Βασίλειο της Ρουμανίας

πρώην κράτος

Το Βασίλειο της Ρουμανίας (ρουμανικά: Regatul României) ήταν συνταγματική μοναρχία, η οποία εγκαθιδρύθηκε το 1881 και συνέχισε να υπάρχει μέχρι το 1947. Το βασίλειο της Ρουμανίας άρχισε με τη βασιλεία του Καρόλου Α΄, ο οποίος κέρδισε την ανεξαρτησία της Ρουμανίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στον πόλεμο της ρουμανικής ανεξαρτησίας, τμήμα του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1877-1878, και έληξε με την παραίτηση του Μιχαήλ της Ρουμανίας από τον θρόνο, μετά από πιέσεις της Σοβιετικές Ένωσης με τη μυστική συναίνεση των συμμάχων (ως αποτέλεσμα της συμφωνίας της Γιάλτας) και την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ρουμανίας. Ως όρος, το βασίλειο της Ρουμανίας είναι διακριτό από το Παλιό Ρουμανικό Βασίλειο, το οποίο αναφέρεται αυστηρά στην περίοδο της βασιλείας του Καρόλου Α΄, από τις 14 Μαρτίου (Π.Η.) 1881 μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου (Π.Η.) 1914.

Βασίλειο της Ρουμανίας
14  Μαρτίου 18811947

Σημαία

Έμβλημα
ΧώραΒασίλειο της Ρουμανίας
ΠρωτεύουσαΒουκουρέστι, Ιάσιο και Βουκουρέστι
Ίδρυση14  Μαρτίου 1881
ΓλώσσεςΡουμανικά
ΘρησκείαΡουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία
Πολίτευμασυνταγματική μοναρχία
Γεωγραφικές συντεταγμένες44°25′0″N 26°6′0″E
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Η εξέλιξη των συνόρων της Ρουμανίας από το 1859 μέχρι σήμερα

Από το 1859 μέχρι το 1877, η Ρουμανία μετεξελίχθηκε από προσωπική ένωση δύο υποτελών πριγκιπάτων (της Μολδαβίας και της Βλαχίας) υπό ένα μόνο πρίγκιπα σε πλήρως ανεξάρτητο βασίλειο με μονάρχη του Οίκου των Χοεντσόλερν. Την περίοδο 1918-1920, μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Τρανσυλβανία, η Ανατολική Μολδαβία (Βεσσαραβία) και η Βουκοβίνα ενώθηκαν με το βασίλειο της Ρουμανίας, σχηματίζοντας τη Μεγάλη Ρουμανία. Το 1940 η Βεσσαραβία και η Βόρεια Βουκοβίνα, η Βόρεια Τρανσυλβανία και η Νότια Δοβρουτσά προσαρτήθηκαν στη Σοβιετική Ένωση, Ουγγαρία και Βουλγαρία αντίστοιχα, μετά το τελεσίγραφο της Σοβιετικής Ένωσης στη Ρουμανία και τη Συμφωνία της Βιέννης, που υπαγορεύθηκε από τη ναζιστική Γερμανία. Από αυτά μόνο η Βόρεια Τρανσυλβανία επεστράφη στη Ρουμανία μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1947 ο βασιλιάς Μιχαήλ εξαναγκάστηκε να παραιτηθεί και η μοναρχία αντικαταστάθηκε από σοσιαλιστική δημοκρατία υπό την κυριαρχία του Ρουμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος.

Ενοποίηση και μοναρχία

Επεξεργασία

Μετά την ανεπιτυχή επανάσταση του 1848, οι Μεγάλες Δυνάμεις απέρριψαν το αίτημα των Ρουμάνων να ενωθούν σε ένα κράτος. Βαριά φορολογημένοι και υπό την κακή οθωμανική διοίκηση, αντιπρόσωποι της Μολδαβίας και της Βλαχίας εξέλεξαν το 1859 τον ίδιο πρίγκιπα, τον Αλέξανδρο Ιωάννη Κούζα.[1]. Η ανάδειξή του ως ηγεμόνα τόσο της Μολδαβίας όσο και της Βλαχίας υπό την κατ' όνομα επικυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνένωσε ένα διακριτό ρουμανικό έθνος υπό ενιαία ηγεσία. Στις 5 Φεβρουαρίου του 1862 (24 Ιανουαρίου με το Παληό Ημερολόγιο) οι δύο ηγεμονίες ενώθηκαν επίσημα για να σχηματίσουν το Πριγκιπάτο της Ρουμανίας, με πρωτεύουσα το Βουκουρέστι.

Στις 23 Φεβρουαρίου 1866 ένας αποκληθείς Τερατώδης συνασπισμός, αποτελούμενος από Συντηρητικούς και ριζοσπάστες Φιλελευθέρους, ανάγκασε τον Κούζα να παραιτηθεί. Ο Γερμανός πρίγκιπας Κάρολος του Χοεντσόλερν-Ζιγκμαρίνγκεν διορίστηκε ως πρίγκιπας της Ρουμανίας, σε μια κίνηση εξασφάλισης της γερμανικής υποστήριξης για την ενότητα και της μελλοντικής ανεξαρτησίας. Αυτός υιοθέτησε αμέσως τη ρουμανική γραφή του ονόματός του, Carol, και οι απόγονοί του κυβέρνησαν τη Ρουμανία μέχρι την ανατροπή της μοναρχίας το 1947.

Η Ρουμανία ανακήρυξε την ανεξαρτησία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμου του 1877-1878, όταν πολέμησε στο πλευρό της Ρωσίας.[2] Στη συνθήκη του Βερολίνου το 1878,[3] η Ρουμανία αναγνωρίστηκε επισήμως από τις Μεγάλες Δυνάμεις ως ανεξάρτητο κράτος.[4] Σε αντάλλαγμα η Ρουμανία έδωσε στη Ρωσία τη νότια Βεσσαραβία Μπουντζάκ για την πρόσβαση στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας και απέκτησε τη Δοβρουτσά. Στις 15 Μαρτίου 1881 το Ρουμανικό κοινοβούλιο αναβάθμισε το πριγκιπάτο σε βασίλειο και ο πρίγκιπας Κάρολος στέφθηκε βασιλιάς Κάρολος Α΄ της Ρουμανίας στις 10 Μαΐου.

Το νέο κράτους, συμπιεσμένο ανάμεσα στην Οθωμανική, την Αυστροουγγρική και τη Ρωσική Αυτοκρατορία, με Σλαβικούς πληθυσμούς στα νοτιοδυτικά, νότια και βορειοανατολικά σύνορά του, τη Μαύρη Θάλασσα στα ανατολικά και τους Ούγγρους γείτονες στα δυτικά και βορειοδυτικά σύνορά του, απέβλεπε στη Δύση, ιδιαίτερα τη Γαλλία, ως πολιτιστικό, εκπαιδευτικό και διοικητικό πρότυπο.

Απέχοντας από τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το Βασίλειο της Ρουμανίας εισήλθε στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, τον Ιούνιο του 1913 κατά του Βασιλείου της Βουλγαρίας. 330.000 ρουμανικά στρατεύματα πέρασαν από τον Δούναβη στη Βουλγαρία. Μια στρατιά κατέλαβε τη Νότια Δοβρουτσά και μια άλλη στράφηκε στη βόρεια Βουλγαρία να απειλήσει τη Σόφια, βοηθώντας στον τερματισμό του πολέμου. Με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913 η Ρουμανία απέκτησε έτσι την εθνικά μικτή περιοχή της Νότιας Δοβρουτσάς, που για χρόνια επιθυμούσε.[5]


Ρουμανικό Παλαιό Βασίλειο (1881–1918)

Επεξεργασία

Το Ρουμανικό Παλαιό Βασίλειο (ρουμανικά: Vechiul Regat ή απλά Regat, γερμανικά: Regat ή Altreich) είναι όρος της καθομιλουμένης που αναφέρεται στην περιοχή που καταλάμβανε το πρώτο ανεξάρτητο ρουμανικό κράτος, που αποτελείτο από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες - τη Βλαχία και τη Μολδαβία. Αυτό επιτεύχθηκε όταν, με την πρόνοια της Συνθήκης των Παρισίων (1856), τα ad hoc διβάνια των δύο χωρών - που ήταν τότε υπό την Αυτοκρατορική Οθωμανική κυριαρχία - ψήφισαν ως ηγεμόνα τους τον Αλέξανδρο Ιωάννη Α' Κούζα, επιτυγχάνοντας έτσι μια de facto ενοποίηση. Η περιοχή καθορίστηκε από το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής πράξης, που την ακολούθησε η ένταξη της Βόρειας Δοβρουτσάς το 1878, η ανακήρυξη του Βασιλείου της Ρουμανίας το 1881 και η προσάρτηση της Νότιας Δοβρουτσάς το 1913.

