Με τον όρο διεθνείς σχέσεις εννοούνται οι επαφές και σχέσεις μεταξύ κρατών σε μία διασταύρωση και αλληλενέργεια των εθνικών συμφερόντων τους, στο πλαίσιο του πολιτικού διεθνούς συστήματος. Αυτές οι επαφές αποτελούν ένα κράμα διαμάχης, ανταγωνισμού αλλά και συνεργασίας, με συνεχή παλινδρόμηση μεταξύ πολέμου και ειρήνης. Ως θεωρητικό αντικείμενο και ακαδημαϊκό πεδίο, οι Διεθνείς Σχέσεις (με κεφαλαία αρχικά) είναι κλάδος της πολιτικής επιστήμης και οι απαρχές τους εντοπίζονται στην πολιτική φιλοσοφία και στην ιστορία. Παρ' όλα αυτά, ένα σημαντικό κομμάτι της ακαδημαϊκής κοινότητας θεωρεί τις διεθνείς σχέσεις διακριτό διεπιστημονικό πεδίο.

Μία διεθνής συνάντηση των G20

Ο ορισμός του επιστημονικού αυτού κλάδου δεν είναι και τόσο εύκολος. Αναφέρονται δύο σχολές σκέψης: Η κριτική (πλατωνική προσέγγιση) και η θετικιστική (αριστοτελική προσέγγιση). Έχουν διατυπωθεί πλείστοι ορισμοί χρήσιμοι μεν, ευρύτατοι δε. Ο Χανς Μοργκεντάου (H.J. Morgenthau)1 υποστηρίζει ότι «Διεθνείς σχέσεις είναι σύνολο φαινομένων που ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα ...» αποσαφηνίζοντας ο ίδιος ότι η λέξη «διεθνής» αυτή καθ' αυτή είναι διφορούμενη (σε κοινωνικό ή σε πολιτικό χώρο).

Πιο πρόσφατα 1960) έρχεται ο Σ. Χόφμαν3 και αμφισβητεί ότι οι Διεθνείς Σχέσεις είναι «σχέσεις μεταξύ των κρατών» αφού τα κράτη δεν είναι έννοιες μονολιθικών συγκροτημάτων, αλλά ότι μέσα από αυτά, ή παράλληλα με αυτά, οι πραγματικοί «αποφασίζοντες» (decision-makers) είναι πρόσωπα ή ομάδες συμφερόντων / ιδεολογίας συγκεκριμένης εποχής. Έτσι ο Χόφμαν προχωρεί στην έννοια της κρατικής εξουσίας δεδομένης περιόδου επί της παγκόσμιας κοινωνίας, καταλήγοντας στο ερώτημα «Τι είναι όμως η παγκόσμια κοινωνία

Το 1962 οι H. και M. Sprout στο σύγγραμμά τους «Βάσεις της διεθνούς πολιτικής» τονίζουν ότι το «σύνολο - πλέγμα δραστηριοτήτων» που είναι διεθνικές, με την έννοια ότι διαπερνούν τα σύνορα (μέχρι των οποίων ασκείται η κρατική εξουσία των χωρών) αποκαλείται «διεθνείς σχέσεις». Ο όρος όμως αυτός είναι γεγονός ότι πάσχει από ακόμη μεγαλύτερη ασάφεια, αφού γίνεται χρήση σε όλες τις διακρατικές συναλλαγές και μάλιστα σε εκείνες που παρουσιάζουν κάποια σύγκρουση επιδιώξεων ή συμφερόντων. Έτσι σήμερα απαντάται και ο όρος «Διεθνής Πολιτική».

Από την εμπειρική όμως εφαρμογή του όρου, η μελέτη των διεθνών σχέσεων μπορεί να επιμεριστεί σε τομείς όπως η Διεθνής Πολιτική, τα διεθνή οικονομικά, το διεθνές δίκαιο, η Διεθνής Οργάνωση, η εξωτερική πολιτική, στρατιωτικές σχέσεις κ.ά. Με τον επιμερισμό όμως αυτόν οι τύποι των διακρατικών επαφών διαφέρουν κατά πολύ. Έτσι, η Διεθνής Πολιτική ταυτίζεται περισσότερο με τις Διεθνείς Σχέσεις παρότι μεγαλύτερη σημασία αποδίδεται στον ανταγωνισμό μεταξύ των χωρών.

Οι πεποιθήσεις αυτές της αγγλοσαξονικής βιβλιογραφίας ισχύουν και στη γαλλική και Γερμανική σχετική επιστημονική βιβλιογραφία, διατηρώντας ακριβώς τους αντίστοιχους όρους των αγγλικών λέξεων (γαλ.: relations internationales), (γερμ.: internationale Beziehungen).

Τέλος, οι σύγχρονοι θεωρητικοί μελετητές των Διεθνών Σχέσεων μάλλον καταλήγουν στην άποψη της συγκρότησης ενός θεωρητικού συστήματος με ελάχιστα βασικά στοιχεία, το οποίο θα είναι ασφαλώς πιο εύχρηστο απαλλαγμένο από τα εκατοντάδες εννοιολογικά στοιχεία, ασχολούμενο μόνο με τρεις βασικές έννοιες τη δομή, τον σκοπό και την κατάσταση. Η εξουσία και οι περιορισμοί αυτής θα θεωρούνται επικουρικές έννοιες μέσα στο προτεινόμενο σύστημα των τριών παραπάνω εννοιών.

Ο εν λόγω όρος εξετάζεται και από άλλες επιστήμες, όπως στην Ιστορία (οι ιστορικοί εξετάζουν γεγονότα με διεθνή σημασία), στην οικονομολογία (οι οικονομολόγοι εξετάζουν επί διεθνικού εμπορίου και νομισματικών προβλημάτων), στην κοινωνιολογία και ψυχολογία (οι κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι δίνουν έμφαση στις συνέπειες κοινωνικών αλλαγών και στάσεων των πολιτών, ενώ όταν επεκτείνουν την έρευνα στη διεθνή κοινότητα μειώνουν τη σημασία των ατόμων και των εθνικών ομάδων, αλλά και αυτού ακόμη του κράτους ως βασικού πρωτεργάτη).

Ταξινομία Μάρτιν Γουάιτ

Επεξεργασία

Τα τρία παραδοσιακά ρεύματα των διεθνών σχέσεων, όπως τα έθεσε ο Μαρτιν Γουάιτ, είναι οι ρεαλιστές (μακιαβελικοί), οι ρασιοναλιστές (γκροτιανοί) και οι επαναστατικοί (καντιανοί). Οι σύγχρονες προσεγγίσεις είναι ο νεοφιλελευθερισμός, ο νεορεαλισμός και ο κονστρουκτιβισμός.

Θα μπορούσαμε επίσης να κατηγοριοποιήσουμε τις θεωρητικές προσεγγίσεις επί των Διεθνών Σχέσεων με βάση την προσέγγιση της αγγλικής σχολής περί της διεθνούς κοινότητας:[4]

Πολιτικά / Φιλοσοφικά Επαναστατικοί Ρασιναλιστές Ρεαλιστές
Ρεύματα σκέψης Καντιανοί Γκροτιανοί Μακιαβελικοί
Εμπνευστής Καντ Γκρότιους Μακιαβέλι
Θεωρητικοί Λοκ, Μπερκ, Ρούζβελτ Χομπς, Χέγκελ, Καρ, Τσώρτσιλ, Γκλάντστοοτν, Μόργκενταου
Πολιτική μορφή Διεθνής Κοινότητα / Παγκόσμια Κοινωνία (Civitas Maxima) Οικογένεια Εθνών Κοινωνία Κρατών

Ιστορικό και ακαδημαϊκές προσεγγίσεις

Επεξεργασία

Το σημερινό διεθνές πολιτικό σύστημα έχει τις απαρχές του στην Ειρήνη της Βεστφαλίας (1648), τη συνθήκη η οποία τερμάτισε τον πανευρωπαϊκό Τριακονταετή Πόλεμο στην πρώιμη νεότερη εποχή. Με τη συνθήκη αυτή, εξαλείφθηκαν τα μεσαιωνικά υπολείμματα στην πολιτική κατάσταση των ευρωπαϊκών χωρών και έλαβαν τέλος οι αναγεννησιακοί θρησκευτικοί πόλεμοι στον απόηχο της χριστιανικής Μεταρρύθμισης και της Αντιμεταρρύθμισης. Πλέον τα κράτη της ηπείρου θεωρούνταν και αλληλοαναγνωρίζονταν ως κυρίαρχα το καθένα στην επικράτειά του, νομικά ισότιμα μεταξύ τους και χωρίς δυνατότητα επέμβασης σε εσωτερικά ζητήματα άλλων κρατών – η ασαφής ιεραρχία της μεσαιωνικής Δ. Ευρώπης, όπου ο Πάπας και ο Γερμανός Άγιος Ρωμαίος Αυτοκράτορας διεκδικούσαν μία υψηλή επικυριαρχία επί όλης της ηπείρου, έφτασε στην οριστική της λήξη. Ταυτόχρονα, ο λουθηρανισμός και ο καλβινισμός (οι βασικές προτεσταντικές ομολογίες) αναγνωρίστηκαν ως θρησκείες ισότιμες με τον ρωμαιοκαθολικισμό και κάθε ηγεμόνας είχε το ελεύθερο να καθορίζει την επίσημη πίστη στην επικράτειά του.

Αυτή ήταν η αφετηρία μίας μακράς πορείας που κορυφώθηκε στη Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919), με την οποία τερματίστηκε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ουσιαστικά εγκαινιάστηκε το σύγχρονο διεθνές σύστημα υπό την αιγίδα των φιλελεύθερων και του Προέδρου των ΗΠΑ Γουίντροου Γουίλσον. Τότε αναγνωρίστηκε στην Ευρώπη μία πανσπερμία ισότιμων, κυρίαρχων εθνικών κρατών με στενές διπλωματικές σχέσεις και εμφανίστηκε ταυτόχρονα η Κοινωνία των Εθνών – ένας υπερεθνικός οργανισμός με μέλη του σχεδόν όλα τα κράτη της ηπείρου, σχεδιασμένου να αποτρέπει μελλοντικές συρράξεις και να λειτουργεί ως διπλωματικό φόρουμ με γνώμονα τη διατήρηση / ενεργό οικοδόμηση της ειρήνης και τη διασφάλιση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Κοινωνία των Εθνών μορφοποιήθηκε στη βάση της «συλλογικής ασφάλειας», την οποία θα εγγυάτο η συνεργασία των κρατών-μελών της με γνώμονα την ειρηνική επίλυση των διακρατικών διενέξεων. Η συλλογική ασφάλεια είναι μία εκουσίως δεσμευτική αρχή η οποία προβλέπει την κοινή δράση των δεσμευμένων κρατών για τη συλλογική αντιμετώπιση απειλών ασφαλείας που δέχεται ένα μόνο από αυτά (π.χ. σε περίπτωση διακρατικών διενέξεων, όπου τίθεται σε κίνδυνο η εδαφική του ακεραιότητα). Σ’ αυτό το κλίμα εγκαινιάστηκαν και οι Διεθνείς Σχέσεις ως γνωστικό πεδίο της πολιτικής επιστήμης και με αντικείμενο τη μελέτη της διπλωματικής και στρατιωτικής ιστορίας, υπό το πρίσμα των αλληλοσυσχετίσεων και της συντήρησης των κρατών στο διεθνές σύστημα της κάθε εποχής. Η επικρατούσα ακαδημαϊκή προσέγγιση στις Διεθνείς Σχέσεις τότε ήταν σύμφωνη με τις αξίες και τις αισιόδοξες προοπτικές της Κοινωνίας των Εθνών – μία σχολή η οποία, πολύ πιο μετά, ονομάστηκε φιλελεύθερη ή ιδεαλιστική.

Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου διαφάνηκε πως η Κοινωνία των Εθνών είχε αποτύχει στην αποστολή της και δεν μπορούσε να εγγυηθεί τη συλλογική ασφάλεια, εν πολλοίς λόγω του αδύναμου μηχανισμού λήψης αποφάσεων (κάθε μέλος είχε πλήρες δικαίωμα βέτο), της έλλειψης ένοπλου σκέλους και της διατήρησης διπλωματικών οδών εκτός αυτής, με την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου να επιβεβαιώνει αυτή την αντίληψη. Μετά τη λήξη του πολέμου (1945) μία νέα εκδοχή του φιλελεύθερου διεθνούς συστήματος οικοδομήθηκε, με τη διαλυμένη Κοινωνία να αντικαθίσταται από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Όμως, στο ακαδημαϊκό πεδίο των Διεθνών Σχέσεων η μεσολάβηση του Πολέμου ήταν επαρκής αιτία υποβάθμισης της αξιοπιστίας της ιδεαλιστικής προσέγγισης και ανάδυσης της ανταγωνιστικής ρεαλιστικής σχολής. Οι ρεαλιστές, χωρίς να είναι πολεμοχαρείς, θεωρούν τα εθνικά κράτη ισότιμους μα ουσιαστικά ξένους μεταξύ τους δρώντες στο διεθνές σύστημα, επικεντρωμένους όχι στη συνεργασία και στη διατήρηση της συλλογικής ασφάλειας, μα στην εξυπηρέτηση του ατομικού τους συμφέροντος, στην επιβίωση και στην ατομική τους ασφάλεια διά μέσου της ισχύος τους (στρατιωτικής, οικονομικής, διπλωματικής), σε μια κατάσταση ανταγωνισμού όλων με όλους (bellum omna contra omnes). Το σύστημα επιβραβεύει τα κράτη που μεριμνούν για την αυτοπροστασία τους και τιμωρεί την έλλειψη ισχύος. Κάθε κράτος πρέπει να ελπίζει επομένως μόνο στην αυτοβοήθεια και όχι στη διαιτησία μίας υπερεθνικής ανώτερης αρχής, με τη διαρκή αύξηση της δύναμής του να είναι ο μόνος ικανός μηχανισμός αποτροπής εξωτερικών απειλών. Στο υπόβαθρο των ανταγωνιστικών διακρατικών σχέσεων, για τους ρεαλιστές εντοπίζεται μία εγγενής «αναρχία» – η ουσιαστική έλλειψη οποιασδήποτε ανώτερης, κεντρικής ρυθμιστικής αρχής (ρόλο τον οποίο π.χ. πριν από την Ειρήνη της Βεστφαλίας είχε ο Πάπας στη Δ. Ευρώπη, ενώ οι ιδεαλιστές ήλπιζαν να αναλάβει στο μέλλον ο ΟΗΕ). Ο ρεαλισμός έχει απολύτως αντικειμενιστικό χαρακτήρα εφόσον παραθέτει αντικειμενικούς παράγοντες, τις σχέσεις ισχύος μεταξύ των κρατών, ως το βέλτιστο πλαίσιο ερμηνείας της κρατικής συμπεριφοράς στις διεθνείς σχέσεις, τη στιγμή που ο ιδεαλισμός ερμηνεύει τις επιλογές ενός κράτους στο διεθνές σύστημα περισσότερο ως αποτέλεσμα των «υποκειμενικών» προτιμήσεων της ηγεσίας του. Για τον ρεαλισμό η αποκλειστική αναλυτική μονάδα του πολιτικού συστήματος είναι τα κράτη, με την ορθολογική επιδίωξη του συμφέροντος του κράτους και τη λογική της ασφάλειάς του να τοποθετούνται πάνω από οποιαδήποτε ιδεολογική δέσμευση (π.χ. ηθικά ζητήματα, υπεράσπιση ανθρωπίνων δικαιωμάτων κλπ). Μη κρατικοί δρώντες στο διεθνές σύστημα δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον ή πραγματική επιρροή, από τη σκοπιά των Διεθνών Σχέσεων.

Οι εισηγητές του κλασικού ρεαλισμού στις σύγχρονες Διεθνείς Σχέσεις υπήρξαν κατά τη δεκαετία του 1940 ο Χανς Μοργκεντάου (1904 - 1980) και ο Έντουαρντ Καρ (1892 - 1982), με πολύ παλαιότερους θεωρητικούς προδρόμους ωστόσο όπως ο Θουκυδίδης, ο Νικολό Μακιαβέλι και ο Καρλ φον Κλάουζεβιτς. Η θεμελίωση εκ μέρους τους της ρεαλιστικής προσέγγισης σε μία εγγενώς ανταγωνιστική και εγωκεντρική ανθρώπινη φύση (στο πρότυπο της πολιτικής φιλοσοφίας του Τόμας Χομπς), αντιμετώπισε τελικά κριτική από τους υποστηρικτές της λεγόμενης νεορεαλιστικής ή δομικής ρεαλιστικής σχολής, όπως ο Κένεθ Γουόλτζ (1924 - 2013). Σύμφωνα με αυτούς η πηγή της ισχύος του ρεαλιστικού παραδείγματος στις Διεθνείς Σχέσεις δεν είναι η ανθρώπινη φύση, μα η υπάρχουσα δομή του διεθνούς συστήματος η οποία εισάγει περιορισμούς τους οποίους η συμπεριφορά των δρώντων – των κρατών – πρέπει να ικανοποιεί προκειμένου αυτοί να επιβιώσουν. Η εν λόγω δομή καθορίζεται από τον θεμελιωδώς αναρχικό της χαρακτήρα και από την κατανομή πόρων στους δρώντες, με τελικό αποτέλεσμα τη διαρκή ανάγκη των δρώντων για «ισορροπία δυνάμεων» είτε μέσω σχηματισμού κατάλληλων συμμαχιών (εξωτερική εξισορρόπηση), είτε μέσω της ανάπτυξης των δυνάμεών τους ως απάντηση στην ανάπτυξη των ανταγωνιστών (εσωτερική εξισορρόπηση). Η ισορροπία δυνάμεων είναι ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, όπου σε κάθε αλλαγή της ισορροπίας το κέρδος του κάθε δρώντος ισοδυναμεί με αθροιστική απώλεια των υπολοίπων. Στο νεορεαλιστικό μοντέλο η δομή του διεθνούς συστήματος λειτουργεί ως συνάρτηση, με την κατανομή ισχύος μεταξύ των κρατών να είναι η ανεξάρτητη μεταβλητή και τη συμπεριφορά τους η εξαρτημένη. Μία βασική διαφωνία στους κόλπους του νεορεαλισμού αφορά το κατά πόσον τα κράτη προσπαθούν διαρκώς και εγγενώς να επεκτείνουν την επικράτειά τους τροποποιώντας προς όφελός τους το διεθνές σύστημα (επιθετικός ρεαλισμός), ή απλώς προσπαθούν διαρκώς να επιβιώσουν προλαμβάνοντας την εις βάρος τους επέκταση ανταγωνιστικών κρατών και διατηρώντας το status quo (αμυντικός ρεαλισμός).

Μία σύγχρονη παραλλαγή της αμυντικής νεορεαλιστικής προσέγγισης τοποθετείται εγγύτερα στον κλασικό ρεαλισμό και καλείται νεοκλασικός ρεαλισμός: κατ’ αυτόν η συμπεριφορά των δρώντων μπορεί να ερμηνευθεί διά της τιμής που λαμβάνουν στην εκάστοτε περίπτωση μελέτης ορισμένες μεταβλητές, μες στις οποίες συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο οι αντικειμενικές δομικές παράμετροι του διεθνούς συστήματος αλλά και υποκειμενικές παράμετροι σχετικά με το πώς αντιλαμβάνονται την τρέχουσα κατάσταση οι ηγετικές ελίτ κάθε κράτους ή και πώς προσανατολίζονται προς ορισμένες κατευθύνσεις λόγω εσωτερικών, εγχώριων πιέσεων. Ο νεοκλασικός ρεαλισμός έτσι προσπαθεί να ερμηνεύσει τις εξελίξεις στις διεθνείς σχέσεις λαμβάνοντας υπόψη του και δευτερεύοντες κοινωνικούς δρώντες στο εσωτερικό των κρατών, καθώς και εσφαλμένες κρίσεις των ηγετικών ελίτ οι οποίες οδηγούν σε στρεβλή εξισορρόπηση (π.χ. εξαιτίας υπερεκτίμησης ή υποεκτίμησης της απειλής εκ μέρους ενός ανταγωνιστικού δρώντος). Σε κάθε περίπτωση, κάθε παρακλάδι του ρεαλισμού δίνει έμφαση σε κάποιες κεντρικές έννοιες όπως το ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα ανεξάρτητων και τυπικά ισότιμων κρατών, ο αγώνας για την κατανομή των πόρων ώστε να εξασφαλίσει το κάθε κράτος μόνο του την επιβίωση και ασφάλειά του, η αναρχική έλλειψη ανώτερης από τα κράτη ρυθμιστικής αρχής στο διεθνές σύστημα, καθώς και η έννοια της «ισχύος»: η δυνατότητα ελέγχου της σκέψης και της δράσης των ανθρώπων. Η ισχύς είναι μία έννοια συσχετιστική, αφού σχετίζει την κρατική Αρχή με τους πολίτες, και σχετική, αφού έχει νόημα μόνο στη σύγκρισή της με την ισχύ ανταγωνιστικών κρατών.

Ο φιλελευθερισμός των Διεθνών Σχέσεων εξελίχθηκε και αυτός μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μεταβαίνοντας από τον κανονιστικό ιδεαλισμό του Γουίλσον σε πιο πραγματιστικές εκδοχές αλλά συνεχίζοντας να δίνει έμφαση στη συνεργασία των κρατών μέσα από υπερεθνικούς οργανισμούς (ΟΗΕ, Διεθνές Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, Παγκόσμια Τράπεζα) και στην ενεργό προσπάθεια εξάπλωσης σε διεθνές επίπεδο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, της ατομικιστικής καπιταλιστικής οικονομίας, του ελεύθερου εμπορίου και των καθολικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η σύγχρονη μορφή του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού, υιοθετημένη από πολλαπλές διαδοχικές κυβερνήσεις στις ΗΠΑ, επιδιώκει περαιτέρω τη διεθνή εξάπλωση αυτών των αρχών και την οικοδόμηση μίας διευρυνόμενης ζώνης από φιλελεύθερα κράτη, ακόμα και διαμέσου πολεμικών επιχειρήσεων και επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις ξένων κρατών (π.χ. σε περιπτώσεις εκτεταμένων βιαιοπραγιών και παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων), αντίθετα με τις επιταγές του βεστφαλιανού μοντέλου. Από κοινού με την εθελούσια περιφερειακή ολοκλήρωση ομάδων από κράτη σε ευρύτερες υπερεθνικές ενότητες με κοινή οικονομική και αμυντική πολιτική (π.χ. η Ευρωπαϊκή Ένωση), καθώς και με την παγκοσμιοποίηση η οποία έχει αναβαθμίσει τον ρόλο των πολυεθνικών εταιρειών ως δρώντες στο διεθνές σύστημα και έχει ενισχύσει τις αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των κρατών λόγω οικονομικών παραμέτρων, ο ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός θέτει κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες σημαντικές προκλήσεις στο βεστφαλιανό μοντέλο του διεθνούς συστήματος. Η κατάρρευση του διπολικού ψυχροπολεμικού συστήματος και η αντικατάστασή του από έναν μονοπολικό κόσμο μετά το 1989, με τις φιλελεύθερες ΗΠΑ στον ρόλο της μόνης υπερδύναμης, κατέστησε δυνατή αυτή την εξέλιξη.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα η μαρξιστική προσέγγιση στις κοινωνικές επιστήμες και στη φιλοσοφία έπαιξε έναν περιφερειακό ρόλο και στις Διεθνείς Σχέσεις, με τον μαρξισμό να λειτουργεί ως σχολή αντίθετη τόσο στον φιλελευθερισμό όσο και στον ρεαλισμό. Για τους μαρξιστές, βασική αναλυτική μονάδα του διεθνούς συστήματος δεν είναι τα κράτη αλλά οι οικονομικά καθοριζόμενες κοινωνικές τάξεις, σημασία δεν έχουν τα συμφέροντα των κρατών μα το συμφέρον της εργατικής τάξης, ενώ κινητήρια δύναμη των εξελίξεων δεν είναι ούτε η ιδεολογία ούτε κάποια αφηρημένη σύλληψη της ισχύος / δύναμης, μα η υλική βάση των ανθρωπίνων κοινωνιών: τα μέσα και οι σχέσεις παραγωγής. Ο μαρξισμός βλέπει το διεθνές σύστημα όχι ως μία σκακιέρα ανταγωνισμού ή συνεργασίας, μα ως ένα διεθνές καπιταλιστικό σύστημα συσσώρευσης κεφαλαίου καθοδηγούμενο από την αστική τάξη κάθε χώρας. Παράγωγο της μαρξιστικής σχολής είναι η θεωρία εξάρτησης, σύμφωνα με την οποία το σύστημα διαχωρίζεται στα κράτη του «κέντρου» και στα κράτη της «περιφέρειας», με τις δύο κατηγορίες να μην είναι ισότιμες και με τις περιφερειακές χώρες να έχουν τεθεί σε κατάσταση μόνιμης οικονομικής εξάρτησης, η οποία οδηγεί σε διαρροή κεφαλαίου από αυτές προς τις κεντρικές χώρες. Ένα εναλλακτικό παράγωγο της μαρξιστικής σχολής στις Διεθνείς Σχέσεις είναι η γκραμσιανή προσέγγιση, από το όνομα του Ιταλού σοσιαλιστή φιλοσόφου του Μεσοπολέμου Αντόνιο Γκράμσι, η οποία τονίζει τον ρόλο του ελέγχου της ιδεολογίας μίας χώρας από την άρχουσα αστική τάξη με αποτέλεσμα την εκτόνωση της ταξικής πάλης, προκειμένου να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά των κρατών. Τη δεκαετία του 1940 αναπτύχθηκε από μία ομάδα μαρξιστών Γερμανών φιλοσόφων η λεγόμενη κριτική θεωρία στις κοινωνικές επιστήμες, με την κατοπινή εφαρμογή της στις Διεθνείς Σχέσεις να συνιστά ένα σύνολο διαφορετικών προσεγγίσεων στον τομέα.

Η συλλογική ασφάλεια, έναντι της ατομικής ασφάλειας του κάθε εθνικού κράτους ξεχωριστά, είναι το διακύβευμα πίσω από τις μεταλλαγές του διεθνούς συστήματος μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε πείσμα της ρεαλιστικής σχολής στις Διεθνείς Σχέσεις. Ο ΟΗΕ είχε μεγαλύτερη επιτυχία από την Κοινωνία των Εθνών μα ο Ψυχρός Πόλεμος, όπου το διεθνές σύστημα ήταν χονδρικά διπολικό και οι δύο υπερδυνάμεις ανταγωνίζονταν σε έναν άγριο αγώνα εξοπλισμών, κατέστησε εμφανείς και τους δικούς του περιορισμούς. Μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου και την ανάδυση του σύγχρονου μονοπολικού κόσμου, υπό την επιρροή και της παγκοσμιοποίησης, η έννοια της συλλογικής ασφάλειας έχει μετακινηθεί προς την έννοια της «διεθνούς ασφάλειας»: της διατήρησης της ειρήνης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την αιγίδα διεθνών θεσμών και με την επίγνωση πως σημαντικά σημερινά προβλήματα (περιβαλλοντικά ζητήματα, τρομοκρατία, οικονομικά θέματα κλπ) έχουν αναγκαστικά παγκόσμιο χαρακτήρα. Στο μονοπολικό μεταψυχροπολεμικό σκηνικό οι ρεαλιστές διαγιγνώσκουν κατά κανόνα μεγαλύτερη ροπή προς την αστάθεια, διότι αν ένα κράτος φιλικό προς την υπερδύναμη πολλαπλασιάσει την ισχύ του τότε τα όποια ανταγωνιστικά κράτη δεν έχουν τη δυνατότητα εξωτερικής εξισορρόπησης, αφού δεν υπάρχει πιθανός σύμμαχος. Η δυνατότητα του κάθε κράτους να αποκρύπτει στοιχεία περί της πραγματικής ισχύος του και η πιθανότητα ανισορροπίας στο σχετικό όφελος σε μία διαδικασία εξισορρόπησης (η μία παράταξη κερδίζει περισσότερη ισχύ απ’ ότι η άλλη) μεγεθύνουν την αστάθεια.

Οι φιλελεύθεροι, υπό τη θεωρητική κάλυψη του «πλουραλισμού», εκτιμούν πως οι ρεαλιστές υπερεκτιμούν αυτούς τους κινδύνους και ότι ο ανταγωνισμός δεν είναι έμφυτος στις διακρατικές σχέσεις, επομένως μπορεί να αποφευχθεί μέσω της ενεργητικής καλλιέργειας της συνεργασίας διά των διεθνών θεσμών. Ορισμένοι, κυρίως από τη σχολή του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού, προκρίνουν επιπρόσθετα και τη θεωρία δημοκρατικής ειρήνης, σύμφωνα με την οποία η εξάπλωση και σταθεροποίηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας στον πλανήτη μειώνει τους κινδύνους συρράξεων, διότι ιστορικά οι φιλελεύθερες δημοκρατίες πολύ σπάνια πολέμησαν μεταξύ τους. Η κριτική η οποία έχει ασκηθεί σ’ αυτή τη θεωρία επικεντρώνεται στο ότι προκειμένου να ισχύσει, θα πρέπει να χειραγωγηθούν καταλλήλως οι έννοιες της «δημοκρατίας» και του «πολέμου» (π.χ. πραξικόπημα υποκινούμενο από τις ΗΠΑ κατά της δημοκρατικά εκλεγμένης αριστερής κυβέρνησης Αλιέντε στη Χιλή, κατά τον Ψυχρό Πόλεμο).

Η έμφαση στην ασφάλεια και η θεωρητική επιρροή του μεταμοντερνισμού ώθησαν κατά τη δεκαετία του 1990 στην ανάδυση της κονστρουκτιβιστικής σχολής Διεθνών Σχέσεων: βασική της θέση είναι πως οι βασικές προϋποθέσεις του διεθνούς συστήματος, είτε από φιλελεύθερη είτε από νεορεαλιστική σκοπιά, δεν είναι αντικειμενικά δεδομένες και εξαρτώμενες καθαρά από υλικούς παράγοντες μα αποτελούν κοινωνικά κατασκευασμένες διϋποκειμενικές αντιλήψεις με ευρύτατη αποδοχή. Επομένως αρκεί να αλλάξουν αυτές οι αντιλήψεις για να ενισχυθεί η διεθνής ασφάλεια. Ο κονστρουκτιβισμός είναι μία προσέγγιση εστιασμένη στην κριτική των παλαιότερων σχολών και στην αποδόμηση των αξιωματικών παραδοχών τους, όπως π.χ. η εγγενώς αναρχική φύση του διεθνούς συστήματος και οι «αυτονόητες» συνέπειές της.

Γνωστοί διεθνολόγοι

Επεξεργασία
  • R. Gilpin,
  • H. Bull,
  • Η. Morgenthau,
  • E. Carr,
  • J. Mearsheimer,
  • J. Grieco,
  • K. Waltz,
  • J. Nye,
  • R. Keohane,
  • A. George,
  • S. Van Evera,
  • Α. Watson,
  • S. Krasner,
  • S. Walt,
  • J. Snyder,
  • B. Posen,
  • R. Jervis,
  • R. Art,
  • Δημήτρης Κιτσίκης
  • Π. Κονδύλης
  • Δ. Γ. Ευρυγένης
  • Η. Κουσκουβέλης
  • Α. Πλατιάς
  • Κ. Αρβανιτόπουλος
  • Χ. Γιαλλουρίδης
  • Ι. Κωνσταντόπουλος
  • Π. Ήφαιστος
  • Κ. Κολιόπουλος
  • Μ. Ευρυβιάδης

Σημειώσεις

Επεξεργασία

1: Αμερικανός Πολιτειολόγος γεν. 1904 στη Γερμανία. Δίδαξε Διεθνές Δίκαιο σε Πανεπιστήμιο Γενεύης και Μαδρίτης και τέλος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Σικάγου. Σημαντικά έργα του «Η διεθνής δικαιοδοσία - φύσις και όρια» και «Διλήμματα Πολιτικής».

2: Παύλος Ιωσήφ Μαντού, Γάλλος Πολιτειολόγος γενν. 1877. Καθηγητής γαλλικής ιστορίας στο πανεπιστήμιο Λονδίνου, διετέλεσε Διευθυντής τμήματος πολιτικών Υποθέσεων της Κοινωνίας των Εθνών (ΚΤΕ)(1920 - 1927). Κύρια έργα του «Η βιομηχανική επανάσταση του 18αι.», «Η κρίση του συνδικαλισμού» κ.ά.

3: Στο έργο του «Σύγχρονη θεωρία στις Διεθνείς Σχέσεις» (Contemporary Theory in International Relations)

4: Η κατηγοριοποίηση είναι βασισμένη στις διαλέξεις του Robert James Martin Wight (1913-1972) που πραγματοποιήθηκαν στο London School of Economics τη δεκαετία του 1950. Βλ. επίσης: Wight, M., “Why is there no International Theory?”, International Relations, April, 2, pp. 35-48, 1960 ή Wight, M., “Why is there no International Theory”, 1966 in Linklater, A., International Relations: Critical Concepts in Political Science, Political Science, pp. 27-43, 2000 και Bull, H. & Porter, G., International Theory-The three Traditions, 1991 [Διεθνής Θεωρία-Τα τρία ρεύματα σκέψης, Αθήνα, Εκδόσεις Ποιότητα, 1998], Bull, H., The Anarchical Society, 1st ed., London, Macmillan,, 1977 και Watson, A., The evolution of international society: a comparative historical analysis, New York: Routledge, 2009.