Βουκοβίνα
Συντεταγμένες: 48°00′N 26°00′E / 48.000°N 26.000°E
Η Βουκοβίνα ή αλλιώς Μπουκοβίνα (ρουμανικά: Bucovina, ουκρανικά: Буковина/Bukovyna, γερμανικά και πολωνικά: Bukowina) είναι ιστορική περιοχή στην Κεντρική Ευρώπη που σήμερα μοιράζεται μεταξύ της Ρουμανίας και της Ουκρανίας, ευρισκόμενη στις βόρειες πλαγιές των Ανατολικών Καρπαθίων και στις γειτονικές πεδιάδες.
Ιστορικά τμήμα της Μολδαβίας, το έδαφος της σήμερα γνωστής ως Βουκοβίνας ήταν από το 1774 έως το 1918, διοικητική διαίρεση της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, της Αυστριακής Αυτοκρατορίας και της Αυστροουγγαρίας. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τον έλεγχο της Βουκοβίνας απέκτησε η Ρουμανία. Το 1940 το βόρειο μισό της Βουκοβίνας προσαρτήθηκε στη Σοβιετική Ένωση και σήμερα αποτελεί τμήμα της Ουκρανίας.
Τα γεωγραφικά της όρια εκτείνονται από τις πλαγιές των μέσων Ανατολικών Καρπαθίων έως την κοιλάδα του Δνείστερου ποταμού[1] και διαρρέεται από τους ποταμούς Σερέτη και Προύθο με τους παραποτάμους τους. Μεγαλύτερες πόλεις της είναι το Τσερνόβτσι στην Ουκρανία και το Μποτοσάνι με τη Σουτσεάβα στη Ρουμανία.
Ονομασία
ΕπεξεργασίαΤο όνομα Βουκοβίνα άρχισε να χρησιμοποιείται επίσημα το 1775 με την προσάρτηση της περιοχής από το Πριγκιπάτο της Μολδαβίας στις κτήσεις της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, που έγινε Αυστριακή Αυτοκρατορία το 1804 και Αυστροουγγαρία το 1867.
Το επίσημο Γερμανικό όνομα της επαρχίας υπό την Αυστριακή διοίκηση (1775–1918), die Bukowina, προήλθε από τον Πολωνικό τύπο Bukowina, που με τη σειρά του προήλθε από τον κοινό Σλαβικό τύπο buk, που σημαίνει οξιά (όπως, για παράδειγμα бук (μπουκ) στα Ουκρανικά ή ακόμη Buche στα Γερμανικά). Ένα άλλο Γερμανικό όνομα για την περιοχή, το das Buchenland, χρησιμοποιείται κυρίως στην ποίηση και σημαίνει "χώρα της οξιάς". Στα Ρουμανικά στη λογοτεχνία χρησιμοπιείται μερικές φορές το όνομα Țara Fagilor ("χώρα της οξιάς").
Σήμερα στην Ουκρανία το όνομα είναι ανεπίσημο αλλά συνήθως αναφέρεται στο όμπλαστ του Τσερνόβτσι, καθώς πάνω από 2/3 αυτού είναι το βόρειο τμήμα της Βουκοβίνας. Στη Ρουμανία ο όρος Βόρεια Βουκοβίνα είναι μερικές φορές συνώνυμο με το σύνολο του όμπλαστ του Τσερνόβτσι της Ουκρανίας και η (Νότια) Βουκοβίνα με την Επαρχία Σουτσεάβα της Ρουμανίας (περίπου 30% της σημερινής Επαρχίας Σουτσεάβα καλύπτει έδαφος έξω από την ιστορική Βουκοβίνα.
Ιστορία
ΕπεξεργασίαΗ περιοχή της Βουκοβίνας υπήρξε τμήμα της Μολδαβίας από τον 13ο αιώνα. Οριοθετήθηκε για πρώτη φορά ως ξεχωριστή περιοχή το 1775 και ονομάστηκε δουκάτο εντός της Αυστριακής Αυτοκρατορίας το 1849.
14ος - 18ος αιώνας
ΕπεξεργασίαΤο κράτος της Μολδαβίας είχε εμφανισθεί από τα μέσα του 14ου αιώνα, επεκτείνοντας τελικά τα εδάσφη του προς τη Μαύρη Θάλασσα. Η Βουκοβίνα και οι γειτονικές περιοχές ήταν ο πυρήνας του Πριγκιπάτου της Μολδαβίας, με πρωτεύουσα την πόλη Σουτσεάβα από το 1388 (μετά την Μπάια και το Σιρέτ). Το όνομα της Μολδαβίας (Moldova) προέρχεται από τον ομώνυμο ποταμό (Μόλδοβα), που ρέει στη Βουκοβίνα.
Τον 15ο αιώνα η Ποκουτία, η αμέσως προς βορρά περιοχή, έγινε αντικείμενο διένεξης μεταξύ του Πριγκιπάτου της Μολδαβίας και του Πολωνικού Βασιλείου. Η Ποκουτία κατοικείτο από Ρουθηνούς (προκατόχων των σημερινών Ουκρανών) και Χούτσουλ, που κατοίκουν επίσης στη δυτική Βουκοβίνα. Το 1497 έλαβε χώρα μια μάχη στο Δάσος Κοσμίν (τους δασωμένους λόφους που χωρίζουν τις κοιλάδες Τσερνόβτσι και Σερέτη, στην οποία ο Στέφανος Γ΄ της Μολδαβίας (Στέφανος ο Μέγας) κατόρθωσε να νικήσει τον πολύ ισχυρότερο αλλά χωρίς ηθικό στρατό του Βασιλιά Ιωάννη Α΄ Αλβέρτου της Πολωνίας. Η μάχη είναι γνωστή στην Πολωνική λαϊκή κουλτούρα ως "η μάχη όπου οι ιππότες έχασαν τη ζωή τους".
