίκου Κωνσταντίνο Ασημιάδη[7] του Οικουμενικού Πατριαρχείου και όσους είχαν βοηθήσει τα αντάρτικα ελληνικά σώματα (250 άτομα), βασανίζοντάς τους και στη συνέχεια εκτελώντας τους. Μετά την κατάληψη της πόλης από τον Έλληνα αξιωματικό Δελαγραμμάτικα, το βράδυ της Τρίτης 30 Ιουλίου, ο Σαντάνσκι αντεπιτέθηκε αλλά δεν μπόρεσε να την ανακαταλάβει καθώς το Σώμα Ευζώνων και οι στρατιώτες του Γενικού Επιτελείου Στρατού κατάφεραν να υπερασπιστούν με επιτυχία το Μελένικο. Το Μελένικο απελευθερώθηκε τον Ιούνιο του 1913 από τον προελάσαντα Ελληνικό στρατό και παρέμεινεν υπό ελληνικήν στρατιωτική κατοχή για δυο περίπου μήνες. Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου όμως της 28ης Ιουλίου 1913 κατακυρώθηκε στη Βουλγαρία. Ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός της πόλης μετανάστευσε και εγκαταστάθηκε στο Σιδηρόκαστρο, στις Σέρρες και στη Θεσσαλονίκη.

Παραπομπές

Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία
  •   Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Yane Sandanski στο Wikimedia Commons