Καταδρομικό μάχης κλάσης Moltke

Η κλάση καταδρομικών μάχης[α] MoltkeΜόλτκε») αποτελούνταν από δύο πλοία που ναυπηγήθηκαν μεταξύ 1909 και 1911 για το Γερμανικό Αυτοκρατορικό Ναυτικό και ήταν οπλισμένα αποκλειστικά με πυροβόλα μεγάλου διαμετρήματος. Ονομάστηκαν SMS Moltke και SMS Goeben[β] και ήταν παρόμοια με το καταδρομικό μάχης SMS Von der Tann, με την ενσωμάτωση αρκετών βελτιώσεων. Τα πλοία της κλάσης Moltke ήταν ελαφρώς μεγαλύτερων διαστάσεων, ταχύτερα και καλύτερα θωρακισμένα και διέθεταν ένα επιπρόσθετο ζεύγος πυροβόλων των 280 mm. 


Το Moltke στο Χάμπτον Ρόουντς στις ΗΠΑ (1912).
Επισκόπηση κλάσης
Κατασκευαστές:Blohm + Voss, Αμβούργο
Χειριστές:Γερμανικό Αυτοκρατορικό Ναυτικό (Kaiserliche Marine)
Οθωμανικό/Τουρκικό Ναυτικό
Σε υπηρεσία:1911–1950
Ολοκληρώθηκαν:δύο
Χάθηκαν:ένα
Αποσύρθηκαν:ένα
Γενικά χαρακτηριστικά
Τύπος: καταδρομικό μάχης
Εκτόπισμα: Προβλεπόμενο: 22.979 t (22.616 LT)
Πλήρες: 25.400 t (25.000 LT)
Μήκος: 186,6 m
Πλάτος: 29,4 m
Βύθισμα: 9,19 m
Ταχύτητα: Προβλεπόμενη: 25,5 kn
Εμβέλεια: 4120 ναυτικά μίλια με ταχύτητα πλεύσης 14 kn.
Πλήρωμα: 43 αξιωματικοί και 1010 υπαξιωματικοί και ναύτες
Οπλισμός: 10 πυροβόλα των 280 mm
12 πυροβόλα των 150 mm
12 πυροβόλα των 88 mm
τορπιλοσωλήνες των 500 mm
Θωράκιση: Κύρια ζώνη: 76-280 mm
Πύργοι κύριων πυροβόλων: 230 mm
Κατάστρωμα: 25-76 mm

Και τα δύο σκάφη έλαβαν μέρος σε επιχειρήσεις κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Moltke συμμετείχε σε πολλές μεγάλες ναυμαχίες μαζί με τον υπόλοιπο Στόλο Ανοικτής Θαλάσσης (γερμανικά: Hochseeflotte‎‎), συμπεριλαμβανομένων του Ντόγκερ Μπανκ και της Γιουτλάνδης στη Βόρεια Θάλασσα, της ναυμαχίας στον Κόλπο της Ρίγας και της Επιχείρησης «Αλβιών» στη Βαλτική. Στο τέλος του πολέμου το Moltke, όπως και τα περισσότερα πλοία του γερμανικού στόλου, τέθηκε υπό περιορισμό στο Σκάπα Φλόου (αγγλικά: Scapa Flow‎‎) μέχρι να καθοριστεί η περαιτέρω πορεία τους που συζητούνταν στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για τη διαμόρφωση της συνθήκης ειρήνης. Τα πληρώματά τους κατάφεραν να τα βυθίσουν την 21η Ιουνίου 1919 προκειμένου να μην περάσουν στην κατοχή των Συμμάχων.