Την περίοδο αυτή, με την υποστήριξη του Στέφανου του Μεγάλου και των διαδόχων του στον θρόνο της Μολδαβίας, κατασκευάσθηκαν τα περίφημα επιζωγραφισμένα μοναστήρια Μολντοβίτσα, Σουτσεβίτσα, Πούτνα, Χουμόρ, Βορονέτς, Ντραγκομίρνα, Αρμπόρε και άλλα. Με τις περίφημες εξωτερικές νωπογραφίες τους τα μοναστήρια αυτά παραμένουν μερικοί από τους μεγαλύτερους πολιτιστικούς θησαυρούς της Ρουμανίας, μερικά από αυτά Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Ο Στέφανος εγκατέστησε επίσης στη Βουκοβίνα τους πρώτους Ρουθηνούς, ελπίζοντας να έχει ένα πιστό και μεγαλύτερο πληθυσμό, που θα συνέβαλε στη φορολογία.
Το 1513 η Μολδαβία άρχισε να πληρώνει ετήσιο φόρο υποτέλειας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά παρέμενε αυτόνομη και κυβερνιόταν όπως πριν από έναν ντόπιο Βοεβόδα/Πρίγκιπα, γνωστό επίσης ως Ντόμνιτορ ή Οσποδάρο.
Τον Μάιο του 1600 ο Μιχαήλ του Βιτεαζούλ (Μιχαήλ ο Γενναίος) συνένωσε τα δύο Ρουμανικά Πριγκιπάτα και την Τρανσυλβανία υπό την ηγεσία του.
Για σύντομες χρονικές περιόδους (μεταξύ πολέμων) το Πολωνικό Βασίλειο κατείχε τμήματα της βόρειας Μολδαβίας. Ομως κάθε φορά τα παλιά σύνορα αποκαθίσταντο, όπως για παράδειγμα αναγνωρίζει στις 14 Οκτωβρίου 1703 ο Πολωνός απεσταλμένος Μάρτιν Τσομετόβσκι "Μεταξύ ημών και της Βλαχίας (δηλ. Μολδαβίας), ο ίδιος ο Θεός έθεσε ως σύνορο τον Δνείστερο" (Inter nos et Valachiam ipse Deus flumine Tyras dislimitavit).
Κατά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1768-1774, οι Οθωμανικές στρατιές ηττήθηκαν από τη Ρωσική Αυτοκρατορία, που κατέλαβαν την περιοχή το διάστημα 15 Δεκεμβρίου 1769 – Σεπτέμβριος 1774 και προγενέστερα το διάστημα 14 Σεπτεμβρίου - Οκτώβριος 1739. Η Βουκοβίνα ήταν η ανταμοιβή που πήραν οι Αυστριακοί για τη βοήθειά τους προς τους Ρώσους στον πόλεμο αυτό. Ο Πρίγκιπας Γρηγόριος Γ΄ Γκίκας της Μολδαβίας διαμαρτυρήθηκε και ετοιμαζόταν να αναλάβει δράση να ανακτήσει τα εδάφη, αλλά δολοφονήθηκε και τοποθετήθηκε στον θρόνο της Μολδαβίας από τους Οθωμανούς ένας αλλοδαπός Ελληνας-Φαναριώτης.
Αυστριακή Αυτοκρατορία
ΕπεξεργασίαΗ Αυστριακή Αυτοκρατορία κατέλαβε τη Βουκοβίνα τον Οκτώβριο του 1774. Μετά τον Πρώτο Διαμελισμό της Πολωνίας το 1772, οι Αυστριακοί υποστήριξαν ότι τους ήταν αναγκαία ως δίοδος μεταξύ Γαλικίας και Τρανσυλβανίας. Η Βουκοβίνα προασαρτήθηκε επίσημα τον Ιανουάριο του 1775. Στις 2 Ιουλίου 1776 στην Παλαμούτκα οι Αυστριακοί και οι Οθωμανοί υπέγραψαν μια διασυνοριακή σύμβαση, με την οποία η Αυστρία επέστρεψε 59 από τα πρώην κατεχόμενα χωριά και διατήρησε 278.
Η Βουκοβίνα ήταν μια κλειστή στρατιωτική περιοχή (1775–1786) και στη συνέχεια η μεγαλύτερη περιοχή, Επαρχία Τσερνόβιτς (από την ομώνυμη πρωτεύουσά της) του Αυστριακού Βασιλείου Γαλικίας και Λοντομερίας (1787–1849). Στις 4 Μαρτίου 1849 η Βουκοβίνα έγινε ξεχωριστή Αυστριακή Kronland (Χώρα του Στέμματος) υπό ένα Landespräsident (όχι Statthalter, όπως σε άλλες χώρες του στέμματος) και ανακηρύχτηκε Herzogtum Bukowina (ονομάστηκε δουκάτο, ως μέρος των πλήρως επίσημων κτήσεων των Αυστριακών Αυτοκρατόρων). Το 1860 συγχωνεύτηκε πάλι με τη Γαλικία αλλά ξαναέγινε ξεχωριστή επαρχία ακόμη μια φορά πάλι στις 26 Φεβρουαρίου 1861, καθεστώς που διήρκεσε μέχρι το 1918.
Το 1849 η Βουκοβίνα απέκτησε μια συνέλευση αντιπροσώπων, τη Landtag (δίαιτα). Οι Μολδαβοί ευγενείς αποτελούσαν παραδοσιακά την κυβερνώσα τάξη στην περιοχή αυτή. Το 1867 με την αναδιοργάνωση της Αυστριακής Αυτοκρατορίας ως Αυστροουγγρικής, αποτέλεσε τμήμα των Σισλεϊθανικών ή Αυστριακών εδαφών της Αυστροουγγαρίας και παρέμεινε έτσι μέχρι το 1918.
Τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα
ΕπεξεργασίαΤα ιωβηλαία που εορτάστηκαν στο Μοναστήρι Πούτνα, κοντά στον τάφο του Στέφαν τσελ Μάρε, αποτέλεσαν συγκλονιστικές στιγμές για τη Ρουμανική εθνική ταυτότητα στη Βουκοβίνα. Αφού κέρδισε την ανεξαρτησία της, η Ρουμανία οραματιζόταν να ενσωματώσει αυτή την ιστορική επαρχία, που ως πυρήνας του Μολδαβικού Πριγκιπάτου, ήταν μεγάλης ιστορικής σημασίας για την ιστορία της και περιελάμβανε πολλά εξέχοντα μνημεία της τέχνης και της αρχιτεκτονικής της. Παρά την εισροή μεταναστών, που ενθαρρυνόταν υπό την Αυστριακή διοίκηση, οι Ρουμάνοι συνέχισαν να είναι η μεγαλύτερη εθνική ομάδα στην επαρχία μέχρι το 1880, οπότε οι Ρουθηνοί (Ουκρανοί) τους ξεπέρασαν αριθμητικά 5:4. Σύμφωνα με την απογραφή του 1880 υπήρχαν 239.690 Ρουθηνοί και Χούτσουλ, ή περίπου 41,5% του πληθυσμού της περιοχής, ενώ οι Ρουμάνοι ήταν δεύτεροι με 190.005 κατοίκους ή 33%, σχέση που διατηρήθηκε λίγο ή πολύ ίδια μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ρουθηνοί είναι παλαιότερο όνομα για τους Ουκρανούς, ενώ οι Χούτσουλ είναι τοπική Ουκρανική υποομάδα.
Υπό την Αυστριακή διοίκηση η Βουκοβίνα διατηρήθηκε εθνολογικά μεικτή: κυρίως Ρουμανική στον νότο, Ουκρανική (συνήθως αναφερόμενη ως Ρουθηνική στην Αυτοκρατορία) στον βορρά με μικρούς αριθμούς Ούγγρων Σέκελι, Σλοβάκων και Πολωνών χωρικών και Γερμανών, Πολωνών και Εβραίων στις πόλεις. Η απογραφή του 1910 κατέγραψε 800.198 κατοίκους, από τους οποίους Ρουθηνοί 38,88%, Ρουμάνοι 34,38%, Γερμανοί 21,24% (περιλαμβανομένων 12,86% Εβραίων), Πολωνοί 4,55%, Ούγγροι 1,31%, Σλοβάκοι 0,08%, Σλοβένοι 0,02%, Iταλοί 0,02% και λίγοι Κροάτες, Ρομά, Σέρβοι και Τούρκοι. Οι Ρουμάνοι ήταν ακόμη παρόντες σε όλους τους οικισμούς της περιοχής αλλά ο αριθμός τους ήταν περιορισμένος στα χωριά του βορρά. Πολλοί από τους Γερμανούς της Βουκοβίνας και λίγοι Ρουμάνοι μετανάστευσαν τον 19ο και τον 20ό αιώνα στη Βόρεια Αμερική.
Το 1783 με αυτοκρατορικό διάταγμα οι Ελληνορθόδοξες επαρχίες της Βουκοβίνας και της Δαλματίας αποτέλεσαν μια Αρχιεισκοπή με έδρα στο Τσερνόβιτς. Με τον καιρό εμφανίστηκαν τριβές μεταξύ των Σέρβων αρχιεπισκόπων και των Ρουμάνων που παραπονούντο ότι η Παλαιά Σλαβονική ευνοείτο έναντι της Ρουμανικής και ότι τα οικογενειακά ονόματα εκσλαβίζονταν. Παρά τις Ρουμανσλαβικές τριβές για την επιρροή στην ιεραρχία του τοπικού Ορθόδοξου κλήρου, δεν υπήρχε Ρουμανοουκρανική εθνική ένταση και αμφότεροι οι πολιτισμοί αναπτύχθηκαν στην εκπαιδευτικά και τη δημόσια ζωή. Μετά την άνοδο του Ρουμανικού εθνικισμού το 1848 οι αρχές των Αψβούργων παραχώρησαν πρόσθετα δικαιώματα στους Ουκρανούς σε μια προσπάθεια να μετριάσουν τις Ρουμανικές φιλοδοξίες για ανεξαρτησία. Στα τέλη του 19ου αιώνα η ανάπτυξη του Ουκρανικού πολιτισμού στη Βουκοβίνα ξεπέρασε τη Γαλικία και την υπόλοιπη Ουκρανία με ένα δίκτυο Ουκρανικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, μια ομάδα υπό τον Αυστριακό Αρχιδούκα Φραγκίσκο Φερδινάνδο εκπόνησε ένα σχέδιο (που ποτέ δεν υλοποιήθηκε) των Ηνωμένων Πολιτειών της Μείζονος Αυστρίας. Η συγκεκριμένη πρόταση δημοσιεύθηκε στο βιβλίο του Aurel C. Popovici “Die Vereinigten Staaten von Groß-Österreich“ [Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Μείζονος Αυστρίας], Λειψία, 1906. Σύμφωνα με αυτό το μεγαλύτερο μέρος της Βουκοβίνας (με το Τσερνόβιτς) θα σχημάτιζε με την Τρανσυλβανία ένα Ρουμανικό κράτος, ενώ το βορειοδυτικό τμήμα θα σχημάτιζε με το μεγαλύτερο μέρος της Γαλικίας ένα Ουκρανικό, αμφότερα σε μια ομοσπονδία με 13 άλλα κράτη υπό το Αυστριακό στέμμα.
