Ο Στρατάρχης (Στχης) είναι ο ανώτατος δυνατός Στρατιωτικός Βαθμός, Στο ΝΑΤΟ θεωρείται βαθμός 5 αστέρων με κωδικό OF-10, τον οποίο έφεραν σε διάφορες χρονικές περιόδους της ιστορίας διακεκριμένοι στρατηγοί. Η τελευταία φορά που χρησιμοποιήθηκε ο συγκεκριμένος βαθμός στην Ελλάδα ήταν από τον Κωνσταντίνο Β' ως την οριστική κατάργηση της μοναρχίας στην Ελλάδα το 1974. Ο βαθμός αυτός δεν χρησιμοποιείται πλέον στην Ελλάδα.

Κοινοί στρατιωτικοί βαθμοί στα ελληνικά
ΣΤΡΑΤΟΣ ΞΗΡΑΣ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ
AΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ
ΑΝΩΤΑΤΟΙ
Στρατηγός Ναύαρχος Πτέραρχος
Αντιστράτηγος Αντιναύαρχος Αντιπτέραρχος
Υποστράτηγος Υποναύαρχος Υποπτέραρχος
Ταξίαρχος Σ.Ξ. Αρχιπλοίαρχος Ταξίαρχος Π.Α.
ΑΝΩΤΕΡΟΙ
Συνταγματάρχης Πλοίαρχος Σμήναρχος
Αντισυνταγματάρχης Αντιπλοίαρχος Αντισμήναρχος
Ταγματάρχης Πλωτάρχης Επισμηναγός
ΚΑΤΩΤΕΡΟΙ
Λοχαγός Υποπλοίαρχος Σμηναγός
Υπολοχαγός Ανθυποπλοίαρχος Υποσμηναγός
Ανθυπολοχαγός Σημαιοφόρος Ανθυποσμηναγός
ΑΝΘΥΠΑΣΠΙΣΤΕΣ
Ανθυπασπιστής Σ.Ξ. Ανθυπασπιστής Π.Ν. Ανθυπασπιστής Π.Α.
ΔΟΚΙΜΟΙ ΕΦΕΔΡΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ
Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός Σ.Ξ. Σημαιοφόρος Επίκουρος Αξιωματικός Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός Π.Α.
ΥΠΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ
Αρχιλοχίας Αρχικελευστής Αρχισμηνίας
Επιλοχίας Επικελευστής Επισμηνίας
Λοχίας Κελευστής Σμηνίας
Δεκανέας Δίοπος Υποσμηνίας
ΟΠΛΙΤΕΣ
Υποδεκανέας Υποδίοπος Ανθυποσμηνίας
Στρατιώτης Ναύτης Σμηνίτης
π  σ  ε

Η προέλευση του όρου χρονολογείται στον πρώιμο Μεσαίωνα. Σήμαινε αρχικά τον κάτοχο των αλόγων του βασιλιά από την εποχή των πρώιμων Φράγκων βασιλιάδων.

Το παραδοσιακό χαρακτηριστικό που διακρίνει έναν Στρατάρχη είναι μια σκυτάλη, η στραταρχική ράβδος. Η στραταρχική ράβδος στην αρχή ήταν απλό κομμάτι ξύλου, αλλά από τον 18ο αιώνα άρχισε να διακοσμείται, ορισμένες φορές ακόμα και με χρυσό και διαμάντια. Μερικές φορές το διακριτικό μπορεί να μην είναι σκυτάλη, όπως συμβαίνει στη Ρωσία μετά το 1991 και προηγουμένως στην πρώην Σοβιετική Ένωση, που χρησιμοποιούσε ένα ασημένιο αστέρι που αναφέρεται ως αστέρι του στρατάρχη.

Βυζαντινή Αυτοκρατορία Επεξεργασία

Ο όρος «στρατάρχης» (στρατός + άρχων) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τον 9ο-11ο αιώνα και αναφέρονταν σε τάξη ανώτερων αξιωματούχων που επιτελούσαν οικονομικά και διοικητικά καθήκοντα στον στρατό, στους οποίους περιλαμβάνονταν ο Εταιριάρχης (διοικητής της μισθοφορικής σωματοφυλακής), ο Δρουγγάριος του Πλωίμου, ο Λογοθέτης των Αγελών που επόπτευε τα κρατικά ιπποφορβεία (μητάτα), ο Κόμης του Στάβλου, και ο πρωτοσπαθάριος επικεφαλής του σώματος των «βασιλικών ανθρώπων».[1] Προς το τέλος του 11ου αιώνα ο όρος έπαψε να έχει την αρχική ουσιαστική χρήση και χρησιμοποιήθηκε ως τιμητικό επίθετο για διακριθέντες στρατηγούς, με τις παραλλαγές «Μέγας Στρατάρχης» και «Πανστρατάρχης». Για παράδειγμα αναφέρονται ως «στρατάρχες» ο μυθικός ήρωας Διγενής Ακρίτας, ή διάσημοι στρατηλάτες του παρελθόντος, όπως ο Βελισσάριος.[1]

Νεότερη Ελληνική Ιστορία Επεξεργασία

Από το Καλοκαίρι του 1826 ο Γεώργιος Καραϊσκάκης είχε διοριστεί «στρατάρχης», υπό την έννοια του αρχιστρατήγου, της Ρούμελης.[εκκρεμεί παραπομπή] Τον διαδέχτηκε στην θέση αυτή ο Δημήτριος Υψηλάντης.[εκκρεμεί παραπομπή] Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τιμήθηκε από την Ελληνική πολιτεία με τον βαθμό του στρατάρχη μετά θάνατον.[εκκρεμεί παραπομπή]

 
Ο Αλέξανδρος Παπάγος σε τελετή παρασημοφόρησής του στο Μέγαρο των Απομάχων (Les Invalides) του Παρισιού, το 1954

Ο Θεόδωρος Γρίβας προαχθείς στον βαθμό στις 23 Οκτωβρίου 1862 [2], μετά την έξωση του βασιλιά Όθωνα και μόλις μία ημέρα πριν τον θάνατό του.

Ο βαθμός για πρώτη φορά αποδόθηκε επίσημα στον βασιλέα Κωνσταντίνο Α' το 1913, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Ο βαθμός διατηρήθηκε από την Β΄ Ελληνική Δημοκρατία,[3] χωρίς να υπάρξει κάποια απονομή. Το 1939 υιοθετήθηκε και από τον Γεώργιο Β', μαζί με τους αντιστοίχους βαθμούς στο πολεμικό ναυτικό και την πολεμική αεροπορία. Ως σύμβολο της λειτουργίας του μονάρχη ως ανωτάτου διοικητή των ενόπλων δυνάμεων, χρησιμοποιήθηκε έκτοτε από τους βασιλείς Παύλο Α' το 1947, και Κωνσταντίνο Β' το 1964.

Την 28η Οκτωβρίου 1949, ως αναγνώριση των υπηρεσιών που προσέφερε στη χώρα κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 και τον εμφύλιο πόλεμο ο Αλέξανδρος Παπάγος, του απονεμήθηκε από τον Βασιλιά Παύλο ο βαθμός του στρατάρχη.

Άλλες χώρες Επεξεργασία

Στις περισσότερες δυτικές χώρες, ο αντίστοιχος βαθμός (αγγλ. Marshal ή Field Marshal, γερμ. Generalfeldmarschall, γαλλ. Maréchal, ρωσ. Маршал, κλπ) προέρχεται από τον αρχαίο γερμανικό τίτλο Marh-scalc («ιπποκόμος») της φραγκικής βασιλικής αυλής (πρβλ. αντίστοιχα τον πρωτοστράτορα στο Βυζάντιο). Εξελληνισμένα αναφέρεται και ως μαρεσάλος, ιδιαίτερα για τη μεσαιωνική περίοδο.

Σε ορισμένες χώρες όμως, ο όρος χρησιμοποιείται για κατώτερους βαθμούς, π.χ. στην Ισπανία ο mariscal de campo και στη Γαλλία ο maréchal de camp στο παρελθόν ήταν βαθμοί ισοδύναμοι του υποστράτηγου, στο δε σύγχρονο ιταλικό στρατό, maresciallo αντιστοιχεί στον ανθυπασπιστή, και στον γαλλικό στρατό επιβιώνει ο βαθμός του Maréchal des logis, που αντιστοιχεί στον λοχία.

Στις ισπανόφωνες χώρες, ο ανώτατος βαθμός είναι αυτός του Capitán general, ενώ στις αραβικές χρησιμοποιείται ο αντίστοιχος όρος Mushir. Στις ΗΠΑ, λόγω της ήδη διαδεδομένης χρήσης του όρου «marshal» από την ομοσπονδιακή αστυνομία, προτιμήθηκε ο βαθμός να ονομαστεί General of the Army (Στρατηγός του Στρατού).

Διακριτικά Επεξεργασία

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 (Αγγλικά) Kazhdan, Alexander, επιμ. (1991). «Stratarches». The Oxford Dictionary of Byzantium. Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Oxford University Press, σελ. 1962. ISBN 0-19-504652-8. 
  2. Γεωργίου Ρούσσου, Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1826-1974, Ελληνική Μορφωτική Εστία, Αθήναι, 1975, τόμος 4, σελ. 13-14.
  3. Διάταγμα Περὶ κανονισμοῦ τῆς στολῆς τῶν Ἀξιωματικῶν καὶ Ἀνθυπασπιστῶν τοῦ κατὰ γῆν Στρατοῦ καὶ τῆς Χωροφυλακῆς (ΦΕΚ Αʹ 228/1933), Κεφάλαιον ΙΖʹ/Στολαὶ Στρατηγῶν, Καθορισμὸς Στολῶν/Ἐπώμια — Ἐπωμίδες 117.[...] Ὡς διακριτικὰ τοῦ βαθμοῦ προσαρμόζονται ἐπί τῶν ἐπωμίδων ἀργυροκἐντητοι ἀστέρες ἴσης πρὸς τὸ πλάτος τῆς ἐπωμίδος, τοῦ μὲν Ὑποστρατήγου, εἷς τοιοῦτος, τοῦ Ἀντιστρατήγου δύο καὶ τοῦ Στρατηγοῦ τρεῖς ἀπέχοντες ἀλλήλων ἰσάκις, τοῦ δὲ Στρατάρχου μόνον δύο στραταρχικαί ράβδοι χιαστί.