Βεσσαραβία
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Βεσσαραβία (ρουμανικά: Basarabia, ουκρανικά: Бесарабія, ρωσικά: Бессарабия, βουλγαρικά: Бесарабия, τουρκικά: Besarabya) είναι ιστορική περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης που οριοθετείται από τους ποταμούς Δνείστερο ανατολικά και Προύθο δυτικά. Το μεγαλύτερο μέρος της Βεσσαραβίας είναι σήμερα τμήμα της Μολδαβίας, ενώ οι βορειότερες περιοχές της, καθώς και οι νοτιότερες, που συνορεύουν με τη Μαύρη Θάλασσα (Μπουντζάκ), είναι τμήμα της Ουκρανίας.
Στον απόηχο του Ρωσοτουρκικού Πολέμου, 1806–1812 και της Συνθήκης του Βουκουρεστίου που ακολούθησε, τα ανατολικά τμήματα του Πριγκιπάτου της Μολδαβίας, φόρου υποτελούς στους Οθωμανούς, μαζί με κάποιες περιοχές που προηγουμένως ήταν υπό την άμεση Οθωμανική κυριαρχία, παραχωρήθηκαν στην Αυτοκρατορική Ρωσία. Το απόκτημα αυτό ήταν από τις τελευταίες επεκτάσεις της Αυτοκρατορίας που έλαβαν χώρα στην Ευρώπη (το τελευταίο ήταν το Βασίλειο της Πολωνίας, που ενσωματώθηκε στην Αυτοκρατορία μεταξύ 1815 και 1817). Τα νεοαποκτηθέντα εδάφη οργανώθηκαν ως Διοίκηση της Βεσσαραβίας, υιοθετώντας ένα όνομα που προγενέστερα χρησιμοποιείτο για τις νότιες πεδιάδες, μεταξύ των ποταμών Δνείστερου και Δούναβη. Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, το 1856, οι νότιες περιοχές της Βεσσαραβίας επιστράφηκαν στην κυριαρχία της Μολδαβίας. Η Ρωσική εξουσία αποκαταστάθηκε σε όλη την περιοχή το 1878, οπότε η Ρουμανία, προϊόν της ένωσης της Μολδαβίας με τη Βλαχία, πιέστηκε να ανταλλάξει αυτά τα εδάφη με τη Δοβρουτσά.
Το 1917, στον απόηχο της Ρωσικής Επανάστασης, η περιοχή συγκροτήθηκε ως Λαϊκή Δημοκρατία της Μολδαβίας, αυτόνομη δημοκρατία, τμήμα ενός δημιουργούμενου ομόσπονδου Ρωσικού κράτους. Η Μπολσεβικική αναταραχή στα τέλη του 1917 και τις αρχές του 1918 προκάλεσαν την επέμβαση του Ρουμανικού Στρατού, με το πρόσχημα να ειρηνεύσει την περιοχή. Λίγο αργότερα η κοινοβουλευτική συνέλευση διακήρυξε την ανεξαρτησία και στη συνέχεια την ένωση με το Βασίλειο της Ρουμανίας. Η νομιμότητα όμως των ενεργειών αυτών αμφισβητήθηκε, εμφανέστατα από τη Σοβιετική Ένωση, που θεώρησε την περιοχή ως κατεχόμενη από τη Ρουμανία.
Το 1940, αφού εξασφάλισε τη συναίνεση της Ναζιστικής Γερμανίας μέσω του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, η Σοβιετική Ένωση πίεσε τη Ρουμανία να αποχωρήσει από τη Βεσσαραβία, επιτρέποντας στον Κόκκινο Στρατό να καταλάβει την περιοχή, που ενσωματώθηκε επίσημα στη Σοβιετική Ένωση : ο πυρήνας ενώθηκε με τμήματα της ΑΣΣΔ της Μολδαβίας για να αποτελέσουν τη ΣΣΔ της Μολδαβίας, ενώ τα εδάφη που κατοικούντο από Σλαβικές πλειοψηφίες στα βόρεια και στα νότια της Βεσσαραβίας μεταβιβάστηκαν στη ΣΣΔ της Ουκρανίας. Η σύμμαχος του Άξονα Ρουμανία ανακατέλαβε για λίγο την περιοχή το 1941, κατά τη Ναζιστική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, αλλά την έχασε το 1944, καθώς άλλαξε η έκβαση του πολέμου. Το 1947 με τη Συνθήκη των Παρισίων, που τερμάτισε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αναγνωρίστηκαν διεθνώς τα σοβιετορουμανικά σύνορα κατά μήκος του Προύθου.
Κατά τη διαδικασία διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης οι ΣΣΔ Μολδαβίας και Ουκρανίας ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους το 1991 και έγιναν τα σύγχρονα κράτη Μολδαβίας και Ουκρανίας, διατηρώντας τον υπάρχοντα διαμελισμό της Βεσσαραβίας. Μετά από ένα σύντομο πόλεμο στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Υπερδνειστερία αυτοανακηρύχθηκε Υπερδνειστεριακή Μολδαβική Δημοκρατία, αποχωριζόμενη την κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Μολδαβίας, επεκτείνοντας την εξουσία της επίσης στον δήμο του Μπέντερ της Βεσσαραβίας. Τμήμα των περιοχών που κατοικούνται από τους Γκαγκαούζους στη νότια Βεσσαραβία οργανώθηκε το 1994 ως αυτόνομη περιοχή εντός της Μολδαβίας.
Ετυμολογία
ΕπεξεργασίαΣύμφωνα με την παραδοσιακή ερμηνεία το όνομα Βεσσαραβία (Basarabia στα Ρουμανικά) προέρχεται από τη δυναστεία Βασάραβα της Βλαχίας που φέρεται να κυβέρνησε το νότιο τμήμα της περιοχής τον 14ο αιώνα. Πρόσφατες όμως έρευνες έχουν αμφισβητήσει αυτή την άποψη, καθώς το όνομα αυτό αποδόθηκε για πρώτη φορά στην περιοχή από Δυτικούς χαρτογράφους, εμφανιζόμενο σε τοπικές πηγές μόνο το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα. Εξάλλου η χρήση του όρου για αναφορά στις Μολδαβικές περιοχές κοντά στη Μαύρη Θάλασσα απορρίφθηκε ρητά ως χαρτογραφική σύγχυση από τον Μολδαβό χρονικογράφο Μίρον Κοστίν. Η σύγχυση ίσως να οφείλεται σε Πολωνικές αναφορές στη Βλαχία ως Bessarbia, εσφαλμένα ερμηνευμένη από μεσαιωνικούς Δυτικούς χαρτογράφους ως ξεχωριστή χώρα μεταξύ αυτής και της Μολδαβίας. Σύμφωνα με τον Δημήτριο Καντεμίρ το όνομα αρχικά αφορούσε μόνο το τμήμα της περιοχής νότια του Άνω Τείχους του Τραϊανού, λίγο μεγαλύτερο από το σημερινό Μπουντζάκ.
Γεωγραφία
ΕπεξεργασίαΗ περιοχή ορίζεται από τον Δνείστερο βόρεια και ανατολικά, τον Προύθο στα δυτικά και τον κάτω Ποταμό Δούναβη και τη Μαύρη Θάλασσα στα νότια. Είναι περίπου 46.000 τ.χλμ. Η περιοχή αποτελείται κυρίως από λοφώδεις πεδιάδες και επίπεδες στέπες. Είναι γόνιμη και έχει αποθέματα λιγνίτη και λατομεία. Οι κάτοικοι που ζουν στην περιοχή καλλιεργούν ζαχαρότευτλα, ηλίανθους, σιτάρι, καλαμπόκι, καπνό, σταφύλια για κρασί και φρούτα. Εκτρέφουν επίσης πρόβατα και βοοειδή. Κύρια βιομηχανία στην περιοχή είναι η μεταποίηση γεωργικών προϊόντων.
Οι κύριες πόλεις της περιοχής είναι το Κισινάου, πρωτεύουσα της Μολδαβίας, το Ιζμαήλ και το Μπίλχοροντ-Ντνιστρόφσκι (ιστορικό όνομα Τσετάτεα Αλμπα/Ακερμαν).
Ιστορία
ΕπεξεργασίαΣτα τέλη του 14ου αιώνα το νεοϊδρυθέν Πριγκιπάτο της Μολδαβίας περιέλαβε τη μετέπειτα γνωστή ως Βεσσαραβία. Στη συνέχεια η περιοχή αυτή, άμεσα ή έμμεσα, εν όλω ή εν μέρει, ελέγχθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (ως επικυρίαρχο της Μολδαβίας, με άμεσο έλεγχο μόνο του Μπουντζάκ και του Κοτίν), τη Ρωσική Αυτοκρατορία, τη Ρουμανία και την ΕΣΣΔ. Από το 1991 το μεγαλύτερο μέρος της αποτελεί τον πυρήνα της Μολδαβίας, με μικρότερα τμήματα στην Ουκρανία.
Προϊστορία
ΕπεξεργασίαΗ περιοχή της Βεσσαραβίας έχει κατοικηθεί από ανθρώπους επί πολλές χιλιάδες χρόνια. Ο Πολιτισμός Κουκουτένι-Τριπολί άνθησε μεταξύ 6ης και 3ης χιλιετίας π.Χ. Ο Ινδοευρωπαϊκός πολιτισμός διαδόθηκε στην περιοχή περί το 2.000 π.Χ.
Αρχαία εποχή
ΕπεξεργασίαΣτην Αρχαιότητα η περιοχή κατοικήθηκε από Θράκες, καθώς και για διάφορες μικρότερες περιόδους από Κιμμέριους, Σκύθες, Σαρμάτες και Κέλτες, συγκεκριμένα από φυλές όπως οι Κοστοβώκοι, Κάρποι, Βριτογάλοι, Τυραγγέτες και Βαστάρνες. Τον 6ο αιώνα Ελληνες άποικοι ίδρυσαν την αποικία Τύρας στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας και εμπορεύονταν με τους ντόπιους. Επίσης Κέλτες εγκαταστάθηκαν στα νοτιότερα τμήματα της Βεσσαραβίας με κυριότερη πόλη τους το Αλιομπρίξ.
Το πρώτο κράτος που φαίνεται να είχε συμπεριλάβει το σύνολο της Βεσσαραβίας ήταν το Δακικό του Βυρεβίστα τον 1ο αιώνα π.Χ. Μετά τον θάνατό του διαιρέθηκε σε μικρότερα κομμάτια και τα κεντρικά από αυτά συνενώθηκαν στο Δακικό βασίλειο του Δεκέβαλου τον 1ο αιώνα μ.Χ. Το βασίλειο αυτό ηττήθηκε από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 106. Η Νότια Βεσσαραβία είχε περιληφθεί στην αυτοκρατορία ακόμη νωρίτερα, το 57 μ.Χ., ως τμήμα της Ρωμαικής επαρχίας Κάτω Μοισίας, αλλά εξασφαλίστηκε μόνο όταν το Δακικό βασίλειο ηττήθηκε οριστικά το 106. Οι Ρωμαίοι ανήγειραν αμυντικά χωμάτινα τείχη στη Νότια Βεσσαραβία (το Κάτω Τραϊάνειο Τείχος) για να προστατεύσει την επαρχία της Μικράς Σκυθίας από τις εισβολές. Εκτός από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας στον νότο η Βεσσαραβία παρέμεινε εκτός του άμεσου Ρωμαϊκού ελέγχου. Οι μυριάδες εκεί φυλές ονομάζονται από τους σύγχρονους ιστορικούς Ελεύθεροι Δάκες. Από τον 2ο έως τον 5ο αιώνα αναπτύχθηκε επίσης ο πολιτισμός Τσερνιακόφ, αποτέλεσμα ενός πολυεθνικού πολιτιστικού συμφύρματος Γοτθικών, Γετο-Δακικών, Σαρματικών και Σλαβικών πληθυσμών της περιοχής.
Το 270 οι Ρωμαϊκές αρχές άρχισαν να αποσύρουν τις δυνάμεις τους νότια του Δούναβη, ιδιαίτερα από τη Ρωμαϊκή Δακία, λόγω των εισβολέων Γότθων και Κάρπων. Οι Γότθοι, Γερμανική φυλή, ξεχύθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τον κάτω Δνείπερο Ποταμό μέσω του νότιου τμήματος της Βεσσαραβίας (στέπα του Μπουντζάκ) που, λόγω της γεωγραφικής της θέσης και των χαρακτηριστικών της (κυρίως στέπα), σαρώθηκε από διάφορες νομαδικές φυλές επί πολλούς αιώνες. Το 378 η περιοχή κατακλύστηκε από τους Ούννους.
Πρώιμος Μεσαίωνας
ΕπεξεργασίαΑπό τον 3ο έως τον 11ο αιώνα στην περιοχή εισέβαλαν πολλές φορές, η μία μετά την άλλη, διάφορες φυλές : Γότθοι, Ούννοι, Άβαροι, Πρωτοβούλγαροι, Σλάβοι (Νότιοι και Ανατολικοί), Μαγυάροι, Πετσενέγοι, Κουμάνοι και Μογγόλοι. Το έδαφος της Βεσσαραβίας περιελήφθη σε δεκάδες εφήμερα βασίλεια, που διαλύονταν όταν κατέφθανε άλλο μεταναστευτικό κύμα. Οι αιώνες αυτοί χαρακτηρίζονταν από κατάσταση τρομερής ανασφάλειας και μαζικών μετακινήσεων των φυλών αυτών. Η περίοδος έγινε αργότερα γνωστή ως "Σκοτεινοί Αιώνες" της Ευρώπης ή Εποχή των μεταναστεύσεων. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία φαίνεται να διατήρησε μερικό έλεγχο αρκετών πόλεων και φρουρίων στη νότια Βεσσαραβία μέχρι τον 7ο αιώνα. Ιδιαίτερα η πόλη-φρούριο Τυράς λεηλατήθηκε από τους Ούννους το 375, αλλά ξαναχτίστηκε από τους Βυζαντινούς το 545 ως Τυρρίς. Λειτούργησε ως εμπορικός σταθμός με τους εκρωμαϊσμένους Δάκες στα βορειοδυτικά και τους Άντες και τον λαό των Ιασίων στα βορειοανατολικά.
Το 561 οι Αβαροι κατέλαβαν τη Βεσσαραβία και εξεδίωξαν τον τοπικό ηγεμόνα Μεσαμέρ. Μετά τους Αβάρους άρχισαν να φθάνουν στην περιοχή και να ιδρύουν οικισμούς οι Σλάβοι. Τότε, το 582, οι Ονογούροι Πρωτοβούλγαροι εγκαταστάθηκαν στη νοτιοανατολικά της Βεσσαραβίας και τη βόρεια Δοβρουτσά, από όπου μετακινήθηκαν στην Κάτω Μοισία (κατά τα φαινόμενα υπό την πίεση των Χαζάρων) και σχημάτισαν την εκκολαπτόμενη Βουλγαρία. Με την άνοδο του κράτους των Χαζάρων στα ανατολικά οι εισβολές άρχισαν να περιορίζονται και κατέστη εφικτό να δημιουργηθούν μεγαλύτερα κράτη. Σύμφωνα με ορισμένες απόψεις το νότιο τμήμα της Βεσσαραβίας παρέμεινε υπό την επιρροή της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας μέχρι το τέλος του 9ου αιώνα.
Μεταξύ 8ου και 10ου αιώνα το νότιο τμήμα της Βεσσαραβίας κατοικείτο από ανθρώπους του Βαλκανοδουναβικού πολιτισμού (του πολιτισμού της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας). Μταξύ 9ου και 13ου αιώνα η Βεσσαραβία μνημονεύεται σε Σλαβικά χρονικά ως τμήμα των βοεβοδάτων Μπολοχοβένι(βόρειο) και Μπροντνίτσι (νότιο), που θεωρούνται Βλαχικά πριγκιπάτα του πρώιμου Μεσαίωνα.
Οι τελευταίες μεγάλης κλίμακας εισβολές ήταν εκείνες των Μογγόλων το 1241, το 1290 και το 1343. Από την περίοδο αυτή χρονολογείται το Σεχρ-αλ-Τζεντίντ, σημαντικός οικισμός της Χρυσής Ορδής. Αποτέλεσμα ήταν η απόσυρση μεγάλου μέρους του πληθυσμού στις ορεινές περιοχές των Ανατολικών Καρπαθίων και στην Τρανσυλβανία. Ιδιαίτερα μειώθηκε ο πληθυσμός ανατολικά του Προύθου την εποχή των Ταταρικών εισβολών.
Τον Ύστερο Μεσαίωνα χρονικά μνημονεύουν μια "δημοκρατία" του Τιγκέτσι, που προηγήθηκε του Πριγκιπάτου της Μολδαβίας, βρισκόταν κοντά στη σημερινή πόλη Καχούλ στα νοτιοδυτικά της Βεσσαραβίας και διατήρησε την αυτονομία της ακόμη και την εποχή του Πριγκιπάτου, μέχρι τον 18ο αιώνα. Γενοβέζοι έμποροι ξανάχτισαν ή ίδρυσαν αρκετά φρούρια κατά μήκος του Δνείστερου (Μονκάστρο, Τιγκίνα, Παλιό Ορχέι, Σορόκα (Ολτσιόνια)) και του Δούναβη (μεταξύ αυτών Κιλίγια-Λυκόστομο).
Πριγκιπάτο της Μολδαβίας
ΕπεξεργασίαΜετά τη δεκαετία του 1360 η περιοχή περιελήφθη σταδιακά στο Πριγκιπάτο της Μολδαβίας, που το 1392 απέκτησε τον έλεγχο των φρουρίων Μονκάστρο και Κιλίγια, καθιστώντας ανατολικό του σύνορο τον ποταμό Δνείστερο. Το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα το νότιο τμήμα της περιοχής ήταν επί δεκαετίες τμήμα της Βλαχίας. Η κύρια δυναστεία της Βλαχίας ονομαζόταν Οίκος των Βασαράβων, από όπου προήλθε και το σημερινό όνομα της περιοχής. Τον 15ο αιώνα όλη η περιοχή ήταν τμήμα του Πριγκιπάτου της Μολδαβίας. Ο Στέφανος ο Μέγας κυβέρνησε μεταξύ 1457 και 1504, μια περίοδο σχεδόν 50 ετών, κατα την οποία κέρδισε 32 μάχες, υπερασπιζόμενος τη χώρα του έναντι όλων σχεδόν των γειτόνων του (κυρίως των Οθωμανών και των Τατάρων, αλλά επίσης των Ούγγρων και των Πολωνών), ενώ έχασε μόνο δύο. Την περίοδο αυτή μετά από κάθε νίκη ανήγειρε ένα μοναστήρι η μια εκκλησία κοντά στο πεδίο της μάχης τιμώντας τον Χριστιανισμό. Πολλά από αυτά τα πεδία μάχης και τις εκκλησίες, καθώς και παλιά φρούρια, βρίσκονται στη Βεσσαραβία (κυρίως κατά μήκος του Δνείστερου).
Το 1484 εισέβαλαν οι Τούρκοι, κατέλαβαν την Κιλίγια και την Τσετατέα Αλμπα (Ακερμαν στα Τουρκικά) και προσάρτησαν το παράκτιο νότιο τμήμα της Βεσσαραβίας, που διαιρέθηκε τότε σε δύο σαντζάκια (επαρχίες) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1538 οι Οθωμανοί προσάρτησαν περισσότερα εδάφη της Βεσσαραβίας στον νότο μέχρι την Τιγκίνα, ενώ η κεντρική και η βόρεια Βεσσαραβία παρέμειναν τμήμα του Πριγκιπάτου της Μολδαβίας (που έγινε φόρου υποτελές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία). Μεταξύ 1711 και 1812 η Ρωσική Αυτοκρατορία κατέλαβε την περιοχή πέντε φορές κατά τους πολέμους της με την Οθωμανική και την Αυστριακή Αυτοκρατορία.
Κατάληψη από τη Ρωσική Αυτοκρατορία
ΕπεξεργασίαΜε τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου της 28 Μαίου 1812 - που τερμάτισε τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (1806–1812) - η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχώρησε το ανατολικό μισό του Πριγκιπάτου της Μολδαβίας στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Όλη αυτή περιοχή ονομάστηκε τότε Βεσσαραβία.
Το 1814 έφθασαν οι πρώτοι Γερμανοί έποικοι και εγκαταστάθηκαν κυρίως στα νοτιότερα τμήματα ενώ άρχισαν επίσης να εγκαθίστανται στην περιοχή Βούλγαροι της Βεσσαραβίας, ιδρύοντας πόλεις, όπως το Μπολχράντ. Μεταξύ 1812 και 1846 ο Βουλγαρικός και Γκαγκαουζικός πληθυσμός μετανάστευσε στη Ρωσική Αυτοκρατορία μέσω του Ποταμού Δούναβη, αφού είχαν ζήσει επί πολλά χρόνια υπό την καταπιεστική Οθωμανική εξουσία και εγκαταστάθηκαν στη νότια Βεσσαραβία. Τουρκόφωνες φυλές της Ορδής Νοργκάι κατοικούσαν επίσης στην Περιοχή Μπουντζάκ της νότιας Βεσσαραβίας από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα, αλλά είχαν πλήρως εκδιωχθεί από εκεί πριν το 1812.
Διοικητικά η Βεσσαραβία έγινε όμπλαστ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας το 1818 και γκουβέρνιγια το 1873.
Με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης, που τερμάτισε τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1828-1829, ολόκληρο το Δέλτα του Δούναβη προστέθηκε στο όμπλαστ της Βεσσαραβίας. Το 1834 η Ρουμανική γλώσσα απαγορεύθηκε στα σχολεία και τις δημόσιες υπηρεσίες, παρότι τη μιλούσε το 80% του πληθυσμού. Αυτό κατέληξε τελικά στην απαγόρευση της Ρουμανικής στις εκκλησίες, τα μέσα ενημέρωσης και τα βιβλία. Όσοι διαμαρτύρονταν για την απαγόρευση της Ρουμανικής πολλές φορές στέλνονταν στη Σιβηρία.
Μετά το τέλος του Κριμαϊκού Πόλεμου, το 1856, με τη Συνθήκη των Παρισίων (Καχούλ, Μπολγκράντ και Ισμαήλ) επεστράφηκαν στη Μολδαβία, με αποτέλεσμα η Ρωσική Αυτοκρατορία να χάσει την πρόσβαση στον Δούναβη.
Το 1859 η Μολδαβία και η Βλαχία ενώθηκαν σχηματίζοντας τα Ρουμανικά Ενωμένα Πριγκιπάτα (Ρουμανία), που περιελάμβαναν το νότιο τμήμα της Βεσσαραβίας.
Ο σιδηρόδρομος Κισινάου-Ιάσιο διανοίχθηκε την 1 Ιουνίου 1875, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (1877-1878) και η Γέφυρα Άιφελ (στον Προύθο) την 21(9) Απριλίου 1877, τρεις μόλις ημέρες πριν την έκρηξη του πολέμου. Ο Ρουμανικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας διεξήχθη το 1877-1878, με σύμμαχο τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Η Βόρεια Δοβρουτσά παραχωρήθηκε στη Ρουμανία για τον ρόλο της στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877-1878 και ως αντιστάθμισμα για την απόσπαση της Νότιας Βεσσαραβίας.
Στην πρωτεύουσα της Βεσσαραβίας έλαβε χώρα το πογκρόμ του Κισίνιεφ στις 6 Απριλίου 1903, μετά τη δημοσίευση στις τοπικές εφημερίδες άρθρων, που υποκινούσαν το κοινό να ενεργήσει κατά των Εβραίων. 47 ή 49 από αυτούς σκοτώθηκαν, 92 τραυματίστηκαν σοβαρά και 700 σπίτια καταστράφηκαν. Η αντισημιτική εφημερίδα Бессарабец (Μπεσαράμπετς, δηλ. "Βεσσαραβιανή"), που εξέδιδε ο Πάβελ Κρούσεβαν, υπαινίχθηκε ότι ένα αγόρι-Ρώσος σκοτώθηκε από ντόπιους Εβραίους. Άλλη εφημερίδα η Свет (Σβετ, δηλ. "Κόσμος"), χρησιμοποίησε τη μακραίωνη συκοφαντία του αίματος (κατηγορία ότι οι Εβραίοι απήγαγαν και δολοφονούσαν τα παιδιά των Χριστιανών, για να χρησιμοποιούν το αίμα τους στις θρησκευτικές τους τελετές).
Μετά τη Ρωσική Επανάσταση του 1905 άρχισε να αναπτύσσεται στη Βεσσαραβία ένα Ρουμανικό εθνικιστικό κίνημα. Μέσα στο χάος που επέφερε η Ρωσική Επανάσταση του Οκτωβρίου του 1917, συστάθηκε στη Βεσσαραβία ένα Εθνικό Συμβούλιο (Sfatul Țării), με 120 μέλη εκλεγμένα από πολιτικές και επαγγελματικές οργανώσεις της Βεσσαραβίας και 10 εκλεγμένα από την Υπερδνειστερία (την αριστερή όχθη του Δνείστερου, όπου Μολδαβοί και Ρουμάνοι αποτελούσαν λιγότερο από ένα τρίτο και η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν Ουκρανική.
Στις 14 Ιανουαρίου του 1918, κατά την άτακτη υποχώρηση δύο Ρωσικών μεραρχιών από το Ρουμανικό μέτωπο, το Κισινάου λεηλατήθηκε. Η Επιτροπή Ρουμτσερόντ (Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή των Σοβιέτ του Ρουμανικού μετώπου, του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας και της Στρατιωτικής Περιφέρειας της Οδησσού) αυτοανακηρύχθηκε ανώτατη εξουσία της Βεσσαραβίας. Ο Ρώσος διοικητής της περιοχής, Στρατηγός Ντμίτρι Σερμπάτσεφ, ανίκανος να ελέγξει τη Βεσσαραβία λόγω της επανάστασης των Μπολσεβίκων, φέρεται να ζήτησε τη βοήθεια του Ρουμανικού Στρατού, αλλά Ρωσική ιστορικοί αμφισβητούν ότι υποβλήθηκε τέτοιο αίτημα. Στις 16 Ιανουαρίου μια Ρουμανική μεραρχία μπήκε στο Κισινάου και τη επόμενη μέρα στην Τιγκίνα, στις όχθες του ποταμού Δνείστερου, θέτοντας τέρμα στην τριήμερη Σοβιετική εξουσία στη Βεσσαραβία.
Δέκα μέρες αργότερα, στις 24 Ιανουαρίου του 1918, το Sfatul Țării ανακύρυξε την ανεξαρτησία της Βεσσαραβίας ως Λαϊκή Δημοκρατία της Μολδαβίας.
Ενοποίηση με τη Ρουμανία
ΕπεξεργασίαΤα επαρχιακά συμβούλια του Μπάλτσι, της Σορόκα και του Ορχέι ήταν τα πρώτα που ζήτησαν την ενοποίηση με το Βασίλειο της Ρουμανίας και στις 9 Απριλίου (27 Μαρτίου) 1918, παρουσία του Ρουμανικού Στρατού υπερψήφισε την ένωση, με τους ακόλουθους όρους :
- Το Sfatul Țării θα αναλάμβανε μια αγροτική μεταρρύθμιση, που θα γινόταν δεκτή από τη Ρουμανική Κυβέρνηση.
- Η Βεσσαραβία θα παρέμενε αυτόνομη, με τη δική της δίαιτα, το Sfatul Țării, δημοκρατικά εκλεγόμενη.
- Το Sfatul Țării θα ψήφιζε τους τοπικούς προϋπολογισμούς, θα έλεγχε τα "ζέμστβα" (τοπικές κυβερνήσεις) και τις πόλεις και θα διόριζε την τοπική διοίκηση.
- Η στρατολόγηση θα γινόταν σε εδαφική βάση.
- Οι τοπικοί νόμοι και η μορφή της διοίκησης θα μπορούσαν να αλλάξουν μόνο με την έγκριση των τοπικών αντιπροσώπων.
- Τα δικαιώματα των μειονοτήτων πρέπει να γίνονται σεβαστά.
- Δύο αντιπρόσωποι της Βεσσαραβίας θα συμμετείχαν στη Ρουμανική κυβέρνηση.
- Η Βεσσαραβία θα έστελνε στο Ρουμανικό Κοινοβούλιο αριθμό αντιπροσώπων ίσο με την αναλογία του πληθυσμού της.
- Όλες οι εκλογές πρέπει να γίνονται με άμεση, ίση, μυστική και καθολική ψηφοφορία.
- Η ελευθερία λόγου και πεποιθήσεων πρέπει να είναι εγγυημένες στο σύνταγμα.
- Όλα τα άτομα που είχαν διαπράξει κακουργήματα για πολιτικούς λόγους κατά τη διάρκεια της επανάστασης θα αμνηστεύονταν.
86 βουλευτές ψήφισαν υπέρ, 3 κατά και 36 απείχαν.
Ο πρώτος όρος, η αγροτική μεταρρύθμιση, συζητήθηκε και εγκρίθηκε τον Νοέμβριο του 1918. Το Sfatul Țării αποφάσισε επίσης να αφαιρέσει τους άλλους όρους και η ενοποίηση με τη Ρουμανία να γίνει άνευ όρων. Η σχετική ψηφοφορία όμως έχει κριθεί παράνομη, καθώς δεν υπήρχε απαρτία : συμμετείχαν μόνο 44 από τα 125 μέλη (όλα ψήφισαν "υπέρ"). Στα μέσα του 1919 ο πληθυσμός της Βεσσαραβίας υπολογιζόταν σε περίπου 2 εκατομμύρια.
Το φθινόπωρο του 1919 έγιναν στη Βεσσαραβία εκλογές για τη Ρουμανική Συντακτική Συνέλευση και εξελέγησαν 90 βουλευτές και 35 γερουσιαστές. Αυτοί, στις 20 Δεκεμβρίου 1919, ψήφισαν, μαζί με τους αντιπροσώπους των άλλων περιοχών της Ρουμανίας, την επικύρωση των ενοποιητικών πράξεων, που είχαν εγκριθεί από το Sfatul Țării και τα Εθνικά Συνέδρια Τρανσυλβανίας και Βουκοβίνας.
Η ένωση αναγνωρίστηκε από τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιταλία και την Ιαπωνία με τη Συνθήκη των Παρισίων (1920), που ποτέ όμως δεν τέθηκε σε ισχύ, γιατί δεν την επικύρωσε η Ιαπωνία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αρνήθηκαν να υπογράψουν τη συνθήκη με την αιτιολογία ότι η Ρωσία δεν εκπροσωπείτο στη Συνδιάσκεψη. Η Σοβιετική Ρωσία (και αργότερα η ΕΣΣΔ) δεν αναγνώρισε την ένωση και, το 1924, όταν οι απαιτήσεις της για τοπικό δημοψήφισμα δεν έγιναν για δεύτερη φορά δεκτές από τη Ρουμανία, ανακήρυξε τη Βεσσαραβία Σοβιετικό έδαφος υπό ξένη κατοχή.
Οι ΗΠΑ θεωρούσαν επίσης τη Βεσσαραβία έδαφος μάλλον υπό Ρουμανική κατοχή, παρά Ρουμανικό, παρά τις υπάρχουσες πολιτικές και οικονομικές σχέσεις τους με τη Ρουμανία.
Τμήμα της Ρουμανίας
ΕπεξεργασίαΣτις 5 Μαίου 1919 σχηματίσθηκε από τους Μπολσεβίκους στην Οδησσό μια εξόριστη Προσωρινή Κυβέρνηση Εργατών και Αγροτών της Βεσσαραβίας.
Στις 11 Μαίου 1919 ανακηρύχθηκε η Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Βεσσαραβίας, ως αυτόνομο τμήμα της Ρωσικής ΣΟΣΔ, αλλά καταργήθηκε από τις στρατιωτικές δυνάμεις Πολωνίας και Γαλλίας τον Σεπτέμβριο του 1919. Μετά τη νίκη της Μπολσεβικικής Ρωσίας στον Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο δημιουργήθηκε η ΣΣΔ της Ουκρανίας το 1922 και το 1924 ιδρύθηκε η Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μολδαβίας σε μια λωρίδα Ουκρανικού εδάφους στην αριστερή όχθη του Δνείστερου, όπου Μολδαβοί και Ρουμάνοι αποτελούσαν λιγότερο από το ένα τρίτο και η σχετική πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν Ουκρανική.
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
ΕπεξεργασίαΗ Σοβιετική Ένωση δεν αναγνώρισε την ενσωμάτωση της Βεσσαραβίας στη Ρουμανία και σε όλη την περίοδο του μεσοπολέμου ενεπλάκη στην υπονόμευση της Ρουμανίας και σε διπλωματικές διενέξεις με την κυβέρνηση του Βουκουραστίου για την περιοχή. Στις 23 Αυγούστου 1939 υπεγράφη το Σύμφωνο Μολότωφ - Ρίμπεντροπ και με το Άρθρο 4 του μυστικού Παραρτήματός του η Βεσσαραβία περιερχόταν στη Σοβιετική ζώνη επιρροής.
Την άνοιξη του 1940 η Δυτική Ευρώπη δεχόταν την επίθεση της Ναζιστικής Γερμανίας. Με την παγκόσμια προσοχή εστιασμένη στα γεγονότα αυτά, η ΕΣΣΔ εξέδωσε τελεσίγραφο προς τη Ρουμανία, απαιτώντας την άμεση εκχώρηση της Βεσσαραβίας και της Βόρειας Βουκοβίνας. Στη Ρουμανία δόθηκαν τέσσερις ημέρες για να αποσύρει τα στρατεύματα και τους αξιωματούχους της. Οι δύο επαρχίες είχαν έκταση 51.000 τ.χλμ. και κατοικούντο από περίπου 3,5 εκατομμύρια ανθρώπους, οι μισοί από αυτούς Ρουμάνοι σύμφωνα με επίσημες Ρουμανικές πηγές. Μετά από δύο ημέρες η Ρουμανία υποχώρησε και άρχισε την εκκένωση, κατά την οποία, από τις 28 Ιουνίου ως τις 3 Ιουλίου, ομάδες ντόπιων Κομμουνιστών και Σοβιετικών συμπαθούντων επιτέθηκαν στις αποχωρούσες δυνάμεις και στους πολίτες που επέλεξαν να φύγουν. Στις επιθέσεις αυτές συμμετείχαν πολλά μέλη των μειονοτήτων (Εβραίοι, Ουκρανοί και άλλοι). Ο Ρουμανικός Στρατός δέχθηκε επίσης επίθεση από τον Σοβιετικό Στρατό, που μπήκε στη Βεσσαραβία πριν η Ρουμανική κυβέρνηση ολοκληρώσει την εκκένωση. Οι απώλειες που ανέφερε ο Ρουμανικός Στρατός κατά τις επτά αυτές ημέρες ανέρχονται σε 356 αξιωματικούς και 42.876 στρατιώτες νεκρούς ή αγνοούμενους.
Στις 2 Αυγούστου ιδρύθηκε η ΣΣΔ της Μολδαβίας στο μεγαλύτερο μέρος της Βεσσαραβίας, που συγχωνεύθηκε με τα δυτικά τμήματα της πρώην ΑΣΣΔ της Μολδαβίας. Η Βεσσαραβία διαμοιράστηκε στη ΣΣΔ της Μολδαβίας (70% του εδάφους και 80% του πληθυσμού) και στη ΣΣΔ της Ουκρανίας. Οι βόρειες και νότιες επαρχίες της Βεσσαραβίας (σημερινό Μπουντζάκ και τμήματα του Τσερνόβτσι όμπλαστ) παραχωρήθηκαν στην Ουκρανία, ενώ μερικά εδάφη (4.000 τ.χλμ.) στην αριστερή (ανατολική) όχθη του Δνείστερου (σημερινή Υπερδνειστερία, προηγουμένως τμήμα της Ουκρανίας, παραχωρήθηκαν στη Μολδαβία. Με τη Σοβιετική κατοχή πολλοί Βεσσαραβιανοί, που κατηγορήθηκαν για υποστήριξη της έκπτωτης Ρουμανικής διοίκησης, εκτελέστηκαν ή εκτοπίστηκαν στη Σιβηρία και στο Καζακστάν.
Μεταξύ Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου του 1940 δόθηκε στους Γερμανούς της Βεσσαραβίας η δυνατότητα μετεγκατάστασης στη Γερμανία, μετά από Γερμανοσοβιετική συμφωνία. Φοβούμενοι τη Σοβιετική καταπίεση, σχεδόν όλοι οι Γερμανοί (93.000) συμφώνησαν. Οι περισσότεροι μετεγκαταστάθηκαν στα νεοπροσαρτηθέντα Πολωνικά εδάφη.
Στις 22 Ιουνίου 1941 η εισβολή του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση άρχισε με την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα. Μεταξύ 22 Ιουνίου και 26 Ιουλίου 1941, τα Ρουμανικά στρατεύματα με τη βοήθεια της Βέρμαχτ ανακατέλαβαν τη Βεσσαραβία και τη βόρεια Βουκοβίνα. Οι Σοβιετικοί ακολούθησαν τακτικές καμένης γης κατά την υποχρεωτική αποχώρησή τους από τη Βεσσαραβία καταστρέφοντας τις υποδομές και μεταφέροντας στη Ρωσία σιδηροδρομικώς ότι μπορούσε να μετακινηθεί. Στα τέλη Ιουλίου, μετά από ένα χρόνο Σοβιετικής κυριαρχίας, η περιοχή ήταν για μια ακόμη φορά υπό Ρουμανικό έλεγχο.
Ενώ οι στρατιωτικές επιχειρήσεις ήταν ακόμη σε εξέλιξη υπήρξαν περιπτώσεις που Ρουμανικά στρατεύματα "εκδικήθηκαν" Εβραίους στη Βεσσαραβία, με τη μορφή πογκρόμ σε αμάχους και τη δολοφονία αιχμαλώτων πολέμου, με αποτέλεσμα αρκετές χιλιάδες νεκρούς. Η υποτιθέμενη αιτία για τη δολοφονία Εβραίων ήταν ότι το 1940 μερικοί Εβραίοι καλωσόρισαν τη Σοβιετική κατάληψη ως απελευθέρωση. Την ίδια στιγμή το διαβόητο Einsatzgruppe D των SS, που επιχειρούσε στην περιοχή της 11ης Γερμανικής Στρατιάς, διέπραξε συνοπτικές εκτελέσεις Εβραίων υπό το πρόσχημα ότι ήταν κατάσκοποι, σαμποτέρ, Κομμουνιστές ή χωρίς καμία απολύτως δικαιολογία.
Πολιτική επίλυση του ΄"Εβραϊκού Ζητήματος" θεωρήθηκε κατά τα φαινόμενα από τον Ρουμάνο δικτάτορα Στρατηγό Ιον Αντονέσκου περισσότερο η επέλαση παρά η εξόντωση. Το τμήμα εκείνο του πληθυσμού της Βεσσαραβίας και της Βουκοβίνας, που δεν διέφυγε πριν την αποχώρηση των Σοβιετικών στρατευμάτων (147.000) συγκεντρώθηκε αεχικά σε γκέτο ή σε Ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και στη συνέχεια εκτοπίστηκαν το 1941-1942 σε πορείες θανάτου στην κατεχόμενη από τη Ρουμανία Υπερδνειστερία, όπου εφαρμόστηκε η "Τελική Λύση".
Μετά τρία χρόνια σχετικής ειρήνης, το Γερμανοσοβιετικό μέτωπο επανήλθε το 1944 στα σύνορα στον Δνείστερο. Στις 20 Αυγούστου 1944 ο Κόκκινος Στρατός με ισχύ περίπου 3.400.000 ανδρών άρχισε μια μεγάλη καλοκαιρινή επίθεση με την κωδική ονομασία Επιχείρηση Ιάσιο-Κισίνιεφ. Οι Σοβιετικές στρατιές κατέλαβαν τη Βεσσαραβία με μια διπλή επίθεση μέσα σε πέντε ημέρες. Σε μάχες θυλάκων στο Κισινάου και στο Σαράτα η 6η Γερμανική Στρατιά, 650.000 περίπου ανδρών, νεοσχηματισθείσα μετά τη Μάχη του Στάλινγκραντ καταστράφηκε ολοσχερώς. Ταυτόχρονα με την επιτυχία της Ρωσικής επίθεσης, η Ρουμανία διέρρηξε τη στρατιωτική συμμαχία με τον Αξονα και άλλαξε στρατόπεδο. Στις 23 Αυγούστου 1944 ο Στρατηγός Ιον Αντονέσκου συνελήφθη από τον Βασιλιά Μιχαήλ και αργότερα παραδόθηκε στους Σοβιετικούς.
Τμήμα της Σοβιετικής Ένωσης
ΕπεξεργασίαΗ Σοβιετική Ένωση ανέκτησε την περιοχή το 1944 και ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε τη Ρουμανία. Το 1947 οι Σοβιετικοί επέβαλαν μια κομμουνιστική κυβέρνηση στο Βουκουρέστι, που ήταν φιλική και υπάκουη προς τη Μόσχα. Η Σοβιετική κατοχή της Ρουμανίας διήρκεσε μέχρι το 1958. Το Ρουμανικό κομμουνιστικό καθεστώς δεν έθεσε ανοιχτά το ζήτημα της Βεσσαραβίας ή της Βόρειας Βουκοβίνας στις διπλωματικές του σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση.
Μεταξύ 1969 και 1971 ιδρύθηκε στο Κισινάου από αρκετούς νέους διανοούμενους ένα παράνομο Εθνικό Πατριωτικό Μέτωπο, που αριθμούσε πάνω από 100 μέλη, δεσμευόμενο να αγωνιστεί για την ίδρυση μιας Λαϊκής Δημοκρατίας της Μολδαβίας, την απόσχισή της από τη Σοβιετική Ένωση και την ένωση με τη Ρουμανία.
Τον Δεκέμβριο του 1971, μετά από ενημερωτικό σημείωμα του Ιον Στανέσκου, Προέδρου του Συμβουλίου Κρατικής Ασφάλειας της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Ρουμανίας, στον Γιούρι Αντρόπωφ, αρχηγό της KGB, τρεις από τους ηγέτες του Εθνικού Πατριωτικού Μετώπου, οι Αλεξάντρου Ουσατιούκ-Μπουλγκάρ, Γκεόργκε Γκίμπου και Βαλέριου Γκραούρ, καθώς και ένα τέταρτο άτομο, ο Αλεξάντρου Σολτοϊάνου, ο ηγέτης ενός παρόμοιου παράνομου κινήματος στη Βόρεια Βουκοβίνα, συνελήφθησαν και αργότερα καταδικάστηκαν σε πολυετείς ποινές φυλάκισης.
Ανεξάρτητη Μολδαβία
ΕπεξεργασίαΜε την αποδυνάμωση της Σοβιετικής Ένωσης πραγματοποιήθηκαν στο Κισινάου τον Φεβρουάριο του 1988 οι πρώτες διαδηλώσεις. Στην αρχή υπερ της Περεστρόικα, γρήγορα στράφηκαν σε αντικυβερνητικές και ζητούσαν την επίσημη καθιέρωση της Ρουμανικής (Μολδαβικής) γλώσσας αντί της Ρωσικής. Στις 31 Αυγούστου 1989, μετά από μια ισχυρή διαδήλωση 600.000 στο Κισινάου τέσσερις μέρες νωρίτερα, η Ρουμανική (Μολδαβική) έγινε η επίσημη γλώσσα της ΣΣΔ της Μολδαβίας, αυτό όμως δεν υλοποιήθηκε για πολλά χρόνια. Το 1990 έγιναν οι πρώτες ελεύθερες εκλογές για Κοινοβούλιο και τις κέρδισε το Λαϊκό Μέτωπο της αντιπολίτευσης. Σχηματίσθηκε μια κυβέρνηση υπό τον Μιρτσέα Ντρουκ, ένα από τους ηγέτες του Λαϊκού Μετώπου. Η ΣΣΔ της Μολδαβίας έγινε Δημοκρατία της Μολδαβίας και ανεξάρτητη στις 31 Αυγούστου 1991, διατηρώντας αμετάβλητα τα σύνορα της ΣΣΔ της Μολδαβίας.