Γουαϊμάρος Γ΄ του Σαλέρνο
Ο Γουαϊμάρος Γ΄ (Guaimar ΙΙΙ, Waimar, Gaimar, Guaimaro, ή Guaimario και μερικές φορές με αρίθμηση Guaimar IV) (π. 983 – 1027×31) ήταν ο Λομβαρδός πρίγκιπας του Σαλέρνο από το 994 περίπου μέχρι το τέλος του. Υπό την εξουσία του, το Σαλέρνο εισήλθε σε μία εποχή μεγάλης μεγαλοπρέπειας. Το Πλούσιο Σαλέρνο (Opulenta Salernum) ήταν η επιγραφή στα νομίσματά του. Έκανε υποτελή του το Αμάλφι, τη Γκαέτα και το Σορέντο και προσάρτησε μεγάλο μέρος της Ρωμαϊκής/Βυζαντινής Απουλίας και της Καλαβρίας.
Γουαϊμάρος Γ΄ του Σαλέρνο | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 983 Ιταλία |
Θάνατος | 1027[1] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Γκαϊτελγκρίμα του Μπενεβέντο[2] Purpura |
Τέκνα | Γουαϊμάρος Δ΄ του Σαλέρνο Γκαϊτελγκρίμα του Σαλέρνο[3] Γουίδων του Σορρέντο[3] Πανδούλφος του Καπάτσο |
Γονείς | Ιωάννης Β΄ του Σαλέρνο |
Βιογραφία
ΕπεξεργασίαΉταν ο δεύτερος μεγαλύτερος γιος του Ιωάννη Β΄ πρίγκιπα του Σαλέρνο. Ο μεγαλύτερος ήταν ο Γκυ/Γκουίντο, ο οποίος κυβέρνησε ως συγκυβερνήτης με τον πατέρα του από τον Ιανουάριο τού 984 έως το 988. Κάποια στιγμή μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου 989, ο Ιωάννης Β΄ έκανε τον Γουαϊμάρος συγκυβερνήτη. Το 994 (επίσης δόθηκε ως 998 ή 999), ο πατέρας του απεβίωσε και έγινε μοναδικός ηγεμόνας.
Το 999 μία ομάδα Νορμανδών προσκυνητών που επέστρεφαν από την Ιερουσαλήμ σταμάτησε στο λιμάνι του Σαλέρνο. Ενώ έμεναν εκεί, η πόλη δέχτηκε επίθεση από Σαρακηνούς πειρατές. Οι Σαλερνιτανίο φοβόντουσαν να κάνουν μάχη, αλλά οι πολεμοχαρείς Νορμανδοί όχι. Σύντομα η γενναιότητά τους τράβηξε τους Σαλερνιτανούς και όλοι μαζί κατατρόπωσαν τη Μουσουλμανική δύναμη. Ο Γουαϊμάρος πρόσφερε αμέσως στους Νορμανδούς πολλά κίνητρα για να μείνουν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ωστόσο πριν φύγουν οι Νορμανδοί υποσχέθηκαν να μεταφέρουν το ότι υπάρχει ανάγκη για μαχητές στο νότο.
Ως μέλος της ανεξάρτητης Λομβαρδικής ηγεσίας της Νότιας Ιταλίας, ο Γουαϊμάρος υποστήριξε τον Λομβαρδό επαναστάτη Mέλο του Μπάρι. Μετά την ήττα του Μέλο το 1011, τον Γουαϊμάρος επισκέφτηκε ο νικητής Ρωμαίος/Βυζαντινός κατεπάνω Βασίλειος Μεσαρδονίτης τον Οκτώβριο. Αργότερα, προστάτευσε τον Mέλο. Ο Γουαϊμάρος ήταν ονομαστικά υποτελής του βασιλιά Ερρίκου Β΄ της Γερμανίας, αλλά μετά την ήττα στις Κάννες το 1018 μετέφερε διακριτικά την πίστη του στον Ρωμαίο/Βυζαντινό Αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄. Όταν ο Ερρίκος Β΄ απεβίωσε το 1024, ο Γουαϊμάρος έστειλε μία πρεσβεία στον νέο βασιλιά, Κορράδο Β΄, για να παρακαλέσει για την απελευθέρωση του κουνιάδου του Πάντουλφ Δ΄ της Κάπουα, του Λύκου του Αμπρούτσι. Ο Κορράδος Β΄ συμμορφώθηκε αφελώς. Μετά την επιστροφή του, ο Πάντουλφ Δ΄ έθεσε αμέσως την παλαιά του πρωτεύουσα, την Κάπουα, υπό πολιορκία, μία προσπάθεια στην οποία είχε την υποστήριξη του Γουαϊμάρος και των Νορμανδών του υπό τον Ράνουλφ Ντρένγκοτ και του κατεπάνω της Ιταλίας, Βασιλείου Boϊωάννη.
Οικογένεια
ΕπεξεργασίαΤο 1015 ο Γουαϊμάρος έκανε τον πρωτότοκο γιο του από την πρώτη του σύζυγο, Πόρπορα της Ταμπελάρια (απεβ. π.1010), συγκυβερνήτη ως Ιωάννη Γ΄. Το 1018 όμως ο Ιωάννης Γ΄ απεβίωσε. Στη συνέχεια, ο Γουαϊμάρος έκανε συγκυβερνήτη τον μεγαλύτερο γιο του από τη δεύτερη σύζυγό του, την Γκαϊτελγκρίμα, την αδελφή του Πάντουλφ Δ΄. Ήταν αυτός ο ομώνυμος γιος, ο Γουαϊμάρος Δ΄, που τον διαδέχθηκε το 1027 σε ηλικία 15 ετών υπό την αντιβασιλεία της Γκαϊτελγκρίμα, η οποία ήταν βασικά το πιόνι του αδελφού της Πάντουλφ. Ο δεύτερος γιος τού Γουαϊμάρος Γ΄, ο Γκυ, έγινε διοικητής (gestald) της Κάπουα από τον θείο του και αργότερα δούκας του Σορέντο από τον μεγαλύτερο αδελφό του. Ο τρίτος γιος του, Πάντουλφ, έγινε άρχοντας του Καπάτσιο (η κόρη αυτού Θεοδώρα έγινε η δεύτερη σύζυγος του Γοδεφρείδου των Ωτβίλ). Είχε μία κόρη (πιθανώς περί το 1026) που ονομαζόταν Γκαϊτελγκρίμα, η οποία παντρεύτηκε διαδοχικά τους αδελφούς Ντρόγκo και Ονφρουά, κόμητες της Απουλίας.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Επεξεργασία- ↑ «Dizionario Biografico degli Italiani». (Ιταλικά) Dizionario Biografico degli Italiani. 1960. guaimario_res-581bdf23-87ee-11dc-8e9d-0016357eee51. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ p70419.htm#i704187. Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2020.
- ↑ 3,0 3,1 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
- Gwatkin, HM, Whitney, JP (ed) et αϊ. The Cambridge Medieval History: Volume III . Cambridge University Press, 1926.
- Νόριτς, Τζον Τζούλιους . Οι Νορμανδοί στο Νότο 1016-1130 . Longmans: Λονδίνο, 1967.
- Caravale, Mario (επιμ.). Dizionario Biografico degli Italiani: LX Grosso – Guglielmo da Forlì . Ρώμη, 2003.