Το Goeben στάθμευε στη Μεσόγειο κατά την έναρξη του πολέμου και κατάφερε να διαφύγει της καταδίωξης των σκαφών του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού και να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη. Παραχωρήθηκε μαζί με το ελαφρύ καταδρομικό Breslau στο Οθωμανικό Ναυτικό αμέσως μετά την άφιξη του εκεί. Από στρατηγικής απόψεως, το Goeben διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο διότι αφενός συνέβαλε στην είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων και αφετέρου η παρουσία του παρεμπόδισε τις προσπάθειες των Αγγλογάλλων και του Ρωσικού Στόλου της Μαύρης Θάλασσας να εισέλθουν στον Βόσπορο. Το Goeben παρέμεινε σε υπηρεσία μετά τον πόλεμο και την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με ελάχιστες μετατροπές παρέμεινε ενεργό με το Τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό μέχρι τον παροπλισμό του στις 20 Δεκεμβρίου 1950. Διεγράφη από τα μητρώα του Ναυτικού στις 14 Νοεμβρίου 1954. Το πλοίο προσφέρθηκε για πώληση στην κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας το 1963, χωρίς όμως επιτυχία. Καθώς δεν υπήρξε κάποια ομάδα που θα μπορούσε να το συντηρήσει σαν μουσείο εν τέλει πωλήθηκε το 1971 για σκραπ. Ρυμουλκήθηκε στο διαλυτήριο στις 7 Ιουνίου 1973 και οι εργασίες ολοκληρώθηκαν τον Φεβρουάριο του 1976.

Ιστορικό

Επεξεργασία

Ενόσω η ανώτατη ηγεσία του Αυτοκρατορικού Ναυτικού εξέταζε ιδέες για το επόμενο καταδρομικό μάχης, που θα ακολουθούσε το Von der Tann, αναδείχθηκε το ζήτημα του κύριου οπλισμού. Το Von der Tann διέθετε πυροβόλα των 280 mm, όπως και τα σύγχρονά του θωρηκτά της κλάσης Nassau. Για την επόμενη κλάση θωρηκτών, την κλάση Helgoland, είχαν ήδη επιλεγεί όπλα των 305 mm ως απάντηση στις νεώτερες σχεδιάσεις του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού και εκφράστηκε η άποψη να υιοθετηθούν τα ίδια όπλα και στα νέα καταδρομικά μάχης. Από την άλλη προτάθηκε στα νέα πλοία να χρησιμοποιηθούν πυροβόλα ίδιου διαμετρήματος με του Von der Tann, αλλά να αυξηθεί ο αριθμός τους από οκτώ σε δέκα.[1] Προς υποστήριξη της θέσης αυτής εκφράστηκε το επιχείρημα ότι δεδομένης της αριθμητικής υπεροχής των δυνάμεων αναγνώρισης του Βασιλικού Ναυτικού θα ήταν προτιμότερο να αυξηθεί ο αριθμός των κύριων πυροβόλων παρά το διαμέτρημά τους. Από την άλλη πλευρά αντιτάχθηκε το επιχείρημα πως τα όπλα των 305 mm ήταν αναγκαία προκειμένου να μπορούν τα νέα πλοία να σταθούν στη κύρια γραμμή μάχης του Στόλου Ανοιχτής Θαλάσσης.[2]

Προετοιμάστηκαν προκαταρκτικά σχέδια με διαφορετικές διαμορφώσεις, συμπεριλαμβανομένης πρότασης με οκτώ πυροβόλα των 305 mm, άλλης με δέκα πυροβόλα των 280 mm καθώς και μιας εναλλακτικής με οκτώ πυροβόλα των 280 mm αλλά με ενισχυμένη θωράκιση. Ο ναύαρχος Άλφρεντ φον Τίρπιτς (Alfred von Tirpitz) συνέστησε τη ναυπήγηση πλοίων με δέκα πυροβόλα και αυτή ήταν η εισήγηση που ενέκρινε ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β΄ στις 28 Μαΐου 1907.[1] Έχοντας πλέον διευθετηθεί το ζήτημα του διαμετρήματος των κύριων πυροβόλων, αποφασίστηκε πως τα νέα πλοία θα έπρεπε να έχουν θωράκιση ίση ή ανώτερη από αυτή του Von der Tann και μέγιστη ταχύτητα τουλάχιστον 24,5 kn.[2] Υπήρξαν σοβαρές καθυστερήσεις στην έναρξη του σχεδιασμού διότι προτεραιότητα δόθηκε στην ολοκλήρωση του σχεδίου για τα θωρηκτά κλάσης Helgoland, με τον χρόνο αυτό να αξιοποιείται προκειμένου να ενσωματωθούν αρκετές βελτιώσεις στο σχέδιο των νέων καταδρομικών μάχης. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν η προσθήκη ενός ζεύγους πυροβόλων των 150 mm, η αφαίρεση τεσσάρων πυροβόλων των 88 mm από θέσεις που κρίθηκαν ακατάλληλες και η αλλαγή του σχεδίου των ιστών.[1] Επίσης έγιναν αλλαγές στην προστασία κρίσιμων τμημάτων, όπως τα μηχανοστάσια και οι αποθήκες πυρομαχικών, αυξήθηκε το πάχος της θωράκισης καθώς και τα μέγιστα δυνατά αποθέματα, αυξάνοντας σημαντικά το εκτόπισμα.[2]

Αρχικά είχε προγραμματιστεί η ναυπήγηση ενός μονάχα πλοίου αυτού του σχεδίου, αλλά λόγω του αυξημένου φόρτου εργασίας του προσωπικού σχεδίασης του Ναυτικού, αποφασίστηκε να ναυπηγηθούν δύο πλοία αυτής της κλάσης.[2] Έλαβαν τις προσωρινές ονομασίες «Καταδρομικό G» και «Καταδρομικό H». Η Blohm & Voss υπέβαλε τη χαμηλότερη προσφορά για το «Καταδρομικό G» και έτσι κέρδισε τη σχετική σύμβαση για αυτό αλλά και το «Καταδρομικό H». Το πρώτο πλοίο ανατέθηκε στο πρόγραμμα ναυπήγησης για το έτος 1908–09 και το δεύτερο στο έτος 1909–1910.[3] Το πρώτο πλοίο καθελκύστηκε στις 7 Απριλίου 1910 και εντάχθηκε σε υπηρεσία στις 30 Σεπτεμβρίου 1911 ως SMS Moltke.[4] Ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του στρατάρχη Χέλμουτ Καρλ Μπέρνχαρντ φον Μόλτκε (Helmuth Karl Bernhard Graf von Moltke), επιτελάρχη του πρωσικού στρατού στα μέσα του 19ου αιώνα.[5] Το έτερο καταδρομικό καθελκύστηκε στις 28 Μαρτίου 1911. Παραδόθηκε στο Αυτοκρατορικό Ναυτικό στις 2 Ιουλίου 1912 και ονομάστηκε SMS Goeben[4] προς τιμήν του Πρώσου στρατηγού της περιόδου του Γαλλοπρωσικού Πολέμου Αυγούστου Καρλ φον Γκαίμπεν (August Karl von Goeben).[6]

Περιγραφή

Επεξεργασία

Τα πλοία της κλάσης Moltke είχαν ολικό μήκος 186,6 m, πλάτος 29,4 m και βύθισμα 9,19 m πλήρως έμφορτα. Με κανονικό φορτίο είχαν εκτόπισμα 22.979 t (22.616 LT), ενώ με πλήρες ανέρχονταν σε 25.400 t (24.999 LT). Η υπερκατασκευή ήταν σχετικά μικρών διαστάσεων και αποτελούνταν από την κύρια θωρακισμένη γέφυρα μπροστά και δευτερεύουσα γέφυρα πίσω.[7] Διέθεταν δύο πηδάλια εν σειρά[1] και γενικά είχαν καλή συμπεριφορά, ακόμα και σε τρικυμισμένη θάλασσα. Η απόκρισή τους σε αλλαγές κατεύθυνσης ήταν αρχή ωστόσο και δεν ήταν ιδιαίτερα ευέλικτα. Τυπικά το πλήρωμά τους αποτελούνταν από 43 αξιωματικούς και 1010 άνδρες, όταν όμως το Moltke ήταν η ναυαρχίδα της Ι Μοίρας Αναγνώρισης αυξήθηκε κατά 13 αξιωματικούς και 62 άνδρες. Ως δευτερεύουσα ναυαρχίδα διοίκησης είχε τρεις αξιωματικούς και 25 άνδρες περισσότερους. Και τα δύο πλοία της κλάσης μπορούσαν να μεταφέρουν διάφορα μικρότερα σκάφη, όπως λάντζες και λέμβoυς.[8]

Κινούνταν από ατμοστρόβιλους Parsons τεσσάρων αξόνων χωρισμένους σε δύο ομάδες και διέθεταν 24 λέβητες Schulz-Thornycroft που έκαιγαν κάρβουνο και ήταν εγκατεστημένοι σε τέσσερα λεβητοστάσια.[4] Οι λέβητες παρήγαν ατμό σε πίεση 16 ατμοσφαιρών (240 psi).[5] Υπήρχαν δύο μεγάλες καπνοδόχους, τοποθετημένες σε μεγάλη η μία από την άλλη. Μετά το 1916 οι λέβητες ενισχύθηκαν με ψεκαστήρες πίσσας-πετρελαίου για να αυξηθεί ο ρυθμός καύσης του λιγνίτη χαμηλής ποιότητας που διέθετε η Γερμανία. Οι στρόβιλοι Parsons ήταν χωρισμένοι σε ζεύγη υψηλής και χαμηλής πίεσης[5] και κινούσαν τέσσερις έλικες διαμέτρου 3,74 m.[7]

Η ονομαστική ισχύς του προωστικού συστήματος ήταν 52.000 ps (51.289 shp) και μπορούσαν σε μέγιστη ταχύτητα 25,5 kn. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των δοκιμών το Moltke έφτασε τους 85.782 ps (84.609 shp) και μέγιστη ταχύτητα 28,4 kn. Η ονομαστική ισχύς και η μέγιστη ταχύτητα πλεύσης του Goeben ήταν ελαφρώς χαμηλότερες.[3] Με ταχύτητα πλεύσης 14 kn είχαν αυτονομία 4120 ναυτικών μιλίων[5] και είχαν σχεδιαστεί για να μεταφέρουν 1000 τόνους κάρβουνου, παρόλο που στην πράξη μπορούσαν να μεταφέρουν έως και 3100 τόνους.

Οπλισμός

Επεξεργασία

Ο κύριος οπλισμός αποτελούνταν από δέκα πυροβόλα των 280 mm που ήταν εγκατεστημένα ανά δύο σε πέντε πύργους. Η μέγιστη επιτρεπτή ανύψωση των πυροβόλων ήταν 13,5 μοίρες,[4] κατά 7,5 μοίρες μικρότερη σε σύγκριση με τα πυροβόλα του Von der Tann, με αποτέλεσμα η εμβέλεια τους να είναι ελαφρώς μικρότερη, στα 18.100 m σε σύγκριση με τα 18.900 m των πυροβόλων του Von der Tann. Το 1916, στο πλαίσιο εργασιών συντήρησης και ανακατασκευής, η μέγιστη ανύψωση των πυροβόλων του Moltke αυξήθηκε στις 16 μοίρες και η εμβέλειά τους έφτασε τα 19.100 m.[3]

Ο δευτερεύων οπλισμός αποτελούνταν από δώδεκα πυροβόλα των 150 mm, ενώ αρχικά υπήρχαν και δώδεκα όπλα των 88 mm για την αντιμετώπιση επιθέσεων από εχθρικά αντιτορπιλικά και τορπιλοβόλα. Επίσης υπήρχαν τέσσερις τορπιλοσωλήνες των 500 mm και μεταφέρονταν έως και έντεκα τορπίλες.

Θωράκιση

Επεξεργασία

Τα καταδρομικά της κλάσης Moltke είχαν ενισχυμένη θωράκιση σε σύγκριση με του Von der Tann. Έφθανε τα 100 mm στο εμπρόσθιο τμήμα της κύριας θωρακισμένης ζώνης, τα 270 mm στη θωρακισμένη γέφυρα και τα 100 mm στην πρύμνη. Τα μηχανοστάσια και οι αποθήκες πυρομαχικών προστατεύονταν από θωράκιση πάχους 180 mm στα πλάγια και θωρακισμένη οροφή πάχους 90 mm. Τέλος το κατάστρωμα προστατεύονταν από 50 mm θωράκισης. Όπως και στην περίπτωση του Von der Tann, η θωράκιση προέρχονταν από τα χαλυβουργεία Krupp.[7]

Πλοίο Κατασκευαστής Έναρξη ναυπήγησης Καθέλκυση Ένταξη σε υπηρεσία
SMS Moltke Blohm + Voss, Αμβούργο 7 Δεκεμβρίου 1908 7 Απριλίου 1910 30 Αυγούστου 1911
SMS Goeben 28 Αυγούστου 1909 28 Μαρτίου 1911 2 Ιουλίου 1912

Επιχειρησιακή ιστορία

Επεξεργασία
Κύριο λήμμα: SMS Moltke
 
Φωτογραφία του Moltke ενώ κατευθύνεται προς το Σκάπα Φλόου (1918).

Στις 30 Σεπτεμβρίου 1911 το Moltke αντικατέστησε το θωρακισμένο καταδρομικό Roon στην I Μοίρα Αναγνώρισης. Στις 19 Απριλίου 1912 απέπλευσε από τη Γερμανία μαζί με τα ελαφρά καταδρομικά Stettin και Bremen για επίσκεψη καλής θέλησης στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου και έφτασαν στις 30 Μαΐου. Στις αρχές Ιουλίου το Moltke συνόδευσε τη θαλαμηγό του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄ όταν επισκέφθηκε τη Ρωσία. Όταν επέστρεψε έγινε η ναυαρχίδα της I Μοίρας Αναγνώρισης, παραμένοντας σε αυτό τον ρόλο μέχρι που ο υποναύαρχος Φραντς φον Χίπερ (Franz von Hipper) μετέφερε τη σημαία του στο νεότευκτο καταδρομικό μάχης Seydlitz στις 23 Ιουνίου 1914.[9]

Το Moltke συμμετείχε στις περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις του γερμανικού στόλου στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συμπεριλαμβανομένων των ναυμαχιών του Ντόγκερ Μπανκ και της Γιουτλάνδης στη Βόρεια Θάλασσα, καθώς και της ναυμαχίας του Κόλπου της Ρίγας και της Επιχείρησης «Αλβιών» στη Βαλτική. Έλαβε επίσης μέρος σε αρκετές επιχειρήσεις βομβαρδισμού των αγγλικών ακτών, συμπεριλαμβανομένης της πρώτης επιδρομής στο Γιάρμουθ, της επίθεσης στις πόλεις Scarborough, Hartlepool και Whitby και της δεύτερης επιδρομής στο Γιάρμουθ και το Λόουστοφτ. Αρκετές ήταν επίσης οι ζημιές που υπέστη κατά τη διάρκεια του πολέμου: χτυπήθηκε από πυρά βαρέων πυροβόλων στη Γιουτλάνδη και τορπιλίστηκε δύο φορές από βρετανικά υποβρύχια ενώ επιχειρούσε με τον βρετανικό στόλο.[10]

Μετά το τέλος του πολέμου το μεγαλύτερο μέρος του Στόλου Ανοικτής Θαλάσσης, συμπεριλαμβανομένου του Moltke, έπλευσε στο Σκάπα Φλόου στην Σκοτία όπου τα γερμανικά πλοία τέθηκαν υπό περιορισμό εν αναμονή της απόφασης των Συμμάχων για την τύχη του στόλου. Αυτοβυθίστηκε από το πλήρωμά του, μαζί με τον υπόλοιπο στόλο το 1919, για να αποτραπεί η κατάσχεσή του από το Βασιλικό Ναυτικό.[6] Το ναυάγιο ανελκύστηκε στις 10 Ιουνίου 1927 και διαλύθηκε για σκραπ στο Ρόσαϊθ (Rosyth) στα 1927-1929.[11]

Κύριο λήμμα: SMS Goeben
 
Φωτογραφία του Yavûz (πρώην Goeben) στον Βόσπορο. Η συγκεκριμένη εικόνα λήφθηκε από το αμερικανικό αεροπλανοφόρο Leyte το 1947.

Έπειτα από το ξέσπασμα του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου τον Οκτώβριο του 1912, η Γερμανική Ανώτατη Διοίκηση αποφάσισε να συγκροτήσει τη ναυτική μοίρα της Μεσογείου σε μια προσπάθεια να ασκήσει επιρροή στα τεκταινόμενα στην περιοχή. Η δύναμη αυτή, που αποτελούνταν από το Goeben και το ελαφρύ καταδρομικό Breslau, απέπλευσε από το Κίελο στις 4 Νοεμβρίου και έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στις 15 Νοεμβρίου. Πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις σε αρκετά λιμάνια της Μεσογείου, όπως τη Βενετία, την Πόλα και τη Νάπολη. Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος έληξε στις 30 Μαΐου 1913 και τότε εκφράστηκε η άποψη να αποσυρθούν τα δύο πλοία πίσω στη Γερμανία. Μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα ξέσπασε όμως ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος και έτσι αποφασίστηκε να παραμείνουν στη Μεσόγειο.[12]

Έπειτα από τη δολοφονία του Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου στις 28 Ιουνίου 1914, ο υποναύαρχος Βίλχελμ Σούσον (Wilhelm Souchon) αντιλήφθηκε πως επίκειται το ξέσπασμα γενικευμένης σύρραξης έπλευσε εσπευσμένα στην Πόλα για να πραγματοποιηθούν επισκευές στο Goeben. Στη συνέχεια τα γερμανικά διατάχθηκαν να πλεύσουν προς την Κωνσταντινούπολη και ενώ κατευθύνονταν προς τα εκεί καταδιώχθηκαν από βρετανικές ναυτικές δυνάμεις, από τις οποίες και κατάφεραν να ξεφύγουν για να φθάσουν τελικά στην Κωνσταντινούπολη στις 10 Αυγούστου 1914.[12] Το Goeben δόθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και μετονομάστηκε σε Γιαβούζ Σουλτάν Σελίμ προς τιμήν του σουλτάνου Σελίμ Α΄. Γνωστό πλέον ως Yavûz (Γιαβούζ) έγινε η ναυαρχίδα του Οθωμανικού Ναυτικού, διατηρώντας όμως το γερμανικό του πλήρωμα. Υπό οθωμανική σημαία βομβάρδισε το ρωσικό λιμάνι της Σεβαστούπολης, κατέλαβε και βύθισε ένα ρωσικό ναρκαλιευτικό και προκάλεσε ζημιές σε ένα αντιτορπιλικό στις 29 Οκτωβρίου 1914. Η ρωσική κυβέρνηση απάντησε κηρύσσοντας τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την 1η Νοεμβρίου με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία να ακολουθούν στις 5 του ίδιου μήνα.[13] Η παρουσία του γερμανικού πλοίου απέτρεψε την προώθηση των Ρώσων στον |Βόσπορο καθώς και παρόμοια ενέργεια των Αγγλογάλλων, που διέθεσαν αρχικά πεπαλαιωμένα (προ-ντρέντνωτ) θωρηκτά.[14] Παρόλο που διέθεταν ισχυρότερα πλοία, ικανά να αντιμετωπίσουν το Goeben, δεν μπορούσαν να διακινδυνεύσουν να πλεύσουν στα βαρύτατα ναρκοθετημένα και περιπολούμενα από υποβρύχια τουρκικά ύδατα.[15]

Το 1936 μετονομάστηκε επισήμως σε Yavûz και παρέμεινε η ναυαρχίδα του τουρκικού ναυτικού μέχρι το 1950. Παροπλίστηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1950 και διεγράφη στις 14 Νοεμβρίου 1954. Από την πλευρά της τουρκικής κυβέρνησης έγιναν προσπάθειες να διατηρηθεί ως μουσείο, συμπεριλαμβανομένης προσφοράς στη Δυτική Γερμανία να πωληθεί πίσω, όμως όλες οι ενέργειες ήταν άκαρπες. Εν τέλει πωλήθηκε για σκραπ το 1971 και διαλύθηκε στα 1973-1976.[16] Ήταν το τελευταίο εναπομείναν πλοίο του Αυτοκρατορικού Γερμανικού Ναυτικού.[16]

Σημειώσεις

Επεξεργασία
  1. Το Γερμανικό Αυτοκρατορικό Ναυτικό χρησιμοποιούσε τον όρο «Μεγάλο Καταδρομικό» (Großen Kreuzer). Η διαφορά τέτοιων πλοίων από παλαιότερα για τα οποία χρησιμοποιήθηκε ο ίδιος όρος, όπως για παράδειγμα τα καταδρομικά της κλάσης Roon, είναι πως ο κύριος οπλισμός των νεώτερων σκαφών αποτελούνταν από πυροβόλα του ίδιου διαμετρήματος αντί για πυροβόλα διάφορων τύπων και διαμετρημάτων.
  2. «SMS» είναι ακρώνυμο για το «Seiner Majestät Schiff», που σημαίνει « Πλοίο της Αυτού Μεγαλειότητος» στα γερμανικά.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Dodson, σελ. 82.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Staff, σελ. 11.
  3. 3,0 3,1 3,2 Campbell & Sieche, σελ. 152.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 Staff, σελ. 12.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Staff, σελ. 14.
  6. 6,0 6,1 Staff, σελ. 17.
  7. 7,0 7,1 7,2 Gröner, σελ. 54.
  8. Gröner, σελίδες 54–55.
  9. Staff, σελ. 15.
  10. Staff, σελίδες 15–16.
  11. Gröner, σελ. 55.
  12. 12,0 12,1 Staff, σελ. 18.
  13. Staff, σελ. 19.
  14. Staff, σελίδες 18–19.
  15. Bennett, σελ. 275.
  16. 16,0 16,1 Sturton, σελ. 147.

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • Bennett, Geoffrey (2005). Naval Battles of the First World War. Barnsley: Pen & Sword Military Classics. ISBN 978-1-84415-300-8. 
  • Campbell, N. J. M.· Sieche, Erwin (1986). «Germany». Στο: Gardiner, Robert· Gray, Randal. Conway's All the World's Fighting Ships 1906–1921. London: Conway Maritime Press. σελίδες 134–189. ISBN 978-0-85177-245-5. 
  • Dodson, Aidan (2016). The Kaiser's Battlefleet: German Capital Ships 1871–1918. Barnsleya: Seaforth Publishing. ISBN 978-1-84832-229-5. 
  • Grießmer, Axel (1999). Die Linienschiffe der Kaiserlichen Marine: 1906–1918; Konstruktionen zwischen Rüstungskonkurrenz und Flottengesetz [The Battleships of the Imperial Navy: 1906–1918; Constructions between Arms Competition and Fleet Laws] (στα Γερμανικά). Bonn: Bernard & Graefe Verlag. ISBN 978-3-7637-5985-9. 
  • Gröner, Erich (1990). German Warships: 1815–1945. I: Major Surface Vessels. Annapolis: Naval Institute Press. ISBN 978-0-87021-790-6. 
  • Staff, Gary (2006). German Battlecruisers: 1914–1918. Oxford: Osprey Books. ISBN 978-1-84603-009-3. 
  • Sturton, Ian, επιμ. (1987). Conway's All the World's Battleships: 1906 to the Present. London: Conway Maritime Press. ISBN 978-0-85177-448-0. 

Επιπλέον ανάγνωση

Επεξεργασία
  • Breyer, Siegfried (1997). Die Kaiserliche Marine und ihre Großen Kreuzer [The Imperial Navy and its Large Cruisers] (στα Γερμανικά). Wölfersheim: Podzun-Pallas Verlag. ISBN 3-7909-0603-4. 
  • Campbell, N. J. M. (1978). Battle Cruisers. Warship Special. 1. Greenwich: Conway Maritime Press. ISBN 978-0-85177-130-4. 
  • Dodson, Aidan· Cant, Serena (2020). Spoils of War: The Fate of Enemy Fleets after the Two World Wars. Barnsley: Seaforth Publishing. ISBN 978-1-5267-4198-1. 
  • Staff, Gary (2014). German Battlecruisers of World War One: Their Design, Construction and Operations. Barnsley: Seaforth Publishing. ISBN 978-1-84832-213-4. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία