Κωνσταντία της Αντιόχειας
Η Κωνσταντία της Αντιόχειας ή Κωνσταντία των Ωτβίλ (Constance d'Antioche, 1127 - 1163) Πριγκίπισσα της Αντιόχειας (1130 - 1163) ήταν κόρη και διάδοχος του Βοϊμόνδου Β΄ της Αντιόχειας και της συζύγου του, Αλίκης της Αντιόχειας.[3][4][5] Η μητέρα της ήταν μικρότερη κόρη του Βαλδουίνου Β΄ της Ιερουσαλήμ. Η Κωνσταντία διαδέχθηκε τον πατέρα της που σκοτώθηκε σε μάχη σε ηλικία μόλις τριών ετών ενώ ο ξάδελφος της Ρογήρος Β΄ της Σικελίας που είχε καταλάβει από τον πατέρα της το Πριγκιπάτο του Τάραντα (1128) διεκδικούσε και το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας. Η μητέρα της Αλίκη ζήτησε την κηδεμονία και την αντιβασιλεία αλλά οι ευγενείς της Αντιόχειας το αρνήθηκαν και την έδωσαν στον πατέρα της Βαλδουίνο Β΄. Όταν πέθανε ο παππούς της Βαλδουίνος Β΄ (1131) η Αλίκη ζήτησε ξανά την αντιβασιλεία για την κόρη της αλλά οι ευγενείς της το αρνήθηκαν για δεύτερη φορά και την παραχώρησαν στον γαμπρό της Φούλκων της Ιερουσαλήμ.
Κωνσταντία της Αντιόχειας | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1127 |
Θάνατος | 1163 |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Ραϊνάλδος του Σατιγιόν (από 1153)[1] Ραϋμόνδος της Αντιόχειας (από 1136)[1] |
Τέκνα | Βοημούνδος Γ΄ της Αντιόχειας[2] Μαρία της Αντιόχειας[2] Φιλίππα της Αντιοχείας[2] Βαλδουίνος της Αντιόχειας[2] Raimond of Antioch[2] Αγνή της Αντιόχειας[2] Ιωάννα του Σατιγιόν-Αντιόχειας[2] |
Γονείς | Βοημούνδος Β΄ της Αντιόχειας και Αλίκη της Αντιόχειας |
Οικογένεια | Οίκος του Ωτβίλ |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | αντιβασιλιάς |
Ο πρώτος της σύζυγος ήταν ο Ραϋμόνδος της Αντιόχειας (1136), κυβέρνησε τα επόμενα χρόνια την Αντιόχεια και έκανε με την Κωνσταντία τέσσερα παιδιά. Ο Ραϋμόνδος της Αντιόχειας σκοτώθηκε σε μάχη (1149), ο γιος του Φούλκωνος Βαλδουίνος Γ΄ της Ιερουσαλήμ ανέλαβε την αντιβασιλεία, προσπάθησε να πείσει την Κωνσταντία να ξαναπαντρευτεί αλλά εκείνη απέρριψε όλους τους μνηστήρες. Μια πρόταση να παντρευτεί έναν μεσήλικα στενό συγγενή του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνού απορρίφθηκε επίσης. Η Κωνσταντία παντρεύτηκε τελικά σε δεύτερο γάμο από έρωτα τον Ραϋνάλδο του Σατιγιόν έναν ιππότη από τη Γαλλία (1153). Μετά την αιχμαλωσία του δεύτερου συζύγου της (1160 - 1161) η Κωνσταντία ήθελε να κυβερνήσει την Αντιόχεια μόνη αλλά ο Βαλδουίνος Γ΄ ανακήρυξε νόμιμο πρίγκιπα τον 15χρονο γιο της Βοημούνδο Γ΄ της Αντιόχειας. Η Κωνσταντία έντονα δυσαρεστημένη αγνόησε τον Βαλδουίνο Γ΄ και ανακύρυξε τον εαυτό της νόμιμη πριγκίπισσα της Αντιόχειας με την υποστήριξη του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄, εκθρονίστηκε από τον γιο της λίγο πριν τον θάνατο της.[6][7]
Πρώτα χρόνια
ΕπεξεργασίαΗ Κωνσταντία πήρε το όνομα της από τη γιαγιά της από πατέρα Κωνσταντία της Γαλλίας (1078-1126).[8] Ο πατέρας της σκοτώθηκε σε μάχη με τους Τούρκους τον Φεβρουάριο του 1130 και η μητέρα της Αλίκη διεκδίκησε την αντιβασιλεία.[6][9][10] Η Αλίκη σύμφωνα με φήμες που κυκλοφορούσαν στην Αντιόχεια ήθελε να στείλει τη μικρή Κωνσταντία σε μοναστήρι ή να την παντρέψει με κάποιον κοινό.[6] Ο ξάδελφος του Βοημούνδου Ρογήρος Β΄ της Σικελίας απαίτησε να γίνει ο ίδιος πρίγκιπας της Αντιόχειας σαν νόμιμος διάδοχος από τον Οίκο των Ωτβίλ.[11][12] Οι ευγενείς της Αντιόχειας έστειλαν απεσταλμένο στον Βαλδουίνο Β΄ και του πρότειναν να έρθει να κυβερνήσει το πριγκιπάτο αλλά η Αλίκη αντιστάθηκε στον πατέρα της.[6][9] Ο Γουλιέλμος της Τύρου τον 12ο αιώνα την κατηγόρησε ότι προχώρησε σε συμμαχία με τον Ιμαντεντίν Ζενγκί Ατάμπεη στο Χαλέπι, οι απεσταλμένοι της συνελήφθησαν από στρατιώτες του Βαλδουίνου Β΄ που είχαν φτάσει στην Αντιόχεια. Η Αλίκη ζήτησε συγχώρεση από τον πατέρα της που της πήρε την αντιβασιλεία και τη διέταξε να φύγει από την Αντιόχεια.[6][9][13]
Παιδική ηλικία
ΕπεξεργασίαΟι ευγενείς της Αντιόχειας αναγνώρισαν σαν αντιβασιλιά τον Βαλδουίνο Β΄ και ορκίστηκαν πίστη στον ίδιο και την εγγονή του Κωνσταντία.[13] Ο Βαλδουίνος Β΄ όρισε κηδεμόνα της Κωνσταντίας τον Ζοσλέν Α΄ της Έδεσσας μέχρι τον γάμο της, ο Βαλδουίνος Β΄ πέθανε στις 21 Αυγούστου 1131 και ο Ζοσλέν Α΄ μία βδομάδα αργότερα.[9][13][14] [15] Η Αλίκη διεκδίκησε ξανά την αντιβασιλεία αλλά οι ευγενείς της Αντιόχειας που δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο να τους κυβερνήσει γυναίκα έστειλαν απεσταλμένους στον γαμπρό της Φούλκων της Ιερουσαλήμ να έρθει στην Αντιόχεια να αναλάβει την αντιβασιλεία.[16][17] Η Αλίκη συμμάχησε στις αρχές του 1132 με τον Ζοσλέν Β΄ της Έδεσσας και τον Πονς της Τρίπολης.[17][18] Ο Φούλκων ταξίδευσε για την Αντιόχεια μέσω της θάλασσας επειδή ο Πονς του απαγόρευσε να περάσει από την Κομητεία της Τρίπολης.[16][17] Ο Φούλκων προσάραξε στο Σαιν-Σιμεόν και οι βαρόνοι τον αναγνώρισαν κηδεμόνα και αντιβασιλιά, διόρισε τον Κοντόσταυλο της Αντιόχειας να κυβερνήσει το πριγκιπάτο.