Ο Νίκος Σύλλας (30 Νοεμβρίου 1914, Καλλιμασιά Χίου – 16 Αυγούστου 1986, Χίος) υπήρξε ο σπουδαιότερος Έλληνας δισκοβόλος κατά την προπολεμική και την πρώτη μεταπολεμική περίοδο. Ήταν Πανελληνιονίκης, Βαλκανιονίκης, Μεσογειονίκης και Ολυμπιονίκης. Κατέρριψε δέκα φορές το πανελλήνιο ρεκόρ στη δισκοβολία, με κορυφαία επίδοση τα 51 μ. το 1939, που παρέμεινε ακατάρριπτη επί 18 χρόνια. Ήταν μέτριου ύψους αλλά είχε νεύρο, εκρηκτικότητα και καταπληκτικό παλμό στην περιστροφή, ίσως τον καλύτερο παγκοσμίως στην εποχή του. Υπήρξε αθλητής του Παγχιακού Γ.Σ. αρχικά και στη συνέχεια του Πανιωνίου Γ.Σ.

Νίκος Σύλλας
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση30  Νοεμβρίου 1914
Χίος
Θάνατος16  Αυγούστου 1986
Χίος
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταδισκοβόλος

Βιογραφία Επεξεργασία

Ο Νίκος Σύλλας γεννήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 1914 στην Καλλιμασιά της Χίου. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία 14 ετών και είχε φτωχικά εφηβικά χρόνια. Είχε μια ευχέρεια στο πέταγμα της πέτρας και του άρεσε να πετάει μακριά βαριές πέτρες έτσι χάριν παιδιάς. Την πρώτη του επαφή με το αγώνισμα της δισκοβολίας είχε σε ένα αγώνα στο χωριό Μέζαρι. Τότε κατάλαβε ότι μπορούσε να ρίξει μακρύτερα από τους αθλητές που αγωνίζονταν εκεί. Άρχισε να προπονείται σε ένα χωράφι, δίπλα στο σχολείο του χωριού υπό την επίβλεψη του γυμναστή Κώστα Σταμούλη που ήταν συγχωριανός του και μετρούσε τις βολές του με ένα σπάγκο.

Για πρώτη φορά μετείχε σε επίσημους αγώνες σε ηλικία 16 ετών στα «Β΄ Εφήβεια Χίου», που διεξήχθησαν στην αυλή του σχολείου του τον Αύγουστο 1930. Μετείχε ως αθλητής του συλλόγου του χωριού του Όμηρος Καλλιμασιάς. Πήρε την πρώτη θέση στην ελληνική δισκοβολία εφήβων με επίδοση 26 μ. Στην ελληνική δισκοβολία οι ρίπτες έριχναν το δίσκο χωρίς περιστροφή των ποδιών. Στέκονταν επιτόπου με το αριστερό πόδι πίσω και το δεξί μπροστά. Το επόμενο έτος 1931 συμμετέχει στους Αιγαιοπελαγίτικους αγώνες που έγιναν στη Χίο και πετυχαίνει την καταπληκτική επίδοση των 38 μ. Στη συνέχεια εντάσσεται στον Παγχιακό Γ.Σ., αρχίζει τακτικές προπονήσεις και συμμετέχει για πρώτη φορά στο πανελλήνιο πρωτάθλημα.

Ακολουθεί μια καριέρα γεμάτη από επιτυχίες, που κράτησε ως το 1952. Καταρρίπτει δέκα φορές το πανελλήνιο ρεκόρ δισκοβολίας, το οποίο από 41,70 το 1932 το έφτασε στα 51 μ. το 1939, επίδοση που θα καταρρίψει 18 χρόνια αργότερα Αντώνης Κουνάδης με 51,30. Από το 1932 ως το 1940 είναι μόνιμος πρωταθλητής Ελλάδος και βαλκανιονίκης στη δισκοβολία και στην ελληνική δισκοβολία, συνήθως με πανελλήνιο ρεκόρ.

Το 1934 πετυχαίνει 44,13 που αποτελεί τη 13η επίδοση στον κόσμο και τη 10η στην Ευρώπη. Το 1936, στην Ολυμπιάδα του Βερολίνου, με 47,75 κατακτά την 6η θέση, που αποτελεί την ύψιστη διάκριση στην καριέρα του. Δυο βδομάδες αργότερα σε διεθνείς αγώνες στο Μάλμοε της Σουηδίας ρίχνει βολή 49,35 μ. και παίρνει την πρώτη θέση επικρατώντας των Ομπερμπέργκερ (Ιταλία) και Σόρλιε (Νορβηγία) που ήταν 3ος και 4ος ολυμπιονίκης αντίστοιχα.

Στο μεταξύ εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα και γίνεται αθλητής του Πανιωνίου Γ.Σ.. Την άνοιξη του 1939, στο εαρινό πρωτάθλημα, πετυχαίνει 51 μ. την καλύτερη επίδοση τότε στον κόσμο. Τον Αύγουστο του 1939 βρίσκεται στην καλύτερη φόρμα της καριέρας του. Ρίχνει μονίμως πάνω από 50 μ., θριαμβεύει στο πανελλήνιο πρωτάθλημα με 50,92 και στους βαλκανικούς με 50,11 και συμμετέχει σε διεθνείς συναντήσεις με επιτυχία. Σε προπόνηση το 1939 φτάνει τα 52,38 μ. πλησιάζοντας το παγκόσμιο ρεκόρ. Αυτή είναι ανεπίσημα η υψηλότερη επίδοσή του. Δυστυχώς ξεσπά ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος, η Ολυμπιάδα του 1940 ματαιώνεται και χάνει την ευκαιρία μιας μεγάλης διάκρισης.

Μεταπολεμικά κυριαρχεί στον εσωτερικό χώρο αλλά δεν θα φτάσει πλέον τη φόρμα του παρελθόντος. Πάντως μετέχει και διακρίνεται στο πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα του 1946, όπου τερματίζει 4ος με 47,96 μ. χάνοντας το μετάλλιο για 18 εκ. Το 1948 στην Ολυμπιάδα του Λονδίνου ρίχνει 48,04 στον προκριματικό και 47,26 στον τελικό παίρνοντας την 7η θέση. Το 1949 αναδεικνύεται Μεσογειονίκης στην πρώτη, δοκιμαστική, διοργάνωση των Μεσογειακών Αγώνων που έγινε στην Κωνσταντινούπολη, μόνο με αγωνίσματα στίβου με επίδοση 45,03 μ. Ένα παρά λίγο μοιραίο ατύχημα θα ανακόψει την καριέρα του. Επανέρχεται το 1950 και παίρνει την 7η θέση στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα με 46,14 μ. Η τελευταία διεθνής διάκρισή του είναι στην Ολυμπιάδα του 1952, στο Ελσίνκι της Φινλανδίας, όπου τερματίζει 9ος με 48,99 μ.

Το 1953 αν και έχει σχεδόν αποσυρθεί, μετέχει απροπόνητος στους πρώτους μεταπολεμικούς βαλκανικούς και ρίχνει 45,40μ. Το 1955, σε ηλικία 41 ετών, θα επανέλθει στις προπονήσεις για να πετύχει την πρόκριση στην Ολυμπιάδα της Μελβούρνης. Όμως, έχει ήδη εμφανιστεί ο ταλαντούχος Αντώνης Κουνάδης, ο οποίος δύο χρόνια αργότερα θα καταρρίψει το πανελλήνιο ρεκόρ με 51,30 μ. Έτσι Σύλλας εγκαταλείπει οριστικά τον αθλητισμό.

Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη γενέτειρά του, την Καλλιμασιά Χίου, όπου έζησε όλη την υπόλοιπη ζωή του με τη γυναίκα του Δέσποινα, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.

Πέθανε σε ηλικία 72 ετών, στις 16 Αυγούστου 1986, ενώ παρακολουθούσε ένα γάμο στο χωριό Άγιος Γεώργιος Συκούσης στη Χίο. Η κηδεία του έγινε στις 18 Αυγούστου στην Αθήνα.

Διακρίσεις Επεξεργασία

Πηγές Επεξεργασία

  • Ευάγγελος Ανδρέου, Το αστέρι του πρωταθλητή άναψε... Έκδ. Ευρωπαϊκό Κέντρο Τέχνης (EUARCE), 2011 - «Νίκος Σύλλας» σ.172 (9 βιογραφικές αναφορές), ISBN 978-960-99566-0-4

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία