Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ανώτατη δικαστική αρχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ, γνωστό και ως Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, πρώην Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων) είναι το ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αποστολή του είναι να ερμηνεύει και να εφαρμόζει το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και χαρακτηρίζεται από τη σύνθετη φύση του και την υπερεθνική του λειτουργία και εξουσία.[1]

Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Έδρα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, Palais de la Cour de Justice, Λουξεμβούργο.
Γενικές πληροφορίες
Σύσταση1952
ΈδραΠαλάτι του Δικαστηρίου
Υπαγωγή Ευρωπαϊκή Ένωση
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος

Το ΔΕΕ εδρεύει στο Λουξεμβούργο και περιλαμβάνει δύο δικαιοδοτικά όργανα, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο, καθώς το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης καταργήθηκε από την 1η Σεπτεμβρίου του 2016.[2] Οι αποφάσεις των δύο αυτών δικαιοδοτικών οργάνων είναι δεσμευτικές για τα κράτη μέλη. Επειδή το κάθε κράτος μέλος έχει τη δική του γλώσσα και το δικό του νομικό σύστημα, το ΔΕΕ είναι ένα πολύγλωσσο κοινοτικό όργανο. Ως εκ τούτου, καθεμία από τις κοινοτικές γλώσσες μπορεί να είναι η γλώσσα της δικαστικής διαδικασίας.[1]

Το ΔΕΕ δέχεται προσφυγές από άτομα και κράτη και έχει συμβουλευτικές και δεσμευτικές εξουσίες. Είναι υπεύθυνο για την επαλήθευση της συμβατότητας των πράξεων των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και κυβερνήσεων με τις πηγές του δικαίου της ΕΕ. Μπορεί επίσης να αποφανθεί, κατόπιν αιτήματος εθνικού δικαστηρίου, σχετικά με την ερμηνεία ή την εγκυρότητα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, μέσω του λεγόμενου «προδικαστικού ερωτήματος». Ασχολείται επίσης με την «προσφυγή ακύρωσης», με την οποία ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ΕΕ, καθώς και εκείνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Εκδικάζει επίσης την «προσφυγή λόγω παράλειψης», η οποία είναι ένα είδος προσφυγής κατά της αδράνειας των τριών ανωτέρων οργάνων. Τέλος, επιβάλει κυρώσεις σε όργανα της ΕΕ, μέσω «αγωγών αποζημίωσης», λόγω της δράσης ή της παράλειψής τους.[3]

Το Δικαστήριο αποτελείται από έναν δικαστή από κάθε κράτος μέλος και 11 γενικούς εισαγγελείς, ενώ το Γενικό Δικαστήριο αποτελείται από 2 δικαστές από κάθε κράτος μέλος. Η θητεία των δικαστών και των γενικών εισαγγελέων είναι εξαετής με δυνατότητα ανανέωσης με κοινή απόφαση των εθνικών κυβερνήσεων.[3]

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν πρέπει να συγχέεται με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο είναι όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης, εδρεύει στο Στρασβούργο και δεν έχει καμία σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση.[4]

Το ΔΕΕ αποτελείται από δύο δικαιοδοτικά όργανα[3][1]:

  • το Δικαστήριο, το οποίο ασχολείται με αιτήματα από εθνικά δικαστήρια για προδικαστικές αποφάσεις, ορισμένες αγωγές ακύρωσης και εφέσεις. Αποτελείται από έναν δικαστή από κάθε χώρα μέλος της ΕΕ, καθώς και 11 γενικούς εισαγγελείς.
  • το Γενικό Δικαστήριο, το οποίο αποφαίνεται επί αγωγών ακύρωσης που ασκούνται από ιδιώτες, εταιρείες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, κυβερνήσεις της ΕΕ (με έμφαση στο δίκαιο του ανταγωνισμού, τις κρατικές ενισχύσεις, το εμπόριο, τη γεωργία και τα εμπορικά σήματα). Από το 2020 το δικαστήριο αποτελείται από 54 δικαστές, αν και μόνο 49 έδρες είναι επί του παρόντος καλυμμένες.

Το ΔΕΕ αποτελείται από έναν δικαστή από κάθε κράτος-μέλος της Ε.Ε. Ο κάθε δικαστής διορίζεται για εξαετή ανανεώσιμη θητεία.[5] Οι δικαστές εκλέγουν μεταξύ τους τον πρόεδρο του Δικαστηρίου για τριετή θητεία, η οποία μπορεί να ανανεωθεί. Αυτήν την περίοδο πρόεδρος είναι ο Βέλγος καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου Koen Lenaerts.

Το Δικαστήριο συνεδριάζει σε ολομέλεια και σε τμήματα. Σε ολομέλεια συνεδριάζει σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιπτώσεις μεγάλης σπουδαιότητας. Κατά κανόνα συνεδριάζει σε τριμελή ή πενταμελή σύνθεση.

Στο Δικαστήριο υπάρχουν και 11 Γενικοί Εισαγγελείς. Ο Γενικός Εισαγγελέας δεν είναι μέλος του Δικαστηρίου. Υποβάλλει εισήγηση σε κάθε υπόθεση, που ονομάζεται πρόταση. Είναι κι αυτός ανεξάρτητος και ο ρόλος του είναι να συνεπικουρεί το Δικαστήριο στη λήψη απόφασης. Δε συμμετέχει στη διάσκεψη για τη λήψη απόφασης.

Το ΔΕΕ ως ενιαίο δικαιοδοτικό όργανο-σύστημα περιλαμβάνει στους κόλπους του και επι ισοτίμου βάσεως το Γενικό Δικαστήριο. Επιπλέον, στο Γενικό Δικαστήριο προσαρτώνται Δικαιοδοτικά Τμήματα (ΔΤ), τα οποία έχουν δικούς τους δικαστές και αρμοδιότητες.[εκκρεμεί παραπομπή] Τα ΔΤ είναι ιεραρχικά κατώτερα από το Γενικό Δικαστήριο.

Δικαιοδοσία

Επεξεργασία

Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι να ελέγχει την εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου από τα όργανα της Ένωσης και από τα κράτη-μέλη. Έτσι[3]:

  1. κρίνει τη νομιμότητα πράξεων των ευρωπαϊκών οργάνων (του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης) μετά από προσφυγή κράτους-μέλους ή άλλου οργάνου της Ε.Ε.
  2. κρίνει τη συμμόρφωση κράτους-μέλους με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο μετά από προσφυγή της Επιτροπής ή άλλου κράτους-μέλους.
  3. ερμηνεύει κανόνες του Ευρωπαϊκού Δικαίου μετά από προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου.
  4. εκδικάζει αναιρέσεις κατά αποφάσεων του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
  5. επιβάλει κυρώσεις στα θεσμικά όργανα της Ε.Ε.

Αίτηση ακύρωσης κατά πράξεων ευρωπαϊκών οργάνων

Επεξεργασία

Αν ένα κράτος-μέλος θεωρεί ότι μια πράξη ενός ευρωπαϊκού οργάνου (του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου) παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο, έχει τη δυνατότητα να ασκήσει αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΔΕΕ. Ως πράξεις νοούνται συνήθως η έκδοση ενός κανονισμού, μιας οδηγίας ή μιας άλλης απόφασης. Κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί και ένα όργανο της Ε.Ε. να στραφεί κατά πράξης άλλου οργάνου, π.χ. το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά της Επιτροπής. Ιδιώτες που έχουν έννομο συμφέρον για την ακύρωση μιας πράξης, καθώς και κράτη-μέλη που θέλουν να στραφούν κατά της Επιτροπής, μπορούν να ασκήσουν αίτηση ακύρωσης μόνο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κύριος λόγος ακύρωσης μιας πράξης ευρωπαϊκού οργάνου είναι η παραβίαση του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου (των Συνθηκών δηλαδή για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα).

Προσφυγή κατά κράτους-μέλους

Επεξεργασία

Αν ένα κράτος-μέλος δε συμμορφώνεται με το κοινοτικό δίκαιο, μπορεί η Επιτροπή ή άλλο κράτος-μέλος να προσφύγει εναντίον του στο ΔΕΕ. Παράβαση του κοινοτικού δικαίου θα έχουμε συνήθως αν κράτος-μέλος εκδώσει εθνικό νόμο που αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο (π.χ. ο νόμος παραβιάζει την ελευθερία κυκλοφορίας εργαζομένων) ή αν κράτος-μέλος δε μεταγράψει εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας μια κοινοτική οδηγία. Της προσφυγής ενώπιον του ΔΕΕ προηγείται η αποστολή στο κράτος-μέλος από την Επιτροπή αιτιολογημένης γνώμης, με την οποία του επισημαίνεται ότι παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο και καλείται να απαντήσει στις αιτιάσεις ή να συμμορφωθεί. Αν το κράτος-μέλος δε συμμορφωθεί, ακολουθεί η προσφυγή στο ΔΕΕ. Το ΔΕΕ διαπιστώνει την ύπαρξη παράβασης ή όχι. Αν διαπιστωθεί παράβαση, το κράτος-μέλος οφείλει να συμμορφωθεί. Αν δε συμμορφωθεί, ακολουθεί δεύτερη προσφυγή της Επιτροπής με αίτημα τη καταδίκη του κράτους-μέλους σε πρόστιμο.

Υποβολή προδικαστικού ερωτήματος

Επεξεργασία

Αυτή είναι η πιο συνήθης και η πιο σημαντική αρμοδιότητα του ΔΕΕ. Με αυτήν εξασφαλίζεται η ενιαία ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου από όλα τα εθνικά δικαστήρια σε όλα τα κράτη-μέλη. Αν εθνικό δικαστήριο σε υπόθεση που εκδικάζει καλείται να εφαρμόσει κανόνα του κοινοτικού δικαίου (άρθρο των Συνθηκών, κανονισμό ή οδηγία) και έχει αμφιβολία για την ερμηνεία του, μπορεί να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ ερωτώντας για τη σωστή ερμηνεία του κοινοτικού κανόνα. Αν το εθνικό δικαστήριο που καλείται να εφαρμόσει τον αμφίβολης ερμηνείας κανόνα του κοινοτικού δικαίου είναι ανώτατο (στην Ελλάδα ο Άρειος Πάγος, το Συμβούλιο της Επικρατείας ή το Ελεγκτικό Συνέδριο), τότε δε δικαιούται απλώς αλλά υποχρεούται να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ. Το ΔΕΕ δε θα κρίνει την υπόθεση στην ουσία της, θα απαντήσει μόνο στο προδικαστικό ερώτημα νομικής φύσεως χωρίς να εισέλθει στα πραγματικά περιστατικά. Το εθνικό δικαστήριο κατόπιν θα κρίνει την υπόθεση στην ουσία της με βάση την ερμηνεία του ΔΕΚ, η οποία είναι και δεσμευτική για το ερωτήσαν δικαστήριο.

Η αρμοδιότητα αυτή είναι πολύ σημαντική, γιατί έδωσε στο ΔΕΕ ήδη από τα πρώτα χρόνια των ευρωπαϊκών κοινοτήτων τη δυνατότητα να αναπτύξει μια πλούσια νομολογία και να διατυπώσει τις βασικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, την εποχή που το ευρωπαϊκό δίκαιο ήταν ακόμη στα σπάργανα και οι διατάξεις των συνθηκών δυσερμήνευτες.

Παράδειγμα προδικαστικού ερωτήματος: Το κράτος-μέλος Α εκδίδει νόμο, ο οποίος ορίζει ότι ως ζυμαρικά χαρακτηρίζονται μόνο προϊόντα από σιμιγδάλι και όχι από αλεύρι. Ο Β εισάγει ζυμαρικά από άλλες χώρες της Ε.Ε., τα οποία είναι από αλεύρι. Οδηγείται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους Α λόγω παράβασης της εθνικής νομοθεσίας περί ζυμαρικών. Στο δικαστήριο επικαλείται ότι ο εθνικός νόμος παραβιάζει την κοινοτική αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας αγαθών εντός της Ε.Ε. (η οποία καθιερώνεται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα): αφού τα αγαθά αυτά παράγονται ως ζυμαρικά στα άλλα κράτη-μέλη, θα πρέπει να επιτρέπεται και η εισαγωγή και διάθεσή τους ως ζυμαρικών σε όλα τα κράτη-μέλη. Το δικαστήριο αμφιβάλλει για την ορθή ερμηνεία του κοινοτικού κανόνα της ελεύθερης κυκλοφορίας και αποστέλλει στο ΔΕΕ προδικαστικό ερώτημα της μορφής: «Παραβιάζεται η ελευθερία κυκλοφορίας αγαθών εντός της Ε.Ε. από εθνικό νόμο, ο οποίος ορίζει ότι ως ζυμαρικά επιτρέπεται να χαρακτηρίζονται μόνο προϊόντα από σιμιγδάλι;». Το ΔΕΕ θα ερμηνεύσει το οικείο άρθρο της Συνθήκης Ε.Κ. και ανάλογα θα απαντήσει.

Εκδίκαση αναιρέσεων

Επεξεργασία

Ιδιώτες (φυσικά και νομικά πρόσωπα) μπορούν να προσφεύγουν κατά αποφάσεων των κοινοτικών οργάνων μόνο στο Γενικό Δικαστήριο. Επίσης κράτη-μέλη μπορούν να προσφεύγουν κατά της Επιτροπής μόνο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου σε αυτές τις υποθέσεις ελέγχονται αναιρετικά (ως προς τη νομική ορθότητά τους, όχι ως προς τα πραγματικά περιστατικά) από το ΔΕΕ.

Διαδικασία

Επεξεργασία

Η διαδικασία του Δικαστηρίου περιλαμβάνει την ανάθεση κάθε υπόθεσης σε 1 δικαστή («εισηγητή δικαστή») και 1 γενικό εισαγγελέα. Οι υποθέσεις διεκπεραιώνονται σε 2 στάδια[3]:

  • γραπτό στάδιο: τα μέρη υποβάλλουν γραπτές δηλώσεις στο Δικαστήριο - μπορούν επίσης να υποβληθούν παρατηρήσεις από εθνικές αρχές, θεσμικά όργανα της ΕΕ και μερικές φορές ιδιώτες. Όλα τα στοιχεία που λαμβάνονται συνοψίζονται από τον εισηγητή δικαστή και στη συνέχεια εξετάζονται στη γενική συνέλευση του Δικαστηρίου. Εκεί αποφασίζεται πόσοι δικαστές θα ασχοληθούν με την υπόθεση (3, 5 ή 15 δικαστές ανάλογα με τη σοβαρότητα της υπόθεσης). Στο στάδιο αυτό επίσης αποφασίζεται αν χρειάζεται να διεξαχθεί δημόσια ακρόαση και εάν είναι απαραίτητη η επίσημη γνώμη του γενικού εισαγγελέα.
  • προφορικό στάδιο – δημόσια ακρόαση: οι δικηγόροι και από τις δύο πλευρές μπορούν να εκθέσουν τα επιχειρήματά τους στους δικαστές και στον γενικό εισαγγελέα, οι οποίοι μπορούν να τους υποβάλουν ερωτήσεις. Έαν το Δικαστήριο αποφασίσει ότι είναι απαραίτητη η γνώμη του γενικού εισαγγελέα, αυτή αναμένεται να δοθεί μέσα στο χρονικό διάστημα μερικών βδομάδων μετά την ακρόαση. Μετά τη γνώμη του εισαγγελέα, οι δικαστές διασκέπτονται και δίνουν την ετυμηγορία τους.

Η διαδικασία του Γενικού Δικαστηρίου είναι παρόμοια, με τη διαφορά ότι οι περισσότερες υποθέσεις εκδικάζονται από 3 δικαστές και δεν υπάρχουν γενικοί εισαγγελείς.

Δείτε επίσης

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 «CURIA - Γενική παρουσίαση - Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης». curia.europa.eu. Ανακτήθηκε στις 6 Μαΐου 2022. 
  2. Το αλφάβητο του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 9 Ιανουαρίου 2018, σελ. 88. https://op.europa.eu/el/publication-detail/-/publication/5d4f8cde-de25-11e7-a506-01aa75ed71a1/language-el. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουνίου 2021. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 «Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ)». european-union.europa.eu. Ανακτήθηκε στις 6 Μαΐου 2022. 
  4. «European Court of Human Rights | History, Headquarters, & Facts | Britannica». www.britannica.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 6 Μαΐου 2022. 
  5. «Court of Justice of the European Union (CJEU)». european-union.europa.eu (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 6 Μαΐου 2022. 

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία