Αρτεμισία η δρακόντειος

φυτό, βότανο
(Ανακατεύθυνση από Εστραγκόν)

Η Αρτεμισία η δρακόντειος (Artemisia dracunculus) επίσης γνωστή και ως εστραγκόν ή δρακόντειο, (κατά τον Γεννάδιο απαντά καλλιεργούμενο σε ορισμένα ορεινά χωριά της Κύπρου, όπου και ονομάζεται τραχός, στραχούρι ή τραχούρι), είναι πολυετές (perennial)[Σημ. 1] βότανο στην οικογένεια των Αστεροειδών (Asteraceae). Είναι ευρέως διαδεδομένη στη φύση σε όλη την Ευρασία και τη Βόρεια Αμερική και καλλιεργείται σε πολλές χώρες για την μαγειρική καθώς και για ιατρικούς σκοπούς.[2][3][4][5]

Αρτεμισία η δρακόντειος
(Artemisia dracunculus)
Εστραγκόν
Εστραγκόν.
Εστραγκόν.
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Ομοταξία: Ευδικοτυλήδονα (Eudicots)
Υφομοταξία: Αστερίδες (Asterids)
Τάξη: Αστερωδών (Asterales)
Οικογένεια: Αστεροειδή (Asteraceae)
Γένος: Αρτεμισία (Artemisia)
Είδος: Α. η δρακόντειος
(A. dracunculus)

Διώνυμο
Αρτεμισία η δρακόντειος
(Artemisia dracunculus)

Κάρολος Λινναίος (L.)[1] όχι από τον Hook.f. 1881

Ένα υπο-είδος, η Artemisia dracunculus ποικ. sativa, καλλιεργείται για την χρήση των φύλλων, ως αρωματικό βότανο μαγειρικής. Σε κάποια άλλα υπο-είδη, το χαρακτηριστικό άρωμα είναι σε μεγάλο βαθμό απόν. Το είδος είναι πολυμορφικό (polymorphic).[Σημ. 2][6] Άτυπες ονομασίες για την διάκριση των παραλλαγών περιλαμβάνουν το "Γαλλικό εστραγκόν" (το καλύτερο για μαγειρική χρήση), το "Ρωσικό εστραγκόν" (συνήθως καλύτερο από το άγριο δρακόντειο, αλλά όχι τόσο καλό όσο το λεγόμενο Γαλλικό εστραγκόν για μαγειρική χρήση) και το "άγριο εστραγκόν" (καλύπτει διάφορες περιπτώσεις).

Το εστραγκόν αναπτύσσεται σε ύψος 120-150 cm (47-59 in), με λεπτά διακλαδισμένα στελέχη. Τα φύλλα του είναι λογχοειδή, μήκους 2-8 cm (0,79–3,15 in) και πλάτους 2-10 mm, γυαλιστερά πράσινα, άρτια· με λείο περιθώριο, χωρίς οδόντωση. Τα άνθη παράγονται σε μικρές capitulae διαμέτρου 2-4 mm, κάθε capitulum[Σημ. 3] περιέχει έως και 40 κίτρινα ή πρασινωπά-κίτρινα μπουκετάκια. Ωστόσο, το Γαλλικό εστραγκόν, σπανίως παράγει άνθη (ή σπόρους).[7] Ορισμένα φυτά εστραγκόν, παράγουν σπόρους οι οποίοι γενικά είναι μόνο στείροι. Άλλα παράγουν βιώσιμους σπόρους. Το εστραγκόν έχει ριζωματώδεις ρίζες και εύκολα αναπαράγεται από τα ριζώματα.

Συνωνυμίες

Επεξεργασία

Η Αρτεμισία η δρακόντειος (Artemisia dracunculus), είναι συνώνυμη με τα παρακάτω είδη:[8]

  • Achillea dracunculus Hort. πρώην Steud.
  • Artemisia aromatica A.Nelson
  • Artemisia cernua Nutt.
  • Artemisia changaica Krasch.
  • Artemisia dracunculina S.Watson
  • Artemisia dracunculoides Pursh
  • Artemisia glauca Pall. πρώην Willd.
  • Artemisia inodora Hook. & Arn.
  • Artemisia inodora Willd.
  • Artemisia nutans Pursh
  • Artemisia nuttalliana Besser
  • Artemisia redowskyi Ledeb.
  • Draconia dracunculus (L.) Soják
  • Dracunculus esculentus Garsault
  • Oligosporus dracunculiformis (Krasch.) Poljakov
  • Oligosporus dracunculus (L.) Poljakov
  • Oligosporus glaucus (Pall. πρώην Willd.) Poljakov

Καλλιέργεια

Επεξεργασία
 
Αποξηραμένα φύλλα εστραγκόν.

Το Γαλλικό εστραγκόν είναι γενικά η ποικιλία η οποία θεωρείται καλύτερη για την μαγειρική, αλλά ποτέ δεν καλλιεργείται από σπόρο, καθώς τα άνθη είναι στείρα, αντ' αυτού, πολλαπλασιάζεται με τη διαίρεση της ρίζας. Συνήθως αγοράζεται ως φυτό και πρέπει να ληφθεί κάποια μέριμνα για να εξασφαλιστεί ότι έχει αγοραστεί το αληθινό Γαλλικό εστραγκόν. Είναι πολυετές, συνήθως πηγαίνει σε νάρκη κατά το χειμώνα.[7] Του αρέσουν τα θερμά, ηλιόλουστα σημεία και όχι το υπερβολικό πότισμα.[7]

Το Ρωσικό εστραγκόν (Α. dracunculoides L.) μπορεί να αναπτυχθεί από σπόρο, αλλά είναι πολύ ασθενέστερο σε γεύση, συγκρινόμενο με την Γαλλική ποικιλία.[7] Ωστόσο, το Ρωσικό εστραγκόν είναι πολύ πιο ανθεκτικό και έντονο φυτό, πολλαπλασιαζόμενο δια των ριζών και αυξανόμενο σε ύψος άνω του ενός μέτρου. Αυτό το εστραγκόν, προτιμά τα φτωχά εδάφη και ευτυχώς ανέχεται την ξηρασία και την παραμέληση. Δεν είναι τόσο έντονα αρωματικός και γευστικός όσο ο Γαλλικός εξάδελφος, αλλά παράγει πολλά περισσότερα φύλλα από ενωρίς την άνοιξη και μετά, τα οποία είναι ήπια και καλά σε σαλάτες και μαγειρεμένα φαγητά. Το Ρωσικό εστραγκόν χάνει τι γεύση του με την πάροδο του χρόνου και ευρέως θεωρείται άχρηστο ως βότανο μαγειρικής, αν και είναι μερικές φορές χρησιμοποιείται στις βιοτεχνίες. Τα νεαρά στελέχη ενωρίς την άνοιξη μπορούν να μαγειρευτούν ως υποκατάστατο των σπαραγγιών. Οι καλλιεργητές κηπευτικών συστήνουν την καλλιέργεια του Ρωσικού εστραγκόν σε εσωτερικούς χώρους από σπορά και φυτεμένου το καλοκαίρι. Τα εξαπλωμένα φυτά μπορούν να διαιρεθούν εύκολα.

Ένα καλύτερο υποκατάστατο για το Γαλλικό εστραγκόν, είναι το Ισπανικό εστραγκόν (Ταγέτης ο στιλπνός), επίσης γνωστό ως Μεξικανικός κατιφές (Mexican marigold), Μεξικανικό εστραγκόν (Mexican tarragon), εστραγκόν του Τέξας (Texas tarragon) ή χειμερινό εστραγκόν. Θυμίζει περισσότερο Γαλλικό εστραγκόν, με μια νότα γλυκάνισου. Αν και δεν είναι του ιδίου γένους όπως τα άλλα εστραγκόν, το Ισπανικό εστραγκόν έχει ισχυρότερη γεύση απ' ότι το Ρωσικό εστραγκόν και δεν μειώνεται με την πάροδο του χρόνου.

 
Το αιθέριο έλαιο εστραγκόν (Artemisia dracunculus), σε διαυγές γυάλινο φιαλίδιο.

Το εστραγκόν έχει μια αρωματική ανάμνηση που θυμίζει γλυκάνισο, λόγω της παρουσίας εστραγόλης, μια γνωστή καρκινογόνο και τερατογόνο στα ποντίκια. Η έρευνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έδειξε ότι ο κίνδυνος της εστραγόλης είναι ελάχιστος, ακόμη και 100 έως 1.000 φορές στην τυπική κατανάλωση που λαμβάνουν οι άνθρωποι. Η συγκέντρωση εστραγόλης στα φύλλα φρέσκου εστραγκόν, είναι περίπου 2.900 mg/kg.[9]

Μαγειρική χρήση

Επεξεργασία

Το εστραγκόν είναι ένα από τα «εκλεπτυσμένα χορταρικά» (fines herbes)[Σημ. 4] της Γαλλικής κουζίνας, η οποία περιλαμβάνει επίσης το μαϊντανό, το μυρώνι και το σχοινόπρασο και είναι ιδιαίτερα κατάλληλο για κοτόπουλα, ψάρια και πιάτα με αυγά. Το εστραγκόν είναι η κύρια αρωματική συστατική ουσία της σάλτσας Μπερνέζ (Béarnaise sauce). Φρέσκα, ελαφρώς μελανιασμένα κλωναράκια εστραγκόν εμβρέχονται στο ξύδι για να παραγάγουν το ξύδι εστραγκόν.

Το εστραγκόν χρησιμοποιείται για να αρωματίσει ένα δημοφιλές ανθρακούχο μη αλκοολούχο ποτό στην Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Γεωργία και κατ' επέκταση, Ρωσία, Ουκρανία και Καζακστάν. Το ποτό, που ονομάζεται Tarhun (Αρμενική προφορά: [tɑɾˈxun] Թարխուն), γίνεται από γλυκό συμπυκνωμένο εστραγκόν και χρωματίζεται φωτεινό πράσινο.

Στο Ιράν, το εστραγκόν χρησιμοποιείται ως ένα συνοδευτικό πιάτο στο sabzi khordan (φρέσκα βότανα) ή στα βραστά και στα Περσικού στυλ τουρσιά, ιδιαιτέρως τα khiar shoor.

Στη Σλοβενία, το εστραγκόν χρησιμοποιείται σε μια παραλλαγή του παραδοσιακού γλυκού κέικ nut roll, το οποίο ονομάζεται potica. Στην Ουγγαρία, ένα δημοφιλές είδος σούπας κοτόπουλου αρωματίζεται με εστραγκόν.

Το Cis-Pellitorin, ένα isobutyramide εξάγει μια πικάντικη γεύση, η οποία έχει απομονωθεί από το φυτό εστραγκόν.[10]

Το έλαιο Α. dracunculus, περιέχει κυρίως phenylpropanoids όπως methyl chavicol(16.2%) και μεθυλο ευγενόλη (methyl eugenol) (35.8%).[11] Αέριο χρωματογραφία (Gas chromatography)/φασματομετρία μάζας (mass spectrometry) ανάλυση του αιθέριου ελαίου αποκάλυψε την παρουσία τρανς-ανηθόλης (trans-anethole) (21,1%), α-trans-ocimene (20,6%), limonene (12,4%), α-πινένιο (α-pinene) (5,1%), allo-ocimene (4,8%), μεθυλο ευγενόλη (methyl eugenol) (2,2%), β-πινένιο (β-pinene) (0,8%), α-τερπινολένιο (α-terpinolene) (0,5%), οξικό βορνύλιο (bornyl acetate) (0,5%) και bicyclogermacrene (0,5%) ως τα κύρια συστατικά.[12]

Σημειώσεις

Επεξεργασία
  1. Πολυετές φυτό (perennial plant) ή απλά πολυετές (perennial) (από το Λατινικό per, που σημαίνει "μέσα" και annus, που σημαίνει "χρόνος"), είναι ένα φυτό που ζει για περισσότερο από δύο χρόνια.[Παρ. Σημ. 1]
  2. Πολυμορφικό (polymorphic) (στη βιολογία), εννοείται το αρκετών διαφορετικών ειδών (αναφορικά με το σχήμα και/ή μέγεθος), εξ' ου και ο «πολυμορφισμός».
  3. Μια ιδιαίτερη μορφή ταξιανθίας συμβαίνει στα Αστεροειδή (Asteraceae) και στις Ευφορβίδες (Euphorbiaceae), κατά την οποία, πολλαπλά άνθη ομαδοποιούνται για να σχηματίσουν μια σαν-λουλούδι-δομή, που συνήθως ονομάζεται κεφαλή ή capitulum.
  4. Τα εκλεπτυσμένα χορταρικά (fines herbes προφορά ΔΦΑ [finzɛʁb]), ορίζουν ένα σημαντικό συνδυασμό χορταρικών, ο οποίος αποτελεί τον βασικό πυλώνα της Γαλλικής κουζίνας. Τα βασικά εκλεπτυσμένα χορταρικά (fines herbes) της Γαλλικής υψηλής μαγειρικής, περιλαμβάνουν ψιλοκομμένο μαϊντανό, σχοινόπρασο, εστραγκόν και μυρώνι.[Παρ. Σημ. 2]
Παραπομπές σημειώσεων
  1. The Garden Helper. The Difference Between Annual Plants and Perennial Plants in the Garden. Retrieved on 2008-06-22.
  2. [1]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Artemisia dracunculus was described in Linnaeus's Species Plantarum 2:849. 1753. «Taxon: Artemisia dracunculus. GRIN Taxonomy for Plants. GRIN. 17 Αυγούστου 2014. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Νοεμβρίου 2004. Ανακτήθηκε στις 6 Αυγούστου 2016. 
  2. Flora of North America Vol. 19, 20 and 21 Page 508 Wild tarragon, Artemisia dracunculus Linnaeus, Sp. Pl. 2: 849. 1753.
  3. Flora of China Vol. 20-21 Page 722 龙蒿 long hao Artemisia dracunculus Linnaeus, Sp. Pl. 2: 849. 1753.
  4. Flora of Pakistan
  5. Altervista Flora Italiana, Assenzio dragoncello, Artemisia dracunculus L.
  6. «Artemisia dracunculus». Missouri Botanical Garden. 
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 McGee, R. M.· Stuckey, M. (2002). The Bountiful Container. Workman Publishing. ISBN 978-0-7611-1623-3. 
  8. The Plant List Artemisia dracunculus L.
  9. Zeller, A.; Rychlik, M. (2007). «Impact of estragole and other odorants on the flavour of anise and tarragon». Flavour and Fragrance Journal 22 (2): 105–113. doi:10.1002/ffj.1765. 
  10. Gatfield, I. L.; Ley, J. P.; Foerstner, J.; Krammer, G.; Machinek, A. Production of cis-pellitorin and use as a flavouring. Αρχειοθετήθηκε 2012-08-05 at Archive.is World Patent WO2004000787 A2
  11. Lopes-Lutz, D. S.; Alviano, D. S.; Alviano, C. S.; Kolodziejczyk, P. P. (2008). «Screening of chemical composition, antimicrobial and antioxidant activities of Artemisia essential oils». Phytochemistry 69 (8): 1732–1738. doi:10.1016/j.phytochem.2008.02.014. PMID 18417176. 
  12. Sayyah, M.; Nadjafnia, L.; Kamalinejad, M. (2004). «Anticonvulsant activity and chemical composition of Artemisia dracunculus L. Essential oil». Journal of Ethnopharmacology 94 (2–3): 283–287. doi:10.1016/j.jep.2004.05.021. PMID 15325732. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία