Εξέγερση στην Ήπειρο (1611)

Εξέγερση στην Ήπειρο το 1611 ή Εξέγερση του Διονυσίου του Σκυλόσοφου, ονομάζεται η εξέγερση που οργάνωσε στις 10 Σεπτεμβρίου του 1611 ο μητροπολίτης Λάρισας Διονύσιος (Διονύσιος ο Φιλόσοφος) εναντίον των Τούρκων, στην ευρύτερη περιοχή της Θεσπρωτίας και των Ιωαννίνων. Η εξέγερση περιγράφεται και σε Ηπειρωτικό χρονικό της εποχής. Υποστηρικτές του Διονυσίου μεταξύ άλλων ήταν ο επίσκοπος Δρυινουπόλεως Ματθαίος, ο Λάμπρος, γραμματικός του Οσμάν πασά των Ιωαννίνων, ο Ντελή Γιώργος και ο Ζώτος Τσίριπος από την Παραμυθιά.

Μετά την αποτυχία της εξέγερσης που οργάνωσε στη Θεσσαλία το 1600, ο Διονύσιος κατέφυγε στη Δύση. Κατά την εξορία του εκεί, εξακολούθησε να καταστρώνει σχέδια εξεγέρσεως κατά των Τούρκων. Στη Νάπολη συνάντησε τον Ισπανό Αντιβασιλιά και υπέβαλε, μέσω εκείνου, υπόμνημα προς τον Ισπανό ηγεμόνα, Φίλιππο Γ΄, ενώ, τον Νοέμβριο του 1602, απέστειλε παρόμοιο υπόμνημα και προς τον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, εξηγώντας τα περιστατικά τις εξέγερσης και ζητώντας συμπαράσταση[1][2]. Τον Φεβρουάριο του 1603 παρουσιάστηκε στον Πάπα, στον οποίο βεβαίωσε την καθολική του πίστη. Ο Πάπας, σε αντάλλαγμα, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα σχέδια του Διονύσου και του επέδωσε συστατικές επιστολές προς τον Ισπανό αυτοκράτορα. Ο Διονύσιος έφθασε στη Βαγιαδολίδ της Ισπανίας, το καλοκαίρι του, συνοδευόμενος από τον Κωνσταντίνο Σοφία, απόφοιτο του Ποντιφίκειου Ελληνικού Κολλεγίου της Ρώμης και ισπανομαθή, ως βοηθό και διερμηνέα.[1][2]

Εκεί ο αποστολικός νούντσιος στην ισπανική Αυλή, D. Ginassi, τον εφοδίασε με συστατική επιστολή και χρήματα[2]. Στη συνέχεια, ο Διονύσιος έφθασε στο Μπούργος, όπου θα συνάντησε τον βασιλιά. Εκεί βρίσκονταν και άλλοι Έλληνες, όπως ο Ιωάννης Πίκκολος, ο οποίος αυτοαποκαλούνταν επίσημος απεσταλμένος των υπόδουλων Ελλήνων, καθώς και οι Ηπειρώτες, αλλά μόνιμα εγκατεστημένοι στη Νάπολη, Εμμανουήλ Ηγούμενος (πατέρας του Επιφανείου), Σταύρος Αψαράς και Σκαρλάτος Μάτσας.[1][2] Τότε όμως, για άγνωστους ακόμη και σήμερα λόγους, ο Σοφίας στράφηκε εναντίον του Διονυσίου, κατηγορώντας τον ως απατεώνα, ανήθικο και αιρετικό, ο οποίος δεν είχε προσχωρήσει ειλικρινά στον Καθολικισμό και είχε πλαστογραφήσει τα έγγραφα με τα οποία οι πληθυσμοί της Θεσσαλίας και της Ηπείρου συναινούσαν στην Ένωση των Εκκλησιών. Αν και δεν είναι γνωστό αν αληθεύουν οι κατηγορίες αυτές, αλλά δεν θεωρείται απίθανο ο φλογερός Διονύσιος να πλαστογράφησε αυτά τα υπομνήματα προκειμένου να πετύχει τον ιερό σκοπό του.[1][2]

Είναι πιθανό ότι, ως αποτέλεσμα των ενεργειών του Διονυσίου, ο Πάπας και ο Ισπανός βασιλιάς να του έδωσαν υποσχέσεις για βοήθεια[3][1]. Θεωρείται, πάντως, αποτέλεσμα των δικών του ενεργειών, αλλά και άλλων Ελλήνων απεσταλμένων, η δραστηριότητα διάφορων Ισπανών πρακτόρων όπως του Πέτρου Λάντζα, εκείνη την εποχή, στην Αλβανία και τις δαλματικές ακτές[2] .

Μετά το 1609, ο Διονύσιος επέστρεψε στην Ελλάδα όπου εγκαταστάθηκε στο, οικείο γι αυτόν, μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου του Διχούνη. Σχεδίαζε να οργανώσει νέα εξέγερση και να καταλάβει κάποιο φρούριο ώστε μετά να ειδοποιήσει τους Ισπανούς της Νάπολης οι οποίοι είχαν υποσχεθεί πως θα τον βοηθήσουν. Παρά την ηλικία του (ίσως άνω των 60), διέτρεχε την ύπαιθρο θεραπεύοντας τους χωρικούς και ξεσηκώνοντάς τους εναντίον των Τούρκων.[3] Για να θερμάνει την πίστη του απλού λαού, ο Διονύσιος χρησιμοποίησε και προφητείες.[4][1] Στενοί του συνεργάτες υπήρξαν οι Ζώτος Τσίριπος από την Παραμυθιά, Γεώργιος Ντελής, καθώς και ο Λάμπρος, γραμματικός του Οσμάν Πασά των Ιωαννίνων. Υποστηρικτής των ιδεών του ήταν και ο επίσκοπος Δρυινουπόλεως, Ματθαίος, τοποτηρητής του μητροπολίτη Ιωαννίνων, Μανασσή.[3] Επίσης, ζήτησε βοήθεια από τον αρχιεπίσκοπο Αχρίδας, Αθανάσιο, ο οποίος το 1596 είχε ηγηθεί εξέγερσης στη Χιμάρα, εκείνος όμως δεν ανταποκρίθηκε[5]. Σφοδρά αντίθετη στις ενέργειές του ήταν η συντηρητική, τουρκόφιλη μερίδα του κλήρου, με επικεφαλής τον Μάξιμο τον Πελοποννήσιο[6], αντίθεση που εκφράστηκε και σε μυστικές συναντήσεις που έλαβαν χώρα στο μητροπολιτικό μέγαρο των Ιωαννίνων[1]. Σταδιακά, ο επαναστατικός ενθουσιασμός επεκτάθηκε σε όλα τα χωριά και τις κωμοπόλεις της Θεσπρωτίας καθώς και σε άλλα μέρη της Ηπείρου[3].

Η εξέγερση ξέσπασε τη νύχτα της 10-11 Σεπτεμβρίου (Τρίτη προς Τετάρτη)[1][3]. Ο Διονύσιος, μαζί με περίπου 1.000 περίπου χωρικούς[3], βοσκούς και γεωργούς, από 70 χωριά της Παραμυθιάς[7][8], οπλισμένους με ακόντια, τόξα και γεωργικά εργαλεία, καθώς μόνο 40 από αυτούς διέθεταν αρκεβούζια[3], κατόρθωσε να εξουδετερώσει τους Τούρκους των γειτονικών χωριών, Τουρκογρανίτσας (σημ. Γρανίτσας) και Ζαραβούσας (σημ. Αγ. Νικολάου), και κατέλαβε τα Ιωάννινα, αιφνιδιάζοντας τους Τούρκους. Οι επαναστάτες ακολούθησαν τη παλιά διαδρομή που αφήνει στα νότια το θέατρο της Δωδώνης και εισέρχεται στο λεκανοπέδιο από την Πεδινή. Κατόπιν πορεύθηκαν προς τη σημερινή Ανατολή και μέσω της παλιάς εισόδου της πόλης, μπήκαν στη συνοικία Καλού Τσεσμέ (σημ. Καλούτσιανη), όπου έμενε ο Οσμάν πασάς.[1] Εκεί έβαλαν φωτιά στο σπίτι του πασά, στο Διοικητήριο και ίσως και σε άλλα τουρκικά κτίρια. Ο πασάς με την οικογένειά του διέφυγαν, αλλά σκοτώθηκαν είκοσι άτομα από τη φρουρά και το προσωπικό του. Κατά τις βενετικές πηγές, που πρέπει να είναι πιο αξιόπιστες, διαρπάχθηκαν 1.200.000 άσπρα από το δημόσιο ταμείο και σκοτώθηκαν 1 ή 2 Τούρκοι αξιωματούχοι ενώ ο Οσμάν κατέφυγε σε πύργο[1]. Από εκεί το πρωί αντεπιτέθηκε έχοντας στη διάθεσή του λίγους ιππείς, οπλισμένους Τούρκους από την πόλη, τους Χριστιανούς σπαχήδες του κάστρου και τους κληρικούς οπαδούς του Μαξίμου[3]. Οι ανοργάνωτοι επαναστατες διαλύθηκαν εύκολα. Διακόσιοι από αυτούς κατέφυγαν στις καλαμιές της λίμνης Παμβώτιδας, όπου κάηκαν ενώ ο Διονύσιος και ο Ντελή Γιώργος κατέφυγαν σε σπήλαιο κάτω από το σημερινό Ασλάν τζαμί, μάλλον χρησιμοποιώντας βάρκα.[3] Ο Διονύσιος συνελήφθη μετά από προδοσία και και γδάρθηκε ζωντανός, το δε δέρμα του το γέμισαν με άχυρα και, φορώντας του τα αρχιερατικά άμφια, το περιέφεραν στους δρόμους των Ιωαννίνων. Μετά τρεις ημέρες οι Τούρκοι ανακάλυψαν και τους Ντελή Γιώργο και Λάμπρο, τους οποίους έκαψαν ζωντανούς.[3] Κατά άλλη εκδοχή ο Γιώργος σταυρώθηκε «και αντί στεφάνου στην κεφαλή του έκαμαν τρύπες στις οποίες τοποθέτησαν φτερά»[1]. Το δέρμα του Διονυσίου, μαζί με 85 κεφάλια εξεγερμένων, εστάλη στην Κωνσταντινούπολη, όπου το πέταξαν στους στάβλους του Σουλτάνου[1][3].

Στη συνέχεια, ο Οσμάν πασάς προέβη σε αντεκδικήσεις κατά του πληθυσμού της Θεσπρωτίας, ενώ το κλίμα τρομοκρατίας απλώθηκε και στα Ιωάννινα και σε ολόκληρη την Ήπειρο όπου καταστράφηκαν πολλές εκκλησίες και μοναστήρια, όπως του Αγίου Δημητρίου Διχούνη, και δημεύτηκαν τα κτήματά τους.[1][9] Πολλοί κάτοικοι των περιοχών αυτών σκοτώθηκαν, σκλαβώθηκαν ή αναγκάστηκαν να εξισλαμιστούν ενώ οι περισσότεροι από τους επιζήσαντες σκόρπισαν στα βουνά[3]. Στα Ιωάννινα θεωρείται ότι σκοτώθηκαν τουλάχιστον 300 άνθωποι[1] ενώ οι περισσότεροι Χριστιανοί εκδιώχθηκαν οριστικά από το κάστρο των Ιωαννίνων, όπου κατοικούσαν ως τότε. Με αφορμή την εξέγερση, είναι επίσης πιθανό πως τότε καταργήθηκαν τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί το 1430 από τον Σινάν Πασά στους Γιαννιώτες, όπως η εξαίρεση από το παιδομάζωμα.[3]

Το γεγονός ότι οι επαναστάτες φώναζαν «χαράτζι χαρατζόπουλον, (α)νουζούλι (α)νουζουλόπουλον»[3] (φόροι που είχαν πρόσφατα αυξηθεί) όταν μπήκαν στα Ιωάννινα, δείχνει πως υπήρχαν και οικονομικά αιτήματα στα οποία επένδυσε ο Διονύσιος προκειμένου να προσελκύσει οπαδούς, όπως είχε κάνει και στην πρώτη εξέγερση[1].

Πάντως, οι Βενετοί όχι μόνο δεν ενδιαφέρθηκαν για την εξέγερση αλλά μάλλον θορυβήθηκαν καθώς τα γεγονότα έλαβαν χώρα την εποχή που το σιτάρι θα έπρεπε να φτάσει από τη Θεσσαλία στην Κέρκυρα. Η στάση τους δείχνει ότι έβλεπαν με ρεαλισμό πως η μόνιμη κατάκτηση της περιοχής ήταν ανεδαφικός στόχος καθώς ούτε οι ίδιοι ούτε η Ισπανία διέθεταν τις απαραίτητες χερσαίες δυνάμεις.[1]

Μέσα σε αυτό το κλίμα έγραψε ο Μάξιμος ο Πελοποννήσιος τον λίβελο «Στηλιτευτικός λόγος κατά Διονυσίου και των συναποστησάντων αυτώ εις Ιωάννινα»[10][11], όπου αποκαλεί τον Διονύσιο «απατεώνα», «νέον διάβολον», «σπορέα των κακών», «Τυφώ δαίμονα», «Δαιμονοδιονύσιον» κλπ. Και ο λαός ακόμη τον αναθεμάτιζε και τον καταριόταν, αποκαλώντας τον «Σκυλόσοφο».[3] Το παρακάτω δημοτικό, το οποίο είναι βέβαιο ότι δημιουργήθηκε εκείνη την εποχή, είναι ενδεικτικό της μεταστροφής αυτής:

Δεσπότη μου, τι σήκωσες τον κόσμο στο σεφέρι
και ρήμαξαν τα Γιάννενα και ρήμαξεν ο τόπος;
Μείναν τα σπίτια αδειανά, γεμίσαν τα χανδάκια
κι ο Τούρκος δεν απόσωσε να κόβη και να καίη.
Εδώ αρπάζουν κόρακες κι εκεί οι Γιαουντήδες.
Δεν έχ' η μάνα πια παιδιά και τα παιδιά γονέους.
Κι εσένα το τομάρι σου το στείλανε στην Πόλη
να τρων οι κότες πίτουρα, να νταβουλάν οι Γύφτοι,
για να ξυπνάη η Τουρκιά να κάνη ραμαζάνι.[3][1]

Ωστόσο, παρά τη συμφορά αυτή, κάποιοι οπαδοί του Διονυσίου διατήρησαν την πίστη τους στις ιδέες του, ιδίως μεγάλο μέρος των κληρικών[3].

Βλέπε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 1,12 1,13 1,14 1,15 1,16 Πλουμίδης Γεώργιος, 2000.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 Πατρινέλης Χ., Βακαλόπουλος Α. κ.α. 1974, σελ. 327.
  3. 3,00 3,01 3,02 3,03 3,04 3,05 3,06 3,07 3,08 3,09 3,10 3,11 3,12 3,13 3,14 3,15 3,16 Πατρινέλης Χ., Βακαλόπουλος Α. κ.α. 1974, σελ. 328.
  4. Πατρινέλης Χ., Βακαλόπουλος Α. κ.α. 1974, σελ. 252.
  5. Πατρινέλης Χ., Βακαλόπουλος Α. κ.α. 1974, σελ. 325.
  6. Παπαδόπουλος 1982, σελ. 94.
  7. Μέρτζιος, Κ. Δ. (1938). «Η Επανάστασις Διονυσίου του Φιλοσόφου». Ηπειρωτικά Χρονικά (13): 81-2, 83-5. 
  8. Ψιμούλη, Βάσω Δ. (2006). Σούλι και Σουλιώτες. Ιστορία και Πολιτική (Τέταρτη έκδοση). Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. σελ. 94. 
  9. Κονταλή 2011, σελ. 112-121.
  10. Παπαδόπουλος 1982, σελ. 95.
  11. Δημ. Μ. Σάρρος, Μαξίμου ιερομονάχου του Πελοποννησίου λόγος στηλιτευτικός κατά Διονυσίου του επικληθέντος Σκυλοσόφου καί των συναποστησάντων αύτω είς Ιωάννινα εν έτει 1611, Ηπειρωτικά Χρονικά, τ. 3, 1928, σ. 169-210.

Πηγές Επεξεργασία