[17][19] Ο Φούλκων επέστρεψε στην Αντιόχεια όταν ο Ιμαντεντίν Ζενγκί διέταξε τον κυβερνήτη του Χαλεπίου να επιτεθεί στο πριγκιπάτο (1132 - 1133), νίκησε τους εισβολείς και εισήλθε στην Αντιόχεια.[20][21] Οι ευγενείς της Αντιόχειας πίεσαν τον Φούλκων να διαλέξει μία κατάλληλη σύζυγο για την Κωνσταντία, ο Φούλκων επέλεξε τον Ραϋμόνδο του Πουατιέ μικρότερο γιο του Γουλιέλμο Θ΄ της Ακουιτανίας.[22][23] Δεν ανακοίνωσε επίσημα την απόφαση του επειδή ήθελε να προστατεύσει τη μικρή Κωνσταντία από τη μητέρα της Αλίκη και τον Ρογήρο Β΄ της Σικελίας.[23]
Πρώτος γάμος
ΕπεξεργασίαΗ μεγαλύτερη αδελφή της Αλίκης Μελισσάνθη της Ιερουσαλήμ έπεισε τον σύζυγο της Φούλκων να επιτρέψει στην Αλίκη να γυρίσει στην Αντιόχεια (1135).[21] Η Αλίκη ήθελε να ενισχύσει τους δεσμούς του πριγκιπάτου με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία προτείνοντας τον γάμο της Κωνσταντίας με τον γιο και διάδοχο του Ιωάννη Β΄ Μανουήλ Α΄ Κομνηνό.[21] Ο Φούλκων όταν το άκουσε έστειλε απεσταλμένους στη Γαλλία και ζήτησε από τον Ραϋμόνδο να έρθει επειγόντως στην Αντιόχεια, ο Ραϋμόνδος ταξίδευσε μεταμφιεσμένος για να μην τον αναγνωρίσει και τον συλλάβει ο Ρογήρος Β΄ της Σικελίας στη νότια Ιταλία.[11][24] Ο Ραϋμόνδος του Πουατιέ έφτασε στην Αντιόχεια τον Απρίλιο του 1136.[24] Ο Λατίνος πατριάρχης της Ιερουσαλήμ Ραλφ του Ντομφρόν είπε στην Αλίκη ότι ο Ραϋμόνδος ήρθε να παντρευτεί την κόρη της παρά το ότι η Κωνσταντία ήταν μόλις εννέα ετών.[25] Η Κωνσταντία ωστόσο απήχθη από τα ανάκτορα και ο Ραλφ του Ντομφρόν τέλεσε τον γάμο στον Καθεδρικό ναό της πόλης.[26]
Με τον γάμο ο Ραϋμόνδος έγινε επίσημα κυβερνήτης του πριγκιπάτου και η Αλίκη αποσύρθηκε στη Λαττάκεια.[26] Στις αρχές του 1147 ο Λουδοβίκος Ζ´ της Γαλλίας δέχτηκε προσφορά από τον Ρογήρο Β΄ της Σικελίας να μεταφέρει τους Γάλλους Σταυροφόρους στους Αγίους Τόπους όσο διαρκεί η Β΄ Σταυροφορία.[27] Ο Λουδοβίκος Ζ΄ και η σύζυγος του Ελεονώρα της Ακουιτανίας που ήταν ανιψιά του Ραϋμόνδου αναγνώρισαν τους πραγματικούς του στόχους και το αρνήθηκαν.[28] Ο Λουδοβίκος Ζ΄ έφτασε στο πριγκιπάτο τον Μάρτιο του 1148, την ίδια εποχή κυκλοφόρησαν φήμες για αιμομικτικές σχέσεις ανάμεσα στον Ραϋμόνδο και την ανεψιά του Ελεονώρα της Ακουιτανίας.[29][30] Οι Σταυροφόροι προσπάθησαν να πείσουν τον Λουδοβίκο Ζ΄ να επιτεθεί στο Χαλέπι πρωτεύουσα του Νουρεντίν Ζενγκί αλλά ο ίδιος αποφάσισε να αναχωρήσει για την Ιερουσαλήμ, διέταξε την Ελεονώρα να έρθει μαζί του.[29]
Χηρεία
ΕπεξεργασίαΟ Ραϋμόνδος της Αντιόχειας σκοτώθηκε στη "μάχη του Ινάμπ", σε εκστρατεία εναντίον του Νουρεντίν Ζενγκί (29 Ιουνίου 1149).[31] Ο Γουλιέλμος της Τύρου γράφει ότι τα τέσσερα ανήλικα παιδιά τους έμειναν χωρίς κηδεμόνα και δεν υπήρχε κανένας πρίγκιπας για να "σώσει τον κόσμο από την απελπισία".[32] Ο Νουρεντίν Ζενγκί επιτέθηκε στο πριγκιπάτο της Αντιόχειας και κατέλαβε όλες τις περιοχές ανατολικά του Ορόντη.[33] Ο Λατίνος πατριάρχης της Αντιόχειας Αιμερί ντε Λιμόζ ανέλαβε την άμυνα του πριγκιπάτου αλλά οι ευγενείς της Αντιόχειας προτιμούσαν έναν κοσμικό ηγεμόνα από θρησκευτικό.[33][34] Ο Βαλδουίνος Γ΄ των Ιεροσολύμων όταν έμαθε τον θάνατο του Ραϋμόνδου ήρθε στην Αντιόχεια να αναλάβει την αντιβασιλεία και έκλεισε ειρήνη με τον Νουρεντίν Ζενγκί.[33][35] Ο Βαλδουίνος Γ΄ επέστρεψε στην Αντιόχεια το καλοκαίρι του 1150 και πρότεινε στην Κωνσταντία τρεις νέους υποψήφιους γαμπρούς, η Κωνσταντία τους αρνήθηκε όλους.[35]
Με προτροπή του Βαλδουίνου Γ΄ η Κωνσταντία πήγε στις αρχές του 1152 στην Τρίπολη για να συναντήσει τις θείες της Μελισσάνθη και Οδιέρνα της Ιερουσαλήμ.[36] Οι δύο κυρίες προσπάθησαν να πείσουν την Κωνσταντία να παντρευτεί έναν από τους τρεις υποψήφιους που της πρότεινε ο ξάδελφος της αλλά έφυγε χωρίς να δώσει καμία υπόσχεση.[36][37][38] Ο Γουλιέλμος της Τύρου γράφει ότι ο πατριάρχης Αιμερί είχε προτείνει στην Κωνσταντία να αντισταθεί με όλα τα μέσα ώστε να μπορεί να διατηρήσει τη διοίκηση του πριγκιπάτου.[38][39] Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός έστειλε τον χήρο γαμπρό του Ιωάννη Δαλασσηνό στην Αντιόχεια να παντρευτεί την Κωνσταντία.[38][40] Ο Βυζαντινός συγγραφέας της εποχής γράφει ότι η Κωνσταντία τον "είδε με μεγάλη δυσαρέσκεια" λόγω της ηλικίας του και αρνήθηκε να τον παντρευτεί.[40] Ο ιστορικός Στήβεν Ράνσιμαν γράφει ότι η Κωνσταντία είχε απορρίψει όλους τους υποψηφίους που της πρότειναν ο βασιλιάς των Ιεροσολύμων και ο Βυζαντινός αυτοκράτορας επειδή είχε στόχο να παντρευτεί τον Ραϋνάλδο του Σατιγιόν έναν ιππότη από τη Γαλλία.[41] Ο Γουλιέλμος της Τύρου τον περιγράφει σαν έναν "ιππότη χαμηλής καταγωγής" αλλά η Κωνσταντία ήταν ερωτευμένη μαζί του και αποφασισμένη να τον παντρευτεί.[42]
Δεύτερος γάμος
