Ο δρυοκολάπτης, γνωστός στην Ελλάδα με την ονομασία τρυποκάρυδος[1] είναι πτηνό αναρριχητικό της οικογένειας των δρυοκολαπτών που αριθμεί περισσότερα από 200 είδη, τα οποία ζουν σε δασώδεις περιοχές σχεδόν όλου του κόσμου, εκτός από τη Μαδαγασκάρη και την Αυστραλία. Τα είδη είναι πολλά αλλά πολλά από αυτά κινδυνεύουν προς εξαφάνιση. Ένα από τα κύρια είδη που κινδυνεύουν στην Ελλάδα είναι ο μεσαίος δρυοκολάπτης. Από τα σημαντικότερα μέλη αναφέρονται τα γένη Picus και Dendrocopus, στα όποια ανήκουν οι γνήσιοι δρυοκολάπτες.

Δρυοκολάπτης
Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων:
Ύστερη Ολόκαινος έως σήμερα
Πράσινος δρυοκολάπτης
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πουλιά (Αves)
Τάξη: Δρυοκολαπτόμορφα (Piciformes)
Οικογένεια: Δρυοκολαπτίδες (Picidae) Leach, 1820
Υποοικογένειες

Ιυγγίνες (Jynginae)
Νησοκτιτίνες (Nesoctitinae)
Δρυοκολαπτίνες (Picinae)
Πικουμνίδες (Picumninae)

Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά

Επεξεργασία

Διακρίνονται για ορισμένες συνήθειες και ανατομικές ιδιαιτερότητές τους. Τα δύο εξωτερικά δάκτυλα των ποδιών τους είναι γυρισμένα προς τα πίσω και τα εσωτερικά προς τα μπρος, ώστε να γαντζώνονται με ευκολία στα κλαδιά και στις αυλακώσεις των δένδρων. Οι κάλαμοι των ουραίων φτερών (ουροπήγιο), εκτός των εξωτερικών, είναι πολύ σκληροί και μυτεροί, επιτρέποντάς τους να χρησιμοποιούν την ουρά τους ως στήριγμα για να κάθονται. Το μήκος του σώματός του κυμαίνεται από 9 - 55 εκατ. και έχει χρώμα ασπρόμαυρο και λίγο πρασινωπό. Έχει μακρύ λαιμό, μεγάλο κεφάλι και ράμφος αρκετά μακρύ και ισχυρό, για να μπορεί να βρίσκει εύκολα την τροφή του στις φλούδες των δέντρων ή στα ξύλα όπου ανοίγει τρύπες. Ο δρυοκολάπτης πετά από δέντρο σε δέντρο και χτυπά δυνατά τον κορμό του. Από τον κρότο καταλαβαίνει ποιο δέντρο είναι κούφιο και χωρίς να χάσει καιρό ανοίγει με το ράμφος του τρύπες συλλαμβάνοντας τις προνύμφες με την κολλώδη, σκωληκόμορφη και πολύ ευλύγιστη, κερατινοποιημένη στην άκρη γλώσσα του. Από όλα τα είδη ο δρυοκολάπτης της Νοτίου Αφρικής είναι ο μόνος που δεν τρυπά τις φλούδες ή τα ξύλα των δέντρων. Τρέφεται με έντομα, προνύμφες και σκουλήκια που βρίσκει μέσα στην ξερή λάσπη. Στη λάσπη επίσης κατασκευάζει και τη φωλιά του. Όλοι οι άλλοι φτιάχνουν τη φωλιά τους στις κουφάλες των δέντρων ή ανοίγουν τρύπες στους κορμούς των δέντρων, σε χοντρούς πασσάλους και σε τηλεφωνικούς στύλους. Εκεί το θηλυκό γεννά μέχρι τρεις φορές το χρόνο από 5 - 8 αβγά την κάθε φορά και τα κλωσά 16 ημέρες.

Γνωστά είδη

Επεξεργασία

Τα πιο γνωστά είδη στην Ελλάδα είναι:

  • ο Πράσινος δρυοκολάπτης (Picus viridis - Πίκος ο χλωρός ή χλωρίων), η πίπρα ή πίπος ή πιπώ των αρχαίων από όπου προέρχεται και η λατινική επιστημονική ονομασία του (picus) και ο κελεός ή κολεός κατά τον Αριστοτέλη. Λέγεται και σπέλεκος, ξυλοφάς ή ξυλοφάγος, σαρακοφάγος, τρυπόξυλο, και καλοτύπης. Άλλα είδη επίσης γνωστά στην Ελλάδα είναι:

Από τα γνωστά και χαρακτηριστικά είδη που ζουν στις ξένες χώρες είναι: ο πράσινος, που ζει στις Ινδίες και στην Ευρώπη, εκτός από το ΝΑ τμήμα της. Όμοιος στο σχήμα, αλλά μεγαλύτερος, είναι ο σταχτής, που ζει στη Βόρεια Ευρασία και στις Άλπεις. Ο μαύρος, που ζει επίσης στην Ευρασία. Στο γένος «Δρυοβάτης», διαδομένο στην Ευρασία, ανήκουν διάφορα είδη όπως ο «ερυθρός» με λευκή ράχη και ο "ερυθρός ο μικρός". Αυτοί διαφέρουν από τους άλλους στο ότι μπορούν να εξημερωθούν πολύ εύκολα. Στις νοτιοδυτικές περιοχές της Βορείου Αμερικής: ζει ο Δρυοκολάπτης των κάκτων συν. Μελανέρπης των κάκτων (Melanerpes cactorum) Νότια Αμερική, ο Dryobates scalaris cactophilus - Δρυοβάτης ο σκαλικός ο κακτόφιλος - Βόρεια Αμερική, που τρέφεται με καρπούς των κάκτων και σαρκώδεις καρπούς του ιξού. Τη φωλιά του, που έχει σχήμα κατακόρυφης φιάλης και μήκος 40 εκ., φτιάχνει στους κορμούς των κάκτων.

Σχέσεις με τους ανθρώπους

Επεξεργασία

Ο δρυοκολάπτης είναι αρκετά ωφέλιμο πτηνό, γιατί ζει αποκλειστικά με βλαβερά σκουλήκια και έντομα, γι` αυτό οι γεωργοί τον αγαπούν και οι κυνηγοί δεν τον πειράζουν, αφού άλλωστε το κρέας του δεν προσφέρεται για τροφή.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  • (Linnaeus, 1758)
  • Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ.«Ζωολογία», Εκδοτική Αθηνών, 1990