Η Επιχείρηση του ΣτρυμόναΕισβολή του Στρυμόνα) ήταν μια επιτυχής και απρόσκοπτη προώθηση του Βουλγαρικού στρατού στην Ελληνική Μακεδονία λόγω των διαταγών του Βασιλιά Κωνσταντίνου προς το στράτευμα να μη προβάλει καμία αντισταση, εν μέσω του Εθνικού Διχασμού, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Έλαβε χώρα στις 17-23 Αυγούστου 1916 και έληξε με την κατάληψη ολόκληρης της ελληνικής επικράτειας μέχρι τον ποταμό Στρυμόνα.

Η εισβολή στην περιοχή του ποταμού Στρυμόνα (προς τα νότια)

Υπόβαθρο Επεξεργασία

Τον Αύγουστο του 1916, η Ρουμανία αποφάσισε να μπει στον πόλεμο με το πλευρό της Αντάντ. Οι Σύμμαχοι είχαν σκοπό να προβούν σε μεγάλη επίθεση στο Μακεδονικό Μέτωπο στα μέσα Αυγούστου για να υποστηρίξουν την είσοδο της Ρουμανίας στον πόλεμο και να διαλύσουν όσο το δυνατόν περισσότερες βουλγαρικές δυνάμεις. Η ανώτατη διοίκηση των Βουλγάρων υποψιάστηκε μια επικείμενη επίθεση και η μάχη της Δοϊράνης στις 9 Αυγούστου είχε επιβεβαιώσει αυτές τις υποψίες. Από την πλευρά τους, οι Βούλγαροι σκόπευαν να προχωρήσουν σε επίθεση κατά της Μακεδονίας από την αρχή του έτους και τώρα σχεδίαζαν ταυτόχρονη επίθεση της 1ης Βουλγαρικής Στρατιάς και της 2ης Βουλγαρικής Στρατιάς στα άκρα των Συμμάχων.

Στο δυτικό άκρο, η επίθεση στην Τσεγάνη είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Φλώρινας, αλλά η 1η Βουλγαρική Στρατιά απέτυχε να καταλάβει την Τσεγάνη (νυν Άγιος Αθανάσιος Πέλλας).

Οι Βούλγαροι σχεδίαζαν (με τις δυνάμεις της 2ης Βουλγαρικής Στρατιάς και της 10ης Μεραρχίας Αιγαίου) στο ανατολικό άκρο να καταλάβουν τη σιδηροδρομική γραμμή Δράμα-Κομοτηνή. Για την επιχείρηση, ο Στρατηγός Γκέοργκι Τόντοροβ είχε στη διάθεση του 58 τάγματα, 116 πολυβόλα, 57 πυροβολαρχίες και 5 ίλες ιππικού στη 2η Βουλγαρική Στρατιά και 25 τάγματα, 24 πολυβόλα, 31 πυροβολαρχίες και 5 ίλες στη 10η μεραρχία.

Ανάπτυξη του μετώπου και οι συνέπειες Επεξεργασία

Η εισβολή στον Στρυμόνα ξεκίνησε στις 18 Αυγούστου όταν η 7η Μεραρχία Ρίλας, η 11η Μακεδονική Μεραρχία, η 3/2 Ταξιαρχία Ιππικού και η 10η μεραρχία προωθήθηκαν σε μέτωπο 230 χιλιομέτρων. Για 6 μέρες, οι βουλγαρικές δυνάμεις πέτυχαν όλους τους στόχους τους λόγω της ανύπαρκτης ελληνικής αντίστασης. Οι Βούλγαροι προωθήθηκαν σε βάθος 80-90 χιλιομέτρων και κατέλαβαν περιοχή 4.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Το πιο σημαντικό ήταν πως το Μακεδονικό Μέτωπο είχε σμικρυνθεί κατά 100-120 χιλιόμετρα και πως το Δ' Σώμα Στρατού της Ελλάδας (464 αξιωματικοί και 6373 στρατιώτες) που είχε παραταχθεί στην περιοχή δεν μπορούσε να προβεί σε αντίσταση εξαιτίας απαγόρευσης της ελληνικής κυβέρνησης και είχε μεταφερθεί από τους Γερμανούς στη Σιλεσία, όπου και βρισκόταν μέχρι το τέλος του πολέμου. Επίσης οι πόλεις της Δράμας, της Καβάλας και οι Σέρρες είχαν καταληφθεί.

Η άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης του βασιλιά Κωνσταντίνου Α' να υπερασπιστεί την ελληνική επικράτεια, η οποία είχε προσαρτηθεί στην Ελλάδα μετά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο του 1913, σε αγώνα κατά των μισητών Βουλγάρων, οδήγησε στην άνοδο του Μακεδονικού Κινήματος Εθνικής Αμύνης που είχε στηρίξει ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο Στρατηγός Ιωάννης Χατζόπουλος διοικητής του Δ΄ Σώματος Στρατού είχε εντολές να μην επέμβει με αποτέλεσμα να παραδοθεί σύσσωμο το Σώμα και να μεταφερθεί στο Γκέρλιτς της Γερμανίας.


 
 
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Struma operation της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).