ΕπεξεργασίαΟ αρραβώνας διατηρήθηκε μυστικός επειδή η Κωνσταντία φοβήθηκε ότι ο Βαλδουίνος Γ΄ δεν θα της έδινε την άδεια για τον γάμο, τελικά ο γάμος πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 1153 με την άδεια του Βαλδουίνου.[43] Ο Ραϋνάλδος ανέλαβε τη διοίκηση του πριγκιπάτου αλλά οι υπήκοοι του τον έβλεπαν με μεγάλη καχυποψία επειδή τον θεωρούσαν νεόπλουτο.[41] Οι προσπάθειες του για φορολογία προκάλεσαν την αντίδραση τόσο του πατριάρχη όσο και του Βυζαντινού αυτοκράτορα, ο Μανουήλ Α΄ τον πίεσε την άνοιξη του 1159 να του δώσει όρκο υποτέλειας.[43][44] Ο Ραϋνάλδος του Σατιγιόν συνελήφθη και φυλακίστηκε από τον εμίρη του Χαλεπίου Μάιντ Αντ-Ντιν Ιμπν Άτιρ σε μία επιδρομή του τον Νοέμβριο του 1160 ή του 1161.[42][45] Μετά την αιχμαλωσία του συζύγου της η Κωνσταντία ζήτησε τη διοίκηση του πριγκιπάτου αλλά συνάντησε την άρνηση των ευγενών που δεν ήθελαν να τους κυβερνήσει μία γυναίκα.[46] Ο Βαλδουίνος Γ΄ της Ιερουσαλήμ πήγε στο πριγκιπάτο και ανακήρυξε διάδοχο τον 15χρονο γιο της Βοημούνδο Γ΄ και κατηγόρησε τον πατριάρχη Αιμερί για κατάχρηση των εξουσιών του.[46][47] Η Κωνσταντία αρνήθηκε την παρέμβαση του Βαλδουίνου Γ΄ και διαμαρτυρήθηκε στον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μανουήλ.[48]
Ο ανεψιός του αυτοκράτορα Αλέξιος Βρυέννιος Κομνηνός και ο Ιωάννης Δούκας Καματηρός ήρθαν στην Αντιόχεια για να ξεκινήσουν τις διαπραγματεύσεις για τον γάμο του Μανουήλ Α΄ με την κόρη της Κωνσταντίας Μαρία της Αντιόχειας.[49] Με την υπογραφή του γάμου οι απεσταλμένοι του αυτοκράτορα κατοχύρωσαν την Κωνσταντία σαν κυβερνήτρια του πριγκιπάτου, σε λίγο έφτασε ο Βαλδουίνος Γ΄ αλλά δεν διαμαρτυρήθηκε.[49] Ο γιος της Βοημούνδος ήρθε στην ενηλικίωση (1163) και η Κωνσταντία ζήτησε υποστήριξη από τον Βυζαντινό κυβερνήτη της Κιλικίας Κωνσταντίνο Δούκα Καλαμανό.[50][51][52] Οι βαρόνοι της Αντιόχειας προχώρησαν σε συμμαχία με τον Θόρος Β΄ της Αρμενίας και πίεσαν την Κωνσταντία να εγκαταλείψει την πόλη, ο Βοημούνδος Γ΄ ανέλαβε την εξουσία.[47] Η Κωνσταντία πέθανε λίγο αργότερα σύμφωνα με τον Στήβεν Ράνσιμαν στη Λαττάκεια.[53]
Οικογένεια
ΕπεξεργασίαΟ πρώτος σύζυγος της Κωνσταντίας Ραϋμόνδος της Αντιόχειας γεννημένος το 1114 ήταν δεύτερος γιος του Γουλιέλμου Θ΄ της Ακουιτανίας και της Φιλίππης της Τουλούζης.[54][55][56] Ο Γουλιέλμος της Τύρου γράφει ότι "άφησε δυο γιους και κόρες που ήταν όλοι ανήλικοι" την εποχή που σκοτώθηκε ο σύζυγος της (1149).[57][58]
- Βοημούνδος Γ΄, ήταν πέντε ετών με τον θάνατο του πατέρα του και κατέλαβε την Αντιόχεια από τη μητέρα του (1163).[58]
- Μαρία, γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1160 και ήταν διάσημη για την ομορφιά της, παντρεύτηκε τον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό Αυτοκράτορα των Ρωμαίων (1161).[59]
- Φιλίππα, ερωμένη του Ανδρόνικου Α΄ Κομνηνού, παντρεύτηκε τον Χάμφρεϋ Β΄ κύριο του Τορόν στα τέλη της δεκαετίας του 1160.[60]
- Βαλδουίνος απεβ. 1176.[61][62] Ο Βαλδουίνος της Αντιόχειας έπεσε στη Μάχη του Μυριοκέφαλου σαν αρχηγός του Βυζαντινού ιππικού εναντίον των Σελτζούκων (17 Σεπτεμβρίου 1746).[63]
Ο δεύτερος σύζυγος της ήταν ο Ραϋνάλδος του Σατιγιόν. Είχε τέκνα:
- Αγνή 1154-π.1184, παντρεύτηκε τον Μπέλα Γ΄ της Ουγγαρίας.[64]
- Αλίκη, μάλλον έγινε η τρίτη σύζυγος του Άτσο ΣΤ΄ των Έστε (1204).[65]
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 p21947.htm#i219465. Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2020.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 Charles Cawley: «Medieval Lands». (Αγγλικά) Charles Cawley, "Medieval Lands", 2006-2020.
- ↑ Hodgson 2007, σ. 182.
- ↑ Runciman 1989, σ. 176.
- ↑ Murray 2016, σσ. 81, 83.
- ↑ 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 Runciman 1989, σ. 183.
- ↑ Buck 2017, σ. 221.
- ↑ Murray 2016, σ. 84.
- ↑ 9,0 9,1 9,2 9,3 Nicholson 1969, σ. 431.
- ↑ Murray 2016, σ. 81.
- ↑ 11,0 11,1 Norwich 1992, σ. 473.
- ↑ Murray 2016, σ. 85.
- ↑ 13,0 13,1 13,2 Runciman 1989, σ. 184.
- ↑ Runciman 1989, σ. 185.
- ↑ Barber 2012, σ. 152.
- ↑ 16,0 16,1 Runciman 1989, σ. 188.
- ↑ 17,0 17,1 17,2 17,3 Nicholson 1969, σ. 433.
- ↑ Runciman 1989, σσ. 188, 190.
- ↑ Runciman 1989, σ. 190.
- ↑ Runciman 1989, σ. 195.
- ↑ 21,0 21,1 21,2 Runciman 1989, σ. 198.
- ↑ Nicholson 1969, σ. 434.
- ↑ 23,0 23,1 Barber 2012, σ. 153.
- ↑ 24,0 24,1 Runciman 1989, σ. 199.
- ↑ Runciman 1989, σσ. 199–200.
- ↑ 26,0 26,1 Runciman 1989, σ. 200.
- ↑ Norwich 1992, σσ. 484–486.
- ↑ Norwich 1992, σ. 486.
- ↑ 29,0 29,1 Runciman 1989, σ. 278.
- ↑ Barber 2012, σ. 188.
- ↑ Baldwin 1969, σσ. 532–533.
- ↑ Hodgson 2007, σσ. 182–183.
- ↑ 33,0 33,1 33,2 Baldwin 1969, σ. 533.
- ↑ Runciman 1989, σσ. 330–331.
- ↑ 35,0 35,1 Runciman 1989, σ. 331.
- ↑ 36,0 36,1 Runciman 1989, σ. 333.
- ↑ Hodgson 2007, σ. 187.
- ↑ 38,0 38,1 38,2 Barber 2012, σ. 208.
- ↑ Runciman 1989, σ. 331 (Σημείωση 1).
- ↑ 40,0 40,1 Runciman 1989, σ. 332.
- ↑ 41,0 41,1 Runciman 1989, σ. 345.
- ↑ 42,0 42,1 Barber 2012, σ. 206.
- ↑ 43,0 43,1 Baldwin 1969, σ. 540.
- ↑ Baldwin 1969, σσ. 543–544.
- ↑ Runciman 1989, σ. 357.
- ↑ 46,0 46,1 Runciman 1989, σ. 358.
- ↑ 47,0 47,1 Barber 2012, σ. 215.
- ↑ Runciman 1989, σ. 359.
- ↑ 49,0 49,1 Runciman 1989, σ. 360.
- ↑ Baldwin 1969, σ. 547.
- ↑ Runciman 1989, σ. 364.
- ↑ Runciman 1989, σσ. 364–365.
- ↑ Runciman 1989, σ. 365 (Σημείωση 1).
- ↑ Meade 1991, σσ. 8, 22.
- ↑ Dunbabin 2000, σ. 384.
- ↑ Meade 1991, σσ. 18, 22.
- ↑ Runciman 1989, σ. 330.
- ↑ 58,0 58,1 Hodgson 2007, σ. 183.
- ↑ Garland 1999, σ. 201.
- ↑ Runciman 1989, σ. 378.
- ↑ Hamilton 2000, σσ. xviii, 40–41.
- ↑ Runciman 1989, σ. 365, Appendix III (Genealogical tree No. 2.).
- ↑ Runciman 1989, σ. 413.
- ↑ Runciman 1989, σ. 365 (Σημείωση 2).
- ↑ Chiappini 2001, σ. 31.
Πηγές
Επεξεργασία- Baldwin, Marsall W. (1969). "The Latin States under Baldwin III and Amalric I, 1143–1174". In Setton, Kenneth M.; Baldwin, Marshall W. (eds.). A History of the *Crusades, Volume I: The First Hundred Years. The University of Wisconsin Press.
- Barber, Malcolm (2012). The Crusader States. Yale University Press.
- Buck, Andrew D. (2017). The Principality of Antioch and its Frontiers in the Twelfth Century. The Boydell Press.
- Chiappini, Luciano (2001). Gli Estensi: Mille anni di storia [The Este: A Thousand Years of History] (in Italian). Corbo Editore.
- Dunbabin, Jean (2000). France in the Making, 843–1180. Oxford University Press.
- Garland, Lynda (1999). Byzantine Empresses: Women and Power in Byzantium, AD 527–1204. Routledge.
- Hamilton, Bernard (1978). "The Elephant of Christ: Reynald of Châtillon". Studies in Church History (15): 97–108.
- Hamilton, Bernard (2000). The Leper King and His Heirs: Baldwin IV and the Crusader Kingdom of Jerusalem. Cambridge University Press.
- Hodgson, Natasha R. (2007). Woman, Crusading and the Holy Land in Historical Narrative. The Boydell Press.
- Meade, Marion (1991). Eleanor of Aquitane: A Biography. Penguin Books.
- Murray, Alan W. (2016). "Constance, Princess of Antioch (1130–1164), ancestry, marriages and family". In van Houts, Elisabeth (ed.). Anglo–Norman Studies: XXXVIII. *Proceedings of the Battle Conference 2015. The Boydell Press.
- Nicholson, Robet L. (1969). "The Growth of the Latin States, 1118–1144". In Setton, Kenneth M.; Baldwin, Marshall W. (eds.). A History of the Crusades, Volume I: The First Hundred Years. The University of Wisconsin Press.
- Norwich, John Julius (1992). The Normans in Sicily. Penguin Books.
- Runciman, Steven (1989). A History of the Crusades, Volume II: The Kingdom of Jerusalem and the Frankish East, 1100–1187. Cambridge University Press.