Βασίλειο της Ρουμανίας
ΕπεξεργασίαΣτον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διεξήχθησαν στη Βουκοβίνα αρκετές μάχες μεταξύ των Αυστροουγγρικών, Γερμανικών και Ρωσικών στρατευμάτων, που κατέληξαν στην εκδίωξη του Ρωσικού στρατού το 1917.
Με την κατάρρευση της Αυστροουγγαρίας το 1918, τόσο το τοπικό Ρουμανικό Εθνικό Συμβούλιο, όσο και το Ουκρανικό Εθνικό Συμβούλιο, με έδρα τη Γαλικία, διεκδίκησαν την περιοχή. Στις 14/27 Οκτωβρίου 1918 μια Συντακτική Συνέλευση σχημάτισε μια Εκτελεστική Επιτροπή, στην οποία παρέδωσε την εξουσία ο Αυστριακός κυβερνήτης της επαρχίας. Μετά από επίσημο αίτημα του Ιάντσου Φλόντορ Ρουμανικά στρατεύματα κινήθηκαν άμεσα για να καταλάβουν την περιοχή εναντίον Ουκρανικών διαδηλώσεων. Αν και ντόπιοι Ουκρανοί προσπάθησαν να ενσωματώσουν τμήματα της βόρειας Βουκοβίνας στη βραχύβια (1918–1919) Λαϊκή Δημοκρατία της Δυτικής Ουκρανίας, η προσπάθειά τους κατεστάλη από Πολωνικά και Ρουμανικά στρατεύματα.
Υπό την προστασία των Ρουμανικών στρατευμάτων το Ρουμανικό Συμβούλιο συγκάλεσε ένα Γενικό Συνέδριο της Βουκοβίνας για τις 15/28 Νοεμβρίου 1918, όπου οι αντιπρόσωποι ήταν 74 Ρουμάνοι, 13 Ρουθηνοί, 7 Γερμανοί και 6 Πολωνοί (αυτή είναι η γλωσσική σύνθεση και οι Εβραίοι δεν καταγράφηκαν ως ξεχωριστή ομάδα). Λαϊκός ενθουσιασμός σάρωσε όλη την περιοχή και μεγάλο πλήθος συγκεντρώθηκε στην πόλη περιμένοντας τις αποφάσεις του Συνεδρίου.
Το Συνέδριο εξέλεξε ως πρόεδρο τον Ρουμάνο πολιτικό της Βουκοβίνας Ιάντσου Φλόντορ και ψήφισε υπέρ της ένωσης με το Βασίλειο της Ρουμανίας με την υποστήριξη των Ρουμάνων, Πολωνών και Γερμανών αντιπροσώπων, ενώ οι Ουκρανοί δεν ήθελαν να συμμετέχουν. Αιτιολογία της απόφασης ήταν ότι, μέχρι την κατάληψή της από τους Αψβούργους το 1775 η Βουκοβίνα ήταν η καρδιά του Πριγκιπάτου της Μολδαβίας, όπου βρίσκονται οι "gropniţele domneşti" (τάφοι των βοεβόδων) και το "dreptul de liberă hotărâre de sine" (δικαίωμα της αυτοδιάθεσης). Ο Ρουμανικός έλεγχος της επαρχίας αναγνωρίσθηκε διεθνώς με τη Συνθήκη του Αγίου Γερμανού το 1919.
Κατά τον Μεσοπόλεμο οι Ρουμανικές αρχές εφάρμοσαν ένα πρόγραμμα εκρουμανισμού με στόχο των αφομοιωτικών πολιτικών τους τον Ουκρανικό πληθυσμό της περιοχής. Η Ρουμανική γλώσσα εισήχθη στα σχολεία των εθνικών μειονοτήτων το 1923 και το 1926 έκλεισαν όλα τα δημόσια Ουκρανικά σχολεία στη Βουκοβίνα (τα ιδιωτικά σχολεία διατηρούνται ακόμη).
Την ίδια στιγμή οι εγγραφές Ουκρανών στο Πανεπιστήμιο του Τσερνίουτσι (Τσερνόβτσι) μειώθηκαν από 239 σε σύνολο 1671 το 1914, σε 155 σε σύνολο 3247 το 1933, ενώ ταυτόχρονα οι εγγραφές Ρουμάνων εκεί πολλαπλασιάστηκαν σε 2117 σε σύνολο 3247. Εν μέρει αυτό οφειλόταν στην προσπάθεια στροφής στα Ρουμανικά ως βασικής γλώσσας της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, αλλά κυρίως στο γεγονός ότι το πανεπιστήμιο ήταν ένα από τα πέντε μόνο της Ρουμανίας και θεωρείτο αναγνωρισμένου κύρους.
Στη δεκαετία μετά το 1928, καθώς η Ρουμανία προσπαθούσε να βελτιώσει τις σχέσεις της με τη Σοβιετική Ένωση, δόθηκαν στην Ουκρανική κουλτούρα κάποια περιορισμένα μέσα εκ νέου ανάπτυξης, αλλά αυτό αναστράφηκε απότομα το 1938.
Σύμφωνα με τη Ρουμανική απογραφή του 1930 οι Ρουμάνοι αποτελούσαν το 44,5% του πληθυσμού της Βουκοβίνας και οι Ουκρανοί (με τους Χούτσουλ) το 29,1%. Στο βόρειο τμήμα της περιοχής όμως οι Ρουμάνοι αποτελούσαν μόνο το 32,6% του πληθυσμού με τους Ουκρανούς ελαφρώς να υπερτερούν αριθμητικά των Ρουμάνων.
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
ΕπεξεργασίαΜετά το Σύμφωνο Μολότωφ - Ρίμπεντροπ , το Σοβιετικό Τελεσίγραφο του Ιουνίου 1940 απαίτησε από τη Ρουμανία το βόρειο τμήμα της Βουκοβίνας, που συνόρευε με τη Γαλικία (η τελευταία προσαρτήθηκε από τη Σοβιετική Ένωση κατά τον διαμελισμό της Πολωνίας το 1939). Το Σοβιετικό αίτημα για τη Βουκοβίνα εξέπληξε τη Ναζιστική Γερμανία, αν και επίσημα δεν αντιτάχθηκε σε αυτό. Στο πρώτο Σοβιετικό τελεσίγραφο προς τη Ρουμανική κυβέρνηση, η εν μέρει κατοικούμενη από Ουκρανούς βόρεια Βουκοβίνα "απαιτείτο" ως ελάχιστη "αποζημίωση για τη μεγάλη απώλεια που προέκυψε για τη Σοβιετική Ένωση και τον πληθυσμό της Βεσσαραβίας από την εικοσιδυάχρονη κυριαρχία της Ρουμανίας επί της Βεσσαραβίας". Στις 28 Ιουνίου 1940 η Ρουμανική κυβέρνηση εκκένωσε τη Βόρεια Βουκοβίνα και μετακινήθηκε εκεί ο Κόκκινος Στρατός, με τα νέα σοβιετορουμανικά σύνορα να τίθενται λιγότερο από 20 χλμ. βόρεια του Μοναστηριού Πούτνα.
Το 1940 το όμπλαστ του Τσερνόβτσι (τα 2/3 του οποίου είναι η Βόρεια Βουκοβίνα) είχε πληθυσμό περίπου 805.000, από τους οποίους 47,5% ήταν Ουκρανοί και 28,3% Ρουμάνοι, με το υπόλοιπο Γερμανούς, Εβραίους, πολωνούς, Ούγγρους και Ρώσους. Η ισχυρή Ουκρανική παρουσία ήταν το επίσημο κίνητρο για την ένταξη της περιοχής στην Ουκρανική ΣΣΔ και όχι στη νεοϊδρυθείσα ΣΣΔ της Μολδαβίας. Το αν η περιοχή θα είχε ενταχθεί στην Ουκρανική ΣΣΔ αν η επιτροπή που αποφάσισε σχετικά δεν προεδρευόταν από τον Ουκρανό κομμουνιστή ηγέτη Νικίτα Χρουστσόφ, παραμένει θέμα συζήτησης μεταξύ των ερευνητών. Στη πραγματικότητα μερικά εδάφη με κυρίως Ρουμανικό πληθυσμό (π.χ. περιοχή Χέρτσα) παραχωρήθηκαν στην Ουκρανική ΣΣΔ.
Κατά τη διάρκεια της επίθεσης του 1941 των Δυνάμεων του Αξονα στη Σοβιετική Ενωση, η Τρίτη Ρουμανική Στρατιά, υπό τον Στρατηγό Πέτρε Ντουμιτρέσκου (που επιχειρούσε στον βορρά) και η Τέταρτη Ρουμανική Στρατιά (που επιχειρούσε στον νότο) ανακατέλαβε τη Βόρεια Βουκοβίνα, καθώς και τη Χέρτζα και τη Βεσσαραβία τον Ιούνιο-Ιούλιο του 1941. Εντούτοις συνέχισαν τον πόλεμο και κατέλαβαν μέχρι το 1944 κυρίως Σοβιετικά εδάφη στα νότια της Ουκρανικής ΣΣΔ- την Επαρχία της Οδησσού και τμήματα των επαρχιών Μικολάιβ και Βινίτσια.
Μεταξύ 1940 και 1950 συνέβησαν στη βόρεια Βουκοβίνα πολλές δημογραφικές αλλαγές, που οφείλονται σε αρκετούς αλλά συντρέχοντες παράγοντες :
- τη φυγή τμήματος του πληθυσμού στη Ρουμανίας (κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά του Ρουμανικής εθνικότητας)
- τον επαναπατρισμό Γερμανών, Ούγγρων και Πολωνών
- τη συστηματική καταστολή, τις μαζικές εκτοπίσεις και την εξόντωση από το Σοβιετικό καθεστώς (κυρίως, αν και όχι αποκλειστικά, κατά των Ρουμάνων)
- την απέλαση του Εβραϊκού πληθυσμού από τις Ρουμανικές αρχές στην Υπερδνειστερία.
Τον πρώτο χρόνο της Σοβιετικής κατοχής ο πληθυσμός της περιοχής μειώθηκε κατά πάνω από 250.000. Κατόπιν διαταγών της НКВД την περίοδο αυτή δεκάδες χιλιάδες Ρουμανικών οικογενειών εκτοπίσθηκαν στη Σιβηρία, με 12.191 άτομα να εκτοπίζονται στις 2 Αυγούστου 1940 (λιγότερο από ένα μήνα μετά την κατοχή) και άλλα 2.057 άτομα να εκτοπίζονται στη Σιβηρία τον Δεκέμβριο του 1940 μαζί με τις οικογένειές τους. Η μεγαλύτερη εκτόπιση έλαβε χώρα στις 13 Ιουνίου 1941, 13.000 ατόμων στη Σιβηρία και στο Καζακστάν.
Μέχρι τη συμφωνία επαναπατρισμού της 15 Απριλίου 1941, στρατεύματα της Εν Κα Βε Ντε σκότωσαν εκατοντάδες χωρικούς της Βόρειας Βουκοβίνας, ενώ προσπαθούσαν να διασχίσουν τα σύνορα προς τη Ρουμανία, για να διαφύγουν από τις Σοβιετικές αρχές. Αυτό κορυφώθηκε την 1 Απριλίου 1941, με τη Σφαγή της Φαντάνα Αλμπα.
Σχεδόν όλος ο Γερμανικός πληθυσμός της βόρειας Βουκοβίνας εξαναγκάστηκε να μετεγκατασταθεί σε τμήματα της Πολωνίας, που κατέχονταν τότε από τη Ναζιστική Γερμανία, μεταξύ 15 Σεπτεμβρίου και 15 Νοεμβρίου 1940, μετά την κατάληψη της περιοχής από τη Σοβιετική Ένωση. Περίπου 45.000 Γερμανοί είχαν φύγει από τη Βόρεια Βουκοβίνα τον Νοέμβριο του 1940. Ο αριθμός αυτός, υψηλότερος από το μέγεθος της Γερμανικής μειονότητας, περιελάμβανε επίσης δύο χιλιάδες Ρουμάνους, Ουκρανούς κ.α., που υποκρίθηκαν τους Γερμανούς, για να αποδράσουν από τη Σοβιετική εξουσία.
Τον Ιούλιο του 1941 η νέα Ρουμανική στρατιωτική διοίκηση κατέγραψε τουλάχιστον 36.000 αγνοούμενους.
Μετά τον πόλεμο
ΕπεξεργασίαΤο 1944 ο Κόκκινος Στρατός εξεδίωξε τις δυνάμεις του Άξονα και αποκατάστησε τον Σοβιετικό έλεγχο στην περιοχή. Η Ρουμανία αναγκάσθηκε να παραχωρήσει επίσημα το βόρειο τμήμα της Βουκοβίνας στην ΕΣΣΔ με τη Συνθήκη ειρήνης των Παρισίων του 1947. Η περιοχή αποτέλεσε τμήμα της Ουκρανικής ΣΣΔ ως Όμπλαστ του Τσερνόβτσι (επαρχία). Μετά τον πόλεμο η Σοβιετική κυβέρνηση εκτόπισε ή σκότωσε περίπου 41.000 Ρουμάνους. Λόγω των δολοφονιών και των μαζικών εκτοπίσεων ολόκληρα χωριά, κυρίως κατοικούμενα από Ρουμάνους, εγκαταλείφθηκαν (Αλμποβάτ, Φρούντζα, Ι.Γ.Ντούκα, Μπούτσι-απαλείφθηκαν τελείως, Πρισάκα, Ταντένι και Βίτσοβ-καταστράφηκαν σε μεγάλο βαθμό). Οι άνδρες στρατεύσιμης ηλικίας (μερικές φορές και μεγαλύτεροι) στρατολογήθηκαν στον Σοβιετικό Στρατό. Αυτό δεν τους προστάτευσε πάντως από το να συλληφθούν και να εκτοπισθούν ως "αντισοβιετικά στοιχεία".
Αντιδρώντας αντάρτικες ομάδες (τόσο από Ρουμάνους όσο και Ουκρανούς) άρχισαν τις επιχειρήσεις κατά των Σοβιετικών στα δάση γύρω από το Τσερνόβτσι, την Κράσνα και το Κοντρίλ Κοσμινουλούι. Στην Κράσνα χωρικοί επιτέθηκαν σε Σοβιετικούς στρατιώτες, που είχαν σταλεί να τους "μετεγκαταστήσουν προσωρινά", γιατί φοβήθηκαν την εκτόπιση, με αποτέλεσμα νεκρούς και τραυματίες μεταξύ των χωρικών, που δεν διέθεταν πυροβόλα.
Το 1945 επαναπατρίστηκαν Πολωνοί που (εθελοντικά ή με καταναγκασμό) αποφάσισαν να φύγουν. Μεταξύ Μαρτίου 1945 και Ιουλίου 1946 10.490 κάτοικοι έφυγαν από τη βόρεια Βουκοβίνα στην Πολωνία, 8.140 Πολωνοί, 2.041 Εβραίοι και 309 άλλων εθνικοτήτων.
Συνολικά, μεταξύ 1930 (τελευταία Ρουμανική απογραφή) και 1959 (πρώτη Σοβιετική απογραφή) ο πληθυσμός της βόρειας Βουκοβίνας μειώθηκε κατά 31.521. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των δύο αυτών απογραφών ο Ρουμανικός πληθυσμός είχε μειωθεί κατά 75.752 και ο Εβραϊκός κατά 46.632, ενώ ο Ουκρανικός και ο Ρωσικός αυξήθηκαν κατά 135.161 και 4.322 αντίστοιχα.
Μετά το 1944 οι κονωνικές και οικονομικές σχέσεις μεταξύ του βόρειου (Σοβιετικού) και του νότιου (Ρουμανικού) τμήματος της Βουκοβίνας διακόπηκαν. Ενώ το βόρειο τμήμα είναι ο πυρήνας του Ουκρανικού όμπλαστ του Τσερνόβτσι, το νότιο τμήμα είναι ενσωματωμένο στις άλλες Ρουμανικές ιστορικές περιοχές.
Πληθυσμός
ΕπεξεργασίαΙστορικά
ΕπεξεργασίαΣύμφωνα με την Αυστριακή απογραφή του 1775 η επαρχία είχε συνολικό πληθυσμό 86.000 (περιελάμβανε 56 χωριά, που αργότερα επεστράφησαν στη Μολδαβία). Η απογραφή κατέγραψε μόνο την κοινωνική θέση και ορισμένες εθνικογλωσσικές ομάδες (Εβραίους, Αρμένιους, Γύφτους και Γερμανούς εποίκους). Το 1919 ο Ι. Νίστορ υποστήριξε ότι οι Ρουμάνοι αποτελούσαν συντριπτική πλειοψηφία το 1774, περίπου 64.000 (85%) από τις 75.000 του συνολικού πληθυσμού. Εντωμεταξύ περίπου 8.000 (10%) ήταν Ρουθηνοί/Ουκρανοί και 3.000 (4%) άλλες εθνικές ομάδες. Αφ' ετέρου μια ανθρωπολογική ανάλυση της Ρωσικής απογραφής του πληθυσμού της Μολδαβίας το 1774 απέδωσε πληθυσμό 68.700, από τους οποίους 40.920 (59,6%) Ρουμάνοι, 22.810 Ρουθηνοί και Χούτσουλ (33,2%) και 7,2% Εβραίοι, Ρομά και Αρμένιοι.
Τον 19ο αιώνα οι πολιτικές της Αυστριακής Αυτοκρατορίας ενθάρρυναν την εισροή πολλών μεταναστών, όπως Γερμανών, Πολωνών, Εβραίων, Ούγγρων και Ουκρανών (που αναφέρονταν τότε ως Ρουθηνοί) από τη Γαλικία, καθώς και Ρουμάνων από την Τρανσυλβανία. Οι επίσημες απογραφές της Αυστριακής Αυτοκρατορίας (κατόπιν Αυστροουγγαρίας) δεν κατέγραφαν εθνικογλωσσικά στοιχεία μέχρι το 1850-1851. Οι απογραφές του 1857 και του 1869 δεν είχαν ερωτήσεις σχετικές με την εθνικότητα και τη γλώσσα. Η μητρική γλώσσα δεν ξανακαταγράφηκε μέχρι το 1880. Η Αυστριακή απογραφή του 1850-1851, που για πρώτη φορά κατέγραψε στοιχεία σχετικά με τις ομιλούμενες γλώσσες, δείχνει 48,50% Ρουμάνους και 38,07% Ουκρανούς. Επόμενες Αυστριακές απογραφές μεταξύ 1880 και 1910 φανερώνουν σταθεροποίηση του Ρουμανικού πληθυσμού περί το 33% και του Ουκρανικού περί το 40%.
Βάσει των παραπάνω ανθρωπολογικών εκτιμήσεων για το 1774 καθώς και επόμενων επίσημων απογραφών η εθνολογική σύνθεση της Βουκοβίνας άλλαξε τα χρόνια μετά το 1775, οπότε την περιοχή κατέλαβε η Αυστριακή Αυτοκρατορία. Ο πληθυσμός της Βουκοβίνας αυξανόταν σταθερά, κυρίως μέσω της μετανάστευσης, που οι Αυστριακές αρχές ευνοούσαν για να αναπτυχθεί η οικονομία. Ο Χ. Φ. Μύλερ αναφέρει πληθυσμό σχετικό με τη στρατολόγηση 339.669. Σύμφωνα με τον Αλέκου Χουρμουζάκι το 1848 το 55% του πληθυσμού ήταν Ρουμάνοι. Στο ίδιο διάστημα ο Ουκρανικός πληθυσμός αυξήθηκε σε 108.907 το 1848 και ο Εβραϊκός εκτινάχθηκε από 526 το 1774 σε 11.600 in 1848.
Το 1843 η Ρουθηνική γλώσσα αναγνωρίσθηκε, μαζί με τη Ρουμανική, ως "η γλώσσα του λαού και της Εκκλησίας της Βουκοβίνας".
Σύμφωνα με εκτιμήσεις και απογραφές ο πληθυσμός της Βουκοβίνας ήταν :
Ετος | Ρουμάνοι | Ουκρανοί | Αλλοι | |||
---|---|---|---|---|---|---|
1774 (ε) | 40.920 - 64.000 | 59.6% - 85.33% | 8.000 - 22.810 | 10.6% - 33.2% | 3.000 - 4.970 | 4.0% - 7.2% |
1846 (α)[2] | 140.628 | 37.89% | 180.417 | 48.61% | N/A | 13.5% |
1848 (ε) | 209.293 | 55.4% | 108.907 | 28.8% | 59.381 | 15.8% |
1851 (α)[2][3] | 184.718 | 48.5% | 144.982 | 38.1% | 51.126 | 13.4% |
1880 (α)[4] | 190.005 | 33.4% | 239.960 | 42.2% | 138.758 | 24.4% |
1890 (α)[5] | 208.301 | 32.4% | 268.367 | 41.8% | 165.827 | 25.8% |
1900 (α)[6] | 229.018 | 31.4% | 297.798 | 40.8% | 203.379 | 27.8% |
1910 (α) | 273.254 | 34.1% | 305.101 | 38.4% | 216.574 | 27.2% |
1930 (α)[7][8] | 379.691 | 44.5% | 248.567 | 29.1% | 224.751 | 26.4% |
Σημείωση: ε-εκτίμηση, α-απογραφή
Σήμερα
ΕπεξεργασίαΗ σημερινή δημογραφική κατάσταση στη Βουκοβίνα ελάχιστα θυμίζει εκείνη της εποχής της Αυστριακής Αυτοκρατορίας. Στο βόρειο (Ουκρανικό) και στο νότιο (Ρουμανικό) τμήμα κυριαρχούν αισθητά η Ουκρανική και η Ρουμανική πλειοψηφία αντίστοιχα, με την εκπροσώπηση άλλων εθνικών ομάδων να έχει σημαντικά μειωθεί.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ουκρανικής Απογραφής (2001) οι Ουκρανοί αποτελούν περίπου 75% (689.100) του πληθυσμού του Τσερνόβτσι Ομπλάστ, που είναι η πλησιέστερη, αν και όχι ακριβής, προσέγγιση της ιστορικής Βόρειας Βικουβίνας. Η απογραφή εντόπισε επίσης μια μείωση του Ρουμανικού και του Μολδαβικού πληθυσμού σε 12,5% (114.600) και 7,3% (67.200) αντίστοιχα. Οι Ρώσοι είναι η επόμενη μεγάλη εθνική ομάδα με 4,1%, ενώ οι Πολωνοί, οι Λευκορώσοι και οι Εβραίοι αποτελούν το υπόλοιπο 1,2%. Οι γλώσσες του πληθυσμού αντικατοπτρίζουν στενά την εθνοτική σύνθεση, με πάνω από 90% κάθε μεγάλης εθνικής ομάδας να δηλώνει ως μητρική την εθνική της γλώσσα (Ουκρανική, Ρουμανική και Ρωσική αντίστοιχα).
Το γεγονός ότι Ρουμάνοι και Μολδαβοί εμφανίσθηκαν ως ξεχωριστές κατηγορίες στα αποτελέσματα της απογραφής έχει επικριθεί από τη Ρουμανική Κοινότητα της Ουκρανίας-Διαπεριφερειακή Ένωση, που παραπονιέται ότι αυτή η παλιά πρακτική της Σοβιετικής εποχής καταλήγει στην υποεκτίμηση του Ρουμανικού πληθυσμού, καθώς μοιράζεται σε Ρουμάνους και Μολδαβούς.
Οι Ρουμάνοι κατοικούν κυρίως στο νότιο τμήμα της περιοχής Τσερνόβτσι, όντας πλειοψηφία στην Επαρχία Χέρτζα, ενώ αποτελούν πλειοψηφία με τους Μολδαβούς στην (σχετικά πλειοψηφούντων των Ουκρανών) Επαρχία Χλιμπόκα. Οι Μολδαβοί είναι πλειοψηφία στην Επαρχία Νοβοσελίτσια. Στις άλλες οκτώ επαρχίες και στην πόλη του Τσερνόβτσι πλειοψηφούν οι Ουκρανοί.
Η νότια, ή Ρουμανική Βουκοβίνα, έχει σημαντική Ρουμανική πλειοψηφία (94,8%), με μεγαλύτερες μειονοτικές ομάδες τους Ρομά (1,9%) και τους Ουκρανούς (0,9) (απογραφή 2011).
Φωτογραφίες
Επεξεργασία-
Μοναστήρι Πούτνα
-
Τσαρλίμπαμπα
-
Μουσείο χωριού, Σουτσεάβα
-
Βάτρα Ντορνέι
-
Διάβαση Μεστετσάνις
-
Βαλέα Πουτνέι
-
Ντανίλ Σιχάστρου, σπηλιά ερημητήριο
-
Μοναστήρι Σουτσεβίτσα
-
Διάβαση Τιχούτα – συνδέει τη βουκοβίνα με την Τρανσυλβανία
-
Τσερνόβτσι (Ρουμανικά: Cernăuți)
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Ιστοσ. Ηλ. Εγκυκλ. Livepedia.Gr, Αντίστοιχο λήμμα Αρχειοθετήθηκε 2016-03-04 στο Wayback Machine., Ανακτήθηκε 20 Δεκεμβρίου 2012
- ↑ 2,0 2,1 Ionas Aurelian Rus (2008), Variables Affecting Nation-building: The Impact of the Ethnic Basis, the Educational System, Industrialization and Sudden Shocks. ProQuest. ISBN 9781109059632. p. 102
- ↑ 1855 Austrian ethnic-map showing 1851 census data in lower right corner File:Ethnographic map of austrian monarchy czoernig 1855.jpg
- ↑ First Austro-Hungarian census measuring the 'language spoken at home' of the population [1]
- ↑ Austro-Hungarian census of 1890 [2]
- ↑ Austro-Hungarian census of 1900 [3]
- ↑ Irina Livezeanu (2000). Cultural Politics in Greater Romania: Regionalism, Nation Building & Ethnic Struggle, 1918-1930. Cornell University Press. σελίδες 52–. ISBN 0-8014-8688-2.
- ↑ Jan Owsinski, Piotr Eberhardt. Ethnic Groups and Population Changes in Twentieth-Century Central-Eastern Europe. M.E. Sharpe. σελίδες 295–. ISBN 978-0-7656-1833-7.