Ο Θεοφάνης ο Κρητικός (Ηράκλειο1490[2][3]- Ηράκλειο 1559) ή Θεοφάνης ο Κρης ή Θεοφάνης Μπαθάς Στρελίτζας,[2] ήταν ένας από τους εξέχοντες εικονογράφους της Κρητικής Σχολής στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα,[4][5][6] και η πιο σημαντική φυσιογνωμία στην καλλιτέχνιση εικονογραφιών και αγιογραφιών της συγκεκριμένης περιόδου.[7]
Ο Επιτάφιος, έργο του Θεοφάνη στη μονή Σταυρονικήτα του Αγίου ΌρουςΟ Μυστικός Δείπνος, έργο του Θεοφάνη στη μονή Σταυρονικήτα, με τις απεικονίσεις των αποστόλων να έχουν στοιχεία δυτικότροπης τεχνοτροπίας
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, αλλά το σύνολο των γνωστών έργων του έγινε στην ηπειρωτική Ελλάδα. Δημιούργησε επίσης πολλές αγιογραφίες σε φατνώματα, είτε για εικονοστάσια είτε ως μικρά φορητά εικονίσματα, τα οποία ενδεχομένως να βασίστηκαν στα δώδεκα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής του Χριστού (δωδεκάορτο).[8] Ο Θεοφάνης ήταν ενεργός κατά την περίοδο 1527 με 1548, και η πρώτη αναφορά του ονόματος του συναντάται σε μια λιτή κτητορική επιγραφή της μονής Αγίου Νικολάου Αναπαυσά στα Μετέωρα με την αναφορά χειρ Θεοφάνη μοναχού του εν τη Κρήτη Στρελίτζας.[9][10] Δίδαξε την τέχνη του στους γιους του Συμεών και Νεόφυτο (ή Νίφωνα)[2], καθώς και σε αρκετούς άλλους μαθητές οι οποίοι συχνά είχαν και οι ίδιοι κρητική καταγωγή, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος σε νεαρή ηλικία και κατά την περίοδο όπου και οι δυο βρίσκονταν στο Ηράκλειο.[4][11]
Από το 1535 ο ίδιος μαζί με τους γιούς του, έγιναν μοναχοί στο μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους,[12] και το 1545 μετακόμισαν στις Καρυές έχοντας συγκεντρώσει σημαντική κινητή και ακίνητη περιουσία.[3][12] Ο Θεοφάνης φαίνεται να διατηρούσε επαφές με το Ηράκλειο κατά τη διάρκεια της ζωής του, και βρισκόταν στην Κρήτη κατά το θάνατό του το 1559.
Τα μέλη της οικογένειας Στρελίτζα-Μπάθα αποτελούνταν κυρίως από ζωγράφους, και η καταγωγή του επώνυμου είναι αρκετά πιθανό να είναι από το Μουχλί της Πελοποννήσου, όπου μετά την κατάκτηση του Δεσποτάτου του Μυστρά από τους Οθωμανούς το 1460 η οικογένεια μετακινήθηκε προς την Κρήτη.[3][13][12] Θεωρείται πιθανό πως το πραγματικό του όνομα ήταν Θεοφύλακτος, μια και κάτι τέτοιο ταιριάζει με τις λεπτομέρειες του γενεολογικού δέντρου του επιθέτου Στρελίτζας, καθώς και ήταν κοινή πρακτική το όνομα του μοναχού να διατηρεί το πρώτο γράμμα του κοσμικού ονόματος.[3][14]
Όπως οι περισσότεροι κρητικοί ζωγράφοι της εποχής του, φαίνεται να έχει μερικώς επηρεαστεί στην τεχνοτροπία του από τη δυτικότροπη έκφραση,[5][15] όπως αυτή του Μαρκαντόνιο Ραϊμόντι στη Σφαγή των Νηπίων και του Τζοβάνι Μπελλίνι στο Δείπνο στους Εμμαούς,[2] καθώς και από τις ξυλογραφίες του Άλμπρεχτ Ντύρερ σε σχέση με τα έργα του που έχουν ως θεματολογία την Αποκάλυψη και βρίσκονται στη μονή της Μεγίστης Λαύρας.[16] Επίσης επιρροή στους ζωγράφους της Κρήτης έχει παρατηρηθεί και από τους ζωγράφους της Κωνσταντινούπολης, ιδιαίτερα μετά την άλωση το 1453.
Κάποια από τα πρόσωπα που απεικονίζονται στα έργα του, είναι προσωποποιημένα ή αντικρύζουν τον θεατή, και οι σχηματισμοί των εικόνων του αποτυπώνονται έτσι ώστε να αποδίδουν όγκο. Το έργο του είναι συγκεντρωμένο ως προς την οπτική προοπτική σε σύγκριση με παλαιότερους Βυζαντινούς ζωγράφους, αλλά δε χρησιμοποιεί την τεχνική της γεωμετρικής προοπτικής η οποία είχε εγκαθιδρυθεί στη Δύση την εποχή εκείνη.
Χαρακτηριστικό της τέχνης του είναι επίσης το γεγονός ότι επεκτάθηκε και σε μη καθιερωμένες παραστάσεις, όπως η ονομασία των ζώων από τον Αδάμ, ή η κοίμιση του Οσίου Εφραίμ.[2]
Το έργο και η τεχνοτροπία του άσκησαν σημαντική επιρροή στους μεταγενέστερους εικονογράφους του Αγίου Όρους, κάτι που μαρτυρείται και από το γεγονός ότι το εγχειρίδιο ζωγραφικής του 1730 με τίτλο Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης και αι κύριαι πηγαί αυτής που συντάχθηκε από τον Διονύσιο τον εκ Φουρνά, αναφέρει τον Θεοφάνη ως το πρότυπο προς μίμηση.[2][17][18]
Οι νωπογραφίες οι οποίες φέρουν την υπογραφή του διασώζονται στα ελληνορθόδοξα μοναστήρια του Αγίου Όρους, ειδικά στη μονή Σταυρονικήτα και τη μονή Μεγίστης Λαύρας.[19] Έργα του υπάρχουν και στη μονή Αναπαυσά στα Μετέωρα όπου φιλοξενούνται τα παλαιότερα έργα του τα οποία χρονολογούνται από το 1527,[20][3] ενδεχομένως και στη μονή Βαρλαάμ όπου έχει όμως αμφισβητηθεί πως είναι αυτός ο πραγματικός δημιουργός στην περίπτωση αυτή και πως πρόκειται για έργο του Φράγκου Κατελάνου.[21]Βοβολης Γεώργιος