Ο όρος άρχισε να χρησιμοποιείται μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε αντίθεση με τη Μεγάλη Ρουμανίας, που περιελάμβανε την Τρανσυλβανία, το Βανάτο, τη Βεσσαραβία και τη Βουκοβίνα. Σήμερα, ο όρος έχει κυρίως ιστορική σημασία, και επίσης χρησιμοποιείται ως κοινός όρος για όλες τις περιοχές της Ρουμανίας που περιλαμβάνονται τόσο στο Παλαιό Βασίλειο όσο και στα σημερινή σύνορα (δηλαδή: Βλαχία, Μολδαβία και Βόρεια Δοβρουτσά).

Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

Επεξεργασία

Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τον Αύγουστο του 1914, η Ρουμανία ανακήρυξε ότι θα παρέμεν ουδέτερη. Δύο χρόνια αργότερα, μετά από την πίεση της Αντάντ (και ιδιαίτερα της Γαλλίας), στις 14/27 Αυγούστου 1916, η Ρουμανία συντάχθηκε με τους Συμμάχους, οι οποίοι είχαν υποσχεθεί να υποστηρίξουν την ολοκλήρωση της εθνικής ενότητας, όπως για παράδειγμα την αναγνώριση των δικαιωμάτων των Ρουμάνων στη Τρανσυλβανία, η οποία τότε ήταν από την κυριαρχία της Αυστροουγγαρίας. Η Ρουμανία κήρυξε τον πόλεμο στην Αυστοουγγαρία.[6] Η ρουμανική εκστρατεία έληξε καταστροφικά για τη Ρουμανία, καθώς οι Κεντρικές Δυνάμεις κατέκτησαν τα δύο τρία της χώρας (τη Βλαχία και της Δοβρουτσά, συμπεριλαμβανομένου του Βουκουρεστίου και των στρατηγικής σημασίας πετρελαιοπηγών) και αιχμαλώτισαν ή σκότωσαν σχεδόν όλο τον ρουμανικό στρατό μέσα σε τέσσερις μήνες. Παρόλα αυτά, η Μολδαβία παρέμεινε σε ρουμανικά χέρια. Το 1917, παρά τη σφοδρή ρουμανική αντίσταση, ειδικά στο Μαρασέστι, λόγω της αποχώρησης της Ρωσίας από τον πόλεμο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, η Ρουμανία, που περιβαλλόταν σχεδόν ολοκληρωτικά από τις Κεντρική Δυνάμεις, αναγκάστηκε και αυτή να αποσυρθεί από τον πόλεμο, υπογράφοντας την Ανακωχή της Φωξάνης και την επόμενη χρονιά, τον Μάιο του 1918, τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Όμως, μετά την επιτυχημένη επίθεση στο Μέτωπο της Θεσσαλονίκης, που έθεσε τη Βουλγαρία εκτός μάχης, η κυβέρνηση της Ρουμανίας έσπευσε να ανακτήσει τον έλεγχο και να επαναφέρει στο μέτωπο μια στρατιά στις 10 Νοεμβρίου 1918, μια ημέρα πριν από το τέλος του πολέμου στη Δυτική Ευρώπη. Μετά την ανακήρυξη της ένωσης της Τρανσυλβανίας με το Βασίλειο της Ρουμανίας την 1η Δεκεμβρίου 1918, από τους εκπροσώπους των Ρουμάνων της Τρανσυλβανίας που συγκεντρώθηκαν στην Άλμπα Ιούλια, η Τρανσυλβανία σύντομα ενώθηκε με το Βασίλειο, όπως νωρίτερα η Βεσσαραβία το 1918, καθώς το κενό εξουσίας στη Ρωσία, που προκλήθηκε από τον εκεί εμφύλιο πόλεμο, επέτρεψε στο Sfatul Țării, ή Εθνικό Συμβούλιο, να κηρύξει την Ένωση της Βεσσαραβίας με τη Ρουμανία. Ο πόλεμο με την Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία το 1919 είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Βουδαπέστης από ρουμανικά στρατεύματα και τον τερματισμό του Μπολσεβικικού καθεστώτος του Μπέλα Κουν.


Ένωση με Τρανσυλβανία, Βεσσαραβία και Βουκοβίνα

Επεξεργασία
 
Ο εθνολογικός χάρτης των Ρουμάνων μεσα στο Βασίλειο της Ουγγαρίας το 1890

Στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων η Ρουμανία έλαβε τα εδάφη της Τρανσυλβανίας, μέρους του Βανάτου, της Βεσσαραβίας (Ανατολική Μολδαβία μεταξύ των ποταμών Προύθου και Δνείστερου) και της Βουκοβίνας[7] Βεσσαραβία, με τη συνθήκη Αγίου Γερμανού,[8] και Βουκοβίνα, με τη συνθήκη του Παρισιού,[9]. Έτσι, η Ρουμανία το 1920 είχε υπερδιπλασιάσει την έκτασή της του 1914. Παρά το γεγονός ότι η χώρα ήταν ικανοποιημένη και δεν είχε περαιτέρω εδαφικές διεκδικήσεις προκάλεσε την εχθρότητα της Βουλγαρίας και κυρίως της Ουγγαρίας και της Σοβιετικής Ένωσης.

Η Μεγάλη Ρουμανία περιλάμβανε πλέον σημαντικό πληθυσμό μειονοτήτων, ιδιαίτερα Ούγγρων, και αντιμετώπισε τη δυσκολία της αφομοίωσης. Αντίθετα το προπολεμικό Ρουμανικό κράτος είχε μόνο μία πραγματική μειονότητα, τους Εβραίους, αλλά παρ 'όλα αυτά ο αντισημιτισμός ήταν διαδεδομένος.

Η Τρανσυλβανία είχε σημαντικό Ουγγρικό και Γερμανικό πληθυσμό, με μακροχρόνια περιφρονητική στάση προς τους Ρουμάνους, που πλέον φοβόταν αντίποινα. Και οι δύο ομάδες αποκλείστηκαν αποτελεσματικά από την πολιτική, καθώς το μεταπολεμικό ρουμανικό καθεστώς πέρασε ένα διάταγμα που προέβλεπε ότι όλο το προσωπικό που απασχολείτο στο κράτος έπρεπε να μιλάει ρουμανικά. Το νέο ρουμανικό κράτος ήταν επίσης ιδιαίτερα συγκεντρωτικό, έτσι ήταν απίθανο η ουγγρική ή η γερμανική μειονότητα να ασκήσουν πολιτική επιρροή χωρίς προσωπικές διασυνδέσεις με την κυβέρνηση στο Βουκουρέστι. Η ρουμανική πολιτική έναντι των Ούγγρων και των Γερμανών ήταν αρκετά ισορροπημένη και είχαν και οι δύο το δικαίωμα να έχουν τα σχολεία στις αντίστοιχες γλώσσες τους και την ελευθερία να δημοσιεύουν γραπτό υλικό. Δικαστικές ακροάσεις μπορούσαν επίσης να διεξάγονται στη μητρική επίσημη γλώσσα τους.

Οι μικρότερες μειονότητες δεν είχαν εξ ίσου καλή μεταχείριση λόγω του μικρού μεγέθους τους και επειδή δεν είχαν καμία εξωτερική δύναμη για να τις υποστηρίξει. Οι Εβραίοι ειδικότερα ήταν εξαιρετικά αντιδημοφιλείς. Παρά το γεγονός ότι αποτελούσαν λιγότερο από το 10% του ρουμανικού πληθυσμού, είχαν δυσανάλογ έλεγχο των μικρών επιχειρήσεων, των τραπεζών, των καταστημάτων, των εργοστασίων, των ειδικευμένων τεχνιτών και των βιοτεχνιών. Επιπλέον, ένας ουσιαστικά αστικός πληθυσμός, αυτός στα νέα εδάφη είχε πολιτιστικά αφομοιωθεί από τις πρώην αυτοκρατορίες, έχοντας ελάχιστη επαφή με τους ως επί το πλείστον αγρότες Ρουμάνους.

Η Ρουμανική εκπαίδευση εμφάνιζε ανάμεικτη εικόνα. Ενώ η αριστοκρατία είχε μια μακρά παράδοση αποστολής των γιων της στα καλύτερα σχολεία της Ευρώπης, οι μορφωμένοι ήταν μια μικρή μειονότητα. Η Τρανσυλβανία είχε τον περισσότερο μορφωμένο πληθυσμό στη Ρουμανία, ενώ Βεσσαραβία το λιγότερο. Ενώ όλα τα παιδιά στη Ρουμανία ήταν υποχρεωμένα να παρακολουθήσουν τουλάχιστον τέσσερα χρόνια σχολείου, λίγα το έκαναν πραγματικά και το σύστημα ήταν σχεδιασμένο για να διαχωρίζει αυτούς που θα ακολουθούσαν την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αν και αυτό ήταν εν μέρει απαραίτητο λόγω των περιορισμένων πόρων, διασφάλιζε επίσης ότι οι αγρότες δεν είχαν σχεδόν καμία πιθανότητα να μορφωθούν.

Η δευτεροβάθμια και η ανώτερη εκπαίδευση στη Ρουμανία διαμορφώθηκε κατά το πρότυπο των γαλλικών σχολείων. Οι μαθητές ακολουθούσαν ένα άκαμπτο πρόγραμμα σπουδών που βασιζόταν στις τις φιλελεύθερες τέχνες και όποιος μπορούσε να το ολοκληρώσει ήταν πολύ καλά εκπαιδευμένος. Ωστόσο η Ρουμανία υπέφερε από το ίδιο πρόβλημα με την υπόλοιπη Ανατολική Ευρώπη, που ήταν ότι οι περισσότεροι φοιτητές προτιμούσαν θεωρητικές σπουδές όπως θεολογία, φιλοσοφία, λογοτεχνία, εικαστικές τέχνες και δίκαιο (στη φιλοσοφική παρά στην εφαρμοσμένη μορφή του) αντι για πρακτικές, όπως επιστήμες, επιχειρήσεις και μηχανικής.

Ο αγροτικός πληθυσμός ήταν μεταξύ των φτωχότερων στην περιοχή, κατάσταση που επιδεινωνόταν από ένα από τα υψηλότερα ποσοστά γεννήσεων στην Ευρώπη. Όπως και αλλού, οι αγρότες παντού ήταν πεπεισμένοι ότι η αγροτική μεταρρύθμιση θα έλυνε τα προβλήματά τους και μετά τον πόλεμο άρχισαν να πιέζουν έντονα για αυτό, πράγμα που οδήγησε στην αγροτική μεταρρύθμιση του 1921. Αλλά αυτό συνέβαλε ελάχιστα στη βελτίωση της παραγωγικότητας, ιδίως δεδομένου ότι ο πλούτος του ρουμανικού εδάφους ακυρωνόταν από την έλλειψη σύγχρονων τεχνικών καλλιέργειας. Οι εξαγωγές γεωργικών προϊόντων δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν αυτές της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής και η έναρξη της Μεγάλης Ύφεσης προκάλεσε την κατάρρευση των αγορών τους.

Το 1919 ένα εντυπωσιακό 72% των Ρουμάνων ασχολούντο με τη γεωργία. Και λόγω ενός από τα υψηλότερα ποσοστά γεννήσεων στην Ευρώπη το ένα τέταρτο του πληθυσμού της υπαίθρου περίσσευε. Η γεωργία ήταν πρωτόγονη και τα μηχανήματα και τα χημικά λιπάσματα σχεδόν άγνωστα. Η Regat (προπολεμικά Ρουμανία) ήταν παραδοσιακά μια χώρα μεγάλων κτημάτων που τα καλλιεργούσαν αγρότες που είτε δεν είχαν δική τους γη. Η κατάσταση στην Τρανσυλβανία και τη Βεσσαραβία ήταν οριακά καλύτερα. Οταν οι εκκλήσεις των αγροτών για αγροτική μεταρρύθμιση κατέληξαν σε χιονοστιβάδα, ο Bασιλιάς Φερδινάνδος αναγκάστηκε να υποχωρήσει, ειδικά καθώς η Ρωσική Επανάσταση είχε ενθαρρύνει τους αγρότες να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους. Τελικά δεν έκανε τίποτα για να διορθώσει τα βασικά προβλήματα του αγροτικού υπερπληθυσμού και της τεχνολογικής καθυστέρησης. Τα αναδιανεμημένα αγροτεμάχια ήταν κατά κανόνα πολύ μικρά για να θρέψουν τους ιδιοκτήτες τους και οι αγρότες, επίσης, δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν την παράδοσή τους της καλλιέργειας σιτηρών αντί για εμπορεύσιμα προϊόντα. Καθώς σπάνιζαν τα μεγάλα, για να μην πούμε τίποτα για μηχανήματα, η πραγματική παραγωγικότητα της γεωργίας ήταν χειρότερη από ό, τι πριν.

Παρά τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις, οι γαιοκτήμονες κατείχαν ακόμη το 30% του εδάφους της Ρουμανίας, που περιλάμβανε επίσης τα δάση που χρειάζονταν οι αγρότες για καύσιμα. Η Ρουμανία είχε επίσης ελάχιστες δυνατότητες να εξάγει γεωργικά προϊόντα καθώς τα περισσότερα όπως τα σιτηρά δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τους παραγωγούς στις Ηνωμένες Πολιτείες ή οπουδήποτε αλλού.

Η ρουμανικής βιομηχανία ήταν αρκετά ανεπτυγμένη λόγω της αφθονίας των φυσικών πόρων, ιδίως του πετρελαίου. Ξύλο και διάφορα ορυκτά παράγονταν κυρίως για εξαγωγή, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας ανήκε σε ξένες εταιρείες, πάνω από 70% κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου.

Με τη Συνθήκη του Τριανόν το 1920 η Ουγγαρία παραιτήθηκε υπέρ της Ρουμανίας από όλες τις αξιώσεις της Αυστροουγγρικής Μοναρχίας επί της Τρανσυλβανίας. Η ένωση της Ρουμανίας με τη Βουκοβίνα επικυρώθηκε το 1919 με τη Συνθήκη Αγίου Γερμανού και το 1920 ένα μέρος των Δυτικών Δυνάμεων αναγνώρισε τη ρουμανική κυριαρχία στη Βεσσαραβία με τη Συνθήκη των Παρισίων.

Βιομηχανική ανάπτυξη

Επεξεργασία

Από την προ του Βασιλείου Εποχή στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Επεξεργασία

Κατά τη στιγμή της ανακήρυξης του Βασιλείου, υπήρχαν ήδη αρκετές βιομηχανικές εγκαταστάσεις στη χώρα: Οι ατμόμυλοι Ασσάν και Oλαμάζου, κατασκευασμένοι το 1853 και το 1862 αντίστοιχα, ένα εργοστάσιο τούβλων του 1865 και δύο εργοστάσια ζάχαρης του 1873, μεταξύ άλλων. Το 1857 κατασκευάστηκε το πρώτο διυλιστήριο πετρελαίου στον κόσμο, στο Πλοέστι. Το 1880, μετά την κατασκευή πολλών σιδηροδρομικών γραμμών, ιδρύθηκαν οι CFR (Ρουμανικοί Σιδηρόδρομοι). Μετά την ανακήρυξη του Βασιλείου, οι προϋπάρχουσες βιομηχανικές εγκαταστάσεις άρχισαν να αναπτύσσονται έντονα: κατασκευάσθηκαν 6 ακόμη, μεγαλύτερα, εργοστάσια ζάχαρης και το σιδηροδρομικό δίκτυο επεκτάθηκε περισσότερο. Ένα άλλο, πιο σύγχρονο εργοστάσιο τούβλων χτίστηκε το 1891. Παρ 'όλα αυτά τα βιομηχανικά επιτεύγματα συντριπτική πλειοψηφία της οικονομίας της Ρουμανίας παρέμεινε η γεωργία.

Χρόνια του μεσοπολέμου

Επεξεργασία
 
Malaxa Prime, ατμομηχανή Ρουμανικής κατασκευής από σφυρήλατο χάλυβα

Παρά τις καταστροφές που προκλήθηκαν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ρουμανική βιομηχανία πέτυχε σημαντική ανάπτυξη, ως αποτέλεσμα νέων εγκαταστάσεων και ανάπτυξης των παλαιότερων. Η MALAXA, βιομηχανική, μηχανική και κατασκευαστική εταιρεία ιδρύθηκε το 1921 από τον Ρουμάνο βιομήχανο Nικολάε Μαλάξα και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη συντήρηση και κατασκευή τροχαίου υλικού. Αναπτύχθηκε γρήγορα και το 1930 η Ρουμανία είχε καταφέρει να σταματήσει τελείως την εισαγωγή μηχανών για τρένα και όλο το απαιτούμενο τροχαίο υλικό το παρείχε η τοπική βιομηχανία. Βιομηχανικές εγκαταστάσεις που αποκτήθηκαν μαζί με τις νέες επαρχίες, όπως τα εργοστάσια Ρέσιτσα, συνέβαλαν επίσης στην ταχεία ανάπτυξη της ρουμανικής βαριάς βιομηχανίας. Άλλες σημαντικές εγκαταστάσεις ήταν τα εργοστάσια Κόπσα Μίτσα, που παρήγαν μη σιδηρούχα μέταλλα και η Ρουμανική Επιχείρηση Οπτικών. Αναπτύχθηκαν επίσης οι κατασκευές και ανεγέρθηκαν μεγάλα μνημεία, όπως ο Σταυρός του Καραϊμάν (1928), η Αψίδα του Θριάμβου (1936) και το Μαυσωλείο του Μαρασέστι (1938). Η βιομηχανία πετρελαίου επεκτάθηκε επίσης σε μεγάλο βαθμό, καθιστώντας τη Ρουμανία ένα από τους κορυφαίους εξαγωγείς πετρελαίου από τα τέλη της δεκαετίας του '30, προσελκύοντας επίσης το γερμανικό και το ιταλικό ενδιαφέρον.

Πολεμική βιομηχανία

Επεξεργασία
 
Ολμοβόλο Negrei 250 mm

Η ρουμανική στρατιωτική βιομηχανία κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου επικεντρώθηκε κυρίως στη μετατροπή των διαφόρων οχυρωματικών όπλων σε πυροβόλα και αντιαεροπορικά. 334 γερμανικά πυροβόλα Fahrpanzer 53 χιλιοστών, 93 γαλλικά πυροβόλα Hotchkiss 57 χιλιοστών, 66 πυροβόλα Krupp 150 mm και δεκάδες άλλα πυροβόλα 210 mm τοποθετήθηκαν σε ρουμανικής κατασκευής κιλλίβαντες και μετατράπηκαν σε κινητό πυροβολικό, ενώ 45 πυροβόλα Krupp 75 mm και 132 πυροβόλα Hotchkiss 57 χιλιοστών μετατράπηκαν σε αντιαεροπορικό πυροβολικό. Οι Ρουμάνοι αναβάθμισαν επίσης και 120 γερμανικά οβιδοβόλα Krupp 105 mm, δημιουργώντας τα πιο αποτελεσματικά οβιδοβόλα στην Ευρώπη εκείνη την εποχή. Η Ρουμανία ακόμη κατάφερε να σχεδιάσει και να κατασκευάσει από παλιοσίδερα το δικό της μοντέλο ολμοβόλου, το 250 χιλιοστών Negrei Μοντέλο του 1916. Άλλο ρουμανικό τεχνολογικό επίτευγμα ήταν η κατασκευή του Vlaicu ΙΙΙ, του πρώτου αεροσκάφους στον κόσμο από μέταλλο. Το Ρουμανικο Ναυτικό διέθετε τα μεγαλύτερα πολεμικά πλοία στο Δούναβη. Ήταν μια ομάδα 4 ποτάμιων περιπολικών, εγχώριας κατασκευής στα ναυπηγεία του Γκαλάτσι, με χρήση εξαρτημάτων κατασκευασμένων στην Αυστρουγγαρία, και το πρώτο που καθελκύστηκε ήταν το Lascăr Catargiu το 1907. Τα ρουμανικά περιπολικά είχαν εκτόπισμα σχεδόν 700 τόνους, ήταν οπλισμένα με τρία πυροβόλα 120 χιλ. σε 3 πυργίσκους, δύο ολμοβόλα 120 χιλ., 4 αντιαεροπορικά 47 χιλ. και δύο πολυβόλα 6.5. Συμμετείχαν στη Μάχη του Τουτρακάν και στην Πρώτη μάχη του Κομπάντιν. Το σχεδιασμένο στη Ρουμανία ολμοβόλο Schneider 150 mm Model 1912 θεωρήθηκε ένα από τα πιο σύγχρονα όπλα πεδίου στο Δυτικό Μέτωπο.

 
Μαχητικά αεροσκάφη IAR-80
 
Tο ναρκοθετικό Amiral Murgescu

Η ρουμανική βιομηχανία όπλων επεκτάθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Δημιουργήθηκαν νέα εργοστάσια, όπως τα εργοστάσια αεροσκαφών Industria Aeronautică Română και Societatea Pentru Exploatări Tehnice, που παρήγαγαν εκατοντάδες εγχώρια αεροσκάφη, όπως τα IAR 37, IAR 80 και SET 7. Πριν από τον πόλεμο, η Ρουμανία απέκτησε από τη Γαλλία την άδεια να παράγει εκατοντάδες όλμους Brandt Mle 27/31 και Brandt Mle 1935, ενώ εκατοντάδες ακόμη παρήχθησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, καθώς και την άδεια παραγωγής 140 Γαλλικών αντιαρματικών όπλων Schneider 47 χιλιοστών στο εργοστάσιο Concordia, με παραγωγή 118 μεταξύ 26 Μαΐου 1939 και 1 Αυγούστου 1940 και εκατοντάδες άλλα που παρήχθησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τα όπλα αυτά ρυμουλκούντο από τεθωρακισμένους μεταφορείς Malaxa Tip UE, που κατασκευάζονταν από τα τέλη του 1939 στο εργοστάσιο Malaxa υπό γαλλική άδεια, συνολικά 126 μέχρι τον Μάρτιο του 1941. Το 1938 αποκτήθηκε άδεια από την Τσεχοσλοβακία για την παραγωγή του πολυβόλου ZB vz. 30, από το οποίο κατασκευάστηκαν 5.000 στο εργοστάσιο πυροβόλων όπλων Cugir μέχρι την έναρξη της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα τον Ιούνιο του 1941. Η Ρουμανία απέκτησε επίσης την άδεια παραγωγής του δεξαμενόπλοιου AH-IV, αλλά τελικά μόνο ένα πρωτότυπο κατασκευάστηκε εκεί. Το 1938 αποκτήθηκε γερμανική άδεια για την παραγωγή 360 αντιαεροπορικών Rheinmetall 360 mm, αλλά μόνο 102 είχαν παραχθεί μέχρι τον Μάιο του 1941. Αποκτήθηκε άδεια από τη Βρετανία για την παραγωγή 100 αντιαεροπορικών τύπου Vickers Model 1931 στα εργοστάσια της Ρέσιτσα, με την πρώτη παρτίδα 6 όπλων να τίθενται σε λειτουργία την 1η Αυγούστου 1939 και 100 ακόμη κατά τη διάρκεια του πολέμου με συνολική παραγωγή 200. Στις 14 Ιουνίου η Ρουμανία καθέλκυσε το πρώτο πολεμικό πλοίο που κατασκευάστηκε σε τοπικό επίπεδο, το ναρκοθετικό Amiral Murgescu. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η Ρουμανία αντέγραψε και παρήγαγε εκατοντάδες σοβιετικά ολμοβόλα M1938, ενώ σχεδίασε και παρήγαγε 400 αντιαρματικά 75 mm Reşiţa Model 1943. Οπλα πεζικού που σχεδιάστηκαν και παράχθηκαν από τη Ρουμανία κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν μεταξύ άλλων το υποπολυβόλο Orienta M1941 και το φλογοβόλο Argeş. Η Ρουμανία κατασκεύασε επίσης 30 άρματα μάχης TACAM T-60, 30 R-35 και 21 TACAM αντιαρματικά άρματα και μετασκεύασε 34 κατειλημμένα Σοβιετικά άρματα Κομοσομόλετς. Κατασκευάσθηκαν επίσης μερικά πρωτότυπα οχήματα, όπως το αντιαρματικό άρμα Mareşal, στο οποίο πιστώνεται η έμπνευση για το γερμανικό Hetzer, ένα άρμα μάχης Renault R-35 με πυργίσκο T-26 και ένα όχημα πυροβολικού γνωστό ως Τ-1. Τα πολεμικά σκάφη που κατασκευάστηκαν περιλαμβάνουν τα υποβρύχια Rechinul και Marsuinul, μια ομάδα 4 ναρκαλιευτικών, 6 σχεδιασμένες στην Ολλανδία τορπιλακάτους και 2 κανονιοφόρους.

Τα μεσοπολεμικά χρόνια

Επεξεργασία

Η ρουμανική έκφραση România Mare ( «Μεγάλη Ρουμανία») αναφέρεται γενικά στο ρουμανικό κράτος κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου και, κατ 'επέκταση, στην επικράτεια της Ρουμανίας την εποχή εκείνη. Η Ρουμανία πέτυχε την εποχή εκείνη τη μεγαλύτερη εδαφική της έκταση (σχεδόν 300.000 τ.χλμ.). Στην απογραφή του 1930 υπήρχαν πάνω από 18 εκατομμύρια κάτοικοι στη Ρουμανία.

 
Το Ρουμανικό περίπτερο στην EXPO, Παρίσι, 1937.

Η «Μεγάλη Ρουμανία» που προέκυψε δεν επιβίωσε του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέχρι το 1938 οι κυβερνήσεις της Ρουμανίας διατήρησαν τη μορφή, αν όχι πάντα την ουσία, μιας φιλελεύθερης συνταγματικής μοναρχίας. Το Εθνικό Φιλελεύθερο Κόμμα, κυρίαρχο στα χρόνια αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έγινε ολοένα και πιο πελατειακό και εθνικιστικό και το 1927 αντικαταστάθηκε από το Εθνικό Αγροτικό Κόμμα. Μεταξύ 1930 και 1940 υπήρξαν πάνω από 25 κυβερνήσεις. Σε αρκετές περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η αντιπαλότητα μεταξύ της φασιστικής Σιδηράς Φρουράς και άλλων πολιτικών σχηματισμών προσέγγισε το επίπεδο εμφυλίου πολέμου.

Μετά τον θάνατο του πατέρα του, βασιλιά Φερδινάνδου, το 1927, ο πρίγκιπας Κάρολος εμποδίστηκε να τον διαδεχθεί εξαιτίας προηγούμενων συζυγικών σκανδάλων που είχαν ως αποτέλεσμα την παραίτηση του από τα δικαιώματα του θρόνου. Αφού έζησε τρία χρόνια στην εξορία, με τον αδελφό του Νικόλαο να υπηρετεί ως αντιβασιλέας και τον μικρό του γιο Μιχαήλ ως βασιλιά, ο Κάρολος άλλαξε γνώμη και με την υποστήριξη του κυβερνώντος Εθνικού Αγροτικού Κόμματος επέστρεψε και αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς.

Ο Γιούλιου Μανίου, αρχηγός του Εθνικού Αγροτικού Κόμματος, σχεδίασε την επιστροφή του Καρόλου με βάση μια υπόσχεση ότι θα εγκατέλειπε την ερωμένη του Μάγδα Λουπέσκου και ότι η ίδια η Λουπέσκου είχε συμφωνήσει. Ωστόσο, κατέστη σαφές στην πρώτη συνάντηση του Καρόλου με την πρώην σύζυγό του Έλενα ότι αυτός δεν ενδιαφερόταν για την επανασύνδεσή τους και σύντομα κανόνισε την επιστροφή της Μάγδας Λουπέσκου στο πλευρό του. Η αντιδημοτικότητά της στη Ρουμανία, που κατά πάσα πιθανότητα οφειλόταν, σε μεγάλο βαθμό, στον Εβραίο πατέρα της, θα ήταν θηλιά γύρω από τον λαιμό του Καρόλου για το υπόλοιπο της βασιλείας του, ιδιαίτερα επειδή εκείνη θεωρείτο ευρέως ως η στενότερη σύμβουλός και έμπιστή του.

Η οικονομική κρίση του 1929 έπληξε σημαντικά τη Ρουμανία και οι αρχές της δεκαετίας του 1930 σημαδεύτηκαν από κοινωνική αναταραχή, υψηλή ανεργία και απεργίες. Σε πολλές περιπτώσεις, η ρουμανική κυβέρνηση κατέστειλε βίαια τις απεργίες και τις ταραχές, ιδίως την απεργία των ανθρακωρύχων του 1929 στη Βάλεα Γιούλουι και την απεργία στα σιδηροδρομικά συνεργεία της Γκρίβιτσα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 η ρουμανική οικονομία ανέκαμψε και η βιομηχανία αναπτύχθηκε σημαντικά, αν και περίπου το 80% των Ρουμάνων εργάζονταν ακόμα στη γεωργία.

Κατά την πάροδο της δεκαετίας του 1930, η ήδη κλονιζώμενη δημοκρατία της Ρουμανίας διολίσθησε αργά προς τη φασιστική δικτατορία. Το σύνταγμα του 1923 παρείχε στον βασιλιά το δικαίωμα να διαλύει το κοινοβούλιο και να προκηρύσσει εκλογές κατά βούληση. Έτσι η Ρουμανία βίωσε περισσότερες από 25 κυβερνήσεις σε μια μόνο δεκαετία.

Όλο και περισσότερο, στις κυβερνήσεις αυτές κυριαρχούσαν πολλά αντισημιτικά, υπερεθνικιστικά και, ως επί το πλείστον, τουλάχιστον οιονεί φασιστικά κόμματα. Το Εθνικό Φιλελεύθερο Κόμμα σταθερά έγινε πιο εθνικιστικό από το φιλελεύθερο, αλλά παρ 'όλα αυτά έχασε την κυριαρχία του στη ρουμανική πολιτική. Εξαφανίστηκε από κόμματα όπως το (σχετικά μετριοπαθές) Εθνικό Αγροτικό Κόμμα και το πιο ριζοσπαστικό παρακλάδι του Ρουμανικό μέτωπο, την Εθνική-Χριστιανική Αμυντική Συμμαχία (LANC) και τη Σιδηρά Φρουρά. Το 1935, η LANC συγχωνεύθηκε με το Εθνικό Αγροτικό Κόμμα για να σχηματίσει το Εθνικό Χριστιανικό Κόμμα (NCP). Η οιονεί μυστικιστική φασιστική Σιδηρά Φρουρά ήταν προηγούμενο παρακλάδι της LANC που εκμεταλλευόταν, ακόμη περισσότερο από αυτά τα άλλα κόμματα, τα εθνικιστικά συναισθήματα, τον φόβο του κομμουνισμού και τη δυσαρέσκεια για την προβαλλόμενη κυριαρχία στην οικονομία των ξένων και των Εβραίων.

Ήδη η Σιδηρή Φρουρά είχε ενστερνιστεί την πολιτική των δολοφονιών και διάφορες κυβερνήσεις είχαν αντιδράσει κατά το μάλλον ή ήττον παρομοίως. Στις 10 Δεκεμβρίου 1933 ο Φιλελεύθερος πρωθυπουργός Ιον Ντούκα «διέλυσε» τη Σιδηρά Φρουρά, συλλαμβάνοντας χιλιάδες. Το αποτέλεσμα ήταν 19 μέρες αργότερα να δολοφονηθεί από τους λεγεωνάριους της Σιδηράς Φρουράς.

Καθ 'όλη τη δεκαετία του 1930 αυτά τα εθνικιστικά κόμματα είχαν μια σχέση αμοιβαίας δυσπιστίας με τον Βασιλιά Κάρολο Β'. Παρ 'όλα αυτά τον Δεκέμβριο του 1937 ο βασιλιάς διόρισε τον ηγέτη της LANC, τον ποιητή Οκταβιαν Γκογκα, πρωθυπουργό. Εκείνο το διάστημα ο Κάρολος συναντήθηκε με τον Αδόλφο Χίτλερ, που εξέφρασε την επιθυμία του να δει μια ρουμανική κυβέρνηση με επικεφαλής τη φιλοναζιστική Σιδηρά Φρουρά. Αντίθετα, στις 10 Φεβρουαρίου του 1938 ο βασιλιάς Κάρολος Β΄ χρησιμοποίησε την ευκαιρία μιας δημόσιας προσβολής του Γόγκα προς τη Λούπεσκου ως λόγο για να απολύσει την κυβέρνηση και να θεσπίσει μια βραχύβια βασιλική δικτατορία, που επικυρώθηκε δεκαεπτά μέρες αργότερα με ένα νέο σύνταγμα, σύμφωνα με το οποίο ο βασιλιάς όριζε προσωπικά όχι μόνο τον πρωθυπουργό αλλά και όλους τους υπουργούς.

Τον Απρίλιο του 1938, ο Βασιλιάς Κάρολος συνέλαβε και φυλάκισε τον ηγέτη της Σιδηράς Φρουράς Κορνήλιο Ζέλεα Κοντρεάνου. Τη νύχτα 29-30 Νοεμβρίου 1938 ο Κοντρεάνου και αρκετοί άλλοι λεγεωνάριοι σκοτώθηκαν ενώ υποτίθεται ότι προσπαθούσαν να δραπετεύσουν από τη φυλακή. Είναι γενικά αποδεκτό ότι δεν υπήρξε τέτοια απόπειρα απόδρασης, αλλά ότι δολοφονήθηκαν σε αντίποινα για μια σειρά δολοφονιών από κομάντος της Σιδηράς Φρουράς.

Η βασιλική δικτατορία ήταν σύντομη. Στις 7 Μαρτίου 1939 σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Αρμάντ Καλινέσκου. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1939, τρεις εβδομάδες μετά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Καλινέσκου, δολοφονήθηκε με τη σειρά του επίσης από λεγεωνάριους για εκδίκηση της δολοφονίας του Κοντρεάνου.

Το 1939 η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση υπέγραψαν το Σύμφωνο Μολότωφ - Ρίμπεντροπ, που αναγνώριζε, μεταξύ άλλων, το σοβιετικό «ενδιαφέρον» για τη Βεσσαραβία. Μετά τις εδαφικές απώλειες του 1940 και χάνοντας συνεχώς δημοτικότητα, ο Κάρολος αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να ονομάσει τον στρατηγό Ιον Αντονέσκου νέο πρωθυπουργός με πλήρη εξουσία να κυβερνά το κράτος με βασιλικά διατάγματα.

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

Επεξεργασία

Το 1938, ο βασιλιάς Κάρολος Β΄ κατήργησε το σύνταγμα και κυβέρνησε ως δικτάτορας. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ρουμανία προσπάθησε ξανά να παραμείνει ουδέτερη, αλλά στις 28 Ιουνίου 1940 παρέλαβε σοβιετικό τελεσίγραφο το οποίο υπονοούσε εισβολή σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.[10] Υπό την πίεση Μόσχας και Βερολίνου, η ρουμανική διοίκηση και ο στρατός αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τη Βεσσαραβία και τη βόρεια Βουκοβίνα για να αποφύγουν τον πόλεμο.[11] Αυτό, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, οδήγησαν την κυβέρνηση να συνταχθεί με τον Άξονα. Στη συνέχεια, η νότια Ντοβρουτσά δόθηκε στη Βουλγαρία, ενώ η Ουγγαρία παρέλαβε τη βόρεια Τρανσιλβανία ως αποτέλεσμα διαιτησίας του Άξονα.[12] Εξαιτίας της απώλειας των εδαφών μέσω κακής διπλωματίας, ο στρατός κατέλαβε την εξουσία τις 6 Σεπτεμβρίου 1940 και επικεφαλής τέθηκε ο Ίον Αντονέσκου. Τον Ιούνιο το 1941, η Ρουμανία, στο πλευρό του Άξονα, κήρυξαν τον πόλεμο στη Σοβιετική Ένωση για να ανακτήσουν τη Βεσσαραβία και τη Βουκοβίνα. Η Ρουμανία ήταν η κύρια πηγή πετρελαίου για τον Άξονα[13] και γι'αυτό ήταν στόχος βομβαρδισμών από τους Συμμάχους. Ο Αντονέσκου έπαιξε σημαντικό ρόλο στο Ολοκαύτωμα των Εβραίων.[14] Σύμφωνα με διεθνή επιτροπή, η δικτατορία Αντονέσκου στη Ρουμανία ήταν υπεύθυνη για τη δολοφονία περίπου 280.000 με 380.000 Εβραίων στις εκτάσεις της Ρουμανίας και στις ζώνες πολέμου.[15][16] Ο ρουμανικός στρατός μέτρησε περίπου 300.000 απώλειες στον πόλεμο.[17]

Στις 20 Αυγούστου 1944, ο Σοβιετικός Ερυθρός Στρατός διέσχισε τα σύνορα της Ρουμανίας και τρεις μέρες αργότερα, ο Αντονέσκου ανατράπηκε και συνελήφθη από τον Μιχαήλ της Ρουμανίας. Ο Ερυθρός Στρατός εισήλθε στο Βουκουρέστι στις 31 Αυγούστου 1944. Με τον Ερυθρό Στρατό να παραμένει στρατευμένος τη χώρα και de facto να ελέγχει τη χώρα, οι Κομμουνιστές και τα συμμαχικά του κόμματα έλαβαν το 80% των ψήφων μέσω χειραγώγησης,[18] αποκλεισμού και υποχρεωτικής συγχώνευσης των αντιπάλων κομμάτων, με αποτέλεσμα να γίνουν η κυρίαρχη δύναμη.

Στο συνέδριο για την ειρήνη στο Παρίσι το 1947, η βόρεια Τρανσυλβανία επεστράφη στη Ρουμανία.

Μονάρχες

Επεξεργασία

Δημογραφικά

Επεξεργασία
 
Eθνοτικός χάρτης (απογραφή 1930)
 
Ποσοστό αλφαβητισμού στη μεταπολεμική Ρουμανία (1930)

Σύμφωνα με τη Ρουμανική απογραφή του 1930 η Ρουμανία είχε πληθυσμό 18.057.028. Οι Ρουμάνοι αποτελούσαν το 71,9% και 28,1% του πληθυσμού ήταν εθνικές μειονότητες. Πληθυσμός της Ρουμανίας κατά εθνοτικές ομάδες το 1930:

Εθνότητα Αριθμός %
Ρουμάνοι 12.981.324 71,9
Ούγγροι[19] 1.425.507 7,9
Γερμανοί 745.421 4,1
Εβραίοι[20] 728.115 4,0
Ρουθηνοί & Ουκρανοί 582.115 3,2
Ρώσοι 409.150 2,3
Βούλγαροι 366.384 2,0
Ρομά (Τσιγγάνοι)[21] 262.501 1,5
Tούρκοι 154.772 0,9
Γκαγκαούζοι[22] 105.750 0,6
Τσέχοι & Σλοβάκοι[23] 51.842 0,3
Σέρβοι, Κροάτες & Σλοβένοι[24] 51.062 0,3
Πολωνοί 48.310 0,3
Έλληνες 26.495 0,1
Τάταροι[25] 22.141 0,1
Αρμένιοι[26] 15.544 0,0
Χούτσουλοι[27] 12,456 0,0
Αλβανοί 4.670 0,0
Άλλοι 56.355 0,3
Μη δηλώσαντες 7.114 0,0
Σύνολο 18.057.028 100,0
 
Βασίλειο της Ρουμανίας 1939, γεωφυσικός

Μεγαλύτερες πόλεις με την απογραφή του 1930:

Πόλη Πληθυσμός 1930 Κράτος στο οποίο ανήκει σήμερα η πόλη
Βουκουρέστι (πρωτεύουσα της Ρουμανίας) 570.881 (συμπεριλαμβανομένων 12 προαστιακών κοινοτήτων, 639.040)   Ρουμανία
Κισινάου (σημερινή πρωτεύουσα της Μολδαβίας) 114.896   Μολδαβία
Τσερνάουτσι (σημερινό Τσερνιβτσί) 112.427   Ουκρανία
Ιάσιο 102.872   Ρουμανία
Κλουζ 100.844   Ρουμανία
Γκαλάτσι 100.611   Ρουμανία
Τιμισοάρα 91.580   Ρουμανία

Διοικητική διαίρεση

Επεξεργασία
 
Διοικητικός χάρτης της Ρουμανίας το 1930

Μετά την ανεξαρτησία, το Ρουμανικό Παλαιό Βασίλειο διαιρέθηκε σε 33 νομούς.

Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλαίσιο του νόμου περί διοικητικής ενοποίησης του 1925, η χώραχωρίστηκε σε 71 νομούς, 489 επαρχίες (plaşi) και 8.879 κοινότητες.

Το 1938 ο Βασιλιάς Κάρολος Β΄ εξέδωσε νέο Σύνταγμα και στη συνέχεια άλλαξε τη διοικητική διαίρεση της ρουμανικής επικράτειας. Δημιουργήθηκαν 10 ținuturi (περιφέρειες), με τη συγχώνευση των νομών, που διοικούντο από rezidenți regali («βασιλικούς εκπροσώπους») - διοριζόμενους απευθείας από τον βασιλιά. Αυτή η διοικητική μεταρρύθμιση δεν κράτησε πολύ και οι νομοί αποκαταστάθηκαν μετά την πτώση του καθεστώτος του Καρόλου.

Χρονολόγιο (1859–1940)

Επεξεργασία
 
Η Ρουμανική επικράτεια κατά τον 20ό αιώνα: το μωβ δείχνει το Παλαιό Βασίλειο πριν το 1913, το πορτοκαλί δείχνει τις περιοχές της Μεγάλης Ρουμανίας, που ενώθηκαν ή προσαρτήθηκαν μετά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά χάθηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το ροζ δείχνει τις περιοχές που εντάχθηκαν στη Ρουμανία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και παρέμειναν έτσι μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
 
Χρονολόγιο των συνόρων της Ρουμανίας μεταξύ 1859–2010
• 1859 – Ο Αλέξανδρος Ιωάννης Α' Κούζας ενώνει τη Μολδαβία και τη Βλαχία υπό την προσωπική του ηγεμονία.
• 1862 – Επίσημη ένωση της Μολδαβίας και της Βλαχίας για να σχηματίσουν το πριγκιπάτο της Ρουμανίας.
• 1866 – Ο Κούζας αναγκάσθηκε να παραιτηθεί και εγκαταστάθηκε μια ξένη δυναστεία. Ο Κάρολος Α΄ υπέγραψε το πρώτο νεότερο Σύνταγμα.
• 1877 – 16 Απριλίου. Συνθήκη με την οποία επιτρέπεται στα Ρωσικά στρατεύματα να διέρχονται από το Ρουμανικό έδαφος
24 Απριλίου. Η Ρωσία κηρύσσει τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα στρατεύματά της εισέρχονται στη Ρουμανία
9 Μαΐου. Ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ρουμανίας από το Ρουμανικό κοινοβούλιο, είσοδος της Ρουμανίας στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο
10 Μαΐου. Ο Κάρολος Α΄ επικυρώνει την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας.
• 1878 – Με τη Συνθήκη του Βερολίνου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνωρίζει τη Ρουμανική ανεξαρτησία. Η Ρουμανία παραχωρεί τη νότια Βεσσαραβία στη Ρωσία.
• 1881 – Ο Κάρολος Α΄ ανακηρύσσεται Βασιλιάς της Ρουμανίας στις 14 Μαρτίου.
• 1894 – Οι ηγέτες των Ρουμάνων της Τρανσυλβανίας, που έστειλαν ένα Υπόμνημα στον Αυστριακό Αυτοκράτορα απαιτώντας εθνικά δικαιώματα για τους Ρουμάνους, κρίνονται ένοχοι προδοσίας.
• 1907 – Βίαιες αγροτικές εξεγέρσεις σε όλη τη Ρουμανία συντρίβονται, με χιλιάδες νεκρούς.
• 1914 – Θάνατος του Καρόλου Α΄, τον διαδέχεται ο ανηψιός του Φερδινάνδος.
• 1916 – Aύγουστος. Η Ρουμανία εισέρχεται στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.
Δεκέμβριος. Το Ρουμανικό Θησαυροφυλάκειο εστάλη στη Ρωσία για ασφαλή φύλαξη αλλά κατασχέθηκε από τους Σοβιετικούς, όταν ο Ρουμανικός στρατός αρνήθηκε να αποχωρήσει από τη Βεσσαραβία.
• 1918 – Δημιουργείται η Μεγάλη Ρουμανία.
Με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, η Ρουμανία συμφώνησε να χορηγήσει υπηκοότητα στους πρώην πολίτες της Ρωσικής και της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, που ζούσαν στα νέα Ρουμανικά εδάφη.
• 1919 – Στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ Ρουμανίας και Ουγγρικής Σοβιετικής Δημοκρατίας υπό τον Μπέλα Κουν. Ο Ρουμανικός στρατός καταλαμβάνει τη Βουδαπέστη στις 4 Aυγούστου 1919. Η πόλη κυβερνιέται από στρατιωτική διοίκηση μέχρι τις 16 Noεμβρίου 1919.
• 1920 – Η Συνθήκη του Τριανόν εκχωρεί επίσημα την Τρανσυλβανία στη Ρουμανία.
• 1921 – Μεγάλη και ριζική αγροτική μεταρρύθμιση.
• 1923 – Υιοθετείται το Σύνταγμα του 1923, βασισμένο σε σχέδιο του Εθνικού Φιλελεύθερου Κόμματος.
Ίδρυση της Εθνικής=Χριστιανικής Αμυντικής Συμμαχίας (LANC).
• 1924 – Το μέλος της LANC (αργότερα ιδρυτής της Σιδηράς Φρουράς) Κορνήλιος Ζέλεα Κοντρεάνου δολοφονεί τον Διοικητή της Αστυνομίας στο Ιάσιο, αλλά αθωώνεται.
• 1926 – Υιοθετείται ο Φιλελεύθερος Εκλογικός Νόμος.
«Μικρή Αντάντ» με την Τσεχοσλοβακία και τη Γιουγκοσλαβία και Γαλλορουμανική Συνθήκη.
• 1927 – Το Εθνικό Αγροτικό Κόμμα αναλαμβάνει την κυβέρνηση από το Εθνικό Φιλελεύθερο Κόμμα.
Η Λεγεώνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ, αργότερα Σιδηρά Φρουρά, αποχωρεί από τη LANC.
Ο Mιχαήλ (Mihai) γίνεται βασιλιάς υπό καθεστώς αντιβασιλείας.
• 1929 – Αρχή της Μεγάλης Ύφεσης.
• 1930 – Ο Κάρολος Β΄ στέφεται Βασιλιάς.
• 1931 – Πρώτη απαγόρευση της Σιδηράς Φρουράς.
• 1933 – 16 Φεβρουαρίου. Η απεργία στα Σιδηροδρομικά Συνεργεία της Γκρίβιτσα καταστέλλεται βίαια από την αστυνομία.
10 Δεκεμβρίου. Ο Πρωθυπουργός Ιον Ντούκα "διαλύει" τη Σιδηρά Φρουρά, συλλαμβάνοντας χιλιάδες. 19 ημέρες αργότερα δολοφονείται από λεγεωνάριους της Σιδηράς Φρουράς.
• 1935 – LANC και Εθνικό Αγροτικό Κόμμα συγχωνεύονται για να σχηματίσουν το Εθνικό Χριστιανικό Κόμμα (NCP).
• 1937 – Eκλογικό «σύμφωνο μη επίθεσης» μεταξύ του Εθνικού Αγροτικού Κόμματος και της Σιδηράς Φρουράς, με τη συμμετοχή αργότρα της Αγροτικής Ένωσης. ΤΟ Ρουμανικο Κομμουνιστικό Κόμμα καταγγέλλει το σύμφωνο αλλά στην πράξη υποστηρίζει τους Εθνικοαγροτικούς.
Η LANC σχηματίζει κυβέρνηση, αλλά γρήγορα σύγκρουεται με τον Κάρολο Β΄ για την Εβραία ερωμένη του.
• 1938 – 10 Φεβρουαρίου. Κήρυξη βασιλικής δικτατορίας. Υιοθέτηση νέου συντάγματος στις 27 Φεβρουαρίου.
29–30 Noεμβρίου. Ο ηγέτης της Σιδηράς Φρουράς Κοντρεάνου και άλλοι λεγεωνάριοι εκτελούνται με διαταγή του Βασιλιά.
• 1939 – 7 Mαρτίου. Σχηματίζει κυβέρνηση ο Αρμάντ Καλινέσκου.
23 Aυγούστου. Το Σύμφωνο Μολότωφ - Ρίμπεντροπ αναγνωρίζει το Σοβιετικό «ενδιαφέρον» στη Βεσσαραβία.
1 Σεπτεμβρίου. Η Γερμανία εισβάλλει στην Πολωνία. Εναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
21 Σεπτεμβρίου. Ο Καλινέσκου δολοφονείται από λεγεωνάριους της Σιδηράς Φρουράς.
• 1940 – 6 Σεπτεμβρίου. Μετά την υποχρέωση σε παραίτηση του Βασιλιά Κάρολου Β΄, ο 19ετής γιος του Μιχαήλ Α΄ αναλαμβάνει τον θρόνο αλλά υποχρεώνεται να παραχωρήσει δικτατορικές εξουσίες στον Πρωθυπουργό και Conducător (Hγέτη) Ιον Αντονέσκου.
14 Σεπτεμβρίου. Το Βασίλειο της Ρουμανίας αντικαθίσταται από μια βραχύβια δικτατορία που ονομάζεται Εθνικό Λεγεωνικό Κράτος.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Bobango, Gerald J (1979), The emergence of the Romanian national Stat, New York: Boulder, ISBN 978-0-914710-51-6 
  2. San Stefano Preliminary Treaty, 1878, http://www.hist.msu.ru/ER/Etext/FOREIGN/stefano.htm 
  3. Modern History Sourcebook: The Treaty of Berlin, 1878 - Excerpts on the Balkans, Berlin, 13 July 1878, http://www.fordham.edu/halsall/mod/1878berlin.html, ανακτήθηκε στις 2016-05-17 
  4. Patterson, Michelle (August 1996), «The Road to Romanian Independence», Canadian Journal of History, http://findarticles.com/p/articles/mi_qa3686/is_199608/ai_n8755098, ανακτήθηκε στις 2016-05-17 
  5. Anderson, Frank Maloy; Hershey, Amos Shartle (1918), Handbook for the Diplomatic History of Europe, Asia, and Africa 1870-1914, Washington D.C.: Government Printing Office 
  6. Horne, Charles F., Ion Bratianu's Declaration of War Delivered to the Austrian Minister in Romania on 28 August 1916, V, Source Records of the Great War, http://www.firstworldwar.com/source/romaniawardeclaration.htm 
  7. Text of the Treaty of Trianon, World War I Document Archive, http://wwi.lib.byu.edu/index.php/Treaty_of_Trianon, ανακτήθηκε στις 2007-12-07 
  8. Bernard Anthony Cook (2001), Europe Since 1945: An Encyclopedia, Taylor & Francis, σελ. 162, ISBN 0-8153-4057-5, https://books.google.com/?id=ox_gXq2jpdYC&pg=PA162&lpg=PA162&dq=treaty+of+st+germain+text+bukovina, ανακτήθηκε στις 2007-12-07 
  9. Malbone W. Graham (October 1944), «The Legal Status of the Bukovina and Bessarabia», The American Journal of International Law 38 (4) 
  10. (Ρουμανικά)Soviet Ultimata and Replies of the Romanian Government Αρχειοθετήθηκε 2007-11-13 στο Wayback Machine. in Ioan Scurtu, Theodora Stănescu-Stanciu, Georgiana Margareta Scurtu, Istoria Românilor între anii 1918–1940 (στα ρουμανικά), πανεπιστήμιο Βουκουρεστίου, 2002
  11. Nagy-Talavera, Nicolas M. (1970), Green Shirts and Others: a History of Fascism in Hungary and Romania, σελ. 305 
  12. M. Broszat (1968), «Deutschland — Ungarn — Rumänien. Entwicklung und Grundfaktoren nationalsozialistischer Hegemonial- und Bündnispolitik 1938-1941», Historische Zeitschrift (206): 552–553 
  13. The Biggest Mistakes In World War 2:Ploesti - the most important target, http://www.2worldwar2.com/mistakes.htm#ploesti, ανακτήθηκε στις 2007-12-08 
  14. Note: follow the World War II link: Ronald D. Bachman, επιμ.. (09-11-2005), Romania:World War II (2 έκδοση), Washington D.C.: Library of Congress. Federal Research Division, DR205.R613 1990, http://lcweb2.loc.gov/frd/cs/rotoc.html, ανακτήθηκε στις 2007-12-08 
  15. Ilie Fugaru, Romania clears doubts about Holocaust past, UPI, 11 November 2004
  16. International Commission on the Holocaust in Romania (11 November 2004), Executive Summary: Historical Findings and Recommendations, Yad Vashem (The Holocaust Martyrs' and Heroes' Remembrance Authority), http://yad-vashem.org.il/about_yad/what_new/data_whats_new/pdf/english/EXECUTIVE_SUMMARY.pdf, ανακτήθηκε στις 2006-07-25 
  17. Michael Clodfelter. Warfare and Armed Conflicts- A Statistical Reference to Casualty and Other Figures, 1500–2000. 2nd Ed. 2002, p. 582 ISBN 0-7864-1204-6.
  18. «Federal research Division, Library of Congress - Romania: Country studies - Chapter 1.7.1 "Petru Groza's Premiership"». lcweb2.loc.gov. Ανακτήθηκε στις 25 Αυγούστου 2015. 
  19. Περιελαμβάνε και τους Σέκελι, η οποίοι μέχρι και σήμερα, αποτελούν μειονότητα στην ομώνυμη περιοχή της Τρανσυλβανίας.
  20. Όλων των δογμάτων του Ιουδαϊσμού όπως Σεφαρδίτες, Ρωμανιώτες, Ασκεναζίτες και διάφορα άλλα μέλη των εβραϊκών κοινοτήτων της Ρουμανίας.
  21. Ζουν μέχρι και σήμερα διασκορπιζένοι, σε υποβαθμισμένες περιοχές σε αντίξοες συνθήκες, σε αρκετές περιοχές των χωρών αυτών (Ρουμανία, Μολδαβία, Ουγγαρία και Ουκρανία), και ορισμένοι ασπάζεται, τόσο τον Σουνιτικό Ισλαμισμό, όσο και τον Ρωμαιοκαθολικισμό, αλλά και τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό (όπως οι Ρουμάνοι).
  22. Ορθόδοξοι Τούρκοι, που ζουν διασκορπιζένοι στη γύρω περιοχή, στη Ρωσία και τα Ανατολικά Βαλκάνια, κυρίως ωστόσο στην Γκαγκαουζία (σήμερα περιοχή της Μολδαβίας), όπου απολαμβάνουν καθεστώς αυτονομίας.
  23. Αναφέρονταν μαζί στις απογραφές πληθυσμού της Ρουμανίας, ως ένα έθνος, επειδή παλαιότερα, οι Τσέχοι και οι Σλοβάκοι αποτελούσαν, την Τσεχοσλοβακία.
  24. Αναφέρονταν μαζί στις απογραφές πληθυσμού της Ρουμανίας, ως ένα έθνος, επειδή παλαιότερα αποτελούσαν, οι Σλοβένοι, οι Κροάτες και οι Σέρβοι, τη Γιουγκοσλαβία.
  25. Τούρκικη φυλή, που ζει διασκορπιζένη κυρίως στην Ανατολική Ευρώπη (ειδικότερα στο Ταταρστάν της Ρωσίας) και την Κεντρική Ασία, και ασπάζεται, κατά πλειοψηφία τον Σουνιτικό Ισλαμισμό.
  26. Οι Αρμένιοι ζουν μέχρι και σήμερα διασκορπιζένοι (λιγοστοί όμως), κυρίως στις μεγαλουπόλεις της Ρουμανίας, όπως το Βουκουρέστι, το Γκαλάτσι, την Κωνστάντζα και άλλες, οι οποίοι εγκατέλειψαν την περιοχή τους (τότε η Αρμενία, ήταν μοιρασμένη μεταξύ της Ρωσικής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) και μετανάστευσαν οι περισσότεροι ανά τον κόσμο, ειδικότερα από τη Γενοκτονία των Αρμενίων από το 1915 και μετά, προκειμένου να γλιτώσουν από τις σφαγές των Τούρκων, αλλά και τους καταπιεστικούς Ρώσους, οι οποίοι τους εκτελούσαν εν ψυχρώ, όταν παραβιάζαν την εθνική τους κυριαρχία, και τους νόμους. Ωστόσο οι περισσότεροι, αρκετά χρόνια μετά, από το 1991 και μετά, έφυγαν από πολλές χώρες, και εγκαταστάθηκαν, στην πατρίδα τους, στην τότε νεοσύστατη ανεξάρτητη Αρμενία, η οποία απέκτησε μόλις ανεξαρτησία από τη Σοβιετική Ένωση.
  27. Οι Χούτσουλοι, είναι Ουκρανοί, που ασπάστηκαν τον Ρωμαιοκαθολισμό, και ζουν σήμερα σε περιοχές της Ρουμανίας, της Ουκρανίας και της Μολδαβίας, αλλά και της Ρωσίας.